Heidegger και Αριστοτέλης
Του Franco Volpi
Θεωρήσαμε αναγκαία τήν ανάρτηση του προλόγου τού Βerti λόγω τής ιστορικής της αξίας, στήν μεγαλειώδη καί πολύτιμη γιά τούς Ελληνες έρευνα τού Volpi
Πρόλογος του Enrico Berti
Πρότεινα στον εκδοτικό οίκο Laterza —ο οποίος αποδέχθηκε πρόθυμα— να επανεκδώσει αυτό το βιβλίο του Franco Volpi, που απεβίωσε πρόωρα στις 14 Απριλίου 2009, για δύο λόγους: πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα του, ίσως εκείνο που πρώτα τον ανέδειξε ως έναν από τους σημαντικότερους ειδικούς στο αντικείμενο, και επιπλέον είναι δύσκολο να βρεθεί, καθώς είχε εκδοθεί από έναν μικρό εκδοτικό οίκο (Daphne, Πάδοβα) σε μία σειρά που στη συνέχεια δεν συνεχίστηκε. Το έργο Heidegger και Αριστοτέλης επανεκδίδεται, επομένως, στην ίδια μορφή με αυτήν που είχε εκδοθεί το 1984, δηλαδή πριν από είκοσι έξι χρόνια, χωρίς διορθώσεις ή προσθήκες.
Πιθανώς ο Volpi δεν θα συμφωνούσε με την ιδέα της επανέκδοσης με αυτόν τον τρόπο, καθώς είχε πει ότι θα ήθελε να το ξαναγράψει. Αυτό είναι απολύτως φυσικό, διότι στα χρόνια που ακολούθησαν την αρχική έκδοση του βιβλίου, είχε αποκτήσει τεράστιο πλήθος νέων γνώσεων πάνω στο θέμα. Αυτές, ωστόσο, είναι ήδη εμφανείς στα πολυάριθμα άρθρα του που δημοσιεύθηκαν αργότερα, και ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί σε κάθε περίπτωση να τις λάβει υπόψη.
Δεν έχει αλλάξει, όμως —κατά όσο γνωρίζω— η γενική ερμηνεία που έδωσε ο Volpi για τη σχέση του Heidegger με τον Αριστοτέλη, όπως προκύπτει και από τα μεταγενέστερα γραπτά του. Σε κάθε περίπτωση, μου φαίνεται σωστό να επανεκδοθεί το βιβλίο στην αρχική του μορφή, ώστε να φανεί —ακόμη και από την άποψη της ιστορίας της έρευνας— η στροφή που αυτό σηματοδότησε στη συζήτηση περί της φιλοσοφίας του Heidegger και γενικότερα για ολόκληρη τη φιλοσοφία του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά την προέλευση του βιβλίου, πιστεύω ότι είμαι καλά πληροφορημένος, διότι αυτό συνελήφθη κατά τα χρόνια που η συνεργασία ανάμεσα σε μένα και τον συγγραφέα ήταν πιο στενή. Μπορώ λοιπόν να πω ότι το Heidegger και Αριστοτέλης γεννήθηκε από τη συνάντηση δύο ερευνητικών γραμμών. Η πρώτη ήταν η μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στον Heidegger και τον Brentano. Αυτή η μελέτη γεννήθηκε στον Franco Volpi από ένα επεισόδιο που μου αρέσει να θυμάμαι. Το ακαδημαϊκό έτος 1971/1972 δίδαξα το πρώτο μου μάθημα Ιστορίας της Φιλοσοφίας στην Πάδοβα, όπου είχα επιστρέψει μετά από επτά χρόνια διδασκαλίας στην Περούτζια. Ο Franco ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής στο πτυχιακό πρόγραμμα της Φιλοσοφίας και παρακολουθούσε τα μαθήματά μου.
Όταν ήρθα σε γνώση της επιστολής του Heidegger προς τον πάτερ Richardson, στην οποία ο Γερμανός φιλόσοφος ανέφερε την καθοριστική επιρροή που άσκησε στη διαμόρφωση τού έργου του το βιβλίο του Franz Brentano Περί των διαφορετικών εννοιών του Είναι στον Αριστοτέλη, ανακοίνωσα την είδηση στους φοιτητές, προτείνοντας ως θέμα πτυχιακής εργασίας τις σχέσεις ανάμεσα στον Heidegger και τον Brentano. Ο Volpi ανταποκρίθηκε αμέσως, πιθανώς λόγω του ενδιαφέροντός του για τον Heidegger, το οποίο είχε αναπτυχθεί χάρη στον καθηγητή του στο λύκειο, Giuseppe Faggin, και λόγω του ενδιαφέροντός του για τον Αριστοτέλη, το οποίο είχε καλλιεργηθεί μέσω των μαθημάτων μου, τα οποία επικεντρώνονταν στη Μεταφυσική.
Από τη διπλωματική του εργασία, που υπερασπίστηκε το 1975, γεννήθηκε έτσι το πρώτο του βιβλίο, Heidegger e Brentano (Cedam, Πάντοβα 1976), όπου ο Volpi έδειχνε ότι ο Heidegger είχε μεν παρακινηθεί από τον Brentano να δει στον Αριστοτέλη το αναγκαίο σημείο αναφοράς για μια φιλοσοφία τού Είναι, αλλά επίσης είχε παραπλανηθεί από τον Brentano προς μια ερμηνεία τού Είναι ως τείνουσα προς τη μονοσημία, δηλαδή με ένα και μοναδικό νόημα, ενώ από μια παθιασμένη ανάγνωση της Μεταφυσικής προέκυπτε ότι το Είναι για τον Αριστοτέλη ήταν αμετάκλητα πολυσήμαντο, δηλαδή διέθετε πολλά νοήματα. Από εδώ το ενδιαφέρον για μια νέα και πιο εις βάθος έρευνα, που να εστιάζει στη σχέση τού Heidegger με τον Αριστοτέλη σε όλη της την έκταση, και πέρα από την επιρροή που ασκήθηκε από την ερμηνεία του Brentano.
Η δεύτερη ερευνητική γραμμή από την οποία γεννήθηκε το Heidegger e Aristotele ήταν η ανακάλυψη που έκανε ο Βόλπι του φαινομένου που ήταν τότε γνωστό ως «αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας», το οποίο είχε εκδηλωθεί στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70 του εικοστού αιώνα και είχε στη συνέχεια εξαπλωθεί και αλλού. Μιλώ για «ανακάλυψη» γιατί ο Βόλπι ήταν ο πρώτος που μίλησε για αυτό στην Ιταλία, και στη συνέχεια στη Γαλλία και σε διάφορα άλλα μέρη, ιδίως στη Λατινική Αμερική. Σε αυτή την ανακάλυψη εγώ δεν είχα καμία συμμετοχή, αντίθετα οφείλω στον Βόλπι τη γνωστοποίησή της.
Εκείνος είχε συχνές επαφές με τη γερμανική φιλοσοφία, οι οποίες προέκυψαν από μια υποτροφία για διαμονή στο Βίρτσμπουργκ που του είχε απονείμει το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, και η οποία ήταν και η ευκαιρία για να γνωρίσει εκείνη που θα γινόταν αργότερα η σύζυγός του.
Κατά τη διαμονή του στη Γερμανία, ο Βόλπι είχε γνωρίσει από κοντά την αναγέννηση που σημειώθηκε σε εκείνη τη χώρα του ενδιαφέροντος για την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και του Καντ, στην οποία αφιέρωσε μια εκτενή μελέτη σε συλλογικό τόμο — και αυτός σήμερα δύσκολα ανευρέσιμος για τους ίδιους λόγους όπως και το Heidegger e Aristotele — και συγκεκριμένα Η αναγέννηση της πρακτικής φιλοσοφίας στη Γερμανία (στο Filosofia pratica e scienza politica, επιμ. Claudio Pacchiani, Francisci, Abano Terme 1980, σσ. 11–97).
Μελετώντας το ρεύμα της γερμανικής φιλοσοφίας που αναφερόταν στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, εκπροσωπούμενο από τον Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ και τη σχολή του (Ρύντιγκερ Μπούμπνερ), από τον Γιοάχιμ Ρίττερ και τη σχολή του (Γκίντερ Μπιν), αλλά και νωρίτερα από την Χάννα Άρεντ, ο Βόλπι ανακάλυψε ότι στη ρίζα αυτής της αναφοράς βρισκόταν ο Χάιντεγγερ, και συγκεκριμένα ο Χάιντεγγερ του Είναι και Χρόνος. Αυτό αποτέλεσε έναν επιπλέον λόγο που τον ώθησε να εμβαθύνει στη σχέση ανάμεσα στον Χάιντεγγερ και τον Αριστοτέλη.
Έτσι γεννήθηκε το βιβλίο Heidegger e Aristotele, του οποίου το περιεχόμενο διατηρεί εμφανές το ίχνος της προέλευσής του. Από τη μία, λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή που άσκησε στον Heidegger το βιβλίο του Brentano για τις πολλαπλές σημασίες του Είναι στον Αριστοτέλη, ο Volpi δείχνει πώς, στις διάφορες περιόδους της πνευματικής του πορείας, ο Heidegger αναζήτησε τη βασική σημασία του είναι, το "νόημα" του Είναι, σταδιακά σε καθεμία από τις σημασίες του που διακρίνονται από τον Αριστοτέλη. Κατά την «καθολική» του περίοδο, επηρεασμένος από τις θεολογικές σπουδές του στο Φράιμπουργκ και από τις πολιτισμικές του επαφές με την εκεί ατμόσφαιρα, ο Heidegger πίστεψε πως, όπως και ο Brentano, μπορούσε να βρει το νόημα του είναι κυρίως στο "είναι" κατά τις κατηγορίες, και ανάμεσά τους πρωτίστως στην ουσία (substantia), στην οποία ο Brentano μείωνε όλες τις άλλες σημασίες του είναι. Εντός της ουσίας, δε, η πρωτοκαθεδρία ανήκε στην ακίνητη ουσία, δηλαδή στον Θεό, ο οποίος νοούνταν ως το Είναι καθαυτό.
Κατά την «φαινομενολογική» του περίοδο, επηρεασμένος κυρίως από τη σκέψη του Edmund Husserl, ο Heidegger πίστεψε πως το νόημα τού Είναι βρισκόταν στο Είναι ως αλήθεια, δηλαδή στην aletheia, την οποία ο ίδιος κατανοούσε ως «μη-απόκρυψη» (Unverborgenheit). Τέλος, κατά την περίοδο μετά τη γνωστή «στροφή», ο Heidegger θεώρησε πως το νόημα τού Είναι έπρεπε να αναζητηθεί στην τελευταία από τις σημασίες που διακρίνει ο Αριστοτέλης, δηλαδή στο Είναι ως ενέργεια (energeia), στην οποία βασίζεται και η δική του αντίληψη για το Είναι ως «κινητικότητα» (Bewegtheit), ως «συμβάν» (Ereignis), ως physis, νοούμενη ως ξεδίπλωμα και άνθηση. Έτσι ο Αριστοτέλης κατέστη για τον Heidegger ταυτόχρονα υπόδειγμα και αντίπαλος στην αναζήτηση τού νοήματος του Είναι.
Από την άλλη πλευρά, με αυτό το βιβλίο για τον Χάιντεγκερ και τον Αριστοτέλη, ο Βόλπι δείχνει πώς, στο Sein und Zeit, ο Χάιντεγκερ οικειοποιήθηκε —με τρόπο που ο ίδιος ο Βόλπι χαρακτηρίζει μάλιστα «αρπακτικό»— τις βασικές κατηγορίες της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, αδειάζοντάς τες από το πρακτικό τους νόημα και γεμίζοντάς τες με ένα νέο οντολογικό νόημα, ώστε να τις καταστήσει δομικά στοιχεία της φαινομενολογίας του για την ανθρώπινη συνθήκη.
Δεν στέκομαι εδώ στην περιγραφή αυτών των κατηγοριών, τις οποίες οι αναγνώστες θα βρουν επαρκώς αναλυμένες στο εσωτερικό του βιβλίου. Περιορίζομαι να αναφέρω μερικές, επειδή αυτές θα επανεμφανιστούν στα μεταγενέστερα γραπτά του Βόλπι. Πρώτα απ’ όλα, δείχνει πώς οι τρεις θεμελιώδεις στάσεις που, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μπορεί να έχει ο άνθρωπος απέναντι στην πραγματικότητα —δηλαδή η θεωρία (theoria), η πράξη (praxis) και η ποίηση (poiesis)— μεταφράζονται από τον Χάιντεγκερ στις τρεις θεμελιώδεις μορφές με τις οποίες η πραγματικότητα παρουσιάζεται στον άνθρωπο: η Vorhandenheit ή παρουσία, το Dasein ή το «εδώ-είναι», και η Zuhandenheit ή χρηστικότητα.
Η σημαντικότερη είναι, προφανώς, η praxis, στην οποία ο Χάιντεγκερ βλέπει —χάρη και στη διάκρισή της από την poiesis, που κάνει ο Αριστοτέλης— όχι μια πράξη ως κατασκευή των πραγμάτων, αλλά μια πράξη ως σχεδιασμός του ίδιου του εαυτού, δηλαδή ως ένα «έχειν του είναι», που είναι ακριβώς το Dasein.
Μια άλλη αριστοτελική κατηγορία που αντλεί ο Χάιντεγκερ είναι η orexis, δηλαδή η επιθυμία, που οδηγεί σε αυτό που ο Γερμανός φιλόσοφος αποκαλεί «μέριμνα» (die Sorge). Μια άλλη ακόμα είναι η prohairesis, δηλαδή η επιλογή, που στον Χάιντεγκερ γίνεται η αποφασιστικότητα (Entschlossenheit), και μια άλλη, η σημαντικότερη απ’ όλες, είναι η phronesis, που στον Χάιντεγκερ γίνεται η συνείδηση (das Gewissen).
Σχετικά με αυτήν την οικειοποίηση της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, που πραγματοποιήθηκε από τον Χάιντεγγερ στο Sein und Zeit, η στάση του Βόλπι είναι θεμελιωδώς θετική, δηλαδή θαυμασμού, τόσο για το αριστούργημα του Χάιντεγγερ όσο και για την πηγή του, δηλαδή την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη· στάση που διατηρεί και στα επόμενα έργα του. Αντίθετα, όσον αφορά την έρευνα του Χάιντεγγερ για το νόημα του Είναι, είναι πολύ πιο αποστασιοποιημένος, υπονοώντας μία προτίμηση για μια πολυσημία αριστοτελικού τύπου. Φυσικά, δεν πρόκειται για ρητές τοποθετήσεις, κάτι που ο Βόλπι πάντοτε απέφευγε, θεωρώντας τον εαυτό του κυρίως ιστορικό της φιλοσοφίας, ιδίως σε αυτό το βιβλίο, που παραμένει σε κάποιον βαθμό νεανικό (όταν το δημοσίευσε ήταν μόλις 32 ετών).
Πράγματι, αυτές οι δύο στάσεις –η αποστασιοποιημένη προς την αναζήτηση του Χάιντεγκερ για το νόημα του Είναι, και η θετική προς την ανάληψη της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη– είχαν, στην μεταγενέστερη εξέλιξη του έργου του Βόλπι, δύο αντίθετες αλλά συνάμα συνεπείς πορείες σε σχέση με την απαρχή τους. Η πρώτη, παρόλο που συντηρούσε ένα διαρκές ενδιαφέρον για το έργο του Χάιντεγκερ, το οποίο εκδηλώθηκε με τη μετάφραση του Nietzsche (απ’ όπου προέκυψε το βιβλίο Il nichilismo, Laterza, Ρώμη-Μπάρι 1996), κατέληξε να είναι ολοένα και πιο επικριτική απέναντι στον Γερμανό φιλόσοφο, μέχρι το σημείο της μετατροπής της, στην εισαγωγή της μετάφρασης των Beiträge zur Philosophie, σε πραγματική απόρριψη. Η δεύτερη, αντιθέτως, έγινε όλο και πιο θετική, φτάνοντας μέχρι και σε ρητή δήλωση προσχώρησης στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, σε ένα από τα τελευταία άρθρα του Βόλπι, La maravilla de las maravillas. Εξάλλου, ο Βόλπι ουδέποτε έκρυψε ότι θεωρούσε το Sein und Zeit το πραγματικό αριστούργημα του Χάιντεγκερ· και έκανε νύξη, έστω και εμμέσως, για την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ακόμα και στο τέλος του βιβλίου του Il nichilismo, όπου έγραψε:
Ο Νιχιλισμός έχει διαβρώσει τις αλήθειες και αποδυνάμωσε τις θρησκείες·
αλλά διέλυσε επίσης τους δογματισμούς και κατέρριψε τις ιδεολογίες,
διδάσκοντάς μας έτσι να διατηρούμε εκείνη τη λογική σύνεση της σκέψης, εκείνο το παράδειγμα πλάγιας και συνετής σκέψης, που μας καθιστά ικανούς να πλοηγούμαστε με ορατότητα ανάμεσα στους υφάλους της θάλασσας της επισφάλειας,
κατά το πέρασμα του γίγνεσθαι, στη μετάβαση από έναν πολιτισμό σε έναν άλλον,
στη διαπραγμάτευση ανάμεσα σε μια ομάδα συμφερόντων και την άλλη.
(σελ. 178, πλάγια στο πρωτότυπο)
Η «λογική σύνεση της σκέψης» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φρόνησις, η διανοητική αρετή της πρακτικής λογικής που υποδεικνύει ο Αριστοτέλης, η οποία εδώ θεωρείται ως ο μόνος αξιόπιστος οδηγός της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ίσως, αν ο Βόλπι είχε τη δυνατότητα να ξαναγράψει το δικό του Heidegger e Aristotele, πιθανόν θα έκανε σαφέστερα αυτά τα δύο αποτελέσματα, στα οποία αξίζει να σταθεί κανείς για λίγο.
Η εισαγωγή στη μετάφραση των Beiträge, που κυκλοφόρησε στα ιταλικά με τον τίτλο Contributi alla filosofia (Adelphi, Μιλάνο 2007), λογοκρίθηκε, όπως είναι γνωστό, από τον προγονό τού Χάιντεγκερ, Χέρμαν. Στην ιταλική έκδοση, πράγματι, εμφανίζεται με τον τίτλο “Προειδοποίηση του επιμελητή της ιταλικής έκδοσης” και καταλαμβάνει μόλις έξι σελίδες (από 19 έως 25). Όμως η πλήρης εκδοχή της, είκοσι σελίδων, δημοσιεύτηκε στα ισπανικά στα Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου φαινομενολογίας και ερμηνευτικής, που πραγματοποιήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής το ίδιο έτος, με τον τίτλο: Goodbye, Heidegger! Mi Introducción Censurada a los “Beiträge zur Philosophie” (στο Fenomenología y Hermenéutica. Actas del I Congreso Internacional de Fenomenología y Hermenéutica, Universidad Andrés Bello, Σαντιάγο/Χιλή 2008, σελ. 43-63).
Αυτή περιέχει ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις, όπως για παράδειγμα της Χάννα Άρεντ, σχετικά με τη σκέψη του Χάιντεγκερ που αναπτύχθηκε μετά τη «στροφή» του 1930, καθώς και ένα είδος αυτοκριτικής του ίδιου του Χάιντεγκερ απέναντι στο έργο που αυτή η στροφή θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει ως την ύψιστη πραγματοποίησή της («έχω την αίσθηση ότι μεγαλώνω μόνο στις ρίζες, όχι στα κλαδιά»), και κορυφώνεται σε μια παράγραφο με τίτλο “Ναυαγός στη θάλασσα του Είναι”, η οποία ήταν και ο λόγος που λογοκρίθηκε ολόκληρη η εισαγωγή.
Σε αυτή την παράγραφο, ο Βόλπι δηλώνει ότι όλες οι προσπάθειες του ύστερου Χάιντεγκερ κατευθύνονται προς έναν και μοναδικό στόχο, το Είναι, αλλά «τα μονοπάτια διακόπηκαν».
Η διακεκομμένη φιλοσοφική του πειραματική και η ‘πορεία ψηλαφητά’ μέσα σε αυτό το όνειρο αποτέλεσαν αντικείμενο δριμείας κριτικής. Ειπώθηκε: Ο Χάιντεγκερ απορρίπτει τη σύγχρονη ορθολογικότητα με την ίδια υποτακτική χειρονομία με την οποία αναγνωρίζει την κυριαρχία της, διαμαρτύρεται ενάντια στην επιστήμη που «δεν σκέφτεται» μέσα στα όριά της, δαιμονοποιεί την τεχνική προσποιούμενος ότι την αποδέχεται ως πεπρωμένο, διαμορφώνει μια καταστροφολογική εικόνα του κόσμου, διακινδυνεύει πολιτικές θέσεις τουλάχιστον ριψοκίνδυνες – η Ευρώπη πιασμένη στη μέγγενη ανάμεσα στον αμερικανισμό και τον μπολσεβικισμό – αναζωπυρώνοντας τον ελληνογερμανικό μύθο της αρχικής κατάστασης που πρέπει να επανακτηθεί.
Ακόμα και οι ευφυείς του γλωσσικές πειραματικές απόπειρες καταρρέουν και παίρνουν κάθε φορά και περισσότερο την όψη ακροβατισμών, ακόμα και φλυαρίας. Η χρήση της ετυμολογίας από μέρους του αποδεικνύεται κατάχρηση (Varro docet). Η πεποίθηση ότι η αληθινή φιλοσοφία μπορεί να εκφραστεί μόνο στα αρχαία ελληνικά και στα γερμανικά (και στα λατινικά;) αποδεικνύεται υπερβολή.
Η εξύμνηση του ρόλου του ποιητή, μια υπερεκτίμηση. Οι ελπίδες που επένδυσε στη ποιητική σκέψη, μια ευσεβής αυταπάτη. Η ανθρωπολογία του Lichtung, όπου ο άνθρωπος λειτουργεί ως ποιμένας του Είναι, μια πρόταση μη αποδεκτή και μη εφαρμόσιμη. Το αινιγματικό δεν είναι τόσο η σκέψη του ύστερου Χάιντεγκερ, όσο ο δουλοπρεπής και συχνά ελλιπής σε κριτικό πνεύμα θαυμασμός που του αποδόθηκε και που παρήγαγε τόση σχολαστικότητα (σσ. 62–63, δική μου μετάφραση).
Σύμφωνα με τον Βόλπι,
δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές οι κριτικές είναι εύστοχες.
Αν όμως ήταν έτσι, τότε οι Contributi alla filosofia θα ήταν πράγματι το ημερολόγιο καταστρώματος ενός ναυαγίου. Για να προχωρήσει κανείς όλο και πιο βαθιά στη θάλασσα του Είναι, η σκέψη του Χάιντεγκερ βυθίζεται. Ωστόσο, όπως όταν βυθίζεται ένα μεγάλο πλοίο, το θέαμα που προσφέρεται στα μάτια είναι μεγαλειώδες (ibid.).
Αυτό το συμπέρασμα φαίνεται και πάλι αρκετά συνετό, καθώς δεν παίρνει θέση απέναντι στις παραπάνω κριτικές· ωστόσο, αναγνωρίζει τη δυνατότητα να είναι αυτές βάσιμες, κάτι που ήδη αποτελεί μια μορφή αποστασιοποίησης. Αυτό, εξάλλου, επιβεβαιώνεται από την ίδια τη λογοκρισία που επέβαλε ο Χέρμαν Χάιντεγκερ στην επίμαχη παράγραφο — στην οποία ο ίδιος ο Βόλπι δίνει βαρύτητα αναφέροντάς την στον τίτλο της παρέμβασής του, Goodbye, Heidegger!, που επιλέχθηκε μετά τη λογοκρισία και σίγουρα εξαιτίας αυτής.
Πολύ διαφορετική είναι η στάση του Βόλπι απέναντι στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο La maravilla de las maravillas: que el ente es. («Το θαύμα των θαυμάτων: ότι υπάρχει το ον».)
Wittgenstein, Heidegger και η ηθικο-πρακτική υπέρβαση της μεταφυσικής (Topicos, 30, 2006, σελ. 197–231). Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε ένα μεξικανικό περιοδικό, λόγω των συνεχών σχέσεων που, ειδικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Βόλπι διατηρούσε με τον πολιτισμό της Λατινικής Αμερικής (επίσης η εισαγωγή στα Beiträge κυκλοφόρησε στη Χιλή). Ωστόσο, αυτά τα γραπτά αξίζουν να γίνουν γνωστά και στην Ευρώπη. Το συγκεκριμένο άρθρο κλείνει με μια παράγραφο με τίτλο: «Σχετικά με την πρόοδο της μεταφυσικής και τη σχέση μας με αυτήν», που είναι ένας από τους σπάνιους λόγους σε πρώτο πρόσωπο που έχει κάνει ο συγγραφέας.
Σε αυτό ο Βόλπι γράφει:
Δεν υπάρχει μεταφυσική, αυστηρά μιλώντας, χωρίς πρακτική φιλοσοφία. Δεν μπορεί να αναβιώσει η ιδέα της μεταφυσικής ως episteme, χωρίς να επαναληφθεί ταυτόχρονα η ιδέα της θεωρίας ως τρόπος ζωής, ως υπέρτατη praxis. Εδώ υπάρχει ένας καλός λόγος να πούμε ότι μετά τον Αριστοτέλη η μεταφυσική δεν έχει κάνει κανένα βήμα μπροστά. Αλλά θα μπορούσαμε το ίδιο να πούμε […] ότι δεν έχει κάνει ούτε βήμα πίσω: με την έννοια ότι η metaphysica perennis, στην ιδεατή της μορφή, δεν μπορεί να πληγεί από την ιστορική παρακμή και ότι έχει παραμείνει ως ρυθμιστική αρχή ή ως όριο σύγκρισης για να κρίνουμε την μετα-μεταφυσική μας κατάσταση (σ. 230, δική μου μετάφραση).
Για να κατανοήσει κανείς αυτό το ενδιαφέρον για τη μεταφυσική, πρέπει να έχει υπόψη του ότι το αντικείμενο αυτής που ο Χάιντεγκερ αποκαλεί «το θαύμα των θαυμάτων», δηλαδή το γεγονός ότι το ον Είναι, είναι αυτό που στον Χάιντεγκερ πριν από τη «στροφή», τον Χάιντεγκερ του Sein und Zeit και του Was ist Metaphysik? (1929), ήταν το αντικείμενο της λεγόμενης θεμελιώδους μεταφυσικής ερώτησης: «γιατί υπάρχει το ον και όχι το μηδέν;».
Αξίζει, επίσης, να θυμηθεί κανείς ότι ο Βόλπι είχε διαμορφωθεί στη σχολή φιλοσοφίας της Πάδοβας, η οποία χαρακτηριζόταν από την προσήλωση στη «κλασική μεταφυσική» (έκφραση που χρησιμοποιήθηκε, για παράδειγμα, από τον Μαρίνο Τζεντίλε, δάσκαλο του γράφοντος, αλλά και του Βόλπι), δηλαδή μια μεταφυσική αριστοτελικής έμπνευσης, κατάλληλα ουσιοποιημένη και ιστορικοποιημένη, δηλαδή περιορισμένη στην αναγνώριση της απόλυτης προβληματικότητας της εμπειρίας (αυτής που για τον Αριστοτέλη ήταν η μη αναγώγιμη πολυσημία του Είναι).
Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Βόλπι δεν αποκλείει τη δυνατότητα να μετατραπεί η ιστορική πραγματικότητα της μεταφυσικής σε μια ουσιαστική δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση ότι θα νοηθεί όχι ως episteme, αλλά ως theoria, δηλαδή ως τρόπος ζωής. Επανέρχεται έτσι στις κατηγορίες της πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, τις οποίες ο Χάιντεγκερ είχε υιοθετήσει στο Sein und Zeit, χωρίς όμως να εννοεί τη theoria ως αποστασιοποιημένη θεωρία, όπως την κατανοεί ο Χάιντεγκερ, αλλά αντιθέτως, ταυτίζοντάς την με την ανώτατη μορφή πράξης: αυτή είναι η «ηθικο-πρακτική υπέρβαση της μεταφυσικής» που αναφέρεται στον τίτλο του άρθρου.
Η αναφορά στον Αριστοτέλη είναι ρητή, όπως και η αναφορά στην ιστορική πραγματικότητα της μεταφυσικής, δηλαδή στη μεταφυσική του Αριστοτέλη, που για τον Χάιντεγκερ είναι η έσχατη μορφή αληθινής μεταφυσικής, αλλά ταυτόχρονα —σε αντίθεση με τον Χάιντεγκερ— νοείται και ως metaphysica perennis.
Αυτή η τελευταία έκφραση αντικαθίσταται, μερικές γραμμές παρακάτω, από εκείνη της «κλασικής μεταφυσικής», που χρησιμοποιείται από τη σχολή της Πάδοβας. Πράγματι, ο Βόλπι θυμίζει ότι:
Η «κλασική μεταφυσική» είναι τέτοια, δηλαδή «κλασική», επειδή, μη όντας ούτε αρχαία ούτε σύγχρονη, εξακολουθεί να είναι έγκυρη, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη νεωτερικότητα […]. Σε κάθε περίπτωση, δεν σκεφτόμαστε τη μεταφυσική ούτε με «ηπειρωτικό» τρόπο ούτε με «αναλυτικό» τρόπο: τη σκεφτόμαστε αλλιώς. Πιστεύουμε ότι η μεταφυσική, όπως όλα τα αληθινά φιλοσοφικά προβλήματα, δεν έχει λύση, αλλά μόνο ιστορία. Πρόκειται για την αναγνώρισή της, διαφυλάσσοντας το νόημα της ριζικής προβληματοποίησης από την οποία γεννιέται και στην οποία επιστρέφει η φιλοσοφία, ως «μια ερώτηση για το καθετί που είναι όλο ερώτηση» (σ. 231, δική μου μετάφραση).
Πέρα από την έκφραση «κλασική μεταφυσική», εξηγημένη με τον ίδιο τρόπο όπως την εξηγούσε ο Μαρίνο Τζεντίλε, και τη λήψη αποστάσεων τόσο από τους «αναλυτικούς» όσο και από τους «ηπειρωτικούς» φιλοσόφους, προφανώς υπέρ μιας τρίτης οδού, εδώ επανέρχεται ο τύπος «μια ερώτηση για το καθετί που είναι όλο ερώτηση», που χρησιμοποιούσε ο Μαρίνο Τζεντίλε για να δηλώσει τη στάση της φιλοσοφίας ως εκδήλωσης της ολικής προβληματικότητας της εμπειρίας.
Ο Βόλπι την παραθέτει σε εισαγωγικά, χωρίς ωστόσο να αναφέρει τον Μαρίνο Τζεντίλε, κάτι που είναι το πιο ασφαλές σημάδι ότι την έχει πια οικειοποιηθεί. Βέβαια, για τον Βόλπι η μεταφυσική είναι ένα πρόβλημα χωρίς ανθρώπινη λύση, αλλά ακόμη και για εκείνους που αποδέχονται μια λύση (όπως είναι η περίπτωση του Μαρίνο Τζεντίλε και, αν επιτρέπεται, και η δική μου), μια τέτοια λύση δεν είναι αντικείμενο episteme, αλλά ενός σωκρατικού «γνώση του ότι δεν γνωρίζεις», που ίσως πλησιάζει την praxis για την οποία μιλά ο Βόλπι.
Για το άρθρο αυτό του, το οποίο, δυστυχώς, αποδείχθηκε ένα από τα τελευταία του γραπτά, έχουμε κάποτε συζητήσει: του εξέφρασα την ικανοποίησή μου για αυτό που μου φάνηκε ως μια επιστροφή στις θέσεις της παλιάς του σχολής, και ο Βόλπι δεν με διέψευσε· αντίθετα, έδειξε ικανοποιημένος από αυτήν μου την εντύπωση.
Προσανατολιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση η ύστατη σκέψη του; Κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα, αλλά ούτε και να το αποκλείσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου