Τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,
Ὁμιλία εἰς Εὐτρόπιον Εὐνοῦχον Πατρίκιον καὶ Ὕπατον
α´. Σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις, ἀλλὰ πρὸ παντὸς σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο νὰ ποῦμε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλησιαστὴς 1, 2). Ποὺ εἶναι τώρα ἡ λαμπρότης τοῦ ὑπατικοῦ ἀξιώματος; Ποὺ τὰ χαρωπὰ φῶτα; Ποὺ τὰ χειροκροτήματα καὶ οἱ συνοδεῖες καὶ οἱ πολυέξοδες τελετές; Ποὺ εἶναι οἱ στέφανοι καὶ τὰ ἀκριβὰ διαμερίσματα; Ποὺ ὁ θόρυβος τῆς πόλεως καὶ οἱ ζητωκραυγὲς στὰ ἱπποδρόμια καὶ οἱ κολακευτικὲς ἀρχές; Ὅλα αὐτὰ διάβηκαν. Φύσηξε ἀγέρας καὶ μὲ μιᾶς ὅλα τὰ φύλλα τὰ ἔριξε κάτω, δείχνοντας μᾶς γυμνὸ τὸ δέντρο καὶ σαλευόμενο ἀπὸ τὴ ρίζα του. Ἦταν τόσο δυνατὸ αὐτὸ τὸ δρολάπι, ποὺ ἀπείλησε νὰ ξεριζώσει τὸ δέντρο καὶ νὰ τὸ διαλύσει ὁλότελα. Ποὺ εἶναι τώρα οἱ ἐπίπλαστοι φίλοι; Ποὺ εἶναι τὰ συμπόσια καὶ τὰ δεῖπνα; Ποὺ εἶναι τὸ μελισσολόϊ τῶν παρασίτων καὶ τὸ ἀψὺ κρασὶ ποὺ χυνόταν ὀλημερὶς καὶ οἱ ποικίλες τέχνες τῶν μαγείρων καὶ οἱ ὑπηρέτες τῆς ἐξουσίας ποὺ μιλοῦσαν καὶ ἔκαναν περιποιήσεις μὲ πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ἦταν ὅλα ἐκεῖνα καὶ ὄνειρο, καὶ σὰν χάραξε ἡ μέρα, ἀφανίσθηκαν. Ἦταν ἄνθη ἐαρινά, καὶ σὰν πέρασε ἡ ἄνοιξη, ὅλα μαράθηκαν. Σκιὰ ἦταν καὶ γοργοπερπάτησε. Καπνὸς ἦταν καὶ διαλύθηκε. Πομφόλυγες ἦταν καὶ ἔσκασαν. Ἀράχνης ἱστὸς ἦταν καὶ ἔσπασε.
Γι᾿ αὐτό, τοῦτο τὸν πνευματικὸ λόγο ψάλλουμε πάνω σ᾿ αὐτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Αὐτὸς ὁ λόγος καὶ στοὺς τοίχους καὶ στὰ ἱμάτια καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πόρτες καὶ στὰ κατώφλια καὶ πρὸ παντὸς στὴ συνείδηση τοῦ καθενὸς διαρκῶς πρέπει νὰ εἶναι γραμμένος καὶ νυχτοήμερα νὰ τὸν μελετᾶμε. Ἐπειδὴ ἡ ἀπατηλότης τῶν πραγμάτων καὶ τὰ προσωπεῖα καὶ ἡ ὑπόκρισις ἀπὸ τοὺς πολλοὺς νομίζονται σὰν ἀλήθεια. Αὐτὸν τὸν λόγο πρέπει πάντα καὶ ὅλες τὶς ὧρες καὶ παντοῦ ὁ ἕνας νὰ λέγει στὸν ἄλλο καὶ ν᾿ ἀκούει ἀπὸ τὸν πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης».
Δὲν σοῦ ἔλεγα ἀκατάπαυστα πῶς ὁ πλοῦτος εἶναι ἄστατος; Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν μ’ανεχόσουν. Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅτι εἶναι ἀγνώμων δοῦλος; Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἤθελες νὰ τὸ παραδεχτεῖς. Ἰδοὺ τώρα τὰ γεγονότα βοοῦν ὅτι ὄχι μόνο ἄστατος, ὄχι μόνο ἀγνώμων, ἀλλὰ καὶ φονιᾶς εἶναι γιατί αὐτὸς σὲ ἔκαμε νὰ τρέμεις τώρα καὶ νὰ φοβᾶσαι. Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅταν διαρκῶς μὲ ἀπειλοῦσες, ἐπειδὴ σοῦ μιλοῦσα τὴ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας, ὅτι ἐγὼ σὲ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς κόλακες; Ὅτι ἐγὼ ποὺ σὲ ἤλεγχα, ἤμουν περισσότερο μὲ τὸ μέρος σου ἀπὸ ὅ,τι ἐκεῖνοι ποὺ σοῦ χαρίζονταν; Δὲν πρόσθετα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ λόγια μου τὸ ὅτι εἶναι καλύτερα τὰ τραύματα τῶν φίλων ἀπὸ τὰ πρόθυμα φιλήματα τῶν ἔχθρων; Ἂν ὑπέμενες τὰ τραύματα μου, δὲν θὰ σοῦ γεννοῦσαν τὸ θάνατο τὰ φιλήματα ἐκείνων·γιατί οἱ δικές μου πληγὲς ἑτοίμαζαν τὴν ἀνάρρωσή σου, ἐνῷ οἱ ἀσπασμοὶ ἐκείνων σοῦ ἑτοίμαζαν τὴν ἀπώλεια.
Ποῦ εἶναι τώρα οἱ οἰνοχόοι; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ξεπηδοῦσαν μπροστά σου στὶς ἀγορὲς καὶ σὲ στεφάνωναν μ’ ἕνα σωρὸ ἐγκώμια; Ἀποτραβήχτηκαν, ἀρνήθηκαν τὴ φιλία, στάθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία σου, γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν κάνω τὸ ἴδιο. Δὲν σὲ προσπέρασα ἀδιάφορος. Ἔπεσες καὶ σὲ περιμαζεύω καὶ σὲ φροντίζω. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολέμησες ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της καὶ σὲ δέχθηκε· τὰ θέατρα ποὺ ἐνίσχυσες καὶ ποὺ γιὰ χάρη τους συχνὰ ἀγανακτοῦσες ἐναντίον μας, σὲ πρόδωσαν καὶ σὲ ἄφησαν νὰ πεθάνεις. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε πάψει νὰ σοῦ λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι ἔτσι; Θέλεις νὰ διαπόμπευσης τὴν Ἐκκλησία καὶ ὁδηγεῖς τὸν ἑαυτό σου στὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ. Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν τὰ λογάριαζες. Καὶ τὰ μὲν ἱπποδρόμια, ἀφοῦ σοῦ κατέφαγαν τὸν πλοῦτο, ἀκόνισαν τὸ ξίφος ποὺ θὰ σὲ θανάτωνε· ἡ δὲ Ἐκκλησία ποὺ δέχθηκε τὴν παράλογη ὀργή σου, κάνει τώρα τὸ πὰν γιὰ νὰ σὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ βρόχια τοῦ θανάτου.
β´. Καὶ λέγοντας τώρα αὐτά, δὲν μπαίνω σὲ ὀνειδισμό, ἀλλὰ θέλω νὰ κάνω πιὸ ἀσφαλεῖς ἐκείνους ποὺ σὲ τριγυρίζουν ἐδῶ (δηλαδὴ τὸ ἐκκλησίασμα) δὲν ἀναξέω τὰ ἕλκη τοῦ τραυματισμένου, ἀλλὰ θέλω νὰ φυλάξω σὲ ὑγεία ἐκείνους ποὺ ὡς τώρα δὲν λαβώθηκαν· δὲν καταποντίζω τὸ ναυαγό, ἀλλὰ θέλω ἐκείνους ποὺ πλέουν μὲ πρίμο ἀγέρα νὰ τοὺς διδάξω πῶς νὰ μὴ βουλιάξουν. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό; Ἂν νιώσουμε τὶς μεταβολὲς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αὐτός, ἂν εἶχε φοβηθεῖ αὐτὲς τὶς μεταβολές, δὲν θὰ τὸν εὕρισκαν. Ἂλλ’ ἐπειδὴ αὐτὸς οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του οὔτε ἀπὸ ἄλλους γινόταν καλύτερος, ἐσεῖς λοιπὸν ποὺ εἶστε πνευματικὰ πλούσιοι, πᾶρτε ἕνα κέρδος ἀκόμη ἀπὸ τὴ συμφορά του· γιατί, δὲν εἶναι τίποτε πιὸ τιποτένιο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ὅπως καὶ νὰ τὰ ὀνομάσει κανείς, ἡ πραγματικότης θὰ εἶναι ἰσχυρότερη. Ἂν καπνό, ἂν χόρτο, ἂν ὄνειρο, ἂν ἐαρινὰ ἄνθη, ἂν ὁ, τιδήποτε τὰ ὀνομάσει, πολὺ πιὸ ἄστατα κι ἐφήμερα εἶναι καὶ πιὸ τιποτένια ἀπὸ τὸ τίποτε. Καὶ ὅτι μαζὶ μὲ τὴν εὐτέλεια ἔχουν καὶ τὸ ἀπόκρημνο, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τούτη τὴν περίπτωση. Ποιός ἦταν ψηλότερα ἀπ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν ἄνθρωπο; Δὲν θάμπωσε ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ τὰ πλούτη του; Ἀλλὰ ἰδοὺ ποὺ κατάντησε πιὸ ἀξιολύπητος κι ἀπὸ τοὺς δεσμῶτες, πιὸ ταπεινωμένος κι ἀπὸ τοὺς δούλους, πιὸ ἄνεχος κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν τῆς πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα καὶ βάραθρα καὶ δήμιους καὶ σύρσιμο στὸ θάνατο. Καὶ δὲν ξέρει, δὲν ἔχει τὴν εὐχαρίστηση νὰ ξέρει τοὐλάχιστον πότε θὰ πεθάνει, ἀλλὰ μέσα στὸ καταμεσήμερο βρίσκεται σὲ σκοτάδι πυκνό. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσω δὲν θὰ μπορέσω νὰ παραστήσω μὲ τὸν λόγο τὴν ἀγωνία του, τὴν ἀγωνία του νὰ περιμένει κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ τὸ θάνατο. Ἀλλὰ τί χρειάζονται τὰ λόγια μου, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι εἰκόνα καὶ ὑπογραφὴ τῶν ὅσων λέγω; Χθές, ὅταν ἦλθαν σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ τὸ παλάτι γιὰ νὰ τὸν πιάσουν, ἔτρεξε στὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπο μὲ παγωμένη ὄψη ποὺ καὶ τώρα ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τέτοια· τὰ δόντια του χτυποῦν, τρέμει καὶ λύνεται τὸ κορμί του, ἡ φωνή του ράγισε, παράλυσε ἡ γλῶσσα του κι ὅλα πάνω σ᾿ αὐτὸν δείχνουν μιὰ ψυχὴ παγωμένη.
γ´. Καὶ τὰ λέγω αὐτὰ ὄχι ὀνειδίζοντας, ὄχι μπαίνοντας ἀδιάκριτα στὴ συμφορά του, ἀλλὰ θέλοντας νὰ μαλακώσω τὴ δική σας καρδιὰ καὶ νὰ σᾶς παρακαλέσω ἔλεος καὶ νὰ σᾶς πείσω ὅτι ἀρκετὴ στάθηκε γι᾿ αὐτὸν ἡ τιμωρία. Ὑπάρχουν ἀνάμεσα μᾶς ἄσπλαχνοι καὶ ἄδικοι, ποὺ θὰ κατηγορήσουν καὶ μένα γιατί τὸν δέχθηκα πεσμένο μπροστὰ στὸ ἱερὸ βῆμα θέλοντας, λοιπόν, μὲ τὰ λόγια μου νὰ μαλακώσω καὶ ν᾿ ἀλλάξω τὴν ἀπανθρωπιά τους, γι᾿ αὐτὸ διαδηλώνω τὴ συμφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ.
Γιὰ τί πρᾶγμα ἀγανακτεῖς, ἀγαπητέ; πές μου. Γιατί -λέγει- στὴν Ἐκκλησία κατέφυγε ἐκεῖνος ποὺ ἀσταμάτητα τὴν πολεμοῦσε. Μὰ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπρεπε περισσότερο νὰ δοξάζεις τὸ Θεό, ποὺ τὸν ἄφησε νὰ ἔλθει σὲ τέτοια ἀνάγκη, ὥστε καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ φιλανθρωπία της νὰ μάθει. Τὴ δύναμη, βλέποντας πῶς ἔπεσε ἐνῷ θαρροῦσε ὅτι ἦταν νικητής της· τὴ φιλανθρωπία, βλέποντας πῶς ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολεμήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν τώρα βάζει ἀσπίδα νὰ τὸν προστατέψει καὶ τὸν δέχεται κάτω ἀπὸ τὶς πτέρυγες τῆς καὶ τὸν ἀσφαλίζει ὁλότελα καὶ χωρὶς νὰ μνησικακήσει γιὰ ὅ,τι ἐκεῖνος ἔπραξε ἐναντίον της, τοῦ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της μὲ μητρικὴ στοργή.
Αὐτὸ εἶναι τρόπαιο ἀπ᾿ ὅλα τὰ τρόπαια λαμπρότερο, αὐτὸ εἶναι νίκη περιφανής, αὐτὸ ντροπιάζει καὶ καταισχύνει εἰδωλολάτρες καὶ Ἰουδαίους, αὐτὸ εἶναι φῶς θριάμβου στὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἀφοῦ πῆρε αἰχμάλωτο τὸν ἐχθρό, τώρα τὸν λυπᾶται, κι ἐνῷ ὅλοι τὸν ἄφησαν ἔρημο, αὐτὴ μόνη σὰν μητέρα φιλόστοργη κάτω ἀπὸ τὰ παραπετάσματα της, τὸν ἔκρυψε καὶ στάθηκε ἀντιμέτωπη στὴ βασιλικὴ ὀργή, στὴ μανία τοῦ ὄχλου, στὸ γενικό, ἀκράτητο μῖσος. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος στολισμὸς τοῦ θυσιαστηρίου. Ποιός στολισμός -θὰ πεῖς- ὁ ἀκάθαρτος καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ συλητὴς ν᾿ ἀγγίζει τὸ θυσιαστήριο; Μὴ τὸ λὲς· ἐπειδὴ καὶ ἡ πόρνη ἄγγιξε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἡ τόσο μιασμένη καὶ ἀκάθαρτη· καὶ δὲν ἦταν αὐτὸ λάθος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ θαῦμα καὶ ὕμνος μέγας· γιατί δὲν ζημίωσε τὸν καθαρὸ ἡ ἀκάθαρτη, ἀλλὰ τὴ μιασμένη πόρνη ὁ καθαρὸς καὶ ἄμωμος τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἄγγιγμα. Μή, λοιπόν, μνησικακεῖς, ἄνθρωπε. Ὅλοι εἴμαστε δοῦλοι Ἐκείνου ποὺ ἔλεγε ἐνῷ τὸν σταύρωναν: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,33).
Ἀλλὰ θὰ πεῖς, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπετείχισε τὴν Ἐκκλησία ὡς καταφύγιο ποὺ ἦταν, μὲ διάφορα διατάγματα καὶ νόμους. Ἀλλὰ νὰ ποὺ μὲ τὰ γεγονότα ἔμαθε τὸ κακὸ ποὺ ἔπραξε καὶ μὲ τὴν εἴσοδό του ἐδῶ πρῶτος αὐτὸς κατάργησε τὸ νόμο ποὺ ἔκαμε κι ἔγινε θέαμα οἰκτρὸ τῆς οἰκουμένης κι ἐνῷ εἶναι βουβὸς ὅμως ἔτσι σὰν νὰ μιλᾶ καὶ νὰ φωνάζει: Μὴ κάνετε τέτοια, γιὰ νὰ μὴ πάθετε τέτοια.
Ὑψώνεται μὲς ἀπὸ τὴ συμφορά του σὰν διδάσκαλος καὶ τώρα εἶναι ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι ἡ Ἁγία Τράπεζα ἔχει δεμένο τὸ λιοντάρι. Ὅταν θέλουν νὰ ἀπεικονίσουν τὴ δόξα ἑνὸς βασιλέως, δὲν θ’αρκεσθούν νὰ τὸν παραστήσουν καθήμενο πάνω στὸ θρόνο καὶ νὰ τοῦ φορέσουν τὴν ἁλουργίδα καὶ νὰ τοῦ βάλουν στὸ μέτωπο τὸ διάδημα. Ἀλλὰ θὰ ζωγραφίσουν ἐπίσης, κάτω ἀπὸ τὸ πόδι του, τοὺς νικημένους βαρβάρους, μὲ δεμένα τὰ χέρια πίσω, καὶ τὰ κεφάλια στὸ χῶμα. Καὶ ὅτι δὲν χρειάζονται λόγια γιὰ ἕνα τέτοιο δίδαγμα, οἱ ἴδιοι τὸ παραδέχεσθε μὲ τὴ βία μὲ τὴν ὁποία ὅλοι τρέξατε ἐδῶ γιὰ νὰ δεῖτε τὸ θέαμα. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη καὶ λαμπροφόρος. Ὅσο λαὸ ἔβλεπα τὸ Πάσχα συναθροισμένο ἐδῶ, βλέπω καὶ σήμερα. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἂν καὶ ἀμίλητος, ὅλους σᾶς κάλεσε, σαλπίζοντας μὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς τὸ ἴδιο πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Καὶ κόρες τοὺς θαλάμους, καὶ γυναῖκες τους γυναικωνίτες, καὶ ἄντρες τὴν ἀγορὰ ἄδειασαν καὶ τρέξατε ὅλοι ἐδῶ, γιὰ νὰ δεῖτε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐλεγχόμενη κι ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ ἀπογυμνωμένη καὶ τὸ χθεσινὸ ξετσίπωτο πρόσωπο, ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ ἀναίδεια, πλυμένο ἀπὸ τὸ σφουγγάρι τῆς ντροπῆς τῶν πραγμάτων καὶ ξεβαμμένο ἀπὸ τὰ ψιμύθια ὁλότελα. Γιατί ἡ καλοπέραση ποὺ δίνουν οἱ πλεονεξίες εἶναι πρόστυχη προσωπίδα σὰν γραϊδίου ὄψης βαμμένη.
δ´. Αὐτοῦ του καταντήματος εἶναι μεγάλη ἡ εὐγλωττία· τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔλαμπε καὶ φαινόταν ἀπὸ παντοῦ, τὸν ἔκαμε νὰ εἶναι τώρα ὁ πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ ὅλους. Ἂν πλούσιος μπεῖ ἐδῶ, μεγάλο θὰ εἶναι τὸ κέρδος ποὺ θὰ πάρει. Γιατί, βλέποντας ἀπὸ τί ψηλὴ κορφὴ κρημνίσθηκε ἐκεῖνος ποὺ ἔσειε τὴν οἰκουμένη ὅλη, καὶ πῶς τώρα εἶναι ζαρωμένος καὶ δειλότερος ἀπὸ λαγὸ καὶ βάτραχο, καὶ χωρὶς δεσμὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν κολόνα κολλημένος καὶ ἀντὶ μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ φόβο σφιγμένος γύρω της καὶ τρέμοντας, τότε ὁ πλούσιος θὰ αἰσθανθεῖ μέσα του νὰ πέφτει ὁ πυρετὸς τῆς ἀπληστίας, νὰ σωριάζεται ὁ ἐγωισμός του, κι ἀφοῦ φιλοσοφήσει ὅπως πρέπει πάνω στ᾿ ἀνθρώπινα, θὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ μὲ λόγια διδάσκουν οἱ ἅγιες Γραφές, ὅτι δηλαδὴ· «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ἡσ. 40, 6-7). Ἐπίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος τὰχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης τὰχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψάλμ. 36, 2). Ἐπίσης «ὅτι... ὡσεὶ κὰπνὸς αἱ ἡμέραι (αὐτοῦ)» (Ψαλμ. 101, 4) κ.τ.λ.
Ἂν πάλι μπεῖ ἐδῶ ὁ φτωχὸς καὶ ὑψώσει τὰ μάτια του σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸν ἑαυτό του οὔτε θὰ στενοχωρηθεῖ γιὰ τὴ φτώχεια του. Ἀλλὰ θὰ αἰσθανθεῖ εὐγνωμοσύνη στὴ φτώχεια του, γιατί τοῦ εἶναι ἄσυλο καὶ λιμάνι ἀκύμαντο καὶ τεῖχος ἀσφαλές. Καὶ βλέποντας ὅ,τι βλέπει, θὰ προτιμήσει χίλιες φορὲς νὰ μείνει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται παρὰ ν'αποκτήσει γιὰ λίγο τὸν κόσμο ὁλόκληρο κι ὕστερα νὰ κινδυνεύει νὰ χάσει καὶ τὴν ἴδια του τὴν ζωή.
Βλέπεις ὅτι ὄχι μικρὴ ἡ ὠφέλεια εἶναι καὶ στοὺς πλουσίους καὶ στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς ταπεινοὺς καὶ στοὺς δοξασμένους καὶ στοὺς δούλους καὶ στοὺς ἐλευθέρους ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐδῶ καταφυγή. Βλέπεις πῶς γιατρεύεται ὁ καθένας μόνο καὶ μόνο ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ θέαμα.
Ἄρα σᾶς μαλάκωσα τὸ πάθος, σᾶς ξερίζωσα τὴν ὀργή; Ἄρα σᾶς ἔσβησα τὴν ἀπανθρωπιά; Ἄρα σᾶς ὁδήγησα σὲ συμπάθεια; Νομίζω πῶς τὸ πέτυχα καὶ μάλιστα σὲ μεγάλο βαθμό. Μοῦ τὸ δείχνουν τὰ πρόσωπα σᾶς καὶ οἱ πηγὲς τῶν δακρύων σας. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ πέτρα ἔγινε χῶμα παχὺ καὶ μαλακό, ἐμπρὸς ἂς βλάστηση τὸ ἔλεος, ἂς κυματίσουν τα στάχυα τῆς συμπαθείας μας κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ κι ἂς πέσουμε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν βασιλέα, ἡ μᾶλλον ἂς παρακαλέσουμε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ μαλακώσει τὸ θυμὸ τοῦ βασιλέως, νὰ κάνει ἁπαλὴ τὴν καρδιά του καὶ νὰ μᾶς δώσει ὁλόκληρη τὴ χάρη ποὺ θὰ τοῦ ζητήσουμε. Καὶ ἤδη, ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ποὺ αὐτὸς κατέφυγε ἐδῶ, δὲν σημειώθηκε μικρὴ μεταβολὴ στὶς διαθέσεις τοῦ βασιλέως. Γιατί, σὰν ἔμαθε ὁ βασιλεὺς πῶς κατέφυγε σὲ τοῦτο τὸ ἱερὸ ἄσυλο, ἔβγαλε λόγο μακρὸ μπροστὰ στὸ στρατόπεδο, ποὺ τοῦ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει ἐξ αἰτίας τῶν ἐγκλημάτων του, καὶ γαλήνευσε τὸν στρατιωτικὸ θυμό. Καὶ εἶπε ὅτι δὲν πρέπει μόνο τὰ φταιξίματα, ἀλλὰ καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ νὰ λογαριασθοῦν, δείχνοντας ἔτσι ὅτι ἔνιωθε τὴν ἀγανάκτηση τους, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπινη κατανόηση. Κι ὅταν πάλι ἦλθαν ἕως ἐδῶ γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν βασιλέα τους, μ’ ἄγριες φωνὲς καὶ ἔξαλλες χειρονομίες καὶ σείοντας τὰ δόρατα, αὐτὸς ἐδῶ ἀφήνοντας νὰ ρέουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ ἠμερότατα μάτια του καὶ δείχνοντας τοὺς τὴν ἱερὰ τράπεζα ὅπου εἶχε καταφύγει, κόπασε τὴν ὀργή τους.
ε´. Ἂλλ’ ἂς προσθέσουμε κι ἐμεῖς τώρα τὴ δική μας συμπεριφορά. Ποιᾶς συγχωρήσεως θὰ εἴσαστε ἄξιοι, ἂν ὁ βασιλεὺς ποὺ ὑβρίσθηκε δὲν μνησικακεῖ, καὶ σεῖς ποὺ τίποτε τέτοιο δὲν πάθατε θὰ φανερώνατε τόση ὀργή; Καὶ πῶς, σὰν διαλυθεῖ αὐτὴ ἡ σύναξη καὶ παύση αὐτὸ τὸ θέαμα, θὰ προσεγγίσετε τὰ ἅγια μυστήρια καὶ θὰ φέρετε στὰ χείλη σας τὴν προσευχὴ ἐκείνη ποὺ ὁ Κύριος μᾶς πρόσταξε νὰ λέμε: «ἄφες ἡμῖν... (καθὼς) καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματ. 6, 12) ἂν ἀπαιτεῖτε τιμωρία;
Ἔκανε μεγάλες ἀδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δὲν θὰ τὸ ἀρνηθοῦμε οὔτε ἐμεῖς. Ἀλλὰ τώρα δὲν εἶναι καιρὸς δικαστηρίου, ἀλλὰ ἐλέους· ὄχι εὐθύνης, ἀλλὰ φιλανθρωπίας· ὄχι ἀνακρίσεως, ἀλλὰ συγχωρήσεως· ὄχι καταδικαστικῆς ψήφου, ἀλλὰ οἴκτου καὶ χάριτος. Ἂς μὴ φλογίζεται λοιπὸν κανένας ἀπὸ ὀργή, ἂς μὴ προβάλλει ἐμπόδια, ἀλλὰ καλύτερα ἂς δεηθοῦμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ δώσει σὲ τοῦτο τὸ πλάσμα τοῦ προθεσμία ζωῆς, νὰ ἐξαρπάσει ἀπὸ τὴ σφαγὴ ποὺ τὸ ἀπειλεῖ γιὰ νὰ πληρώσει τὰ φταιξίματα ποὺ ἔκαμε, καὶ ὅλοι μαζὶ ἂς προσέλθουμε στὸν φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλῶντας ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ὀνόματος τοῦ θυσιαστηρίου, νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πρόσπεσε στὴν ἁγία τράπεζα.
Ἂν τὸ πράξουμε αὐτό, καὶ ὁ βασιλεὺς θὰ τὸ δεχθεῖ καὶ ὁ Θεὸς πρὶν καὶ πάνω ἀπὸ τὸν βασιλέα θὰ τὸ ἐπαινέσει καὶ μεγάλη ἀμοιβὴ θὰ μᾶς ἀποδώσει γιὰ τὴ φιλανθρωπία ποὺ θὰ δείξουμε. Γιατί, καθὼς ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ τὸν ὠμὸ καὶ ἀπάνθρωπο, ἔτσι στὸν ἐλεήμονα καὶ φιλάνθρωπο εἶναι προσηνὴς καὶ γεμᾶτος φίλτρο. Καὶ ἂν μὲν αὐτὸς εἶναι δίκαιος, τοῦ πλέκει λαμπρότερα στέφανα· ἂν δὲ ἁμαρτωλός, παρατρέχει τὰ ἁμαρτήματα, ἀμείβοντας τὴ συμπάθεια ποὺ ἔδειξε ὁ ἁμαρτωλός, στὸν συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θὺσίαν» (Πρ. Ὠσηὲ 6,6 καὶ Μάτ. 9,13). Καὶ παντοῦ τῆς Γραφῆς βλέπει τὸ Θεὸ νὰ ζητᾶ ἀκριβῶς αὐτὸ καὶ νὰ τὸ λέγει λύση τῶν ἁμαρτημάτων.
Ἔτσι λοιπόν, κι ἐμεῖς τώρα θὰ τὸν κάνουμε ἵλεῳ, ἔτσι θὰ λύσουμε καὶ τὰ δικά μας φταιξίματα, ἔτσι θὰ στολίσουμε τὴν Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ ὁ φιλάνθρωπος βασιλεὺς θὰ μᾶς ἐπαινέσει, καθὼς εἶπα προηγουμένως, καὶ ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς χειροκροτήσει καὶ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης θὰ μάθουν τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἡμερότητα τῆς πόλεως αὐτῆς, καὶ θὰ γεμίσει ἡ γῆ ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ παραδείγματος μας.
Γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε, λοιπόν, τὰ τόσα αὐτὰ ἀγαθά, ἂς προσπέσουμε, ἂς παρακαλέσουμε, ἂς δεηθοῦμε, ἂς ἁρπάξουμε ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ κινδύνου τὸν αἰχμάλωτο, τὸν φυγάδα, τὸν ἱκέτη, γιὰ νὰ πετύχουμε κι οἱ ἴδιοι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὦ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὁμιλία εἰς Εὐτρόπιον Εὐνοῦχον Πατρίκιον καὶ Ὕπατον
α´. Σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις, ἀλλὰ πρὸ παντὸς σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο νὰ ποῦμε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλησιαστὴς 1, 2). Ποὺ εἶναι τώρα ἡ λαμπρότης τοῦ ὑπατικοῦ ἀξιώματος; Ποὺ τὰ χαρωπὰ φῶτα; Ποὺ τὰ χειροκροτήματα καὶ οἱ συνοδεῖες καὶ οἱ πολυέξοδες τελετές; Ποὺ εἶναι οἱ στέφανοι καὶ τὰ ἀκριβὰ διαμερίσματα; Ποὺ ὁ θόρυβος τῆς πόλεως καὶ οἱ ζητωκραυγὲς στὰ ἱπποδρόμια καὶ οἱ κολακευτικὲς ἀρχές; Ὅλα αὐτὰ διάβηκαν. Φύσηξε ἀγέρας καὶ μὲ μιᾶς ὅλα τὰ φύλλα τὰ ἔριξε κάτω, δείχνοντας μᾶς γυμνὸ τὸ δέντρο καὶ σαλευόμενο ἀπὸ τὴ ρίζα του. Ἦταν τόσο δυνατὸ αὐτὸ τὸ δρολάπι, ποὺ ἀπείλησε νὰ ξεριζώσει τὸ δέντρο καὶ νὰ τὸ διαλύσει ὁλότελα. Ποὺ εἶναι τώρα οἱ ἐπίπλαστοι φίλοι; Ποὺ εἶναι τὰ συμπόσια καὶ τὰ δεῖπνα; Ποὺ εἶναι τὸ μελισσολόϊ τῶν παρασίτων καὶ τὸ ἀψὺ κρασὶ ποὺ χυνόταν ὀλημερὶς καὶ οἱ ποικίλες τέχνες τῶν μαγείρων καὶ οἱ ὑπηρέτες τῆς ἐξουσίας ποὺ μιλοῦσαν καὶ ἔκαναν περιποιήσεις μὲ πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ἦταν ὅλα ἐκεῖνα καὶ ὄνειρο, καὶ σὰν χάραξε ἡ μέρα, ἀφανίσθηκαν. Ἦταν ἄνθη ἐαρινά, καὶ σὰν πέρασε ἡ ἄνοιξη, ὅλα μαράθηκαν. Σκιὰ ἦταν καὶ γοργοπερπάτησε. Καπνὸς ἦταν καὶ διαλύθηκε. Πομφόλυγες ἦταν καὶ ἔσκασαν. Ἀράχνης ἱστὸς ἦταν καὶ ἔσπασε.
Γι᾿ αὐτό, τοῦτο τὸν πνευματικὸ λόγο ψάλλουμε πάνω σ᾿ αὐτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Αὐτὸς ὁ λόγος καὶ στοὺς τοίχους καὶ στὰ ἱμάτια καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πόρτες καὶ στὰ κατώφλια καὶ πρὸ παντὸς στὴ συνείδηση τοῦ καθενὸς διαρκῶς πρέπει νὰ εἶναι γραμμένος καὶ νυχτοήμερα νὰ τὸν μελετᾶμε. Ἐπειδὴ ἡ ἀπατηλότης τῶν πραγμάτων καὶ τὰ προσωπεῖα καὶ ἡ ὑπόκρισις ἀπὸ τοὺς πολλοὺς νομίζονται σὰν ἀλήθεια. Αὐτὸν τὸν λόγο πρέπει πάντα καὶ ὅλες τὶς ὧρες καὶ παντοῦ ὁ ἕνας νὰ λέγει στὸν ἄλλο καὶ ν᾿ ἀκούει ἀπὸ τὸν πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης».
Δὲν σοῦ ἔλεγα ἀκατάπαυστα πῶς ὁ πλοῦτος εἶναι ἄστατος; Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν μ’ανεχόσουν. Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅτι εἶναι ἀγνώμων δοῦλος; Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἤθελες νὰ τὸ παραδεχτεῖς. Ἰδοὺ τώρα τὰ γεγονότα βοοῦν ὅτι ὄχι μόνο ἄστατος, ὄχι μόνο ἀγνώμων, ἀλλὰ καὶ φονιᾶς εἶναι γιατί αὐτὸς σὲ ἔκαμε νὰ τρέμεις τώρα καὶ νὰ φοβᾶσαι. Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅταν διαρκῶς μὲ ἀπειλοῦσες, ἐπειδὴ σοῦ μιλοῦσα τὴ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας, ὅτι ἐγὼ σὲ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς κόλακες; Ὅτι ἐγὼ ποὺ σὲ ἤλεγχα, ἤμουν περισσότερο μὲ τὸ μέρος σου ἀπὸ ὅ,τι ἐκεῖνοι ποὺ σοῦ χαρίζονταν; Δὲν πρόσθετα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ λόγια μου τὸ ὅτι εἶναι καλύτερα τὰ τραύματα τῶν φίλων ἀπὸ τὰ πρόθυμα φιλήματα τῶν ἔχθρων; Ἂν ὑπέμενες τὰ τραύματα μου, δὲν θὰ σοῦ γεννοῦσαν τὸ θάνατο τὰ φιλήματα ἐκείνων·γιατί οἱ δικές μου πληγὲς ἑτοίμαζαν τὴν ἀνάρρωσή σου, ἐνῷ οἱ ἀσπασμοὶ ἐκείνων σοῦ ἑτοίμαζαν τὴν ἀπώλεια.
Ποῦ εἶναι τώρα οἱ οἰνοχόοι; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ξεπηδοῦσαν μπροστά σου στὶς ἀγορὲς καὶ σὲ στεφάνωναν μ’ ἕνα σωρὸ ἐγκώμια; Ἀποτραβήχτηκαν, ἀρνήθηκαν τὴ φιλία, στάθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία σου, γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν κάνω τὸ ἴδιο. Δὲν σὲ προσπέρασα ἀδιάφορος. Ἔπεσες καὶ σὲ περιμαζεύω καὶ σὲ φροντίζω. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολέμησες ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της καὶ σὲ δέχθηκε· τὰ θέατρα ποὺ ἐνίσχυσες καὶ ποὺ γιὰ χάρη τους συχνὰ ἀγανακτοῦσες ἐναντίον μας, σὲ πρόδωσαν καὶ σὲ ἄφησαν νὰ πεθάνεις. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε πάψει νὰ σοῦ λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι ἔτσι; Θέλεις νὰ διαπόμπευσης τὴν Ἐκκλησία καὶ ὁδηγεῖς τὸν ἑαυτό σου στὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ. Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν τὰ λογάριαζες. Καὶ τὰ μὲν ἱπποδρόμια, ἀφοῦ σοῦ κατέφαγαν τὸν πλοῦτο, ἀκόνισαν τὸ ξίφος ποὺ θὰ σὲ θανάτωνε· ἡ δὲ Ἐκκλησία ποὺ δέχθηκε τὴν παράλογη ὀργή σου, κάνει τώρα τὸ πὰν γιὰ νὰ σὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ βρόχια τοῦ θανάτου.
β´. Καὶ λέγοντας τώρα αὐτά, δὲν μπαίνω σὲ ὀνειδισμό, ἀλλὰ θέλω νὰ κάνω πιὸ ἀσφαλεῖς ἐκείνους ποὺ σὲ τριγυρίζουν ἐδῶ (δηλαδὴ τὸ ἐκκλησίασμα) δὲν ἀναξέω τὰ ἕλκη τοῦ τραυματισμένου, ἀλλὰ θέλω νὰ φυλάξω σὲ ὑγεία ἐκείνους ποὺ ὡς τώρα δὲν λαβώθηκαν· δὲν καταποντίζω τὸ ναυαγό, ἀλλὰ θέλω ἐκείνους ποὺ πλέουν μὲ πρίμο ἀγέρα νὰ τοὺς διδάξω πῶς νὰ μὴ βουλιάξουν. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό; Ἂν νιώσουμε τὶς μεταβολὲς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αὐτός, ἂν εἶχε φοβηθεῖ αὐτὲς τὶς μεταβολές, δὲν θὰ τὸν εὕρισκαν. Ἂλλ’ ἐπειδὴ αὐτὸς οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του οὔτε ἀπὸ ἄλλους γινόταν καλύτερος, ἐσεῖς λοιπὸν ποὺ εἶστε πνευματικὰ πλούσιοι, πᾶρτε ἕνα κέρδος ἀκόμη ἀπὸ τὴ συμφορά του· γιατί, δὲν εἶναι τίποτε πιὸ τιποτένιο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ὅπως καὶ νὰ τὰ ὀνομάσει κανείς, ἡ πραγματικότης θὰ εἶναι ἰσχυρότερη. Ἂν καπνό, ἂν χόρτο, ἂν ὄνειρο, ἂν ἐαρινὰ ἄνθη, ἂν ὁ, τιδήποτε τὰ ὀνομάσει, πολὺ πιὸ ἄστατα κι ἐφήμερα εἶναι καὶ πιὸ τιποτένια ἀπὸ τὸ τίποτε. Καὶ ὅτι μαζὶ μὲ τὴν εὐτέλεια ἔχουν καὶ τὸ ἀπόκρημνο, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τούτη τὴν περίπτωση. Ποιός ἦταν ψηλότερα ἀπ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν ἄνθρωπο; Δὲν θάμπωσε ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ τὰ πλούτη του; Ἀλλὰ ἰδοὺ ποὺ κατάντησε πιὸ ἀξιολύπητος κι ἀπὸ τοὺς δεσμῶτες, πιὸ ταπεινωμένος κι ἀπὸ τοὺς δούλους, πιὸ ἄνεχος κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν τῆς πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα καὶ βάραθρα καὶ δήμιους καὶ σύρσιμο στὸ θάνατο. Καὶ δὲν ξέρει, δὲν ἔχει τὴν εὐχαρίστηση νὰ ξέρει τοὐλάχιστον πότε θὰ πεθάνει, ἀλλὰ μέσα στὸ καταμεσήμερο βρίσκεται σὲ σκοτάδι πυκνό. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσω δὲν θὰ μπορέσω νὰ παραστήσω μὲ τὸν λόγο τὴν ἀγωνία του, τὴν ἀγωνία του νὰ περιμένει κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ τὸ θάνατο. Ἀλλὰ τί χρειάζονται τὰ λόγια μου, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι εἰκόνα καὶ ὑπογραφὴ τῶν ὅσων λέγω; Χθές, ὅταν ἦλθαν σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ τὸ παλάτι γιὰ νὰ τὸν πιάσουν, ἔτρεξε στὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπο μὲ παγωμένη ὄψη ποὺ καὶ τώρα ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τέτοια· τὰ δόντια του χτυποῦν, τρέμει καὶ λύνεται τὸ κορμί του, ἡ φωνή του ράγισε, παράλυσε ἡ γλῶσσα του κι ὅλα πάνω σ᾿ αὐτὸν δείχνουν μιὰ ψυχὴ παγωμένη.
γ´. Καὶ τὰ λέγω αὐτὰ ὄχι ὀνειδίζοντας, ὄχι μπαίνοντας ἀδιάκριτα στὴ συμφορά του, ἀλλὰ θέλοντας νὰ μαλακώσω τὴ δική σας καρδιὰ καὶ νὰ σᾶς παρακαλέσω ἔλεος καὶ νὰ σᾶς πείσω ὅτι ἀρκετὴ στάθηκε γι᾿ αὐτὸν ἡ τιμωρία. Ὑπάρχουν ἀνάμεσα μᾶς ἄσπλαχνοι καὶ ἄδικοι, ποὺ θὰ κατηγορήσουν καὶ μένα γιατί τὸν δέχθηκα πεσμένο μπροστὰ στὸ ἱερὸ βῆμα θέλοντας, λοιπόν, μὲ τὰ λόγια μου νὰ μαλακώσω καὶ ν᾿ ἀλλάξω τὴν ἀπανθρωπιά τους, γι᾿ αὐτὸ διαδηλώνω τὴ συμφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ.
Γιὰ τί πρᾶγμα ἀγανακτεῖς, ἀγαπητέ; πές μου. Γιατί -λέγει- στὴν Ἐκκλησία κατέφυγε ἐκεῖνος ποὺ ἀσταμάτητα τὴν πολεμοῦσε. Μὰ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπρεπε περισσότερο νὰ δοξάζεις τὸ Θεό, ποὺ τὸν ἄφησε νὰ ἔλθει σὲ τέτοια ἀνάγκη, ὥστε καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ φιλανθρωπία της νὰ μάθει. Τὴ δύναμη, βλέποντας πῶς ἔπεσε ἐνῷ θαρροῦσε ὅτι ἦταν νικητής της· τὴ φιλανθρωπία, βλέποντας πῶς ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολεμήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν τώρα βάζει ἀσπίδα νὰ τὸν προστατέψει καὶ τὸν δέχεται κάτω ἀπὸ τὶς πτέρυγες τῆς καὶ τὸν ἀσφαλίζει ὁλότελα καὶ χωρὶς νὰ μνησικακήσει γιὰ ὅ,τι ἐκεῖνος ἔπραξε ἐναντίον της, τοῦ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της μὲ μητρικὴ στοργή.
Αὐτὸ εἶναι τρόπαιο ἀπ᾿ ὅλα τὰ τρόπαια λαμπρότερο, αὐτὸ εἶναι νίκη περιφανής, αὐτὸ ντροπιάζει καὶ καταισχύνει εἰδωλολάτρες καὶ Ἰουδαίους, αὐτὸ εἶναι φῶς θριάμβου στὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἀφοῦ πῆρε αἰχμάλωτο τὸν ἐχθρό, τώρα τὸν λυπᾶται, κι ἐνῷ ὅλοι τὸν ἄφησαν ἔρημο, αὐτὴ μόνη σὰν μητέρα φιλόστοργη κάτω ἀπὸ τὰ παραπετάσματα της, τὸν ἔκρυψε καὶ στάθηκε ἀντιμέτωπη στὴ βασιλικὴ ὀργή, στὴ μανία τοῦ ὄχλου, στὸ γενικό, ἀκράτητο μῖσος. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος στολισμὸς τοῦ θυσιαστηρίου. Ποιός στολισμός -θὰ πεῖς- ὁ ἀκάθαρτος καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ συλητὴς ν᾿ ἀγγίζει τὸ θυσιαστήριο; Μὴ τὸ λὲς· ἐπειδὴ καὶ ἡ πόρνη ἄγγιξε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἡ τόσο μιασμένη καὶ ἀκάθαρτη· καὶ δὲν ἦταν αὐτὸ λάθος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ θαῦμα καὶ ὕμνος μέγας· γιατί δὲν ζημίωσε τὸν καθαρὸ ἡ ἀκάθαρτη, ἀλλὰ τὴ μιασμένη πόρνη ὁ καθαρὸς καὶ ἄμωμος τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἄγγιγμα. Μή, λοιπόν, μνησικακεῖς, ἄνθρωπε. Ὅλοι εἴμαστε δοῦλοι Ἐκείνου ποὺ ἔλεγε ἐνῷ τὸν σταύρωναν: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,33).
Ἀλλὰ θὰ πεῖς, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπετείχισε τὴν Ἐκκλησία ὡς καταφύγιο ποὺ ἦταν, μὲ διάφορα διατάγματα καὶ νόμους. Ἀλλὰ νὰ ποὺ μὲ τὰ γεγονότα ἔμαθε τὸ κακὸ ποὺ ἔπραξε καὶ μὲ τὴν εἴσοδό του ἐδῶ πρῶτος αὐτὸς κατάργησε τὸ νόμο ποὺ ἔκαμε κι ἔγινε θέαμα οἰκτρὸ τῆς οἰκουμένης κι ἐνῷ εἶναι βουβὸς ὅμως ἔτσι σὰν νὰ μιλᾶ καὶ νὰ φωνάζει: Μὴ κάνετε τέτοια, γιὰ νὰ μὴ πάθετε τέτοια.
Ὑψώνεται μὲς ἀπὸ τὴ συμφορά του σὰν διδάσκαλος καὶ τώρα εἶναι ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι ἡ Ἁγία Τράπεζα ἔχει δεμένο τὸ λιοντάρι. Ὅταν θέλουν νὰ ἀπεικονίσουν τὴ δόξα ἑνὸς βασιλέως, δὲν θ’αρκεσθούν νὰ τὸν παραστήσουν καθήμενο πάνω στὸ θρόνο καὶ νὰ τοῦ φορέσουν τὴν ἁλουργίδα καὶ νὰ τοῦ βάλουν στὸ μέτωπο τὸ διάδημα. Ἀλλὰ θὰ ζωγραφίσουν ἐπίσης, κάτω ἀπὸ τὸ πόδι του, τοὺς νικημένους βαρβάρους, μὲ δεμένα τὰ χέρια πίσω, καὶ τὰ κεφάλια στὸ χῶμα. Καὶ ὅτι δὲν χρειάζονται λόγια γιὰ ἕνα τέτοιο δίδαγμα, οἱ ἴδιοι τὸ παραδέχεσθε μὲ τὴ βία μὲ τὴν ὁποία ὅλοι τρέξατε ἐδῶ γιὰ νὰ δεῖτε τὸ θέαμα. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη καὶ λαμπροφόρος. Ὅσο λαὸ ἔβλεπα τὸ Πάσχα συναθροισμένο ἐδῶ, βλέπω καὶ σήμερα. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἂν καὶ ἀμίλητος, ὅλους σᾶς κάλεσε, σαλπίζοντας μὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς τὸ ἴδιο πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Καὶ κόρες τοὺς θαλάμους, καὶ γυναῖκες τους γυναικωνίτες, καὶ ἄντρες τὴν ἀγορὰ ἄδειασαν καὶ τρέξατε ὅλοι ἐδῶ, γιὰ νὰ δεῖτε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐλεγχόμενη κι ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ ἀπογυμνωμένη καὶ τὸ χθεσινὸ ξετσίπωτο πρόσωπο, ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ ἀναίδεια, πλυμένο ἀπὸ τὸ σφουγγάρι τῆς ντροπῆς τῶν πραγμάτων καὶ ξεβαμμένο ἀπὸ τὰ ψιμύθια ὁλότελα. Γιατί ἡ καλοπέραση ποὺ δίνουν οἱ πλεονεξίες εἶναι πρόστυχη προσωπίδα σὰν γραϊδίου ὄψης βαμμένη.
δ´. Αὐτοῦ του καταντήματος εἶναι μεγάλη ἡ εὐγλωττία· τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔλαμπε καὶ φαινόταν ἀπὸ παντοῦ, τὸν ἔκαμε νὰ εἶναι τώρα ὁ πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ ὅλους. Ἂν πλούσιος μπεῖ ἐδῶ, μεγάλο θὰ εἶναι τὸ κέρδος ποὺ θὰ πάρει. Γιατί, βλέποντας ἀπὸ τί ψηλὴ κορφὴ κρημνίσθηκε ἐκεῖνος ποὺ ἔσειε τὴν οἰκουμένη ὅλη, καὶ πῶς τώρα εἶναι ζαρωμένος καὶ δειλότερος ἀπὸ λαγὸ καὶ βάτραχο, καὶ χωρὶς δεσμὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν κολόνα κολλημένος καὶ ἀντὶ μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ φόβο σφιγμένος γύρω της καὶ τρέμοντας, τότε ὁ πλούσιος θὰ αἰσθανθεῖ μέσα του νὰ πέφτει ὁ πυρετὸς τῆς ἀπληστίας, νὰ σωριάζεται ὁ ἐγωισμός του, κι ἀφοῦ φιλοσοφήσει ὅπως πρέπει πάνω στ᾿ ἀνθρώπινα, θὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ μὲ λόγια διδάσκουν οἱ ἅγιες Γραφές, ὅτι δηλαδὴ· «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ἡσ. 40, 6-7). Ἐπίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος τὰχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης τὰχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψάλμ. 36, 2). Ἐπίσης «ὅτι... ὡσεὶ κὰπνὸς αἱ ἡμέραι (αὐτοῦ)» (Ψαλμ. 101, 4) κ.τ.λ.
Ἂν πάλι μπεῖ ἐδῶ ὁ φτωχὸς καὶ ὑψώσει τὰ μάτια του σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸν ἑαυτό του οὔτε θὰ στενοχωρηθεῖ γιὰ τὴ φτώχεια του. Ἀλλὰ θὰ αἰσθανθεῖ εὐγνωμοσύνη στὴ φτώχεια του, γιατί τοῦ εἶναι ἄσυλο καὶ λιμάνι ἀκύμαντο καὶ τεῖχος ἀσφαλές. Καὶ βλέποντας ὅ,τι βλέπει, θὰ προτιμήσει χίλιες φορὲς νὰ μείνει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται παρὰ ν'αποκτήσει γιὰ λίγο τὸν κόσμο ὁλόκληρο κι ὕστερα νὰ κινδυνεύει νὰ χάσει καὶ τὴν ἴδια του τὴν ζωή.
Βλέπεις ὅτι ὄχι μικρὴ ἡ ὠφέλεια εἶναι καὶ στοὺς πλουσίους καὶ στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς ταπεινοὺς καὶ στοὺς δοξασμένους καὶ στοὺς δούλους καὶ στοὺς ἐλευθέρους ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐδῶ καταφυγή. Βλέπεις πῶς γιατρεύεται ὁ καθένας μόνο καὶ μόνο ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ θέαμα.
Ἄρα σᾶς μαλάκωσα τὸ πάθος, σᾶς ξερίζωσα τὴν ὀργή; Ἄρα σᾶς ἔσβησα τὴν ἀπανθρωπιά; Ἄρα σᾶς ὁδήγησα σὲ συμπάθεια; Νομίζω πῶς τὸ πέτυχα καὶ μάλιστα σὲ μεγάλο βαθμό. Μοῦ τὸ δείχνουν τὰ πρόσωπα σᾶς καὶ οἱ πηγὲς τῶν δακρύων σας. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ πέτρα ἔγινε χῶμα παχὺ καὶ μαλακό, ἐμπρὸς ἂς βλάστηση τὸ ἔλεος, ἂς κυματίσουν τα στάχυα τῆς συμπαθείας μας κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ κι ἂς πέσουμε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν βασιλέα, ἡ μᾶλλον ἂς παρακαλέσουμε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ μαλακώσει τὸ θυμὸ τοῦ βασιλέως, νὰ κάνει ἁπαλὴ τὴν καρδιά του καὶ νὰ μᾶς δώσει ὁλόκληρη τὴ χάρη ποὺ θὰ τοῦ ζητήσουμε. Καὶ ἤδη, ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ποὺ αὐτὸς κατέφυγε ἐδῶ, δὲν σημειώθηκε μικρὴ μεταβολὴ στὶς διαθέσεις τοῦ βασιλέως. Γιατί, σὰν ἔμαθε ὁ βασιλεὺς πῶς κατέφυγε σὲ τοῦτο τὸ ἱερὸ ἄσυλο, ἔβγαλε λόγο μακρὸ μπροστὰ στὸ στρατόπεδο, ποὺ τοῦ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει ἐξ αἰτίας τῶν ἐγκλημάτων του, καὶ γαλήνευσε τὸν στρατιωτικὸ θυμό. Καὶ εἶπε ὅτι δὲν πρέπει μόνο τὰ φταιξίματα, ἀλλὰ καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ νὰ λογαριασθοῦν, δείχνοντας ἔτσι ὅτι ἔνιωθε τὴν ἀγανάκτηση τους, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπινη κατανόηση. Κι ὅταν πάλι ἦλθαν ἕως ἐδῶ γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν βασιλέα τους, μ’ ἄγριες φωνὲς καὶ ἔξαλλες χειρονομίες καὶ σείοντας τὰ δόρατα, αὐτὸς ἐδῶ ἀφήνοντας νὰ ρέουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ ἠμερότατα μάτια του καὶ δείχνοντας τοὺς τὴν ἱερὰ τράπεζα ὅπου εἶχε καταφύγει, κόπασε τὴν ὀργή τους.
ε´. Ἂλλ’ ἂς προσθέσουμε κι ἐμεῖς τώρα τὴ δική μας συμπεριφορά. Ποιᾶς συγχωρήσεως θὰ εἴσαστε ἄξιοι, ἂν ὁ βασιλεὺς ποὺ ὑβρίσθηκε δὲν μνησικακεῖ, καὶ σεῖς ποὺ τίποτε τέτοιο δὲν πάθατε θὰ φανερώνατε τόση ὀργή; Καὶ πῶς, σὰν διαλυθεῖ αὐτὴ ἡ σύναξη καὶ παύση αὐτὸ τὸ θέαμα, θὰ προσεγγίσετε τὰ ἅγια μυστήρια καὶ θὰ φέρετε στὰ χείλη σας τὴν προσευχὴ ἐκείνη ποὺ ὁ Κύριος μᾶς πρόσταξε νὰ λέμε: «ἄφες ἡμῖν... (καθὼς) καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματ. 6, 12) ἂν ἀπαιτεῖτε τιμωρία;
Ἔκανε μεγάλες ἀδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δὲν θὰ τὸ ἀρνηθοῦμε οὔτε ἐμεῖς. Ἀλλὰ τώρα δὲν εἶναι καιρὸς δικαστηρίου, ἀλλὰ ἐλέους· ὄχι εὐθύνης, ἀλλὰ φιλανθρωπίας· ὄχι ἀνακρίσεως, ἀλλὰ συγχωρήσεως· ὄχι καταδικαστικῆς ψήφου, ἀλλὰ οἴκτου καὶ χάριτος. Ἂς μὴ φλογίζεται λοιπὸν κανένας ἀπὸ ὀργή, ἂς μὴ προβάλλει ἐμπόδια, ἀλλὰ καλύτερα ἂς δεηθοῦμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ δώσει σὲ τοῦτο τὸ πλάσμα τοῦ προθεσμία ζωῆς, νὰ ἐξαρπάσει ἀπὸ τὴ σφαγὴ ποὺ τὸ ἀπειλεῖ γιὰ νὰ πληρώσει τὰ φταιξίματα ποὺ ἔκαμε, καὶ ὅλοι μαζὶ ἂς προσέλθουμε στὸν φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλῶντας ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ὀνόματος τοῦ θυσιαστηρίου, νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πρόσπεσε στὴν ἁγία τράπεζα.
Ἂν τὸ πράξουμε αὐτό, καὶ ὁ βασιλεὺς θὰ τὸ δεχθεῖ καὶ ὁ Θεὸς πρὶν καὶ πάνω ἀπὸ τὸν βασιλέα θὰ τὸ ἐπαινέσει καὶ μεγάλη ἀμοιβὴ θὰ μᾶς ἀποδώσει γιὰ τὴ φιλανθρωπία ποὺ θὰ δείξουμε. Γιατί, καθὼς ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ τὸν ὠμὸ καὶ ἀπάνθρωπο, ἔτσι στὸν ἐλεήμονα καὶ φιλάνθρωπο εἶναι προσηνὴς καὶ γεμᾶτος φίλτρο. Καὶ ἂν μὲν αὐτὸς εἶναι δίκαιος, τοῦ πλέκει λαμπρότερα στέφανα· ἂν δὲ ἁμαρτωλός, παρατρέχει τὰ ἁμαρτήματα, ἀμείβοντας τὴ συμπάθεια ποὺ ἔδειξε ὁ ἁμαρτωλός, στὸν συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θὺσίαν» (Πρ. Ὠσηὲ 6,6 καὶ Μάτ. 9,13). Καὶ παντοῦ τῆς Γραφῆς βλέπει τὸ Θεὸ νὰ ζητᾶ ἀκριβῶς αὐτὸ καὶ νὰ τὸ λέγει λύση τῶν ἁμαρτημάτων.
Ἔτσι λοιπόν, κι ἐμεῖς τώρα θὰ τὸν κάνουμε ἵλεῳ, ἔτσι θὰ λύσουμε καὶ τὰ δικά μας φταιξίματα, ἔτσι θὰ στολίσουμε τὴν Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ ὁ φιλάνθρωπος βασιλεὺς θὰ μᾶς ἐπαινέσει, καθὼς εἶπα προηγουμένως, καὶ ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς χειροκροτήσει καὶ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης θὰ μάθουν τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἡμερότητα τῆς πόλεως αὐτῆς, καὶ θὰ γεμίσει ἡ γῆ ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ παραδείγματος μας.
Γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε, λοιπόν, τὰ τόσα αὐτὰ ἀγαθά, ἂς προσπέσουμε, ἂς παρακαλέσουμε, ἂς δεηθοῦμε, ἂς ἁρπάξουμε ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ κινδύνου τὸν αἰχμάλωτο, τὸν φυγάδα, τὸν ἱκέτη, γιὰ νὰ πετύχουμε κι οἱ ἴδιοι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὦ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου