Συνέχεια από Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ
Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ
6. ΜΑΚΡ. «Λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε, λέει η δασκάλα, ποιό είναι το κατάλληλο σημείο, για ν’ αρχίσει η συνομιλία μας. Και αν θέλεις, μπορείς να υπερασπιστείς τα αντίθετα επιχειρήματα· διότι, παρατηρώ ότι η σκέψη σου προς αυτά γέρνει. Έπειτα, μετά την έκθεση των αντίθετων επιχειρημάτων, θ’ αναζητήσουμε την αλήθεια.
ΓΡΗΓ. Επειδή εκείνη έδωσε αυτή την εντολή, την παρακάλεσα να μην νομίζει ότι θεωρούσα τις αντιρρήσεις ως αληθείς· αλλά χρησιμοποιούσα τις απόψεις των αντιτιθεμένων σκόπιμα, για να αποδειχθεί απόλυτα στέρεο το δόγμα για την αθανασία της ψυχής.
«Στ’ αλήθεια, ρώτησα, όσοι δέχονται τις αντίθετες απόψεις δεν λένε ότι το σώμα είναι σύνθετο και διαλύεται οπωσδήποτε στα μέρη από τα οποία συνίσταται;
Και όταν το σώμα διαλυθεί στα συστατικά του στοιχεία, το καθένα πηγαίνει προς το όμοιό του σύμφωνα με τη φυσική του ροπή και αποδίδει το όμοιο στο όμοιο με βάση τον φυσικό προσανατολισμό του. Η θερμότητα π.χ. του δικού μας (σώματος) θα ενωθεί πάλι με τη θερμότητα, και το γήϊνο στοιχείο με τα στερεά στοιχεία· και τα υπόλοιπα στοιχεία θα ενωθούν με τα συγγενικά τους.
Η ψυχή, όμως, μετά τη διάλυση, πού θα είναι; Εάν κάποιος πει ότι είναι με τα στοιχεία, τότε υποχρεωτικά θα έχει την ίδια σύσταση μ’ αυτά. Διότι δεν μπορεί να γίνει ανάμειξη δύο διαφορετικών στη φύση τους στοιχείων· και αν γίνει μεταξύ αυτών, τότε η ψυχή θα φανεί να έχει ποικιλία στη φύση της, διότι θα είναι αναμειγμένη με πολλά αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία· και το ποικίλο δεν είναι απλό, αλλά σύνθετο σε κάθε περίπτωση. Και κάθε σύνθετο αναγκαστικά διαλύεται· και η διάλυση αποτελεί τη φθορά του συνθέτου όντος.
Και ό,τι φθείρεται δεν είναι αθάνατο. Διαφορετικά, και το σώμα θα ήταν αθάνατο, εφόσον ως σύνθετο θα διαλύονταν στα στοιχεία του. Εάν όμως υπάρχει κάτι άλλο εκτός απ’ αυτά (τα διαλυόμενα στοιχεία), δηλαδή η ψυχή, πού θα τη βάλει να υπάρχει η σκέψη μας; Διότι, μέσα στα στοιχεία, λόγω της ανομοιότητας της φύσεώς της, δεν είναι δυνατό να υπάρχει. Δεν υπάρχει επίσης τίποτε άλλο στον κόσμο, στο οποίο μέσα να μπορεί να ζήσει η ψυχή σύμφωνα με τη φύση της. Και εκείνο που δεν υπάρχει πουθενά, δεν υφίσταται και καθόλου.
7. ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα, ακούγοντας αυτά, αφού αναστέναξε απάντησε ήρεμα: «Ίσως αυτά και παρόμοια μ’ αυτά έλεγε η σύναξη των Στωϊκών και οι Επικουρείων στον Απόστολο (Παύλο) στην Αθήνα. Διότι ακούω ότι ο Επίκουρος υποστήριζε αυτές τις θεωρίες, ότι δηλαδή η φύση των όντων δημιουργήθηκε αυτόματα και τυχαία και ότι καμία πρόνοια δεν μεριμνά για τα πράγματα. Γι’ αυτό το λόγο, ως συνέπεια αυτής της θεωρίας, θεωρούσε την ανθρώπινη ζωή σαν μια φούσκα από αέρα· θεωρούσε το σώμα ως περιτύλιγμα κάποιου πνεύματος, για να κρατάει καλά ως περιέχον το πνεύμα· και όταν ο όγκος του σώματος θα κατέρρεε, κι αυτό που υπήρχε μέσα (περιεχόμενο) χανόταν.
Γι’ αυτόν (τον Επίκουρο) βάση της φύσεως των όντων αποτελούσε το φαινόμενο· και μέτρο της κατανοήσεως όλων ήταν η αίσθηση. Είχε κλείσει εξ ολοκλήρου τα αισθητήρια της ψυχής και γι’ αυτό δεν μπορούσε να δει κανένα νοητό ή ασώματο ον· όπως αυτός που είναι κλεισμένος σ’ ένα σπιτάκι και δεν μπορεί να δει κανένα από τα ουράνια θαύματα, διότι τον εμποδίζουν οι τοίχοι και η οροφή να δει προς τα έξω. Όλα τα αισθητά που φαίνονται είναι σαν γήϊνοι τοίχοι, οι οποίοι εμποδίζουν τους πιο μικρόψυχους να δουν με τον εαυτό τους τη θεωρία των νοητών.
8. Ο Επίκουρος βλέπει μόνο γη, νερό, αέρα και φωτιά. Από μικροψυχία όμως δεν μπορεί να δει από που προέρχεται το καθένα ή σε τί είναι ή από ποιο κρατιέται γύρω γύρω. Και όταν δει κάποιος ένα ρούχο, σκέφτεται τον υφαντουργό που το έκανε· και με το πλοίο σκέφτεται τον ναυπηγό· με τη θέα πάλι του οικοδομήματος, έρχεται στο νου όσων το βλέπουν το χέρι του οικοδόμου.
Αλλά αυτοί, ενώ βλέπουν προς τον κόσμο, κλείνουν τα μάτια προς Αυτόν τον οποίο φανερώνουν τα πάντα· έτσι παρουσιάζονται αυτά τα δήθεν σοφά και έξυπνα δόγματα από εκείνους που διδάσκουν ότι η ψυχή χάνεται· λένε ότι το σώμα είναι από τα στοιχεία και τα στοιχεία από το σώμα· ότι δεν μπορεί η ψυχή να υπάρξει από μόνη της, εάν δεν είναι ένα από τα στοιχεία ή μέσα σ’ αυτά.
Διότι, εάν νομίζουν οι αντιρρησίες ότι δεν υπάρχει πουθενά η ψυχή, εφόσον δεν έχει την ίδια φύση με τα στοιχεία, πρέπει αυτοί πρώτα πρώτα να δεχτούν ότι και η ζωή του σώματος είναι άψυχη. Διότι το σώμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύνθεση στοιχείων. Ας μη λένε, λοιπόν, ότι η ψυχή υπάρχει μέσα στα στοιχεία και ότι από μόνη της δίνει τη ζωή στο σύνθετο σώμα· διότι εάν, όπως νομίζουν, δεν είναι δυνατό μετά (τη διάλυση) να υπάρχει η ψυχή, εφόσον υπάρχουν μόνο τα στοιχεία, τότε οι ίδιοι αποδεικνύουν ότι η ζωή μας είναι νεκρή.
Εάν όμως δεν αμφιβάλλουν ότι υπάρχει τώρα η ψυχή μέσα στο σώμα, τότε πώς διδάσκουν την απώλειά της, ενώ το σώμα διατηρείται στα στοιχεία; Εξάλλου, πρέπει στη συνέχεια να τολμήσουν να πουν τα ίδια και για τη φύση του Θεού. Διότι πώς θα πουν ότι η νοερή, άϋλη και αιώνια Φύση εισχωρεί στα υγρά, τα μαλακά και τα σκληρά, για να δίνει συνοχή στα όντα, ενώ ούτε συγγενεύει μ’ αυτά που έρχεται σε επαφή, αλλά ούτε και αδυνατεί να είναι μέσα σ’ αυτά με τα οποία διαφέρει στη φύση. Λοιπόν, ας πετάξουν έξω από το πιστεύω τους και το Θεό, ο οποίος κυβερνά όλα τα όντα». [ΠΩΣ ΕΝΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ; ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ!!!]
Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ
6. ΜΑΚΡ. «Λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε, λέει η δασκάλα, ποιό είναι το κατάλληλο σημείο, για ν’ αρχίσει η συνομιλία μας. Και αν θέλεις, μπορείς να υπερασπιστείς τα αντίθετα επιχειρήματα· διότι, παρατηρώ ότι η σκέψη σου προς αυτά γέρνει. Έπειτα, μετά την έκθεση των αντίθετων επιχειρημάτων, θ’ αναζητήσουμε την αλήθεια.
ΓΡΗΓ. Επειδή εκείνη έδωσε αυτή την εντολή, την παρακάλεσα να μην νομίζει ότι θεωρούσα τις αντιρρήσεις ως αληθείς· αλλά χρησιμοποιούσα τις απόψεις των αντιτιθεμένων σκόπιμα, για να αποδειχθεί απόλυτα στέρεο το δόγμα για την αθανασία της ψυχής.
«Στ’ αλήθεια, ρώτησα, όσοι δέχονται τις αντίθετες απόψεις δεν λένε ότι το σώμα είναι σύνθετο και διαλύεται οπωσδήποτε στα μέρη από τα οποία συνίσταται;
Και όταν το σώμα διαλυθεί στα συστατικά του στοιχεία, το καθένα πηγαίνει προς το όμοιό του σύμφωνα με τη φυσική του ροπή και αποδίδει το όμοιο στο όμοιο με βάση τον φυσικό προσανατολισμό του. Η θερμότητα π.χ. του δικού μας (σώματος) θα ενωθεί πάλι με τη θερμότητα, και το γήϊνο στοιχείο με τα στερεά στοιχεία· και τα υπόλοιπα στοιχεία θα ενωθούν με τα συγγενικά τους.
Η ψυχή, όμως, μετά τη διάλυση, πού θα είναι; Εάν κάποιος πει ότι είναι με τα στοιχεία, τότε υποχρεωτικά θα έχει την ίδια σύσταση μ’ αυτά. Διότι δεν μπορεί να γίνει ανάμειξη δύο διαφορετικών στη φύση τους στοιχείων· και αν γίνει μεταξύ αυτών, τότε η ψυχή θα φανεί να έχει ποικιλία στη φύση της, διότι θα είναι αναμειγμένη με πολλά αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία· και το ποικίλο δεν είναι απλό, αλλά σύνθετο σε κάθε περίπτωση. Και κάθε σύνθετο αναγκαστικά διαλύεται· και η διάλυση αποτελεί τη φθορά του συνθέτου όντος.
Και ό,τι φθείρεται δεν είναι αθάνατο. Διαφορετικά, και το σώμα θα ήταν αθάνατο, εφόσον ως σύνθετο θα διαλύονταν στα στοιχεία του. Εάν όμως υπάρχει κάτι άλλο εκτός απ’ αυτά (τα διαλυόμενα στοιχεία), δηλαδή η ψυχή, πού θα τη βάλει να υπάρχει η σκέψη μας; Διότι, μέσα στα στοιχεία, λόγω της ανομοιότητας της φύσεώς της, δεν είναι δυνατό να υπάρχει. Δεν υπάρχει επίσης τίποτε άλλο στον κόσμο, στο οποίο μέσα να μπορεί να ζήσει η ψυχή σύμφωνα με τη φύση της. Και εκείνο που δεν υπάρχει πουθενά, δεν υφίσταται και καθόλου.
7. ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα, ακούγοντας αυτά, αφού αναστέναξε απάντησε ήρεμα: «Ίσως αυτά και παρόμοια μ’ αυτά έλεγε η σύναξη των Στωϊκών και οι Επικουρείων στον Απόστολο (Παύλο) στην Αθήνα. Διότι ακούω ότι ο Επίκουρος υποστήριζε αυτές τις θεωρίες, ότι δηλαδή η φύση των όντων δημιουργήθηκε αυτόματα και τυχαία και ότι καμία πρόνοια δεν μεριμνά για τα πράγματα. Γι’ αυτό το λόγο, ως συνέπεια αυτής της θεωρίας, θεωρούσε την ανθρώπινη ζωή σαν μια φούσκα από αέρα· θεωρούσε το σώμα ως περιτύλιγμα κάποιου πνεύματος, για να κρατάει καλά ως περιέχον το πνεύμα· και όταν ο όγκος του σώματος θα κατέρρεε, κι αυτό που υπήρχε μέσα (περιεχόμενο) χανόταν.
Γι’ αυτόν (τον Επίκουρο) βάση της φύσεως των όντων αποτελούσε το φαινόμενο· και μέτρο της κατανοήσεως όλων ήταν η αίσθηση. Είχε κλείσει εξ ολοκλήρου τα αισθητήρια της ψυχής και γι’ αυτό δεν μπορούσε να δει κανένα νοητό ή ασώματο ον· όπως αυτός που είναι κλεισμένος σ’ ένα σπιτάκι και δεν μπορεί να δει κανένα από τα ουράνια θαύματα, διότι τον εμποδίζουν οι τοίχοι και η οροφή να δει προς τα έξω. Όλα τα αισθητά που φαίνονται είναι σαν γήϊνοι τοίχοι, οι οποίοι εμποδίζουν τους πιο μικρόψυχους να δουν με τον εαυτό τους τη θεωρία των νοητών.
8. Ο Επίκουρος βλέπει μόνο γη, νερό, αέρα και φωτιά. Από μικροψυχία όμως δεν μπορεί να δει από που προέρχεται το καθένα ή σε τί είναι ή από ποιο κρατιέται γύρω γύρω. Και όταν δει κάποιος ένα ρούχο, σκέφτεται τον υφαντουργό που το έκανε· και με το πλοίο σκέφτεται τον ναυπηγό· με τη θέα πάλι του οικοδομήματος, έρχεται στο νου όσων το βλέπουν το χέρι του οικοδόμου.
Αλλά αυτοί, ενώ βλέπουν προς τον κόσμο, κλείνουν τα μάτια προς Αυτόν τον οποίο φανερώνουν τα πάντα· έτσι παρουσιάζονται αυτά τα δήθεν σοφά και έξυπνα δόγματα από εκείνους που διδάσκουν ότι η ψυχή χάνεται· λένε ότι το σώμα είναι από τα στοιχεία και τα στοιχεία από το σώμα· ότι δεν μπορεί η ψυχή να υπάρξει από μόνη της, εάν δεν είναι ένα από τα στοιχεία ή μέσα σ’ αυτά.
Διότι, εάν νομίζουν οι αντιρρησίες ότι δεν υπάρχει πουθενά η ψυχή, εφόσον δεν έχει την ίδια φύση με τα στοιχεία, πρέπει αυτοί πρώτα πρώτα να δεχτούν ότι και η ζωή του σώματος είναι άψυχη. Διότι το σώμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύνθεση στοιχείων. Ας μη λένε, λοιπόν, ότι η ψυχή υπάρχει μέσα στα στοιχεία και ότι από μόνη της δίνει τη ζωή στο σύνθετο σώμα· διότι εάν, όπως νομίζουν, δεν είναι δυνατό μετά (τη διάλυση) να υπάρχει η ψυχή, εφόσον υπάρχουν μόνο τα στοιχεία, τότε οι ίδιοι αποδεικνύουν ότι η ζωή μας είναι νεκρή.
Εάν όμως δεν αμφιβάλλουν ότι υπάρχει τώρα η ψυχή μέσα στο σώμα, τότε πώς διδάσκουν την απώλειά της, ενώ το σώμα διατηρείται στα στοιχεία; Εξάλλου, πρέπει στη συνέχεια να τολμήσουν να πουν τα ίδια και για τη φύση του Θεού. Διότι πώς θα πουν ότι η νοερή, άϋλη και αιώνια Φύση εισχωρεί στα υγρά, τα μαλακά και τα σκληρά, για να δίνει συνοχή στα όντα, ενώ ούτε συγγενεύει μ’ αυτά που έρχεται σε επαφή, αλλά ούτε και αδυνατεί να είναι μέσα σ’ αυτά με τα οποία διαφέρει στη φύση. Λοιπόν, ας πετάξουν έξω από το πιστεύω τους και το Θεό, ο οποίος κυβερνά όλα τα όντα». [ΠΩΣ ΕΝΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ; ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ!!!]
Συνεχίζεται
Γρηγορίου Νύσσης
Επιστολή για τον βίο της Οσίας Μακρίνας
17. Όταν με είδε να πλησιάζω στην πόρτα, ανασηκώθηκε στον αγκώνα – δεν ήταν σε θέση να προστρέξει καθώς η δύναμή της είχε παραλύσει από τον πυρετό. Στερέωσε τα χέρια της στο χώμα κι όσο μπορούσε σύρθηκε έξω από το στρωσίδι εκπληρώνοντας την τιμή της υποδοχής.
Κι εγώ έτρεξα, έπιασα με τα χέρια μου το πρόσωπό της, το γυρισμένο κατά το χώμα, την ανασήκωσα και την έβαλα ξαπλωτή στη συνηθισμένη της στάση. Αυτή τότε ύψωσε το χέρι της στον Θεό και είπε· «Και τούτο το δώρο μου χάρισες, Θεέ μου, και δεν στερήθηκα αυτό που λαχταρούσα, γιατί οδήγησες τον υπηρέτη σου να επισκεφθεί τη δούλη σου».
Για να μη μου δημιουργήσει δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, μαλάκωσε τον αναστεναγμό και πίεζε κάπως τον εαυτό της να κρύβει το πυκνό άσθμα προσπαθώντας να γίνεται χαρούμενη και να κάνει εκείνη την αρχή στους ευχάριστους λόγους προκαλώντας αφορμές σε μας για θέματα που με ρωτούσε.
Κι όταν θυμηθήκαμε με το κύλισμα του χρόνου τον μεγάλο Βασίλειο, δεν άντεχε η ψυχή μου και το πρόσωπό μου θλιβόταν κι από τα βλέφαρα χύνονταν τα δάκρυα. Εκείνη όμως μακριά στεκόταν από το να καμφθεί μαζί μου απ’ τη δική μου λύπη.
Αφού πήρε σαν αφορμή για υψηλότερη πνευματική συζήτηση τη μνήμη του αγίου, με οδηγό το άγιο Πνεύμα, εξέθετε τον λόγο για τη μέλλουσα ζωή, παίρνοντας σαν αφετηρία την ανθρώπινη φύση αλλά και τη θεϊκή οικονομία, που είναι κρυμμένη κάτω από τα θλιβερά περιστατικά κι έτσι μου φαινόταν πως η ψυχή μου βρισκόταν σχεδόν έξω από την ανθρώπινη φύση συνεπαρμένη από τα λεγόμενα και εγκατεστημένη με τον θεόπνευστο λόγο της μέσα στα ουράνια άδυτα.
Κι εγώ έτρεξα, έπιασα με τα χέρια μου το πρόσωπό της, το γυρισμένο κατά το χώμα, την ανασήκωσα και την έβαλα ξαπλωτή στη συνηθισμένη της στάση. Αυτή τότε ύψωσε το χέρι της στον Θεό και είπε· «Και τούτο το δώρο μου χάρισες, Θεέ μου, και δεν στερήθηκα αυτό που λαχταρούσα, γιατί οδήγησες τον υπηρέτη σου να επισκεφθεί τη δούλη σου».
Για να μη μου δημιουργήσει δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, μαλάκωσε τον αναστεναγμό και πίεζε κάπως τον εαυτό της να κρύβει το πυκνό άσθμα προσπαθώντας να γίνεται χαρούμενη και να κάνει εκείνη την αρχή στους ευχάριστους λόγους προκαλώντας αφορμές σε μας για θέματα που με ρωτούσε.
Κι όταν θυμηθήκαμε με το κύλισμα του χρόνου τον μεγάλο Βασίλειο, δεν άντεχε η ψυχή μου και το πρόσωπό μου θλιβόταν κι από τα βλέφαρα χύνονταν τα δάκρυα. Εκείνη όμως μακριά στεκόταν από το να καμφθεί μαζί μου απ’ τη δική μου λύπη.
Αφού πήρε σαν αφορμή για υψηλότερη πνευματική συζήτηση τη μνήμη του αγίου, με οδηγό το άγιο Πνεύμα, εξέθετε τον λόγο για τη μέλλουσα ζωή, παίρνοντας σαν αφετηρία την ανθρώπινη φύση αλλά και τη θεϊκή οικονομία, που είναι κρυμμένη κάτω από τα θλιβερά περιστατικά κι έτσι μου φαινόταν πως η ψυχή μου βρισκόταν σχεδόν έξω από την ανθρώπινη φύση συνεπαρμένη από τα λεγόμενα και εγκατεστημένη με τον θεόπνευστο λόγο της μέσα στα ουράνια άδυτα.
Από το βιβλίο του Δημητρίου Τσάμη, «Μητερικόν», τόμος Α’, έκδοση της Αδελφότητας «Η Αγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1990.
ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΟΣΑ ΚΙ'ΑΝ ΑΚΟΥΜΕ. ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ ΝΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΞΑΝΑΒΡΟΥΜΕ ΚΑΘΟΤΙ ΤΟΝ ΧΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ. Ο ΝΟΥΣ ΕΠΕΣΕ, ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕ ΚΑΘ'ΟΜΟΙΩΣΙΝ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ. ΖΩΝΤΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΘΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΗΣΗ.
Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής.
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
Ο ΕΧΩΝ ΩΤΑ, ΝΟΥ. Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΤΟΝ ΣΠΟΡΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου