Συνέχεια από Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024
1. Ακινάτης.
1.1. Πυραμιδοειδή κλίμακα. Το ενοποιούν στοιχείο.
Ο Ακινάτης ορίζει τον Θεό ως "ipsum esse subsistens", το αυτό-υφιστάμενο Είναι, ο ων που αυτό-υφίσταται, και δια τούτο η πρώτη αιτία, η απόλυτη ανάγκη, η υπέρτατη τελειότητα και ο κυβερνήτης της κτιστής τάξεως. Στην ακινάτεια φιλοσοφία εντοπίζουμε μια πυραμιδοειδή κλίμακα των όντων. Ο δυισμός σώματος και ψυχής εκτοπίζεται στο ακινάτειο σύστημα από αυτήν την κλιμακωτή δομή. Ο Ακινάτης αναπαράγει την αρχή του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι ο ενωτικός σύνδεσμος μεταξύ δύο κόσμων, του νοερού και του ενύλου και συνεπώς τα δύο μέρη που συνθέτουν τον άνθρωπο, η ψυχή και το σώμα, συγκροτούν ένα ενιαίο όλο, μία ενιαία φύση. Ο άνθρωπος από διαχωριστική γραμμή ή από φορέας δύο εντελώς διαφορετικών ουσιών, με τον Ακινάτη θεωρείται ως ο σύνδεσμος διαμέσου του οποίου οι δυο κόσμοι (σωματικός και ψυχικός) συνδέονται οργανικά μεταξύ τους στην ενιαία ανελικτική σειρά όλων των πραγμάτων. Πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για μια πυραμίδα, της οποίας η βάση αποτελείται από την ύλη, ενώ στην κορυφή της βρίσκεται το «ipsum esse», ο Θεός. Η ύλη είναι το καθαυτό αδιόριστο, δηλαδή η δύναμη προς διορισμό και πραγματοποίηση.
2.2 Είδος, ύλη και ουσία.
Ως είδος ο Ακινάτης ορίζει αυτό εκ του οποίου η ύλη έρχεται στο διορισμό και στην πραγματικότητα. Το είδος δηλαδή είναι αυτό εκ του οποίου η ύλη γίνεται από δυνάμει ον ενεργεία ον. Η ύλη είναι το πρωταρχικό και καθαυτό αδιόριστο, είναι η δύναμη που υφίσταται διορισμό και πραγματοποίηση· η δύναμη προς το είναι αλλά και το ορισμένο είναι. Άρα, το είδος είναι η αρχή του όντος ως ορισμένου και πραγματικού. Ούτε αυτό καθαυτό το είδος, ούτε αυτή καθαυτή η ύλη συνιστούν την ουσία, αλλά και τα δυο μαζί καθιστούν την ουσία. Η ύλη ως δύναμη και το είδος ως ενέργεια. Η ουσία ως εκ τούτου είναι αυτό που δεν ανήκει σε κάτι άλλο. Αυτουπάρχει. Είναι η βάση της ύπαρξής, Υπάρχει ως υποκείμενο και φορέας ενεργειών και μεταβολών. Αυτό που δεν αυτουπάρχει, αλλά έλκει την ύπαρξή του από κάτι άλλο είναι το συμβεβηκός. Άρα η ουσία δεν υπόκειται στις κατηγορίες, αλλά αντίθετα κατηγοριοποιεί τα άλλα. Είναι αυτή που κατηγοριοποιεί τα υπόλοιπα, ενώ αυτή δεν κατηγοριοποιείται από κάτι άλλο. Είναι το επί μέρους. Το καθ’ έκαστον. Η πρώτη ουσία, το καθ’ έκαστον, στα σωματικά όντα συνίσταται από ύλη και είδος. Τα είδη διακρίνονται στο ουσιώδες είδος και στο κατά συμβεβηκός είδος. Από το ουσιώδες είδος η ουσία λαμβάνει το είναι της και καθίσταται πραγματική. Το κατά συμβεβηκός είδος προσάπτεται στην πραγματική ουσία και την προσδιορίζει εξωτερικά. Τα ουσιώδη είδη διακρίνονται σε ένυλα και σε άυλα. Ένυλα (forma inhaerentes) είναι τα είδη που υπάρχουν μόνο εντός της ύλης, επομένως αυτά δεν δύνανται να είναι πραγματικά. Άυλα ή καθαρές μορφές ή αυθυπόστατες μορφές (formae separatae) είναι τα είδη που ως ενεργητικές νοήσεις είναι πραγματικά καθ’ αυτά. Είναι πραγματικά χωρίς να συνδέονται με την ύλη. Η ανθρώπινη ψυχή είναι η κατώτατη από τις καθαρές νοήσεις. Είναι μια forma separata και άρα αθάνατη. Ταυτόχρονα ως εντελέχεια του σώματος είναι η ανώτατη μορφή που πραγματώνεται στην ύλη. Έτσι τα όντα ανελίσσονται από τις κατώτατες μορφές και διαμέσου της ψυχής στον κόσμο των καθαρών νοήσεων και εν τέλει στο Θεό.
2.3 Νοησιαρχία.
Ο Ακινάτης χωρίζει την αποκάλυψη από την εμπειρία. Ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να γνωρίσει τον Θεό. Γνώση είναι η δυνατότητα απόδειξης και πίστη η αποδοχή της αλήθειας επί τη βάσει της αυθεντίας. Η γνώση προπαρασκευάζει την πίστη. Δημιουργεί τα λογικά θεμέλια της πίστης και άρα προηγείται αυτής. Αυτή είναι και η εισαγωγή της νοησιαρχίας στα θέματα της πίστεως. Για τον Ακινάτη ισχύει το «γνωρίζω και πιστεύω». Η γνώση των υπέρτατων αρχών είναι ενέργεια της ανθρώπινης φύσης· ο νους όταν νοεί δύναται μόνος άνευ της θείας βοήθειας να γνωρίσει την αλήθεια. Συνέπεια όλων αυτών είναι η αντίθεση προς τον Αυγουστίνο που πίστευε ότι ο θείος φωτισμός είναι αναγκαίος για την γνώση των υπέρτατων αρχών. Για τον Αυγουστίνο η πίστη ορίζεται ως νόηση μετά συναινέσεως. Η αυθεντία προηγείται του νου. Η γνώση ακολουθεί την πίστη. Η πίστη εισδύει εκεί που η γνώση δεν μπορεί.
2.4 Ουσία και ύπαρξη.
Ο Ακινάτης προχωρά στην διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Η ουσία για να γίνει πραγματική πρέπει να λάβει την ύπαρξη από τον Θεό. Έτσι η ύπαρξη μπορεί να είναι μέσα στην ουσία. Στην ουσία η ύλη είναι η δύναμη και το είδος η ενέργεια. Η διαφορά ύπαρξης και ουσίας είναι όπως η διαφορά δύναμης και ενέργειας. Τα κτιστά (τα σωματικά) έχουν τη σύνθεση ύπαρξης και ουσίας, καθώς και την σύνθεση ύλης και είδους. Άρα οι εξ ύλης και είδους ουσίες έχουν διττή σύνθεση δύναμης και ενέργειας. Την ουσία και το είδος ως ενέργεια, καθώς και την ύπαρξη και την ύλη ως δύναμη. Τα νοερά όντα έχουν μόνο τη σύνθεση ουσίας και ύπαρξης. Στα νοερά η ουσία συμπίπτει με το είδος. Κάθε νοερό αποτελεί είδος καθ’ εαυτό. Η ουσία μπορεί να αναχθεί στη δύναμη για ύπαρξη και η ύπαρξη στην ενέργεια της ύπαρξης. Μόνο ο Θεός δε διακρίνεται σε ουσία και ύπαρξη. Το μόνο ον που υπάρχει εκ φύσεως στην ακινάτεια φιλοσοφία, είναι ο Θεός.
2.5 Actus purus, summum bonum.
O Θεός, βρίσκεται στην κορυφή της ακινάτειας πυραμίδας, ως πλήρες Είναι, λόγω της θεϊκής του τελειότητας (Divine Perfection) και ως καθαρή ενέργεια (actus purus), καθαρό και απόλυτο υπάρχειν. Πάσα δύναμη είναι ξένη στο Θεό. Εφ’ όσον η ενέργεια καθ’ εαυτήν είναι προτέρα της δύναμης άρα ο Θεός ως πρώτο ον είναι μόνο ενέργεια. Από την τελειότητα του Θεού συνάγεται ότι είναι και το ακρότατο αγαθό (summum bonum). Ο Θεός έπεται ότι είναι η απόλυτη αυτογνωσία. Τα όντα είναι αυστηρώς ιεραρχικά τοποθετημένα στην ακινάτεια πυραμίδα. Στη βάση της βρίσκονται τα στοιχεία. Από τα όντα τα νοερά είναι εγγύτερα του Θεού και τα σωματικά βρίσκονται σε κατώτερες βαθμίδες. Για να επιστρέψει ο κόσμος στον Θεό πρέπει να ομοιάζει στον Θεό. Πρέπει να κινείται προς τα νοερά όντα. Αλλά πέρα από την ομοιότητα της φύσης απαιτείται και ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι η γνώση και η βούληση, η οποία υπάρχει και στο Θεό. Ανάλογα με τον βαθμό και την ποσότητα του «καθαρού υπάρχειν» δηλαδή μορφής ή είδους ή «ενέργεια είναι», πού μπορεί να πραγματώσει το κάθε όν βρίσκεται και στην κατάλληλη βαθμίδα της πυραμίδας.
2.6. Αναλογία.
Κατά τον Ακινάτη στον Θεό υπάρχουν τα είδη, καθ’ ομοιότητα των οποίων δημιουργήθηκε ο κόσμος, τα οποία ταυτίζει με την ουσία Του. Όλες οι ιδιότητες οι οποίες είναι δυνατό να παρευρεθούν μέσα στα δημιουργήματα προϋπάρχουν στο Θεό κατά υπερέχοντα τρόπο. Το νοητό είδος του θείου νου το οποίο ταυτίζεται με την ουσία του, είναι άυλο διαμέσου του εαυτού του, όντας η αρχή όλων των άλλων αρχών οι οποίες εμφιλοχωρούν στη σύνθεση τόσο των γενικών ειδών όσο και του ατόμου. Νοών ο Θεός την ουσία Του, καθίσταται το υποκείμενο της νοήσεως Του. Νοεί αυτήν όχι μόνο καθ΄ εαυτήν αλλά και ως πρότυπο και αιτία των όντων, είναι η θεία ουσία η ιδέα αυτών. Υπάρχει όμως μια μόνο ιδέα, οπότε η θεία ουσία και η θεία νόηση είναι μία. Επακόλουθο της νοήσεως είναι η βούληση. Όμως όπως η νόηση ταυτίζεται με την ουσία ομοίως και η βούληση ταυτίζεται με την ουσία. Η ταύτιση αυτή τον οδήγησε στο διαχωρισμό κτιστής και άκτιστης ενέργειας, στον Θεό. Ως προς το δημιούργημα δέχεται μόνο την κτιστή ενέργεια. Η άκτιστη ταυτίζεται με τη θεία ουσία και έχει ως πραγματικό απείκασμά της τη κτιστή. Εάν, λοιπόν, γνωρίσουμε την κτιστή ενέργεια, αποκτούμε τις προϋποθέσεις για να γνωρίσουμε κατ’ αναλογίαν και την άκτιστη, πράγμα που αυτόματα θα οδηγήσει και στη γνώση της θείας ουσίας.
2.7 Ενέργεια και ουσία.
Ταυτίζοντας ο Ακινάτης την νόηση με την ουσία ομοίως και τη βούληση με την ουσία, ταυτίζει και την ενέργεια με την ουσία. Εισάγει με τον τρόπο αυτό ο Ακινάτης, την ταύτιση ουσίας και άκτιστης ενέργειας. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι ο Θεός βούλεται τον εαυτό του αναγκαστικά ενώ τα άλλα ελευθέρως. Αυτό σημαίνει ότι η ουσία είναι συνυφασμένη με την ανάγκη. Η ελεύθερη αυτή βούληση, που αφορά τα άλλα (τα κτιστά) δεν είναι όμως άκτιστη και της ουσίας, αλλά κτιστή και προκύπτει ως τέτοια εξ αιτίας του γεγονότος ότι η άκτιστη βούληση του Θεού είναι η ουσία Του. Αυτό δυνητικά σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να δημιουργεί με την ουσία Του διότι σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για απορροή και κατ’ επέκταση οδηγούμαστε σε πανθεϊσμό. Εδώ εισάγεται η αναγκαιότητα της ουσίας.[ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ] Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός καταργεί την θέληση Του προς την δημιουργία. Και υφίσταται προς τα κτιστά μια άλλη θέληση κτιστής τάξεως. Η οποία σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει άμεση και πραγματική σχέση με τη δημιουργία, διότι αυτό θα σηματοδοτούσε εξάρτηση του Θεού από τον κόσμο, αλλά έμμεση διά των αρχέτυπων.
Γεώργιος Μπόρας