Συνέχεια από: Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024
Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983
[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}]
Η ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
8 – Η ΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΑΡΚΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ (2η συνέχεια)
ε) Ἡ βιομέριμναΟρίζοντας το χρόνο ως αυτοπάθεια, ως εκστατικο-οριζόντια δομή, ως αρχέγονο εκτός-εαυτού, ουσιαστικά μιλήσαμε για την ανοικτότητα στον κόσμο, την επαφή με τα πράγματα: τη μέριμνα. Αλλά η μέριμνα – διαρκής και ισόβια – δεν έχει να κάνει με καμιά εμπρόσθετη συμπεριφορά. Δεν προκαλείται από τη σχέση με τα πράγματα του κόσμου, αλλά, σαν υπέρβαση, είναι η προϋπόθεση κάθε σχέσης με τον περίκοσμο. Χρονούμενη η μέριμνα κοσμικεύει τον κόσμο. Συνεπώς κάθε ανάλυση της βιομέριμνας, αυτού του ραμφίσματος που είναι η καθημερινή μας δραστηριότητα προς τα πράγματα και από τα πράγματα, πρέπει να έχει χρονικά επιχειρήματα. Τόσο (τό) εγώ όσο και ο κόσμος συγκροτούμαστε χρονικά, γι' αυτό κάθε πράξη (η χρήση ενός εργαλείου, η περισυλλογή, ένα συλλαλητήριο) πρέπει να βασίζονται σε μια χρονικότητα που σχετίζεται εσωτερικά με τη σύμπλεξη.
Χωρίς να επαναλάβουμε τα όσα είπαμε για την οντολογική σημασία του um και του περίκοσμου, η χρήση ενός εργαλείου αρκεί για να δείξει τη χρονική βάση της βιομέριμνας. Για να χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο, το Dasein το καθιστά παρόν, λαβαίνοντας υπόψη του τόσο τον τρόπο της χρήσης του (παρελθόν) όσο και αυτό που σκοπεύει να κάνει (μέλλον). Το κεφαλαιώδες στη βιομέριμνα είναι ότι αντιπροσωπεύει μια δομή που, έστω κι αν δεν το λέει ρητά ο Χάιντεγγερ, ισχύει αδιαφοροποίητα. Αυθεντική ή αναυθεντική η ύπαρξη, χρησιμοποιεί το εργαλείο με τον ίδιο τρόπο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια υποταγή σε έναν κόσμο που επιβάλλεται ολοκληρωτικά. Δεν μιλάμε για την τυραννία της στέρησης, της αλλοτρίωσης, της αντικειμενοποίησης, αλλά για την ίδια τη δεσμευτική σχέση με έναν κόσμο στον οποίο ανήκουμε θέλοντας και μη. Η σύμπλεξη είναι ένας χιτώνας του Νέσσου που η αυθεντικότητα δεν απεκδύεται ποτέ. Ακόμα και το φως της ελευθερίας που επιτελεί τη διάνοιξη υπονοεί τη βαθιά παραδοχή του κόσμου. Το Dasein εγκαταλείπεται σε έναν κόσμο που ποτέ δε θα γίνει κύριός του (Sein und Zeit, σ. 356).
στ΄) Ἡ θεωρητική στάση
Η φιλοσοφία δε θεωρείται πιά αντιπρόσωπος του γνωσιολογικού Corpus μιάς εποχής, όπως γινόταν στις πλατωνικο-αριστοτελικές σχολές, στο Μεσαίωνα και στο διαφωτισμό. Αφότου οι επιστήμες, σαν υιοθετημένα παιδιά που ξαναβρήκαν τους φυσικούς γονείς τους, αποσπάστηκαν από τη δεσμευτική κηδεμονία της μεταφυσικής, η φιλοσοφία (όχι μόνο σαν αυστηρή επιστήμη) στράφηκε προς το έργο της θεμελίωσης. Οι έρευνες του Χούσερλ είναι το πιο πρόσφατο και το πιο λαμπρό παράδειγμα. Προοπτική βέβαια που δε συμμερίζεται με κανένα τρόπο η προβληματική της χαιντεγγεριανής οντολογίας η οποία, θεωρώντας την παραστασιακή σκέψη πρωταγωνίστρια της λήθης του Είναι, απομακρύνεται από την περιοχή της επιστημονικής γνώσης. Σημαίνει αυτό μια κρυφή έστω ροπή προς τον αγνωστικισμό; Η υπαρκτική ανάλυση έδειξε, καθώς πιστεύω, ότι η γνώση δεν απορρίπτεται, απλώς τοποθετείται στον οικείο της χώρο που είναι η οντικότητα.
Χωρίς περιστροφές πρέπει να πούμε ότι η θεωρητική στάση βρίσκεται εξ ορισμού έξω από την προβληματική του Είναι. Αφού με απώτερο σκοπό τη γνώση αναζητά την παράσταση του αντικειμένου της, αυτή η παράσταση δεν μπορεί παρά να την κρατάει δέσμια της οντικότητας μια και το Είναι δε γίνεται αντικείμενο και μάλιστα αντικείμενο γνώσης. Η πορεία του θεωρητικού είναι μια απομόνωση του ερευνώμενου, απομόνωση που για τον Χάιντεγγερ σημαίνει το πέρασμα από την προχειρότητα στην παρεύρεση. Αφαιρώντας τις παραπομπές, τις συσχετίσεις, τα γνωρίσματα της κοσμικότητας, ο θεωρητικός αποκοσμικοποιεί το αντικείμενό του πραγματοποιώντας την αποσιώπηση του φαινομένου του κόσμου. Για να έχουμε μπροστά μας ένα φυσικό αντικείμενο πρέπει να προηγηθεί η αποκοσμικοποίηση αυτού του αντικειμένου. Οπωσδήποτε έτσι δεν οδηγούμαστε στο απλοϊκό δίλημμα: επιστήμη ή οντολογία: αλλά φέρνουμε στην επιφάνεια μια διαφορά προοπτικής που ερμηνευτικά είναι αδιανόητη για την οντικότητα.
Και δεν πρόκειται για την γνωστή διαφορά της θεωρητικής στάσης από την πρακτική. Θεωρία και πράξη δεν υπάρχουν ποτέ ξεχωριστά. Η συνενοχή τους είναι πλήρης και ομολογημένη. Η οντικότητα της θεωρητικής στάσης οφείλεται αλλού: στην άνευ όρων αναζήτηση της παρεύρεσης. Είδαμε παραπάνω ότι κάθε εννόηση και ερμήνευση ενέχουν ένα ως (als) που αποδείχνεται καθοδηγητικό για κάθε δραστηριότητα (θεωρητική ή πρακτική). Στην ουσία πρόκειται για μια δομή (als-struktur), κλειδί κάθε συμπεριφοράς. Και οπωσδήποτε η θεωρητική στάση του ερευνητή δεν εξαιρείται από το ως. Μόνο που η φυσική ροπή της την αναγκάζει να περνάει από το ως της προχειρότητας στο ως της παρεύρεσης. Αν πω το σφυρί είναι βαρύ ή το σπίτι είναι από πέτρα ή το φως χαμήλωσε, ουσιαστικά παραμένω μέσα στη σύμπλεξη. Μόνο αν δω τη βαρύτητα ή την πέτρα ή την πτώση του φωτός από μόνη της, σαν ξεχωριστό γνώρισμα, αρχίζω να επιτελώ την αποκοσμικοποίηση θυσιάζοντας το φαινόμενο του κόσμου προς χάρη ενός πράγματος. Είναι μια δραστηριότητα αυτή που απαιτώντας την παρουσία του πράγματος, από τη μια μεριά είναι πέρα για πέρα παροντική, κι από την άλλη διαιωνίζει (μεγενθύνοντάς την) την πλάνη και την περιπλάνηση. Αυτό εννοεί ο Χάιντεγγερ όταν λέει ότι η επιστήμη ερευνα, αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί.
ζ) Ἡ ὑπέρβαση «τοῦ» κόσμου
Το ανώτερο σημείο της αποδόμησης του cogito είναι η χρονική σύσταση της ύπαρξης που εξίσταται μέσα σε έναν χρονικά συγκροτούμενο κόσμο. Έχουμε εδώ ένα χαιντεγγεριανό πρόβλημα που περισσότερο από κάθε άλλο αντιστέκεται στην κατανόηση. Τι σημαίνει χρονικά συγκροτούμενος κόσμος; Υπέρβαση του κόσμου; Κοσμίκευση του κόσμου; Για την παραδοσιακή σκέψη που βλέπει παντού σχέση υποκειμένου αντικειμένου όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι παραδοξολογήματα. Κι όμως ολόκληρο το Είναι και Χρόνος δεν αποβλέπει παρά στην κατάδειξη ενός μη υποστασιακού κόσμου και μιας μη υποκειμενικής ύπαρξης.
Το μυστικό αυτό του αινίγματος βρίσκεται ολόκληρο στην εκστατικο-οριζόντια δομή του χρόνου. Μόνο αν σβήσουμε από τη μνήμη μας κάθε αντίληψη για τη ροή του χρόνου, τη χωρική πορεία, τη διαδοχή αγγίζουμε τη δυνατότητα να ερμηνεύσουμε το μέλλον σαν κάτι που δεν είναι μετά από το παρελθόν (ist nicht später) και το παρελθόν σαν κάτι που δεν έρχεται πριν από το παρόν (nicht früher). Η χρονικότητα δε χρονούται σαν διαδοχή, αλλά σαν ένα μέλλον που παροντοποιείται παρελθοντοποιούμενο (Sein und Zeit, σ. 350). Είναι μια εκ-στατική ενότητα και τίποτε άλλο. Εκ-στατικότητα που μεταφράζεται σε μέριμνα, υπέρβαση, είναι-στον-κόσμο. Και το πιο εντυπωσιακό αυτής της ερμηνείας είναι ότι δεν περιγράφει έναν κόσμο πραγμάτων – επίπεδο παράγωγο –, αλλά έναν χρονικό ορίζοντα που κοσμικεύει τη σημασιακή παραπεμπτικότητα και έτσι καθιστά δυνατή τη σχέση μας με τα αντικείμενα. Η ύπαρξη εξ-ίσταται σαν υπέρβαση και αυτή η υπέρβαση είναι ο μη υποστασιακός κόσμος. Να γιατί η υπέρβαση «του» κόσμου δεν σημαίνει ότι υπερβαίνουμε τον κόσμο, αλλά το χρονικό χαρακτήρα του κόσμου ως υπερβατικής εκτατικότητας.
Έτσι λοιπόν όταν διαβάζουμε ότι ο κόσμος υφίσταται καθόσον χρονούται η ύπαρξη (sofern Dasein sich zeitigt, ist auh eine Welt), δεν ακούμε κάποιον μασκαρεμένο Μπέρκλεϋ, αλλά τη φωνή μιας ρωμαλέας σκέψης που έχοντας ξεπεράσει την παγιδευμένη προβληματική του: «υπάρχουν ή δεν υπάρχουν τα πράγματα;», ανακαλύπτει για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλοσοφίας την αληθινή καταγωγή της υπέρβασης. Πρέπει να δεχτούμε αυτό που η φυσική στάση θεωρεί τρέλα: ότι κόβω ένα μήλο, βάζω μπροστά το αμάξι μου, τηλεφωνώ κτλ. επειδή ο κόσμος κοσμικεύεται χρονικά από ένα ον που υπάρχει επίσης ως χρονικότητα. Η νοηματική παραπεμπτικότητα που λύνει τα χέρια της καθημερινής δραστηριότητας για τα μικρά και τα μεγάλα πράγματα, παράγεται από την εκστατικο-οριζόντια ενότητα του χρόνου και δεν έχει καμιά σχέση με την υποστασιακότητα. Η όποια θεωρητική έρευνα που ιδρύει τη σχέση υποκείμενο-αντικείμενο καθίσταται δυνατή μόνο χάρη στην υπέρβαση «του» κόσμου (γενική υποκειμενική).
η) Ὁ χώρος
Για το ζήτημα της συνύπαρξης και της απροσωπίας η υπαρκτική αναλυτική δεν αφιερώνει ξεχωριστή ανάλυση· στη θέση της βρίσκουμε δύο σύντομες παραγράφους για το χώρο και την καθημερινότητα που σε βάθος κοιταγμένες καλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο τη χρονικότητα της ανθρωπομέριμνας. Είναι κι αυτό ένα επιπλέον στοιχείο συνέπειας: αντί να μιλήσει για τη χρονικότητα των διυποκειμενικών σχέσεων – ψυχολογική πέρα για πέρα – η ανάλυση στρέφεται προς τα συστατικά και αντικειμενικά χαρακτηριστικά της συνύπαρξης. Εξού και το πρωτείο του χώρου. Μολονότι η χρονικότητα είναι αυτή που δημιουργεί τον ορίζοντα που μέσα του ζούμε και βρίσκουμε ή χάνουμε τον εαυτό μας, κάθε συμβάν της γεγονότητας δεν μπορεί παρά να λαβαίνει χώρα.
Ο περίκοσμος παρουσιάζεται σαν ένα άπειρο στην πολυπλοκότητα του σύστημα θέσεων, κατευθύνσεων, προοπτικών, δρόμων, διεξόδων, τόπων, περιοχών που οδηγούν σε, φέρνουν από, είναι για, χωρούν ή δε χωρούν το, φιλοξενούν την κτλ. κτλ. Ωστόσο μέσα σε όλα τα πράγματα που καλύπτουν το χώρο τους δεν περιλαμβάνεται και η ύπαρξη. Όταν τονίζουμε την αναμφισβήτητη χωρικότητα της υπαρξης, την εννοούμε σαν σύστημα κατευθύνσεων και προσανατολισμών και ποτέ σαν χώρο που καλύπτει ένα σώμα. Δεν έχει όρια όπως ένα πράγμα, δεν καλύπτει μια θέση. Αν πιάνει χώρο (nimmt Raum in) αυτό συμβαίνει με ριζικά διαφορετικό τρόπο: προσανατολίζεται «μέσα» στη χωρικότητα εκστατικο-χρονικά. Κάθε της κίνηση λογαριάζει τον περίκοσμο και την τοπολογία του. Και μολονότι είναι μια συμπεριφορά μέσα-στο-χώρο και μέσα-στον-κόσμο μόνο με την υπέρβαση του τελευταίου ερμηνεύεται. Διαφορετικά επιστρέφουμε πάλι στην παρευρετική χρονικότητα του τώρα.
Εκείνη δηλαδή που δεσμεύει την αναυθεντικότητα στην καθημερινή της διασπορά. Το συν (συνύπαρξη, συνεργασία, συντροφικότητα) μιλάει πάντα με τη λογική της διαδοχής. Και φυσικά ο χρόνος του εργάτη, του υπάλληλου, του χειρώνακτα δεν μπορεί παρά να σκέφτεται το χρόνο με το πριν και το μετά: μέσα στο χρόνο εργασίας το παρελθόν είναι ένα τώρα που (ευτυχώς) πέρασε, το μέλλον είναι ένα τώρα που (δυστυχώς) δεν ήρθε ακόμα. Μέσα στο χρόνο της σχόλης το παρελθόν είναι ένα τώρα που (δυστυχώς) πέρασε, το μέλλον είναι ένα τώρα που (ευτυχώς) δεν ήρθε ακόμα. Χρόνος δηλαδή που δε θυμίζει σε τίποτα την τριπλή ενότητα της στιγμής. Άλλωστε δεν μπορεί να υπάρχει συλλογική στιγμή ή συλλογική πρόληψη. Η αποφασιστικότητα σε αποσπά βίαια από τη συνύπαρξη και το χρόνο της. Αντίθετα, η ισοπέδωση της απροσωπίας έχει το δικό της γραμμικό χρόνο που έχει προκύψει από τη μίμηση του χώρου. Έτσι η βιομέριμνα λογαριάζει το σύμπαν της με το τώρα, το Jetzt da. Tο εδώ (του χώρου) ταυτίζεται με το τώρα (του χρόνου). Αυτός είναι ο χρονικός ρόλος που αποδίδει ο Χάιντεγγερ στο χώρο και με αυτή τη σκέψη καταλήγει να λέει ότι για την καθημερινότητα το αύριο είναι ένα αιώνιο χτες.
Ο χρόνος της είναι η ηλίου κίνησις. Πράγματι, το αληθινό χρονόμετρο της καθημερινότητας είναι το φως και η θέση του ήλιου στον ουρανό. Οι μετατοπίσεις του πάνω στο ουράνιο καντράν βρίσκουν την αντιστοιχία τους στις μετατοπίσεις που κάνουν οι δείχτες πάνω στον επακριβώς μετρημένο και οργανωμένο «ουρανό» του ρολογιού. Έτσι ο ουρανός ταυτίζεται με τον καιρό. Είναι τάχα τυχαίο ότι εννοούμε δίσημα τον καιρό: σα χρόνο και σαν κλίμα (που πάντα κατεβαίνει από τον ουρανό;) Αλλωστε ο Χάιντεγγερ δε θα διστάσει να πεί ότι ο άνθρωπος, έτσι καθώς ακολουθείται από τον ίσκιο του, είναι ρολόι (Sein und Zeit, σ. 416). Ρολόι που μετράει το στατικό παρόν του ίσκιου του· αυτού που πέφτει πάνω στο χώρο της αναυθεντικής παροντικότητας, η οποία μόνο με την αποφασιστικότητα της διάνοιξης μετατρέπεται σε αυθεντική μελλοντικότητα επαναφέροντας τον άνθρωπο στην ουσία του: την ποιητική κατοίκηση του κόσμου.
ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΑΡΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ.
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ: ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΝΕΒΑΙΝΕ ΣΚΑΡΦΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ, ΣΤΟ ΦΩΣ. ΕΙΔΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ, ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΛΥΣΣΟΔΕΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΕΒΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΦΩΣ. ΣΤΗ ΓΝΩΣΗ. ΤΟ ΑΛΥΣΣΟΔΕΜΕΝΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΔΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ, ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ ΤΟΥ. Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΘΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ.
Ο ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΜΕΝΕΙ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΥΠΑΡΞΗ. ΤΟ ΑΡΧΕΤΥΠΟ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΜΠΑΙΜΕ. ΕΝΑΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕ, ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ, ΤΟ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟ ΕΓΩ ΣΕ ΕΑΥΤΟ, ΝΤΥΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ. ΒΥΘΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΛΗΘΗ ΤΟΝ ΤΣΑΓΚΑΡΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΟΙΓΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ.
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου