Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Αρχετύπων - Γεώργιος Μπόρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Αρχετύπων - Γεώργιος Μπόρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Γεώργιος Μπόρας - Περί Αρχετύπων (3)

 Συνέχεια από Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

1. Ακινάτης.

1.1.  Πυραμιδοειδή κλίμακα. Το ενοποιούν στοιχείο. 

Ο Ακινάτης ορίζει τον Θεό ως "ipsum esse subsistens", το αυτό-υφιστάμενο Είναι, ο ων που αυτό-υφίσταται, και δια τούτο η πρώτη αιτία, η απόλυτη ανάγκη, η υπέρτατη τελειότητα και ο κυβερνήτης της κτιστής τάξεως. Στην ακινάτεια φιλοσοφία εντοπίζουμε μια πυραμιδοειδή κλίμακα των όντων. Ο δυισμός σώματος και ψυχής εκτοπίζεται στο ακινάτειο σύστημα από αυτήν την κλιμακωτή δομή. Ο Ακινάτης αναπαράγει την αρχή του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι ο ενωτικός σύνδεσμος μεταξύ δύο κόσμων, του νοερού και του ενύλου και συνεπώς τα δύο μέρη που συνθέτουν τον άνθρωπο, η ψυχή και το σώμα, συγκροτούν ένα ενιαίο όλο, μία ενιαία φύση. Ο άνθρωπος από διαχωριστική γραμμή ή από φορέας δύο εντελώς διαφορετικών ουσιών, με τον Ακινάτη θεωρείται ως ο σύνδεσμος διαμέσου του οποίου οι δυο κόσμοι (σωματικός και ψυχικός) συνδέονται οργανικά μεταξύ τους στην ενιαία ανελικτική σειρά όλων των πραγμάτων. Πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για μια πυραμίδα, της οποίας η βάση αποτελείται από την ύλη, ενώ στην κορυφή της βρίσκεται το «ipsum esse», ο Θεός. Η ύλη είναι το καθαυτό αδιόριστο, δηλαδή η δύναμη προς διορισμό και πραγματοποίηση. 

2.2 Είδος, ύλη και ουσία. 

Ως είδος ο Ακινάτης ορίζει αυτό εκ του οποίου η ύλη έρχεται στο διορισμό και στην πραγματικότητα. Το είδος δηλαδή είναι αυτό εκ του οποίου η ύλη γίνεται από δυνάμει ον ενεργεία ον. Η ύλη είναι το πρωταρχικό και καθαυτό αδιόριστο, είναι η δύναμη που υφίσταται διορισμό και πραγματοποίηση· η δύναμη προς το είναι αλλά και το ορισμένο είναι. Άρα, το είδος είναι η αρχή του όντος ως ορισμένου και πραγματικού. Ούτε αυτό καθαυτό το είδος, ούτε αυτή καθαυτή η ύλη συνιστούν την ουσία, αλλά και τα δυο μαζί καθιστούν την ουσία. Η ύλη ως δύναμη και το είδος ως ενέργεια. Η ουσία ως εκ τούτου είναι αυτό που δεν ανήκει σε κάτι άλλο. Αυτουπάρχει. Είναι η βάση της ύπαρξής, Υπάρχει ως υποκείμενο και φορέας ενεργειών και μεταβολών. Αυτό που δεν αυτουπάρχει, αλλά έλκει την ύπαρξή του από κάτι άλλο είναι το συμβεβηκός. Άρα η ουσία δεν υπόκειται στις κατηγορίες, αλλά αντίθετα κατηγοριοποιεί τα άλλα. Είναι αυτή που κατηγοριοποιεί τα υπόλοιπα, ενώ αυτή δεν κατηγοριοποιείται από κάτι άλλο. Είναι το επί μέρους. Το καθ’ έκαστον. Η πρώτη ουσία, το καθ’ έκαστον, στα σωματικά όντα συνίσταται από ύλη και είδος. Τα είδη διακρίνονται στο ουσιώδες είδος και στο κατά συμβεβηκός είδος. Από το ουσιώδες είδος η ουσία λαμβάνει το είναι της και καθίσταται πραγματική. Το κατά συμβεβηκός είδος προσάπτεται στην πραγματική ουσία και την προσδιορίζει εξωτερικά. Τα ουσιώδη είδη διακρίνονται σε ένυλα και σε άυλα. Ένυλα (forma inhaerentes) είναι τα είδη που υπάρχουν μόνο εντός της ύλης, επομένως αυτά δεν δύνανται να είναι πραγματικά. Άυλα ή καθαρές μορφές ή αυθυπόστατες μορφές (formae separatae) είναι τα είδη που ως ενεργητικές νοήσεις είναι πραγματικά καθ’ αυτά. Είναι πραγματικά χωρίς να συνδέονται με την ύλη. Η ανθρώπινη ψυχή είναι η κατώτατη από τις καθαρές νοήσεις. Είναι μια forma separata και άρα αθάνατη. Ταυτόχρονα ως εντελέχεια του σώματος είναι η ανώτατη μορφή που πραγματώνεται στην ύλη. Έτσι τα όντα ανελίσσονται από τις κατώτατες μορφές και διαμέσου της ψυχής στον κόσμο των καθαρών νοήσεων και εν τέλει στο Θεό. 

2.3 Νοησιαρχία. 

Ο Ακινάτης χωρίζει την αποκάλυψη από την εμπειρία. Ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να γνωρίσει τον Θεό. Γνώση είναι η δυνατότητα απόδειξης και πίστη η αποδοχή της αλήθειας επί τη βάσει της αυθεντίας. Η γνώση προπαρασκευάζει την πίστη. Δημιουργεί τα λογικά θεμέλια της πίστης και άρα προηγείται αυτής. Αυτή είναι και η εισαγωγή της νοησιαρχίας στα θέματα της πίστεως. Για τον Ακινάτη ισχύει το «γνωρίζω και πιστεύω». Η γνώση των υπέρτατων αρχών είναι ενέργεια της ανθρώπινης φύσης· ο νους όταν νοεί δύναται μόνος άνευ της θείας βοήθειας να γνωρίσει την αλήθεια. Συνέπεια όλων αυτών είναι η αντίθεση προς τον Αυγουστίνο που πίστευε ότι ο θείος φωτισμός είναι αναγκαίος για την γνώση των υπέρτατων αρχών. Για τον Αυγουστίνο η πίστη ορίζεται ως νόηση μετά συναινέσεως. Η αυθεντία προηγείται του νου. Η γνώση ακολουθεί την πίστη. Η πίστη εισδύει εκεί που η γνώση δεν μπορεί. 

2.4 Ουσία και ύπαρξη. 

Ο Ακινάτης προχωρά στην διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Η ουσία για να γίνει πραγματική πρέπει να λάβει την ύπαρξη από τον Θεό. Έτσι η ύπαρξη μπορεί να είναι μέσα στην ουσία. Στην ουσία η ύλη είναι η δύναμη και το είδος η ενέργεια. Η διαφορά ύπαρξης και ουσίας είναι όπως η διαφορά δύναμης και ενέργειας. Τα κτιστά (τα σωματικά) έχουν τη σύνθεση ύπαρξης και ουσίας, καθώς και την σύνθεση ύλης και είδους.  Άρα οι εξ ύλης και είδους ουσίες έχουν διττή σύνθεση δύναμης και ενέργειας. Την ουσία και το είδος ως ενέργεια, καθώς και την ύπαρξη και την ύλη ως δύναμη. Τα νοερά όντα έχουν μόνο τη σύνθεση ουσίας και ύπαρξης. Στα νοερά η ουσία συμπίπτει με το είδος. Κάθε νοερό αποτελεί είδος καθ’ εαυτό. Η ουσία μπορεί να αναχθεί στη δύναμη για ύπαρξη και η ύπαρξη στην ενέργεια της ύπαρξης. Μόνο ο Θεός δε διακρίνεται σε ουσία και ύπαρξη. Το μόνο ον που υπάρχει εκ φύσεως στην ακινάτεια φιλοσοφία, είναι ο Θεός. 

2.5 Actus purus, summum bonum. 

O Θεός, βρίσκεται στην κορυφή της ακινάτειας πυραμίδας, ως πλήρες Είναι, λόγω της θεϊκής του τελειότητας (Divine Perfection) και ως καθαρή ενέργεια (actus purus), καθαρό και απόλυτο υπάρχειν. Πάσα δύναμη είναι ξένη στο Θεό. Εφ’ όσον η ενέργεια καθ’ εαυτήν είναι προτέρα της δύναμης άρα ο Θεός ως πρώτο ον είναι μόνο ενέργεια. Από την τελειότητα του Θεού συνάγεται ότι είναι και το ακρότατο αγαθό (summum bonum). Ο Θεός έπεται ότι είναι η απόλυτη αυτογνωσία. Τα όντα είναι αυστηρώς ιεραρχικά τοποθετημένα στην ακινάτεια πυραμίδα. Στη βάση της βρίσκονται τα στοιχεία. Από τα όντα τα νοερά είναι εγγύτερα του Θεού και τα σωματικά βρίσκονται σε κατώτερες βαθμίδες. Για να επιστρέψει ο κόσμος στον Θεό πρέπει να ομοιάζει στον Θεό. Πρέπει να κινείται προς τα νοερά όντα. Αλλά πέρα από την ομοιότητα της φύσης απαιτείται και ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι η γνώση και η βούληση, η οποία υπάρχει και στο Θεό. Ανάλογα με τον βαθμό και την ποσότητα του «καθαρού υπάρχειν» δηλαδή μορφής ή είδους ή «ενέργεια είναι», πού μπορεί να πραγματώσει το κάθε όν βρίσκεται και στην κατάλληλη βαθμίδα της πυραμίδας. 

2.6. Αναλογία. 

Κατά τον Ακινάτη στον Θεό υπάρχουν τα είδη, καθ’ ομοιότητα των οποίων δημιουργήθηκε ο κόσμος, τα οποία ταυτίζει με την ουσία Του. Όλες οι ιδιότητες οι οποίες είναι δυνατό να παρευρεθούν μέσα στα δημιουργήματα προϋπάρχουν στο Θεό κατά υπερέχοντα τρόπο. Το νοητό είδος του θείου νου το οποίο ταυτίζεται με την ουσία του, είναι άυλο διαμέσου του εαυτού του, όντας η αρχή όλων των άλλων αρχών οι οποίες εμφιλοχωρούν στη σύνθεση τόσο των γενικών ειδών όσο και του ατόμου. Νοών ο Θεός την ουσία Του, καθίσταται το υποκείμενο της νοήσεως Του. Νοεί αυτήν όχι μόνο καθ΄ εαυτήν αλλά και ως πρότυπο και αιτία των όντων, είναι η θεία ουσία η ιδέα αυτών. Υπάρχει όμως μια μόνο ιδέα, οπότε η θεία ουσία και η θεία νόηση είναι μία. Επακόλουθο της νοήσεως είναι η βούληση. Όμως όπως η νόηση ταυτίζεται με την ουσία ομοίως και η βούληση ταυτίζεται με την ουσία. Η ταύτιση αυτή τον οδήγησε στο διαχωρισμό κτιστής και άκτιστης ενέργειας, στον Θεό. Ως προς το δημιούργημα δέχεται μόνο την κτιστή ενέργεια. Η άκτιστη ταυτίζεται με τη θεία ουσία και έχει ως πραγματικό απείκασμά της τη κτιστή. Εάν, λοιπόν, γνωρίσουμε την κτιστή ενέργεια, αποκτούμε τις προϋποθέσεις για να γνωρίσουμε κατ’ αναλογίαν και την άκτιστη, πράγμα που αυτόματα θα οδηγήσει και στη γνώση της θείας ουσίας.

2.7 Ενέργεια και ουσία. 

Ταυτίζοντας ο Ακινάτης την νόηση με την ουσία ομοίως και τη βούληση με την ουσία, ταυτίζει και την ενέργεια με την ουσία. Εισάγει με τον τρόπο αυτό ο Ακινάτης, την ταύτιση ουσίας και άκτιστης ενέργειας. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι ο Θεός βούλεται τον εαυτό του αναγκαστικά ενώ τα άλλα ελευθέρως. Αυτό σημαίνει ότι η ουσία είναι συνυφασμένη με την ανάγκη. Η ελεύθερη αυτή βούληση, που αφορά τα άλλα (τα κτιστά) δεν είναι όμως άκτιστη και της ουσίας, αλλά κτιστή και προκύπτει ως τέτοια εξ αιτίας του γεγονότος ότι η άκτιστη βούληση του Θεού είναι η ουσία Του. Αυτό δυνητικά σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να δημιουργεί με την ουσία Του διότι σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για απορροή και κατ’ επέκταση οδηγούμαστε σε πανθεϊσμό. Εδώ εισάγεται η αναγκαιότητα της ουσίας.[ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ] Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός καταργεί την θέληση Του προς την δημιουργία. Και υφίσταται προς τα κτιστά μια άλλη θέληση κτιστής τάξεως. Η οποία σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει άμεση και πραγματική σχέση με τη δημιουργία, διότι αυτό θα σηματοδοτούσε εξάρτηση του Θεού από τον κόσμο, αλλά έμμεση διά των αρχέτυπων. 

Γεώργιος Μπόρας

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Γεώργιος Μπόρας - Περί Αρχετύπων (2)

Συνέχεια από: Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Ιωάννης Σκώτος Εριγένης

1.1 Τα αρχέτυπα.  

Αυτό δεν εμποδίζει τον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, να οδηγήσει στα άκρα τη μεταφυσική του νεοπλατωνικού ρεαλισμού. Ξεκινώντας από την πλατωνική παραδοχή ότι την αλήθεια, επομένως και το ον, οφείλουμε να τα αναζητήσουμε στο γενικό;;;;, ταυτίζει την βαθμίδα της γενικότητας με την βαθμίδα της οντολογικής έντασης και οντολογικής προτεραιότητας. Το γενικό είναι η πρωταρχική πραγματικότητα, η οποία παράγει από τον εαυτό της την ολότητα των πραγμάτων. Παράγει το ειδικό και το περιέχει. Επομένως τα γενικά δεν είναι μόνο οντότητες αλλά σε σχέση με τα επιμέρους σωματικά πράγματα είναι οι πιο πρωταρχικές, οι πιο πραγματικές οντότητες, αυτές που παράγουν και καθορίζουν τις άλλες· μάλιστα όσο πιο γενικές τόσο πιο πραγματικές. Έτσι οι λογικές σχέσεις των εννοιών γίνονται σχέσεις μεταφυσικές. Φρονεί ότι τα αρχέτυπα (universalia) δεν είναι εκτός, αλλά εντός του Θεού "ως αγέννητη φύση που δημιουργεί τον εαυτό της". Συνεπώς, δημιουργούνται μόνον υπό την έννοια ότι λογικά όχι όμως χρονικά έπονται του αϊδίου Λόγου μιας και είναι αγέννητα. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναφέρει ότι για τους σχολαστικούς η «ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία εἶναι ἁπλῶς ἐν χρόνω ἀπεικόνισμα τῶν ἀγεννήτων τῆς θείας οὐσίας ἀρχετύπων».

1.2 Δημιουργία και αρχέτυπα. 

Θέλουμε να παρατηρήσουμε εδώ πως αν ως δημιουργία τού κόσμου είναι η εν χρόνω απεικόνιση των αγέννητων αρχέτυπων της θείας ουσίας αυτό συνεπάγει ότι η ενυποστασιοποιήση των αρχετύπων είναι είτε: 

α) απεικόνιση προερχόμενη από την ουσία καθαυτή και όχι κάτι πέρα από αυτή· που ενυποστασιάζει τη φύση της ουσίας. Η απεικόνιση δεν είναι μεταφυσικά μετέωρη. Υπάρχει ανάμεσα στο αγέννητο αρχέτυπο και στην απεικόνισή του κάποια συνάφεια ουσίας. 

β) απεικόνιση προερχόμενη από την θέληση της ουσίας να εικονίσει τα αρχέτυπά της ως όντα άλλης τάξεως, δηλαδή κτιστά.

Στην περίπτωση {β)} η ουσία εικονίζει με τη θέλησή της τα αγέννητα αρχέτυπά της. Σ’ αυτήν την περίπτωση διαστρεβλώνεται η αναντίρρητη θέση της Αγίας Γραφής ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο εκ του μη όντος. Από την στιγμή που τα αρχέτυπα προϋπάρχουν τότε δεν έχουμε δημιουργία εκ του μη όντος, και σε αυτήν την περίπτωση ή θέση πλησιάζει τις πλατωνικές ιδέες. Διαφέρει όμως διότι στην πλατωνική φιλοσοφία το απείκασμα είναι μεταφυσικά μετέωρο ως μη έχον ουσιαστική συνάφεια με το αρχέτυπο. Υπενθυμίζουμε ότι το δόγμα της εκ του μη όντος δημιουργίας καταργεί το πλατωνικό σύστημα των ιδεών. Πέραν τούτου παρατηρούμε ότι στο σχολαστικισμό υπάρχει μια αναλογία μεταξύ των αρχετύπων ιδεών πού βρίσκονται στο Είναι και των άλλων όντων πού βρίσκονται στον κόσμο. Είναι η analogia entis. 

Ας δούμε την περίπτωση {α)}. Από την στιγμή που τα αρχέτυπα είναι της τάξης της ουσίας, κάτι που ισχύει και για την θέληση, τότε δυο τινά συμβαίνουν. Δύο υποπεριπτώσεις: 

i. αυτό που αναφέραμε, ότι η ενυποστασιοποιήση των αρχετύπων είναι απεικόνιση προερχόμενη από την ουσία καθαυτή και όχι κάτι πέρα από αυτή· που ενυποστασιάζει το ουσιώδες της ουσίας, τη φύση της ουσίας 

και ii. η ουσία θέλει να εικονιστούν τα αγέννητα αρχέτυπά της. Θέλει να εικονίσει την φύση της, μέσα από την συνάφεια φύσης του αρχέτυπου και του εικονιζόμενου του. Η δεύτερη (ii) υποπερίπτωση δεν μπορεί να σταθεί διότι σε αυτήν την περίπτωση η θέληση εμφανίζεται ως παράγοντας διαμεσολάβησης ανάμεσα σε ουσία και ουσιαστικά της αυτής ουσίας και όχι ανάμεσα σε ουσία και κτιστά ουσιαστικά πέραν της πρώτης ουσίας. Τα κτιστά είναι μη ουσιαστικά ως προς την πρώτη ουσία, αλλά ουσιαστικά ως έχοντα ουσία άλλης τάξεως, και εν προκειμένω κτιστής. Για τα ζητήματα όμως της ουσίας δεν είναι η θέληση που θα ενεργήσει αλλά η ουσία καθ’ εαυτή. 

Κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνο «ἡ γὰρ κτίσις, εἰ καὶ μετὰ ταῦτα γέγονεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ἐκ δὲ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι βουλήσει καὶ δυνάμει αὐτοῦ παρήχθη, καὶ οὐχ ἅπτεται τροπὴ τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως. Γέννησις μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τὸ γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν, κτίσις δὲ καὶ ποίησις τὸ ἔξωθεν καὶ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κτίζοντος καὶ ποιοῦντος γίνεσθαι τὸ κτιζόμενον καὶ ποιούμενον ἀνόμοιον παντελῶς»,Ἔκδοσις Ἀκριβὴς Τῆς Ὀρθοδόξου. Η θέληση είναι η έκφραση της ουσίας να δημιουργήσει, όχι όμως τα ουσιαστικά της, αλλά τα κτιστά τα οποία δημιουργούνται θελήσει. Τα ουσιαστικά γίνονται φύσει και δεν δημιουργούνται. Έχουν άλλους ουσιαστικούς τρόπους, κατά βάση απρόσιτους στην ανθρώπινη λογική. Βέβαια αν συνυπολογίσουμε το γεγονός των κτιστών ενεργειών του Θεού, κατά τους σχολαστικούς εν γένει, τότε οπωσδήποτε η υποπερίπτωση (ii), δεν στέκεται από κάθε άποψη. 

Η πρώτη υποπερίπτωση (i) είναι ένα κατά βάση πανθεϊστικό σύστημα. Σ’ αυτήν την πρώτη υποπερίπτωση υπάγεται και το σύστημα του Ιωάννη, ότι τα αρχέτυπα (universalia) δεν είναι εκτός, αλλά εντός του Θεού "ως αγέννητη φύση που δημιουργεί τον εαυτό της". Αυτό το οποίο εικονίζεται είναι η φύση της ουσίας. Το απεικονιζόμενο είναι εκ των πράγματων της αυτής τάξης διότι είδαμε ότι δημιουργείται φύσει και όχι θελήσει. Υπάρχει όπως είπαμε ουσιαστική συνάφεια. Έπεται λοιπόν, ότι τα αρχέτυπά όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και προϋπάρχουν· είναι τα αρχέτυπα των επιμέρους· o άνθρωπος (το αρχέτυπό του) προϋπάρχει από το συγκεκριμένο υπαρκτό άτομο.

1.3 Η απορροή και η θέωση. 

Η οντολογική αυτή κίνηση, το άπλωμα δηλαδή του Θεού, παραπέμπει στην νεοπλατωνική ουσιοκρατική θεωρία της απορροής. Αυτήν είναι και η θεμελιώδης αρχή του συστήματος του Ιωάννη. Σύμφωνα με την θεωρία της απορροής, ο κόσμος προέρχεται από την ουσία μιας αρχής, ότι όλα προοδεύουν (απορρέουν) από την ουσία μιας πρώτης απρόσωπης αρχής. Αντιλαμβανόμαστε ότι από εδώ προκύπτει και ένας πανθεϊσμός μιας και ο κόσμος είναι ο Θεός που έχει απλωθεί μέχρι το μερικό. Είτε με τον απεικονισμό του ουσιώδους της ουσίας είτε με την απορροή ή προβολή. Ακόμη και στην λεπτότερη έκφρασή της η θεωρία της απορροής, ως φυσικός νόμος δηλαδή, θεωρούμε ότι ενέχει τον πανθεϊσμό. Να θυμίσουμε ότι ο Πλάτων δίδασκε ότι ο κόσμος είναι ατελές αντίγραφο, ομοίωμα και είδωλο του κόσμου των ιδεών, οι δε άνθρωποι κτήματα θεών και δαιμόνων. Ο Κόσμος είναι προϊόν ενός δημιουργού, ο οποίος τον έπλασε έχοντας ως υπόδειγμα τις αιώνιες και αμετάβλητες ιδέες. Εδώ έχει την πηγή της και η νεοπλατωνική μεταγραφή των ιδεών σε ιδέες ενός θείου νου, αλλά και η αντίστοιχη χριστιανική (αυγουστίνεια) μεταγραφή τους σε ιδέες στο νου του Θεού προ της δημιουργίας του κόσμου, όπως είδαμε και πιο πριν. Από εδώ έλκει μάλλον ο Πλωτίνος την θεωρία της προόδου (απορροής) εκ του Ενός. Θα σημειώσουμε ότι ο Πλωτίνος που θωρείται ο ιδρυτής του νεοπλατωνισμού, ορίζει στο φιλοσοφικό σύστημα του, το οποίο θεωρείται μονιστικό, ότι ο κόσμος είναι απόρροια και προϊόν μιας πνευματικής αρχής, σε μια αδιάσπαστη σειρά προόδων (απορροών) από το Εν, τον Νου και την Ψυχή, η οποία μέσω της διείσδυσης παρέχει ύπαρξη στην ύλη. Θα υπενθυμίσουμε ότι οι νεοπλατωνικοί έχουν επηρεαστεί, αν όχι ενστερνιστεί, από την θεωρία της απορροής του Γνωστικισμού. Αυτή διδάσκει ότι από τον Θεό προέρχονται, γεννιόνται τα πάντα, έμψυχα και άψυχα με παραγωγή του κατωτέρου από το ανώτερο, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει την ιδέα της συγγένειας των δι’ απορροής γεννηθέντων όντων προς μια ενιαία και αναλλοίωτη αρχή. Οι δευτερεύουσες θεότητες προέρχονται με απορροή. Αυτό σημαίνει εκδίπλωση της μονάδας κατά τα πυθαγόρεια πρότυπα. Ενώ ο Άγιος Ειρηναίος μας πληροφορεί ότι με βάση το σύστημα του Βασιλείδη ο ύψιστος θεός παρουσιάζεται ως απρόσωπη φιλοσοφική δύναμη, η οποία δίνει το έναυσμα της θεογονίας με την απορροή του Νου. Από τον Νου γεννιέται ο Λόγος, από τον Λόγο η Φρόνηση, από την Φρόνηση η Σοφία και η Δύναμη. Από την Σοφία και την Δύναμη γεννιούνται οι Αιώνες —δυνάμεις, εξουσίες, άγγελοι, αρχάγγελοι—, οι οποίοι απαρτίζουν τον πρώτο ουρανό. Έτσι για τον Ιωάννη, Θεός και κόσμος είναι ένα και το αυτό. Η ίδια η φύση ως ενότητα που δημιουργεί είναι ο Θεός και ως πολλότητα που έχει δημιουργηθεί είναι ο κόσμος. Θα λέγαμε ότι ο Θεός είναι μέρος της φύσεως ακόμη και άκτιστο. Συνεχίζοντας ο Ιωάννης θεωρεί ότι η επιστροφή όλων των επιμέρους στον Θεό, ο Θεός δηλαδή νοούμενος ως ο τελικός σκοπός κάθε γίγνεσθαι, η διάχυση τους στην πρωταρχική ουσία είναι η θέωση του κόσμου.

2 Σχολαστικοί

2.1 Ύψιστο ον. Η έννοιά του. 

Στην πρώτη σχολαστική περίοδο και στην ακμή του εννοιολογικού ρεαλισμού υπερθεματίζοντας ο Άνσελμος, στην οντολογική του απόδειξη αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι το απόλυτα γενικό ον, είναι και το πιο πραγματικό ον. Είναι το ύψιστο ον. Όσο περισσότερο "είναι" είναι κάτι, τόσο πιο τέλειο είναι και αντίστροφα. Συνεπώς η έννοια του ανώτατου όντος είναι και συνάμα και η έννοια της απόλυτης τελειότητας. Άρα από την έννοια του Θεού ως του πιο τέλειου και πραγματικού όντος έπεται και η ύπαρξή του. Αν νοηθεί ως τελειότατο ον αναγκαστικά θα πρέπει να νοηθεί ως υπαρκτός. Αν ο άνθρωπος νοεί ένα τέτοιο ον, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχει στον νου του. Αυτό το ον όμως δεν είναι μόνο εντός του νου, αλλά υπάρχει και καθαυτό (αντικειμενικά). Γιατί αν υπάρχει στον νου, δύναται να νοηθεί ότι υπάρχει και καθαυτό. Υιοθετεί την βασική ιδέα του ρεαλισμού, ότι οι έννοιες, ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου, είναι αληθινές, πραγματικές. Βλέπουμε ότι ο Άνσελμος ανάγει την πίστη σε γνώση. Ρέπει προς τη λογική διασαφήνιση του περιεχομένου της πίστης. Ο Θεός υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Αυτό μας οδηγεί στο «πιστεύω άρα γνωρίζω». Πιστεύω ότι υπάρχει και ο νους μου γνωρίζει ότι υπάρχει. Για τον Άνσελμο ισχύει επίσης το "σκέφτομαι κάτι άρα υπάρχει". Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποστήριζε ότι ο Θεός υπάρχει, γιατί ο ανθρώπινος νους έχει συλλάβει την παράστασή του. Έτσι συναντά το ελεατικό "ἔστιν εἶναι", σύμφωνα με το οποίο το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Επομένως δεν είναι δυνατό να νοηθεί άλλη ανώτερη ουσία. 

2.2 Ουσία. 

Έτσι, ο Θεός αντλεί το είναι του από τον εαυτό του, από τη δική του ουσία. Απεναντίας κάθε επιμέρους όν είναι δυνατό να νοηθεί και ως μη ον μιας και δεν αντλεί το είναι του από το ίδιο, αλλά από κάτι άλλο που είναι το απόλυτο. Ταυτόχρονα η ουσία του Θεού συνεπάγεται την ύπαρξή του. Όλες οι ιδιότητες απονέμονται στο Θεό. Αυτές κατηγορούνται κατά του Θεού όχι απλώς ως ποιότητες αλλά ως ουσίες. Ο Θεός δηλαδή δεν είναι μόνο δίκαιος δια της δικαιοσύνης, διότι τότε η δικαιοσύνη θα ανήκε σε αυτόν ως ποιότητα. Αλλά η δικαιοσύνη είναι αυτός ο Θεός. Η δικαιοσύνη είναι της ουσίας του Θεού. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες ιδιότητες. Ο Θεός δεν έχει απλά ζωή αλλά είναι αυτή η ζωή, δεν έχει σοφία αλλά είναι αυτή η σοφία, και ούτω καθεξής. Στην Ορθόδοξη θεολογία ο αποφατισμός της είναι το αντιστάθμισμα στην εκλογίκευση της πίστης.

2.3 Δημιουργία και ιδέες. 

Μιλάει για δημιουργία εκ του μηδενός (το οποίο είναι άλλο από την δημιουργία εκ του μη όντος). Έτσι το εκ του μηδενός δηλώνει ότι δεν υπήρχε τι , εκ του οποίου θα δημιουργούταν ο κόσμος. Τα όντα δεν είχαν υπόσταση πριν την δημιουργία και την έλαβαν αυτή με την δημιουργία. Παρόλα αυτά τα όντα είχαν ύπαρξη ως αΐδια νοήματα στον θείο νου. Διότι η δημιουργική δύναμη του Θεού δεν είναι τυφλή αλλά έλλογη. Έτσι προϋποθέτει τη γνώση του δημιουργητέου. Ο Θεός νοεί αϊδίως τα δημιουργήματα και η έννοια, που έχει για αυτά, είναι το πρότυπο σύμφωνα με την οποία τα δημιουργεί. Για τον Άνσελμο η δημιουργική ενέργεια του Θεού μπορεί να παραβληθεί με την καλλιτεχνική ενέργεια, σύμφωνα με την οποία προϋποτίθεται η έννοια του καλλιτεχνήματος στην διάνοια του καλλιτέχνη. Άρα τα όντα συνίστανται από δύο υπάρξεις: i. την ιδεατή, η οποία είναι η αΐδια ύπαρξη τους στο θείο νου και ii. την πραγματική, η οποία είναι η πραγματική εκτός Θεού και εν χρόνω. Έτσι όπως ο καλλιτέχνης (σημειώνουμε την αναλογία) ο Θεός έχει τις ιδέες των πάντων στο νου Του και τις πραγματοποιεί με την δημιουργία. Διαφέρουν στο ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται την ύλη, ενώ ο Θεός δημιουργεί από τον εαυτό του. Τέλος, αναλογικά κινούμενος, θεωρεί ότι, όπως τα διανοήματα του ανθρώπου είναι ο ενδιάθετος λόγος, έτσι και οι ιδέες του Θεού είναι ο «ἔνδον λόγος» (sic) με τον οποίο εκφράζει τα όντα. Είναι δε ο εσωτερικός («ἔνδον λόγος») του Θεού η θεία ουσία Του. Οι σχολαστικοί πίστευαν ότι αυτό που υπάρχει ως πραγματικότητα στον κόσμο υπάρχει ταυτόχρονα ως αρχέτυπο και έξω απ’ αυτόν. Στον Θεό. Ο Αβελάρδος για να εξηγήσει τη πολλαπλότητα των ατόμων αποδέχεται την πραγματοκρατική θεωρία του Αυγουστίνου σύμφωνα με την οποία ο Θεός έπλασε τον κόσμο σύμφωνα με τα αρχέτυπα που είχε στο νου Του. Εν τούτοις η δεύτερη περίοδος του σχολαστικισμού χαρακτηρίζεται από ένα μετριοπαθή ρεαλισμό σε ό,τι αφορά στη φύση των γενικών εννοιών. Οι γενικές έννοιες θεωρούνται ως πραγματικές οντότητες όχι όμως σ' έναν άλλο κόσμο αλλά μέσα στα επί μέρους αισθητά. 

Ας προσθέσουμε στό θέμα τής αναλογίας:

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

 «Λίαν αισχρόν, και ουκ αισχρόν μόνον, αλλά και μάταιον επιεικώς, εκ των κάτω των άνω την εικασίαν λαμβάνειν, και των ακινήτων εκ της ρευστής φύσεως.»

Και συνεχίζει: «Διότι δεν πρέπει, επειδή κατά τινα σχέσιν υψηλοτέραν Υιός ο Υιός, και επειδή δεν ημπορέσαμε δι’ άλλου τρόπου παρά έτσι να δείξουμε το εκ του Θεού και ομοούσιον, να νομίζωμεν ότι πρέπει να μεταφέρουμε στον Θεό και όλες τις ανθρώπινες και της δικής μας συγγενείας ονομασίες. Καθώς η διαφορά εις την αποκάλυψιν και όχι της προς άλληλα σχέσεως διάφορον, έκαμε διαφορετικήν και την ονομασία: Πατήρ – Υιός – Άγιον Πνεύμα.»

Καί άς παρατηρήσουμε ότι οι ιδέες στόν Πλάτωνα γεννιούνται από τό αγαθό τό οποίο είναι επέκεινα τής ουσίας καί τό οποίο στήν πράξη προσφέρει τήν σωφροσύνη, τήν μεσαία οδό τής αρετής.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Γεώργιος Μπόρας - Περί Αρχετύπων (1)

 Πλάτων

1.1 Διαλεκτική. 

Η διαλεκτική είναι η τέχνη της συνδιάλεξης. Η ανταλλαγή φιλοσοφικών επιχειρημάτων με ερωτήσεις και απαντήσεις. Ο Σωκράτης και ο Πλάτων χρησιμοποιούν τη διαλεκτική όχι με σκοπό να επιβεβαιώσουν τις απόψεις τους αλλά για να αιτιολογήσουν τις φιλοσοφικές τους απόψεις και τον τρόπο ζωής τους. Οι Έλληνες ζούσαν και ως φιλόσοφοι. Η φιλοσοφία ήταν θεωρητική ερμηνεία και πρακτικό αντίκρισμα. Για τους Έλληνες φιλόσοφους δεν ήταν το σημαντικό τα γραπτά κείμενα όσο η προφορική διδασκαλία και επικοινωνία με τους μαθητές τους. Για τους Έλληνες η φιλοσοφία είναι και τέχνη του βίου. Ο Πλάτων μιλάει δε για απρόρρητα. Αυτά δηλαδή που δεν λέγονται εκ των προτέρων: «ούτω δη πάντα τα περί ταύτα απόρρητα μεν λεχθέντα ουκ αν ορθώς λέγοιτο, απρόρρητα δε δια το μηδέν προρρηθέντα δηλούν των λεγομένων». Η φιλοσοφία για τον Πλάτωνα είναι το μέσο για να καταλάβουμε την αληθινή ουσία των όντων. Με τη μελέτη των μαθηματικών γίνεται μια πορεία του νου από τον επίγειο προς τον νοητό κόσμο, τις Ιδέες και την Ιδέα του Αγαθού. Η διαλεκτική αποκαλύπτει και εκφράζει τις σχέσεις μεταξύ των Ιδεών. Έτσι με τη «διαίρεση» δηλώνεται η πορεία από μια γενική Ιδέα προς μια ειδική, ενώ με τη «συναγωγή», το αντίστροφο. Προκύπτει ότι αυτός που μετέρχεται την διαλεκτική, ο «διαλεκτικός» θα λέγαμε, μπορεί να διαιρεί και να συνάγει τις Ιδέες.

1.2 Οι ιδέες.

Πως όμως μπορούμε να καθορίσουμε την φύση της ιδέας; Τι είναι ιδέα; Ο καθορισμός αυτής της φύσης θα αποτελέσει το αντικείμενο του γνωστικού κλάδου της μεταφυσικής. Σε σύγκριση με τις έννοιες το πεδίο των ιδεών είναι ό,τι και τα αισθητά πράγματα με την αντανάκλασή τους στο νερό ή στο κάτοπτρο. Οι έννοιες είναι παράγωγα του νου ως είδωλα των ιδεών και ισχύουν γι’ αυτόν, ενώ οι ιδέες είναι για τον Πλάτωνα οντότητες, αιώνιες, πραγματικές με πραγματική υπόσταση, έξω από κάθε σωματικότητα, ολότελα αδέσμευτες από την ανθρώπινη σκέψη, αμετάβλητες, και αποτελούν τα πρότυπα και τα αίτια των αισθητών. Τα αισθητά όντα «μετέχουν», «κοινωνούν» τις αντίστοιχες Ιδέες. Οι έννοιες της μετοχής και της μίμησης τους, υποδηλώνουν μια σχέση επιμέρους-γενικού αλλά και πρωτότυπου-αντίγραφου. Υποδηλώνουν και μια οντολογική διαφορά μεταξύ αισθητών και Ιδεών. Ουσιαστική συνάφεια όμως δεν υφίσταται. Είναι δύο τρόποι επικοινωνίας αισθητών και νοητών. Η μετοχή είναι η λογική σχέση γενικού και επιμέρους. Η σχέση γενικού και επιμέρους είναι συστατικό της σκέψης μας αλλά και της γλώσσας μας. Η μίμηση είναι ιεραρχική σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, υποδείγματος και εικόνας. Οι λέξεις είναι μιμήσεις των πραγμάτων, οι ήχοι είναι μιμήσεις της θείας αρμονίας, οι άνθρωποι μιμούνται τους θεούς. Όμως η μίμηση για τον Πλάτωνα δεν παρουσιάζει την Αλήθεια για το πραγματικό, το οποίο είναι μαθηματικά δομημένος λόγος και μόνο με την επιστημονική λογική, δυνάμεθα να την αποκαλύψουμε και να την γνωρίσουμε. Το αντικείμενο της έλλογης νόησης είναι η Ιδέα. Το αμετάβλητο. Της άλογης αίσθησης το μεταβαλλόμενο. Το μη αυθεντικό. Οι Ιδέες δεν είναι νοήματα όπως υποστήριζε ο Αντισθένης. Οι Ιδέες αποτελούν έναν αιώνιο και αμετάβλητο κόσμο που υπάρχει αφ’ εαυτού και γίνεται καταληπτός μόνο με την νόηση. Η Ιδέα είναι το αντικείμενο της ορθής φιλοσοφίας. Τα χαρακτηριστικά του αισθητού είναι τα αντίθετα της Ιδέας. Το αισθητό είναι μεταβλητό η Ιδέα αμετάβλητη και δεν μετέχει στην αποσύνθεση-ανασύνθεση που επιφέρει το Γίγνεσθαι. Το αισθητό είναι συγκεχυμένο, η Ιδέα διακεκριμένη· το αισθητό είναι θαμπό η Ιδέα διάφανη· το αισθητό θεάται υποκειμενικά η Ιδέα είναι καθ’ εαυτή· το αισθητό αντιτάσσει στη γνώση τις ασάφειές του η Ιδέα προσφέρει στο πνεύμα το νοητό της χαρακτήρα· το αισθητό είναι χάος η Ιδέα τάξη· οι Ιδέες σχηματίζουν σύστημα που το ανακαλύπτει η διαλεκτική και το αντανακλά η φιλοσοφική γνώση. Ο φιλόσοφος γνωρίζει ότι υπάρχουν Ιδέες και ότι οι ουσίες υφίστανται. Οι Ιδέες προσφέρουν το κριτήριο της αλήθειας, λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες. Βρίσκονται πέρα και πάνω από το μεταβαλλόμενο κόσμο του Ηρακλείτου. Όταν μιλάμε για την Ιδέα μιλάμε για πολλά επί μέρους όντα που δηλώνονται με το ίδιο όνομα. Είναι η Ιδέα, το κοινό ενός γένους όντων. Το καθολικό. Η κατάκτηση των Ιδεών δεν είναι μόνο γνωστική πρόοδος, αλλά επιφέρει και ηθική βελτίωση, είναι ο δρόμος προς την ευδαιμονία.

1.3 Τριπλή σημασία των Ιδεών.

Οι Ιδέες στην πλατωνική φιλοσοφία έχουν τριπλή σημασία:

i. οντολογική. Είναι το πραγματικό Είναι, το καθαυτό των όντων, η ουσία των όντων. Κάθε όν είναι αυτό που είναι διότι σ’ αυτό παρουσιάζεται μια ιδέα, είτε διότι παίρνει μέρος σ’ αυτή (μέθεξη, κοινωνία). Έτσι οι ιδέες είναι το αντίθετο των πολλών των όντων. Η μία αμετάβλητη Ιδέα έναντι των πολλών μεταβλητών αισθητών της αυτής Ιδέας.

ii. τελεολογική. Κάθε τι που γίνεται έχει το σκοπό του σ’ ένα ον. Οι σκοποί όμως μπορούν να πραγματώνονται στον τόπο που η νόηση αναγνωρίζει τα αμετάβλητα πρότυπα των όντων. Στον κόσμο των Ιδεών.

iii. λογική. Μας βοηθά να βάλλουμε τάξη στο χάος των μερικών (καθέκαστα: sic). Μας βοηθούν να καταλάβουμε το όμοιο, να ξεχωρίσουμε το ανόμοιο, να νιώσουμε την ενότητα μέσα στην πολλότητα.

Στον Πλάτωνα οι Ιδέες είναι καθαρές ουσίες, ο Αριστοτέλης όμως δεν συντάσσεται με αυτή την θέση. Για τον Αριστοτέλη αυτές οι ουσίες, τα «καθόλου» ή καθολικές έννοιες, δεν είναι ξεχωριστές από τα φυσικά αντικείμενα. Δεν βρίσκονται σε έναν κόσμο ανεξάρτητο από τον αισθητό. Σχετίζονται με αυτά και προκύπτουν από αυτά μέσω νοητικής αφαίρεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι καθολικές έννοιες του Αριστοτέλη δεν είναι οι Ιδέες του Πλάτωνα. Για τον Πλάτωνα πραγματικότητα είναι ο κόσμος των Ιδεών και των Αρχετύπων. Γίνονται αντιληπτές μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες τα μορφοποιούν. Θεωρεί πως όλα όσα βλέπουμε γύρω μας είναι αντανακλάσεις των Ιδεών, ομοίως και ότι υπάρχει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη η πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Όλα όσα υπάρχουν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου είναι αντανακλάσεις των πραγμάτων και των αντικειμένων του φυσικού κόσμου.

Στην πατερική παράδοση ο Θεός ως υπερούσια ουσία είναι πέρα και πάνω από κάθε καθολική έννοια.
 
Συνεχίζεται

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Γεώργιος Μπόρας - Περί Αρχετύπων (3)

Συνέχεια από Πέμπτη, 25 Φεβρουαρίου 2021

1. Ακινάτης.

1.1.  Πυραμιδοειδή κλίμακα. Το ενοποιούν στοιχείο. 

Ο Ακινάτης ορίζει τον Θεό ως "ipsum esse subsistens", το αυτό-υφιστάμενο Είναι, ο ων που αυτό-υφίσταται, και δια τούτο η πρώτη αιτία, η απόλυτη ανάγκη, η υπέρτατη τελειότητα και ο κυβερνήτης της κτιστής τάξεως. Στην ακινάτεια φιλοσοφία εντοπίζουμε μια πυραμιδοειδή κλίμακα των όντων. Ο δυισμός σώματος και ψυχής εκτοπίζεται στο ακινάτειο σύστημα από αυτήν την κλιμακωτή δομή. Ο Ακινάτης αναπαράγει την αρχή του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι ο ενωτικός σύνδεσμος μεταξύ δύο κόσμων, του νοερού και του ενύλου και συνεπώς τα δύο μέρη που συνθέτουν τον άνθρωπο, η ψυχή και το σώμα, συγκροτούν ένα ενιαίο όλο, μία ενιαία φύση. Ο άνθρωπος από διαχωριστική γραμμή ή από φορέας δύο εντελώς διαφορετικών ουσιών, με τον Ακινάτη θεωρείται ως ο σύνδεσμος διαμέσου του οποίου οι δυο κόσμοι (σωματικός και ψυχικός) συνδέονται οργανικά μεταξύ τους στην ενιαία ανελικτική σειρά όλων των πραγμάτων. Πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για μια πυραμίδα, της οποίας η βάση αποτελείται από την ύλη, ενώ στην κορυφή της βρίσκεται το «ipsum esse», ο Θεός. Η ύλη είναι το καθαυτό αδιόριστο, δηλαδή η δύναμη προς διορισμό και πραγματοποίηση. 

2.2 Είδος, ύλη και ουσία. 

Ως είδος ο Ακινάτης ορίζει αυτό εκ του οποίου η ύλη έρχεται στο διορισμό και στην πραγματικότητα. Το είδος δηλαδή είναι αυτό εκ του οποίου η ύλη γίνεται από δυνάμει ον ενεργεία ον. Η ύλη είναι το πρωταρχικό και καθαυτό αδιόριστο, είναι η δύναμη που υφίσταται διορισμό και πραγματοποίηση· η δύναμη προς το είναι αλλά και το ορισμένο είναι. Άρα, το είδος είναι η αρχή του όντος ως ορισμένου και πραγματικού. Ούτε αυτό καθαυτό το είδος, ούτε αυτή καθαυτή η ύλη συνιστούν την ουσία, αλλά και τα δυο μαζί καθιστούν την ουσία. Η ύλη ως δύναμη και το είδος ως ενέργεια. Η ουσία ως εκ τούτου είναι αυτό που δεν ανήκει σε κάτι άλλο. Αυτουπάρχει. Είναι η βάση της ύπαρξής, Υπάρχει ως υποκείμενο και φορέας ενεργειών και μεταβολών. Αυτό που δεν αυτουπάρχει, αλλά έλκει την ύπαρξή του από κάτι άλλο είναι το συμβεβηκός. Άρα η ουσία δεν υπόκειται στις κατηγορίες, αλλά αντίθετα κατηγοριοποιεί τα άλλα. Είναι αυτή που κατηγοριοποιεί τα υπόλοιπα, ενώ αυτή δεν κατηγοριοποιείται από κάτι άλλο. Είναι το επί μέρους. Το καθ’ έκαστον. Η πρώτη ουσία, το καθ’ έκαστον, στα σωματικά όντα συνίσταται από ύλη και είδος. Τα είδη διακρίνονται στο ουσιώδες είδος και στο κατά συμβεβηκός είδος. Από το ουσιώδες είδος η ουσία λαμβάνει το είναι της και καθίσταται πραγματική. Το κατά συμβεβηκός είδος προσάπτεται στην πραγματική ουσία και την προσδιορίζει εξωτερικά. Τα ουσιώδη είδη διακρίνονται σε ένυλα και σε άυλα. Ένυλα (forma inhaerentes) είναι τα είδη που υπάρχουν μόνο εντός της ύλης, επομένως αυτά δεν δύνανται να είναι πραγματικά. Άυλα ή καθαρές μορφές ή αυθυπόστατες μορφές (formae separatae) είναι τα είδη που ως ενεργητικές νοήσεις είναι πραγματικά καθ’ αυτά. Είναι πραγματικά χωρίς να συνδέονται με την ύλη. Η ανθρώπινη ψυχή είναι η κατώτατη από τις καθαρές νοήσεις. Είναι μια forma separata και άρα αθάνατη. Ταυτόχρονα ως εντελέχεια του σώματος είναι η ανώτατη μορφή που πραγματώνεται στην ύλη. Έτσι τα όντα ανελίσσονται από τις κατώτατες μορφές και διαμέσου της ψυχής στον κόσμο των καθαρών νοήσεων και εν τέλει στο Θεό. 

2.3 Νοησιαρχία. 

Ο Ακινάτης χωρίζει την αποκάλυψη από την εμπειρία. Ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να γνωρίσει τον Θεό. Γνώση είναι η δυνατότητα απόδειξης και πίστη η αποδοχή της αλήθειας επί τη βάσει της αυθεντίας. Η γνώση προπαρασκευάζει την πίστη. Δημιουργεί τα λογικά θεμέλια της πίστης και άρα προηγείται αυτής. Αυτή είναι και η εισαγωγή της νοησιαρχίας στα θέματα της πίστεως. Για τον Ακινάτη ισχύει το «γνωρίζω και πιστεύω». Η γνώση των υπέρτατων αρχών είναι ενέργεια της ανθρώπινης φύσης· ο νους όταν νοεί δύναται μόνος άνευ της θείας βοήθειας να γνωρίσει την αλήθεια. Συνέπεια όλων αυτών είναι η αντίθεση προς τον Αυγουστίνο που πίστευε ότι ο θείος φωτισμός είναι αναγκαίος για την γνώση των υπέρτατων αρχών. Για τον Αυγουστίνο η πίστη ορίζεται ως νόηση μετά συναινέσεως. Η αυθεντία προηγείται του νου. Η γνώση ακολουθεί την πίστη. Η πίστη εισδύει εκεί που η γνώση δεν μπορεί. 

2.4 Ουσία και ύπαρξη. 

Ο Ακινάτης προχωρά στην διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Η ουσία για να γίνει πραγματική πρέπει να λάβει την ύπαρξη από τον Θεό. Έτσι η ύπαρξη μπορεί να είναι μέσα στην ουσία. Στην ουσία η ύλη είναι η δύναμη και το είδος η ενέργεια. Η διαφορά ύπαρξης και ουσίας είναι όπως η διαφορά δύναμης και ενέργειας. Τα κτιστά (τα σωματικά) έχουν τη σύνθεση ύπαρξης και ουσίας, καθώς και την σύνθεση ύλης και είδους.  Άρα οι εξ ύλης και είδους ουσίες έχουν διττή σύνθεση δύναμης και ενέργειας. Την ουσία και το είδος ως ενέργεια, καθώς και την ύπαρξη και την ύλη ως δύναμη. Τα νοερά όντα έχουν μόνο τη σύνθεση ουσίας και ύπαρξης. Στα νοερά η ουσία συμπίπτει με το είδος. Κάθε νοερό αποτελεί είδος καθ’ εαυτό. Η ουσία μπορεί να αναχθεί στη δύναμη για ύπαρξη και η ύπαρξη στην ενέργεια της ύπαρξης. Μόνο ο Θεός δε διακρίνεται σε ουσία και ύπαρξη. Το μόνο ον που υπάρχει εκ φύσεως στην ακινάτεια φιλοσοφία, είναι ο Θεός. 

2.5 Actus purus, summum bonum. 

O Θεός, βρίσκεται στην κορυφή της ακινάτειας πυραμίδας, ως πλήρες Είναι, λόγω της θεϊκής του τελειότητας (Divine Perfection) και ως καθαρή ενέργεια (actus purus), καθαρό και απόλυτο υπάρχειν. Πάσα δύναμη είναι ξένη στο Θεό. Εφ’ όσον η ενέργεια καθ’ εαυτήν είναι προτέρα της δύναμης άρα ο Θεός ως πρώτο ον είναι μόνο ενέργεια. Από την τελειότητα του Θεού συνάγεται ότι είναι και το ακρότατο αγαθό (summum bonum). Ο Θεός έπεται ότι είναι η απόλυτη αυτογνωσία. Τα όντα είναι αυστηρώς ιεραρχικά τοποθετημένα στην ακινάτεια πυραμίδα. Στη βάση της βρίσκονται τα στοιχεία. Από τα όντα τα νοερά είναι εγγύτερα του Θεού και τα σωματικά βρίσκονται σε κατώτερες βαθμίδες. Για να επιστρέψει ο κόσμος στον Θεό πρέπει να ομοιάζει στον Θεό. Πρέπει να κινείται προς τα νοερά όντα. Αλλά πέρα από την ομοιότητα της φύσης απαιτείται και ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι η γνώση και η βούληση, η οποία υπάρχει και στο Θεό. Ανάλογα με τον βαθμό και την ποσότητα του «καθαρού υπάρχειν» δηλαδή μορφής ή είδους ή «ενέργεια είναι», πού μπορεί να πραγματώσει το κάθε όν βρίσκεται και στην κατάλληλη βαθμίδα της πυραμίδας. 

2.6. Αναλογία. 

Κατά τον Ακινάτη στον Θεό υπάρχουν τα είδη, καθ’ ομοιότητα των οποίων δημιουργήθηκε ο κόσμος, τα οποία ταυτίζει με την ουσία Του. Όλες οι ιδιότητες οι οποίες είναι δυνατό να παρευρεθούν μέσα στα δημιουργήματα προϋπάρχουν στο Θεό κατά υπερέχοντα τρόπο. Το νοητό είδος του θείου νου το οποίο ταυτίζεται με την ουσία του, είναι άυλο διαμέσου του εαυτού του, όντας η αρχή όλων των άλλων αρχών οι οποίες εμφιλοχωρούν στη σύνθεση τόσο των γενικών ειδών όσο και του ατόμου. Νοών ο Θεός την ουσία Του, καθίσταται το υποκείμενο της νοήσεως Του. Νοεί αυτήν όχι μόνο καθ΄ εαυτήν αλλά και ως πρότυπο και αιτία των όντων, είναι η θεία ουσία η ιδέα αυτών. Υπάρχει όμως μια μόνο ιδέα, οπότε η θεία ουσία και η θεία νόηση είναι μία. Επακόλουθο της νοήσεως είναι η βούληση. Όμως όπως η νόηση ταυτίζεται με την ουσία ομοίως και η βούληση ταυτίζεται με την ουσία. Η ταύτιση αυτή τον οδήγησε στο διαχωρισμό κτιστής και άκτιστης ενέργειας, στον Θεό. Ως προς το δημιούργημα δέχεται μόνο την κτιστή ενέργεια. Η άκτιστη ταυτίζεται με τη θεία ουσία και έχει ως πραγματικό απείκασμά της τη κτιστή. Εάν, λοιπόν, γνωρίσουμε την κτιστή ενέργεια, αποκτούμε τις προϋποθέσεις για να γνωρίσουμε κατ’ αναλογίαν και την άκτιστη, πράγμα που αυτόματα θα οδηγήσει και στη γνώση της θείας ουσίας.

2.7 Ενέργεια και ουσία. 

Ταυτίζοντας ο Ακινάτης την νόηση με την ουσία ομοίως και τη βούληση με την ουσία, ταυτίζει και την ενέργεια με την ουσία. Εισάγει με τον τρόπο αυτό ο Ακινάτης, την ταύτιση ουσίας και άκτιστης ενέργειας. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι ο Θεός βούλεται τον εαυτό του αναγκαστικά ενώ τα άλλα ελευθέρως. Αυτό σημαίνει ότι η ουσία είναι συνυφασμένη με την ανάγκη. Η ελεύθερη αυτή βούληση, που αφορά τα άλλα (τα κτιστά) δεν είναι όμως άκτιστη και της ουσίας, αλλά κτιστή και προκύπτει ως τέτοια εξ αιτίας του γεγονότος ότι η άκτιστη βούληση του Θεού είναι η ουσία Του. Αυτό δυνητικά σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να δημιουργεί με την ουσία Του διότι σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για απορροή και κατ’ επέκταση οδηγούμαστε σε πανθεϊσμό. Εδώ εισάγεται η αναγκαιότητα της ουσίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός καταργεί την θέληση Του προς την δημιουργία. Και υφίσταται προς τα κτιστά μια άλλη θέληση κτιστής τάξεως. Η οποία σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει άμεση και πραγματική σχέση με τη δημιουργία, διότι αυτό θα σηματοδοτούσε εξάρτηση του Θεού από τον κόσμο, αλλά έμμεση διά των αρχέτυπων. 

Γεώργιος Μπόρας

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Γεώργιος Μπόρας - Περί Αρχετύπων (2)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου 2021

Ιωάννης Σκώτος Εριγένης

1.1 Τα αρχέτυπα.  

Αυτό δεν εμποδίζει τον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, να οδηγήσει στα άκρα τη μεταφυσική του νεοπλατωνικού ρεαλισμού. Ξεκινώντας από την πλατωνική παραδοχή ότι την αλήθεια, επομένως και το ον, οφείλουμε να τα αναζητήσουμε στο γενικό, ταυτίζει την βαθμίδα της γενικότητας με την βαθμίδα της οντολογικής έντασης και οντολογικής προτεραιότητας. Το γενικό είναι η πρωταρχική πραγματικότητα, η οποία παράγει από τον εαυτό της την ολότητα των πραγμάτων. Παράγει το ειδικό και το περιέχει. Επομένως τα γενικά δεν είναι μόνο οντότητες αλλά σε σχέση με τα επιμέρους σωματικά πράγματα είναι οι πιο πρωταρχικές, οι πιο πραγματικές οντότητες, αυτές που παράγουν και καθορίζουν τις άλλες· μάλιστα όσο πιο γενικές τόσο πιο πραγματικές. Έτσι οι λογικές σχέσεις των εννοιών γίνονται σχέσεις μεταφυσικές. Φρονεί ότι τα αρχέτυπα (universalia) δεν είναι εκτός, αλλά εντός του Θεού "ως αγέννητη φύση που δημιουργεί τον εαυτό της". Συνεπώς, δημιουργούνται μόνον υπό την έννοια ότι λογικά όχι όμως χρονικά έπονται του αϊδίου Λόγου μιας και είναι αγέννητα. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναφέρει ότι για τους σχολαστικούς η «ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία εἶναι ἁπλῶς ἐν χρόνω ἀπεικόνισμα τῶν ἀγεννήτων τῆς θείας οὐσίας ἀρχετύπων».

1.2 Δημιουργία και αρχέτυπα. 

Θέλουμε να παρατηρήσουμε εδώ πως αν ως δημιουργία τού κόσμου είναι η εν χρόνω απεικόνιση των αγέννητων αρχέτυπων της θείας ουσίας αυτό συνεπάγει ότι η ενυποστασιοποιήση των αρχετύπων είναι είτε: 

α) απεικόνιση προερχόμενη από την ουσία καθαυτή και όχι κάτι πέρα από αυτή· που ενυποστασιάζει τη φύση της ουσίας. Η απεικόνιση δεν είναι μεταφυσικά μετέωρη. Υπάρχει ανάμεσα στο αγέννητο αρχέτυπο και στην απεικόνισή του κάποια συνάφεια ουσίας. 

β) απεικόνιση προερχόμενη από την θέληση της ουσίας να εικονίσει τα αρχέτυπά της ως όντα άλλης τάξεως, δηλαδή κτιστά.

Στην περίπτωση {β)} η ουσία εικονίζει με τη θέλησή της τα αγέννητα αρχέτυπά της. Σ’ αυτήν την περίπτωση διαστρεβλώνεται η αναντίρρητη θέση της Αγίας Γραφής ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο εκ του μη όντος. Από την στιγμή που τα αρχέτυπα προϋπάρχουν τότε δεν έχουμε δημιουργία εκ του μη όντος, και σε αυτήν την περίπτωση ή θέση πλησιάζει τις πλατωνικές ιδέες. Διαφέρει όμως διότι στην πλατωνική φιλοσοφία το απείκασμα είναι μεταφυσικά μετέωρο ως μη έχον ουσιαστική συνάφεια με το αρχέτυπο. Υπενθυμίζουμε ότι το δόγμα της εκ του μη όντος δημιουργίας καταργεί το πλατωνικό σύστημα των ιδεών. Πέραν τούτου παρατηρούμε ότι στο σχολαστικισμό υπάρχει μια αναλογία μεταξύ των αρχετύπων ιδεών πού βρίσκονται στο Είναι και των άλλων όντων πού βρίσκονται στον κόσμο. Είναι η analogia entis. 

Ας δούμε την περίπτωση {α)}. Από την στιγμή που τα αρχέτυπα είναι της τάξης της ουσίας, κάτι που ισχύει και για την θέληση, τότε δυο τινά συμβαίνουν. Δύο υποπεριπτώσεις: 

i. αυτό που αναφέραμε, ότι η ενυποστασιοποιήση των αρχετύπων είναι απεικόνιση προερχόμενη από την ουσία καθαυτή και όχι κάτι πέρα από αυτή· που ενυποστασιάζει το ουσιώδες της ουσίας, τη φύση της ουσίας 

και ii. η ουσία θέλει να εικονιστούν τα αγέννητα αρχέτυπά της. Θέλει να εικονίσει την φύση της, μέσα από την συνάφεια φύσης του αρχέτυπου και του εικονιζόμενου του. Η δεύτερη (ii) υποπερίπτωση δεν μπορεί να σταθεί διότι σε αυτήν την περίπτωση η θέληση εμφανίζεται ως παράγοντας διαμεσολάβησης ανάμεσα σε ουσία και ουσιαστικά της αυτής ουσίας και όχι ανάμεσα σε ουσία και κτιστά ουσιαστικά πέραν της πρώτης ουσίας. Τα κτιστά είναι μη ουσιαστικά ως προς την πρώτη ουσία, αλλά ουσιαστικά ως έχοντα ουσία άλλης τάξεως, και εν προκειμένω κτιστής. Για τα ζητήματα όμως της ουσίας δεν είναι η θέληση που θα ενεργήσει αλλά η ουσία καθ’ εαυτή. 

Κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνο «ἡ γὰρ κτίσις, εἰ καὶ μετὰ ταῦτα γέγονεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ἐκ δὲ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι βουλήσει καὶ δυνάμει αὐτοῦ παρήχθη, καὶ οὐχ ἅπτεται τροπὴ τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως. Γέννησις μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τὸ γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν, κτίσις δὲ καὶ ποίησις τὸ ἔξωθεν καὶ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κτίζοντος καὶ ποιοῦντος γίνεσθαι τὸ κτιζόμενον καὶ ποιούμενον ἀνόμοιον παντελῶς»,Ἔκδοσις Ἀκριβὴς Τῆς Ὀρθοδόξου. Η θέληση είναι η έκφραση της ουσίας να δημιουργήσει, όχι όμως τα ουσιαστικά της, αλλά τα κτιστά τα οποία δημιουργούνται θελήσει. Τα ουσιαστικά γίνονται φύσει και δεν δημιουργούνται. Έχουν άλλους ουσιαστικούς τρόπους, κατά βάση απρόσιτους στην ανθρώπινη λογική. Βέβαια αν συνυπολογίσουμε το γεγονός των κτιστών ενεργειών του Θεού, κατά τους σχολαστικούς εν γένει, τότε οπωσδήποτε η υποπερίπτωση (ii), δεν στέκεται από κάθε άποψη. 

Η πρώτη υποπερίπτωση (i) είναι ένα κατά βάση πανθεϊστικό σύστημα. Σ’ αυτήν την πρώτη υποπερίπτωση υπάγεται και το σύστημα του Ιωάννη, ότι τα αρχέτυπα (universalia) δεν είναι εκτός, αλλά εντός του Θεού "ως αγέννητη φύση που δημιουργεί τον εαυτό της". Αυτό το οποίο εικονίζεται είναι η φύση της ουσίας. Το απεικονιζόμενο είναι εκ των πράγματων της αυτής τάξης διότι είδαμε ότι δημιουργείται φύσει και όχι θελήσει. Υπάρχει όπως είπαμε ουσιαστική συνάφεια. Έπεται λοιπόν, ότι τα αρχέτυπά όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και προϋπάρχουν· είναι τα αρχέτυπα των επιμέρους· o άνθρωπος (το αρχέτυπό του) προϋπάρχει από το συγκεκριμένο υπαρκτό άτομο.

1.3 Η απορροή και η θέωση. 

Η οντολογική αυτή κίνηση, το άπλωμα δηλαδή του Θεού, παραπέμπει στην νεοπλατωνική ουσιοκρατική θεωρία της απορροής. Αυτήν είναι και η θεμελιώδης αρχή του συστήματος του Ιωάννη. Σύμφωνα με την θεωρία της απορροής, ο κόσμος προέρχεται από την ουσία μιας αρχής, ότι όλα προοδεύουν (απορρέουν) από την ουσία μιας πρώτης απρόσωπης αρχής. Αντιλαμβανόμαστε ότι από εδώ προκύπτει και ένας πανθεϊσμός μιας και ο κόσμος είναι ο Θεός που έχει απλωθεί μέχρι το μερικό. Είτε με τον απεικονισμό του ουσιώδους της ουσίας είτε με την απορροή ή προβολή. Ακόμη και στην λεπτότερη έκφρασή της η θεωρία της απορροής, ως φυσικός νόμος δηλαδή, θεωρούμε ότι ενέχει τον πανθεϊσμό. Να θυμίσουμε ότι ο Πλάτων δίδασκε ότι ο κόσμος είναι ατελές αντίγραφο, ομοίωμα και είδωλο του κόσμου των ιδεών, οι δε άνθρωποι κτήματα θεών και δαιμόνων. Ο Κόσμος είναι προϊόν ενός δημιουργού, ο οποίος τον έπλασε έχοντας ως υπόδειγμα τις αιώνιες και αμετάβλητες ιδέες. Εδώ έχει την πηγή της και η νεοπλατωνική μεταγραφή των ιδεών σε ιδέες ενός θείου νου, αλλά και η αντίστοιχη χριστιανική (αυγουστίνεια) μεταγραφή τους σε ιδέες στο νου του Θεού προ της δημιουργίας του κόσμου, όπως είδαμε και πιο πριν. Από εδώ έλκει μάλλον ο Πλωτίνος την θεωρία της προόδου (απορροής) εκ του Ενός. Θα σημειώσουμε ότι ο Πλωτίνος που θωρείται ο ιδρυτής του νεοπλατωνισμού, ορίζει στο φιλοσοφικό σύστημα του, το οποίο θεωρείται μονιστικό, ότι ο κόσμος είναι απόρροια και προϊόν μιας πνευματικής αρχής, σε μια αδιάσπαστη σειρά προόδων (απορροών) από το Εν, τον Νου και την Ψυχή, η οποία μέσω της διείσδυσης παρέχει ύπαρξη στην ύλη. Θα υπενθυμίσουμε ότι οι νεοπλατωνικοί έχουν επηρεαστεί, αν όχι ενστερνιστεί, από την θεωρία της απορροής του Γνωστικισμού. Αυτή διδάσκει ότι από τον Θεό προέρχονται, γεννιόνται τα πάντα, έμψυχα και άψυχα με παραγωγή του κατωτέρου από το ανώτερο, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει την ιδέα της συγγένειας των δι’ απορροής γεννηθέντων όντων προς μια ενιαία και αναλλοίωτη αρχή. Οι δευτερεύουσες θεότητες προέρχονται με απορροή. Αυτό σημαίνει εκδίπλωση της μονάδας κατά τα πυθαγόρεια πρότυπα. Ενώ ο Άγιος Ειρηναίος μας πληροφορεί ότι με βάση το σύστημα του Βασιλείδη ο ύψιστος θεός παρουσιάζεται ως απρόσωπη φιλοσοφική δύναμη, η οποία δίνει το έναυσμα της θεογονίας με την απορροή του Νου. Από τον Νου γεννιέται ο Λόγος, από τον Λόγο η Φρόνηση, από την Φρόνηση η Σοφία και η Δύναμη. Από την Σοφία και την Δύναμη γεννιούνται οι Αιώνες —δυνάμεις, εξουσίες, άγγελοι, αρχάγγελοι—, οι οποίοι απαρτίζουν τον πρώτο ουρανό. Έτσι για τον Ιωάννη, Θεός και κόσμος είναι ένα και το αυτό. Η ίδια η φύση ως ενότητα που δημιουργεί είναι ο Θεός και ως πολλότητα που έχει δημιουργηθεί είναι ο κόσμος. Θα λέγαμε ότι ο Θεός είναι μέρος της φύσεως ακόμη και άκτιστο. Συνεχίζοντας ο Ιωάννης θεωρεί ότι η επιστροφή όλων των επιμέρους στον Θεό, ο Θεός δηλαδή νοούμενος ως ο τελικός σκοπός κάθε γίγνεσθαι, η διάχυση τους στην πρωταρχική ουσία είναι η θέωση του κόσμου.

2 Σχολαστικοί

2.1 Ύψιστο ον. Η έννοιά του. 

Στην πρώτη σχολαστική περίοδο και στην ακμή του εννοιολογικού ρεαλισμού υπερθεματίζοντας ο Άνσελμος, στην οντολογική του απόδειξη αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι το απόλυτα γενικό ον, είναι και το πιο πραγματικό ον. Είναι το ύψιστο ον. Όσο περισσότερο "είναι" είναι κάτι, τόσο πιο τέλειο είναι και αντίστροφα. Συνεπώς η έννοια του ανώτατου όντος είναι και συνάμα και η έννοια της απόλυτης τελειότητας. Άρα από την έννοια του Θεού ως του πιο τέλειου και πραγματικού όντος έπεται και η ύπαρξή του. Αν νοηθεί ως τελειότατο ον αναγκαστικά θα πρέπει να νοηθεί ως υπαρκτός. Αν ο άνθρωπος νοεί ένα τέτοιο ον, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχει στον νου του. Αυτό το ον όμως δεν είναι μόνο εντός του νου, αλλά υπάρχει και καθαυτό (αντικειμενικά). Γιατί αν υπάρχει στον νου, δύναται να νοηθεί ότι υπάρχει και καθαυτό. Υιοθετεί την βασική ιδέα του ρεαλισμού, ότι οι έννοιες, ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου, είναι αληθινές, πραγματικές. Βλέπουμε ότι ο Άνσελμος ανάγει την πίστη σε γνώση. Ρέπει προς τη λογική διασαφήνιση του περιεχομένου της πίστης. Ο Θεός υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Αυτό μας οδηγεί στο «πιστεύω άρα γνωρίζω». Πιστεύω ότι υπάρχει και ο νους μου γνωρίζει ότι υπάρχει. Για τον Άνσελμο ισχύει επίσης το "σκέφτομαι κάτι άρα υπάρχει". Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποστήριζε ότι ο Θεός υπάρχει, γιατί ο ανθρώπινος νους έχει συλλάβει την παράστασή του. Έτσι συναντά το ελεατικό "ἔστιν εἶναι", σύμφωνα με το οποίο το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Επομένως δεν είναι δυνατό να νοηθεί άλλη ανώτερη ουσία. 

2.2 Ουσία. 

Έτσι, ο Θεός αντλεί το είναι του από τον εαυτό του, από τη δική του ουσία. Απεναντίας κάθε επιμέρους όν είναι δυνατό να νοηθεί και ως μη ον μιας και δεν αντλεί το είναι του από το ίδιο, αλλά από κάτι άλλο που είναι το απόλυτο. Ταυτόχρονα η ουσία του Θεού συνεπάγεται την ύπαρξή του. Όλες οι ιδιότητες απονέμονται στο Θεό. Αυτές κατηγορούνται κατά του Θεού όχι απλώς ως ποιότητες αλλά ως ουσίες. Ο Θεός δηλαδή δεν είναι μόνο δίκαιος δια της δικαιοσύνης, διότι τότε η δικαιοσύνη θα ανήκε σε αυτόν ως ποιότητα. Αλλά η δικαιοσύνη είναι αυτός ο Θεός. Η δικαιοσύνη είναι της ουσίας του Θεού. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες ιδιότητες. Ο Θεός δεν έχει απλά ζωή αλλά είναι αυτή η ζωή, δεν έχει σοφία αλλά είναι αυτή η σοφία, και ούτω καθεξής. Στην Ορθόδοξη θεολογία ο αποφατισμός της είναι το αντιστάθμισμα στην εκλογίκευση της πίστης.

2.3 Δημιουργία και ιδέες. 

Μιλάει για δημιουργία εκ του μηδενός (το οποίο είναι άλλο από την δημιουργία εκ του μη όντος). Έτσι το εκ του μηδενός δηλώνει ότι δεν υπήρχε τι , εκ του οποίου θα δημιουργούταν ο κόσμος. Τα όντα δεν είχαν υπόσταση πριν την δημιουργία και την έλαβαν αυτή με την δημιουργία. Παρόλα αυτά τα όντα είχαν ύπαρξη ως αΐδια νοήματα στον θείο νου. Διότι η δημιουργική δύναμη του Θεού δεν είναι τυφλή αλλά έλλογη. Έτσι προϋποθέτει τη γνώση του δημιουργητέου. Ο Θεός νοεί αϊδίως τα δημιουργήματα και η έννοια, που έχει για αυτά, είναι το πρότυπο σύμφωνα με την οποία τα δημιουργεί. Για τον Άνσελμο η δημιουργική ενέργεια του Θεού μπορεί να παραβληθεί με την καλλιτεχνική ενέργεια, σύμφωνα με την οποία προϋποτίθεται η έννοια του καλλιτεχνήματος στην διάνοια του καλλιτέχνη. Άρα τα όντα συνίστανται από δύο υπάρξεις: i. την ιδεατή, η οποία είναι η αΐδια ύπαρξη τους στο θείο νου και ii. την πραγματική, η οποία είναι η πραγματική εκτός Θεού και εν χρόνω. Έτσι όπως ο καλλιτέχνης (σημειώνουμε την αναλογία) ο Θεός έχει τις ιδέες των πάντων στο νου Του και τις πραγματοποιεί με την δημιουργία. Διαφέρουν στο ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται την ύλη, ενώ ο Θεός δημιουργεί από τον εαυτό του. Τέλος, αναλογικά κινούμενος, θεωρεί ότι, όπως τα διανοήματα του ανθρώπου είναι ο ενδιάθετος λόγος, έτσι και οι ιδέες του Θεού είναι ο «ἔνδον λόγος» (sic) με τον οποίο εκφράζει τα όντα. Είναι δε ο εσωτερικός («ἔνδον λόγος») του Θεού η θεία ουσία Του. Οι σχολαστικοί πίστευαν ότι αυτό που υπάρχει ως πραγματικότητα στον κόσμο υπάρχει ταυτόχρονα ως αρχέτυπο και έξω απ’ αυτόν. Στον Θεό. Ο Αβελάρδος για να εξηγήσει τη πολλαπλότητα των ατόμων αποδέχεται την πραγματοκρατική θεωρία του Αυγουστίνου σύμφωνα με την οποία ο Θεός έπλασε τον κόσμο σύμφωνα με τα αρχέτυπα που είχε στο νου Του. Εν τούτοις η δεύτερη περίοδος του σχολαστικισμού χαρακτηρίζεται από ένα μετριοπαθή ρεαλισμό σε ό,τι αφορά στη φύση των γενικών εννοιών. Οι γενικές έννοιες θεωρούνται ως πραγματικές οντότητες όχι όμως σ' έναν άλλο κόσμο αλλά μέσα στα επί μέρους αισθητά. 

Ας προσθέσουμε στό θέμα τής αναλογίας:

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

 «Λίαν αισχρόν, και ουκ αισχρόν μόνον, αλλά και μάταιον επιεικώς, εκ των κάτω των άνω την εικασίαν λαμβάνειν, και των ακινήτων εκ της ρευστής φύσεως.»

Και συνεχίζει: «Διότι δεν πρέπει, επειδή κατά τινα σχέσιν υψηλοτέραν Υιός ο Υιός, και επειδή δεν ημπορέσαμε δι’ άλλου τρόπου παρά έτσι να δείξουμε το εκ του Θεού και ομοούσιον, να νομίζωμεν ότι πρέπει να μεταφέρουμε στον Θεό και όλες τις ανθρώπινες και της δικής μας συγγενείας ονομασίες. Καθώς η διαφορά εις την αποκάλυψιν και όχι της προς άλληλα σχέσεως διάφορον, έκαμε διαφορετικήν και την ονομασία: Πατήρ – Υιός – Άγιον Πνεύμα.»

Καί άς παρατηρήσουμε ότι οι ιδέες στόν Πλάτωνα γεννιούνται από τό αγαθό τό οποίο είναι επέκεινα τής ουσίας καί τό οποίο στήν πράξη προσφέρει τήν σωφροσύνη, τήν μεσαία οδό τής αρετής.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Γεώργιος Μπόρας - Περί Αρχετύπων (1)

 Πλάτων

1.1 Διαλεκτική. 

Η διαλεκτική είναι η τέχνη της συνδιάλεξης. Η ανταλλαγή φιλοσοφικών επιχειρημάτων με ερωτήσεις και απαντήσεις. Ο Σωκράτης και ο Πλάτων χρησιμοποιούν τη διαλεκτική όχι με σκοπό να επιβεβαιώσουν τις απόψεις τους αλλά για να αιτιολογήσουν τις φιλοσοφικές τους απόψεις και τον τρόπο ζωής τους. Οι Έλληνες ζούσαν και ως φιλόσοφοι. Η φιλοσοφία ήταν θεωρητική ερμηνεία και πρακτικό αντίκρισμα. Για τους Έλληνες φιλόσοφους δεν ήταν το σημαντικό τα γραπτά κείμενα όσο η προφορική διδασκαλία και επικοινωνία με τους μαθητές τους. Για τους Έλληνες η φιλοσοφία είναι και τέχνη του βίου. Ο Πλάτων μιλάει δε για απρόρρητα. Αυτά δηλαδή που δεν λέγονται εκ των προτέρων: «ούτω δη πάντα τα περί ταύτα απόρρητα μεν λεχθέντα ουκ αν ορθώς λέγοιτο, απρόρρητα δε δια το μηδέν προρρηθέντα δηλούν των λεγομένων». Η φιλοσοφία για τον Πλάτωνα είναι το μέσο για να καταλάβουμε την αληθινή ουσία των όντων. Με τη μελέτη των μαθηματικών γίνεται μια πορεία του νου από τον επίγειο προς τον νοητό κόσμο, τις Ιδέες και την Ιδέα του Αγαθού. Η διαλεκτική αποκαλύπτει και εκφράζει τις σχέσεις μεταξύ των Ιδεών. Έτσι με τη «διαίρεση» δηλώνεται η πορεία από μια γενική Ιδέα προς μια ειδική, ενώ με τη «συναγωγή», το αντίστροφο. Προκύπτει ότι αυτός που μετέρχεται την διαλεκτική, ο «διαλεκτικός» θα λέγαμε, μπορεί να διαιρεί και να συνάγει τις Ιδέες. 

1.2 Οι ιδέες.

Πως όμως μπορούμε να καθορίσουμε την φύση της ιδέας; Τι είναι ιδέα; Ο καθορισμός αυτής της φύσης θα αποτελέσει το αντικείμενο του γνωστικού κλάδου της μεταφυσικής. Σε σύγκριση με τις έννοιες το πεδίο των ιδεών είναι ό,τι και τα αισθητά πράγματα με την αντανάκλασή τους στο νερό ή στο κάτοπτρο. Οι έννοιες είναι παράγωγα του νου ως είδωλα των ιδεών και ισχύουν γι’ αυτόν, ενώ οι ιδέες είναι για τον Πλάτωνα οντότητες, αιώνιες, πραγματικές με πραγματική υπόσταση, έξω από κάθε σωματικότητα, ολότελα αδέσμευτες από την ανθρώπινη σκέψη, αμετάβλητες, και αποτελούν τα πρότυπα και τα αίτια των αισθητών. Τα αισθητά όντα «μετέχουν», «κοινωνούν» τις αντίστοιχες Ιδέες. Οι έννοιες της μετοχής και της  μίμησης  τους, υποδηλώνουν μια σχέση επιμέρους-γενικού αλλά και πρωτότυπου-αντίγραφου. Υποδηλώνουν και μια οντολογική διαφορά μεταξύ αισθητών και Ιδεών. Ουσιαστική συνάφεια όμως δεν υφίσταται. Είναι δύο τρόποι επικοινωνίας αισθητών και νοητών. Η μετοχή είναι η λογική σχέση γενικού και επιμέρους. Η σχέση γενικού και επιμέρους είναι συστατικό της σκέψης μας αλλά και της γλώσσας μας. Η μίμηση είναι ιεραρχική σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, υποδείγματος και εικόνας. Οι λέξεις είναι μιμήσεις των πραγμάτων, οι ήχοι είναι μιμήσεις της θείας αρμονίας, οι άνθρωποι μιμούνται τους θεούς. Όμως η μίμηση για τον Πλάτωνα δεν παρουσιάζει την Αλήθεια για το πραγματικό, το οποίο είναι μαθηματικά δομημένος λόγος και μόνο με την επιστημονική λογική, δυνάμεθα να την αποκαλύψουμε και να την γνωρίσουμε. Το αντικείμενο της έλλογης νόησης είναι η Ιδέα. Το αμετάβλητο. Της άλογης αίσθησης το μεταβαλλόμενο. Το μη αυθεντικό. Οι Ιδέες δεν είναι νοήματα όπως υποστήριζε ο Αντισθένης. Οι Ιδέες αποτελούν έναν αιώνιο και αμετάβλητο κόσμο που υπάρχει αφ’ εαυτού και γίνεται καταληπτός μόνο με την νόηση. Η Ιδέα είναι το αντικείμενο της ορθής φιλοσοφίας. Τα χαρακτηριστικά του αισθητού είναι τα αντίθετα της Ιδέας. Το αισθητό είναι μεταβλητό η Ιδέα αμετάβλητη και δεν μετέχει στην αποσύνθεση-ανασύνθεση που επιφέρει το Γίγνεσθαι. Το αισθητό είναι συγκεχυμένο, η Ιδέα διακεκριμένη· το αισθητό είναι θαμπό η Ιδέα διάφανη· το αισθητό θεάται υποκειμενικά η Ιδέα είναι καθ’ εαυτή· το αισθητό αντιτάσσει στη γνώση τις ασάφειές του η Ιδέα προσφέρει στο πνεύμα το νοητό της χαρακτήρα· το αισθητό είναι χάος η Ιδέα τάξη· οι Ιδέες σχηματίζουν σύστημα που το ανακαλύπτει η διαλεκτική και το αντανακλά η φιλοσοφική γνώση. Ο φιλόσοφος γνωρίζει ότι υπάρχουν Ιδέες και ότι οι ουσίες υφίστανται. Οι Ιδέες προσφέρουν το κριτήριο της αλήθειας, λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες. Βρίσκονται πέρα και πάνω από το μεταβαλλόμενο κόσμο του Ηρακλείτου. Όταν μιλάμε για την Ιδέα μιλάμε για πολλά επί μέρους όντα που δηλώνονται με το ίδιο όνομα. Είναι η Ιδέα, το κοινό ενός γένους όντων. Το καθολικό. Η κατάκτηση των Ιδεών δεν είναι μόνο γνωστική πρόοδος, αλλά επιφέρει και ηθική βελτίωση, είναι ο δρόμος προς την ευδαιμονία.

1.3 Τριπλή σημασία των Ιδεών.

Οι Ιδέες στην πλατωνική φιλοσοφία έχουν τριπλή σημασία:

i. οντολογική. Είναι το πραγματικό Είναι, το καθαυτό των όντων, η ουσία των όντων. Κάθε όν είναι αυτό που είναι διότι σ’ αυτό παρουσιάζεται μια ιδέα, είτε διότι παίρνει μέρος σ’ αυτή (μέθεξη, κοινωνία). Έτσι οι ιδέες είναι το αντίθετο των πολλών των όντων. Η μία αμετάβλητη Ιδέα έναντι των πολλών μεταβλητών αισθητών της αυτής Ιδέας. 

ii. τελεολογική. Κάθε τι που γίνεται έχει το σκοπό του σ’ ένα ον. Οι σκοποί όμως μπορούν να πραγματώνονται στον τόπο που η νόηση αναγνωρίζει τα αμετάβλητα πρότυπα των όντων. Στον κόσμο των Ιδεών. 

iii. λογική. Μας βοηθά να βάλλουμε τάξη στο χάος των μερικών (καθέκαστα: sic). Μας βοηθούν να καταλάβουμε το όμοιο, να ξεχωρίσουμε το ανόμοιο, να νιώσουμε την ενότητα μέσα στην πολλότητα. 

Στον Πλάτωνα οι Ιδέες είναι καθαρές ουσίες, ο Αριστοτέλης όμως δεν συντάσσεται με αυτή την θέση. Για τον Αριστοτέλη αυτές οι ουσίες, τα «καθόλου» ή καθολικές έννοιες, δεν είναι ξεχωριστές από τα φυσικά αντικείμενα. Δεν βρίσκονται σε έναν κόσμο ανεξάρτητο από τον αισθητό. Σχετίζονται με αυτά και προκύπτουν από αυτά μέσω νοητικής αφαίρεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι καθολικές έννοιες του Αριστοτέλη δεν είναι οι Ιδέες του Πλάτωνα. Για τον Πλάτωνα πραγματικότητα είναι ο κόσμος των Ιδεών και των Αρχετύπων. Γίνονται αντιληπτές μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες τα μορφοποιούν. Θεωρεί πως όλα όσα βλέπουμε γύρω μας είναι αντανακλάσεις των Ιδεών, ομοίως και ότι υπάρχει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη η πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Όλα όσα υπάρχουν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου είναι αντανακλάσεις των πραγμάτων και των αντικειμένων του φυσικού κόσμου.

Στην πατερική παράδοση ο Θεός ως υπερούσια ουσία είναι πέρα και πάνω από κάθε καθολική έννοια. 

Συνεχίζεται