Συνέχεια από: Σάββατο 9 Αυγούστου 2025
Enrico Berti
https://www.youtube.com/watch?v=6JqK_Ecky3U&list=PL9K0fytNF28OMDvMNXN4-stjFU07Twl6s&index=25
Ας αρχίσουμε λοιπόν με τον Καρτέσιο· περνάμε έτσι από τον Μεσαίωνα, στον οποίο ανήκει ο Άγιος Θωμάς για τον οποίο μιλήσαμε χθες, στην αρχή της νεότερης εποχής, στον 17ο αιώνα. Είναι ο αιώνας με τον οποίο συμβατικά θεωρείται ότι αρχίζει η νεότερη εποχή και από πολιτισμική άποψη, διότι είναι ο αιώνας κατά τον οποίο γεννιέται η επιστήμη, η νεότερη επιστήμη, με τον Γαλιλαίο, τον Καρτέσιο και αργότερα, στο τέλος του αιώνα, με τον Νεύτωνα. Ήδη όμως, μεταξύ τέλους του 16ου και αρχών του 17ου αιώνα, είχαν διατυπωθεί οι πρώτες μεγάλες νεότερες επιστημονικές θεωρίες, από τον Κοπέρνικο με το ηλιοκεντρικό σύστημα και από τον Κέπλερ, τον μεγάλο Γερμανό αστρονόμο που ανακάλυψε τους νόμους για την κίνηση των πλανητών γύρω από τον Ήλιο.
Καρτέσιος. Μάλιστα, εμείς στα ιταλικά έχουμε συνηθίσει να λέμε «Cartesio», δηλαδή να χρησιμοποιούμε τη λατινική εκδοχή του ονόματός του, Cartesius, αλλά ο ίδιος είχε δηλώσει ότι προτιμούσε να τον αποκαλούν με το γαλλικό του όνομα, δηλαδή Descartes. Επομένως, από σεβασμό και προς τη δική του επιθυμία, ας προσπαθήσουμε να τον αποκαλούμε Descartes.
Όπως ξέρετε, ο Descartes είναι ένας από τους πρωτοπόρους της νεότερης φιλοσοφίας. Μάλιστα, ο ίδιος πίστευε ότι εγκαινίαζε μια νέα εποχή στην ιστορία της σκέψης, αν και στην πραγματικότητα πολλές από τις δοξασίες του αποτελούν επανάληψη και αναδιατύπωση της σχολαστικής φιλοσοφίας. Διότι ο Descartes είχε σπουδάσει σε ένα φημισμένο ιησουιτικό κολλέγιο στη Γαλλία, το κολλέγιο της La Flèche, όπου είχε λάβει εξαιρετική παιδεία τόσο από ανθρωπιστική όσο και από επιστημονική και φιλοσοφική άποψη· δηλαδή είχε εκπαιδευτεί στη σχολαστική.
Ξέρετε ότι στα σχολεία των ιησουιτών, στα κολλέγιά τους, η μελέτη του Αριστοτέλη είναι υποχρεωτική, και κυρίως του Αγίου Θωμά. Παρ’ όλα αυτά, ο Descartes δεν ήταν ικανοποιημένος με την παιδεία που έλαβε, διότι, ως άνθρωπος ευφυής —μάλιστα ιδιοφυής— διέκρινε ότι γεννιόταν μια νέα θεώρηση του κόσμου, αυτή που έφερνε η νεότερη επιστήμη, και αναζητούσε μια νέα φιλοσοφία που θα λάμβανε υπόψη τα αποτελέσματα αυτής της νέας επιστήμης και θα του επέτρεπε να οικοδομήσει ένα σύστημα, μια κοσμοθεωρία στην οποία θα συμφιλιώνονταν και θα συνδυάζονταν η νέα επιστήμη και μια νέα φιλοσοφία. Ιδιαίτερα, ο Descartes ήταν προσεκτικός στις εξελίξεις που τότε λάμβαναν χώρα στον τομέα των μαθηματικών και είχε ιδιαίτερη κλίση προς τη μελέτη τους.
Μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε ιδιοφυής μαθηματικός· σε αυτόν ανήκει η ανακάλυψη της αναλυτικής γεωμετρίας, δηλαδή είχε τη σπουδαία έμπνευση ότι είναι δυνατόν να μεταφράζονται οι αλγεβρικές εξισώσεις σε γεωμετρικές καμπύλες και αντιστρόφως. Έτσι, υπάρχει αμοιβαία αντιστοιχία ανάμεσα στην αριθμητική —ή μάλλον καλύτερα την άλγεβρα— και τη γεωμετρία. Και αυτή η ιδέα μιας μαθηματικής επιστήμης που περιλαμβάνει τόσο την άλγεβρα όσο και τη γεωμετρία, του υποκίνησε έπειτα την ιδέα μιας ακόμη πιο καθολικής επιστήμης, που θα περιλάμβανε όλες τις άλλες επιστήμες και θα θεμελιωνόταν στη μέθοδο των μαθηματικών· αυτή που τότε, εκείνα τα χρόνια, ονομαζόταν mathesis universalis, δηλαδή ένα είδος καθολικών μαθηματικών.
Ο ίδιος διηγείται, σε ένα από τα πιο γνωστά έργα του, τον Λόγο περί της μεθόδου, ότι όταν ήταν ακόμη νέος είχε κάνει κάτι σαν στρατιωτική θητεία· ο Descartes δεν ήταν καθηγητής, ούτε μοναχός, αλλά ένας μικρός ευγενής, ένας Γάλλος αριστοκράτης, ιδιοκτήτης ενός μικρού φέουδου, του Perron, που του εξασφάλιζε μια επαρκή πρόσοδο ώστε να ζει χωρίς να χρειάζεται να εργάζεται. Και, όπως όλοι οι νέοι των αριστοκρατικών οικογενειών της εποχής, υπηρέτησε μερικά χρόνια σε στρατιωτική υπηρεσία κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου που διεξαγόταν τότε στην Ευρώπη. Το έκανε όμως όχι για πολιτικές πεποιθήσεις, αφού υπηρέτησε για μερικά χρόνια στο πλευρό των Προτεσταντών και για άλλα χρόνια στο πλευρό των Καθολικών· άρα δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ποιος θα κέρδιζε τον πόλεμο.
Κατά την περίοδο που ο στρατός του πρίγκιπα του Οράνιε-Νασσάου, στον οποίο υπηρετούσε τότε, έπρεπε να ξεχειμωνιάσει —ξέρετε ότι στις μάχες των παλιών πολέμων, τον χειμώνα κάθε εχθροπραξία σταματούσε γιατί δεν ήταν δυνατό να γίνει πορεία, να μετακινηθούν στρατεύματα κ.λπ.— περνούσαν λοιπόν τους χειμερινούς μήνες στα στρατόπεδα. Και ενώ περνούσε τον χειμώνα με τον στρατό του πρίγκιπα του Οράνιε-Νασσάου, όπως λέει, του ήρθε μια σπουδαία ιδέα· δηλαδή, ανακάλυψε τη μέθοδό του, αυτή που ο ίδιος θεωρούσε κατόπιν ως τη θεμελιώδη μέθοδο κάθε μορφής γνώσης. Το διηγείται, πράγματι, στο δεύτερο μέρος του Λόγου περί της μεθόδου.
Η μέθοδός του —ο ίδιος δεν λέει με σαφήνεια σε τι ακριβώς συνίστατο— φαίνεται εκ πρώτης όψεως κάτι πολύ απλό: ανακάλυψε, λέει, ότι όταν κάποιος κάνει κάτι μόνος του, μπορεί να το κάνει καλύτερα απ’ ό,τι όταν το κάνουν πολλοί μαζί. Αυτό βέβαια δεν ισχύει πάντοτε, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ισχύει. Αν, για παράδειγμα, πρέπει να γράψετε ένα κείμενο, μια έκκληση, ένα ψήφισμα κ.λπ., και μπείτε στη διαδικασία δέκα ή δεκαπέντε άτομα, όπως συχνά συμβαίνει σε συνελεύσεις, είναι δύσκολο τελικά να παραχθεί ένα κείμενο.
Αν, αντίθετα, το αναλάβει ένα μόνο άτομο, θα το συντάξει και μετά θα το υποβάλει προς συζήτηση στους άλλους. Αυτό φαίνεται μια απλοϊκή παρατήρηση. Στην πραγματικότητα, όμως, πίσω από αυτόν τον συλλογισμό υπήρχε κάτι πολύ σημαντικότερο: ήδη από τα χρόνια της νεότητάς του, ο Descartes είχε διαισθανθεί τη δυνατότητα να επεκτείνει τη μέθοδο των μαθηματικών και στη φυσική· κάτι που, άλλωστε, την ίδια περίοδο στην Ιταλία έκανε και ο Γαλιλαίος. Και κυρίως, συνέλαβε την ιδέα να εφαρμόσει τη μαθηματική μέθοδο όχι μόνο στη φυσική, αλλά σε ολόκληρη τη φιλοσοφία, ώστε να οικοδομήσει μια καθολική επιστήμη ικανή να εξηγήσει τα πάντα, να επιλύσει όλα τα προβλήματα και, συνεπώς, να γνωρίσει ολόκληρη την πραγματικότητα μέσω της μαθηματικής μεθόδου.
Γιατί η μαθηματική μέθοδος; Διότι η μαθηματική επιστήμη, σε αντίθεση με τη φιλοσοφία, στην οποία υπήρχαν ατέρμονες διαμάχες ανάμεσα σε φιλοσόφους διαφορετικών απόψεων και ποτέ δεν επιτυγχανόταν ένα συμπέρασμα αποδεκτό από όλους, έδειχνε να μην γνωρίζει τέτοιες διαμάχες· περιείχε συλλογισμούς και αποδείξεις που γίνονταν δεκτές από όλους, και έτσι παρείχε την εγγύηση ότι ήταν μια μέθοδος πιο σοβαρή, πιο αυστηρή, πιο ακριβής, πιο αξιόπιστη. Θα είχε, μάλιστα, ενδιαφέρον να δούμε σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή η μέθοδος: είναι αυτό που ο Descartes, στον Λόγο περί της μεθόδου, αποκαλεί μέθοδο της ανάλυσης και της σύνθεσης.
Πρόκειται για την μαθηματική ανάλυση, δηλαδή τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για την επίλυση προβλημάτων, όταν ξεκινά κανείς ακριβώς από ένα πρόβλημα και, με τα λίγα στοιχεία που γνωρίζει, αναζητά μια λύση που να επιτρέπει να θεωρηθεί το πρόβλημα λυμένο. Είναι μια πορεία από αυτό που είναι λιγότερο γνωστό προς αυτό που είναι περισσότερο γνωστό. Και η μέθοδος αντίστροφη προς την ανάλυση είναι η σύνθεση, δηλαδή η απόδειξη, η εξαγωγή συμπερασμάτων που δεν ήταν ακόμη γνωστά, από στοιχεία ήδη γνωστά.
Εδώ δεν έχω τον χρόνο να σταθώ σε αυτήν την πτυχή, αλλά είναι δυνατό να το κάνουμε· μπορεί κανείς να δείξει με πολύ απλό τρόπο ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για συλλογιστικές διαδικασίες· είτε στην περίπτωση της ανάλυσης είτε της σύνθεσης. Άρα, η μαθηματική μέθοδος που ο Descartes προτείνει να εφαρμόσει σε ολόκληρη την πραγματικότητα είναι θεμελιωδώς μια παραγωγική μέθοδος. Όπως όμως κάθε παραγωγική συλλογιστική, χρειάζεται να ξεκινά από αρχές προφανείς, από αρχές ασφαλείς, βέβαιες· επομένως προϋποθέτει ως βάση της μια διαίσθηση, δηλαδή μια άμεση διανοητική γνώση ορισμένων πρωταρχικών αληθειών, αυταπόδεικτων για όλους, όπως είναι, στην περίπτωση των μαθηματικών, οι ορισμοί, τα αξιώματα, οι θεμελιώδεις έννοιες.
Αυτό ήταν το σχέδιο που ο Descartes συνέλαβε ήδη από τη νεότητά του· θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ένα έργο περισσότερο επιστημονικού παρά φιλοσοφικού χαρακτήρα, που επιδίωκε να αξιοποιήσει την ανακάλυψη της νέας επιστήμης, της νεότερης επιστήμης. Ο Descartes γνώριζε τα έργα όχι μόνο του Κοπέρνικου, αλλά και του Κέπλερ, καθώς και του Γαλιλαίου· ήξερε τους μεγάλους μαθηματικούς της εποχής του, όπως τον Fermat· και έτσι, γνωρίζοντας αυτές τις νέες επιστήμες, ήθελε να οικοδομήσει τη mathesis universalis, τη «καθολική μαθηματική».
Την ώρα όμως που ήταν απορροφημένος σε αυτές τις έρευνες, ξέσπασε στην Ευρώπη η υπόθεση Γαλιλαίου — η δίκη του Γαλιλαίου και η καταδίκη του από την Ιερά Εξέταση, το 1633. Ο Descartes έμαθε για την καταδίκη του Γαλιλαίου και ταράχθηκε βαθύτατα. Γιατί; Επειδή, μέσα του, έδινε δίκιο στον Γαλιλαίο· θεωρούσε ότι ο Γαλιλαίος είχε διαβλέψει όχι μόνο την ορθότητα του κοπερνίκειου συστήματος, στο οποίο πίστευε και ο ίδιος ο Descartes, αλλά ότι είχε ουσιαστικά θεμελιώσει μια νέα επιστήμη — τη μηχανική — η οποία είχε γεννηθεί ακριβώς από την εφαρμογή της μαθηματικής μεθόδου στη φυσική, δηλαδή τη μαθηματική φυσική. Έτσι, ο Descartes, μέσα του, όχι μόνο συμμεριζόταν αλλά και θαύμαζε το έργο του Γαλιλαίου.
Ταυτόχρονα, όμως, ο Descartes, αν και δεν ήταν βαθιά θρησκευόμενος, ήταν ωστόσο πιστός· ήταν καθολικός, ειλικρινά πιστός· και επομένως δεν ήθελε να βρεθεί σε σύγκρουση με την Εκκλησία που είχε καταδικάσει τον Γαλιλαίο. Η είδηση, λοιπόν, της καταδίκης του Γαλιλαίου τον ώθησε να αναστείλει τη δημοσίευση ενός μεγάλου έργου που είχε αρχίσει να συγγράφει, με τίτλο Le Monde («Ο Κόσμος»), δηλαδή το σύμπαν. Επρόκειτο ουσιαστικά για την παρουσίαση της καθολικής επιστήμης, βασισμένης στη μαθηματική μέθοδο.
Από φρόνηση, λοιπόν, και για να αποφύγει να καταδικαστεί όπως ο Γαλιλαίος, δεν δημοσίευσε το έργο του Ο Κόσμος, στο οποίο όχι μόνο υιοθετούσε τη θεωρία του Κοπέρνικου — που είχε καταδικαστεί από την Ιερά Εξέταση — αλλά και εξηγούσε ολόκληρη την προέλευση και τη δομή του σύμπαντος μέσω της μεθόδου της μαθηματικής φυσικής. Όπως σας είπα, με την είδηση της καταδίκης του Γαλιλαίου, ο Descartes σταμάτησε· εγκατέλειψε τη δημοσίευση του Κόσμου και αφοσιώθηκε στην οικοδόμηση μιας μεταφυσικής, δηλαδή ενός λόγου διαφορετικού από την καθολική επιστήμη που είχε εκθέσει στο έργο Ο Κόσμος· μιας μεταφυσικής που θα του επέτρεπε να διασώσει δύο αλήθειες που θεωρούσε ουσιώδεις για την καθολική πίστη και τη θρησκεία: την ύπαρξη του Θεού και την αθανασία της ψυχής. Δηλαδή, σκέφτηκε ότι, αν οικοδομούσε μια μεταφυσική ικανή να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού και την αθανασία της ψυχής, αυτό θα τον προστάτευε από μια πιθανή καταδίκη της Εκκλησίας και θα του επέτρεπε, αργότερα, να δημοσιεύσει το σύστημά του για τον κόσμο, βασισμένο στη μαθηματική μέθοδο.
Για να κατανοήσει κανείς τη φιλοσοφία του Descartes, πρέπει να γνωρίζει αυτά τα πράγματα· πρέπει να μελετήσει όλα τα κείμενα και να ανασυνθέσει την ιστορία του. Ο ίδιος δεν ήθελε να είναι μεταφυσικός· ήθελε να είναι ο δημιουργός αυτής της καθολικής επιστήμης που θα βασιζόταν στη μέθοδο, στη μαθηματική μέθοδο. Ωστόσο, θεώρησε αναγκαίο πρώτα να επεξεργαστεί και μια μεταφυσική, η οποία θα διασφάλιζε τουλάχιστον αυτές τις δύο αλήθειες που για τον ίδιο ήταν οι δύο κύριες αλήθειες της καθολικής πίστης. Μόλις αποδεικνυόταν η ύπαρξη του Θεού και η αθανασία της ψυχής, για όλα τα υπόλοιπα μπορούσε να έχει κανείς ελευθερία και να λέει οτιδήποτε.
Έτσι, οικοδόμησε μια μεταφυσική —αυτή που τελικά τον έκανε και πιο διάσημο— γιατί για να την κατασκευάσει, επιχείρησε, εφαρμόζοντας κατά κάποιον τρόπο και εδώ τη μαθηματική μέθοδο, να βρει ποια θα μπορούσε να είναι η διαίσθηση από την οποία θα ξεκινούσε· δηλαδή, η αυταπόδεικτη αλήθεια που θα αποτελούσε την αφετηρία για να συναγάγει κατόπιν τις δύο θέσεις που τον ενδιέφεραν: την ύπαρξη του Θεού και την αθανασία της ψυχής.
Και αυτή η διαίσθηση υπήρξε για αυτόν —κι εδώ βρίσκεται και η φιλοσοφική και μεταφυσική του ιδιοφυΐα— το περίφημο cogito ergo sum. Υιοθέτησε μια στάση πολύ ορθή από φιλοσοφικής άποψης· δηλαδή, το να αμφιβάλλει για όλα, να μην αποδέχεται καμία αλήθεια χωρίς προηγουμένως να την έχει θέσει υπό αμφισβήτηση· να μην θεωρεί τίποτα δεδομένο, να μην προϋποθέτει τίποτα. Διότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να έχει κανένα προαπαιτούμενο· πρέπει —όπως θα λέγαμε σήμερα— να είναι πλήρως κριτική, αμερόληπτη, χωρίς προκαταλήψεις.
Αμφιβάλλοντας, λοιπόν, για όλα, συνειδητοποίησε ότι υπήρχε κάτι για το οποίο δεν μπορούσε να αμφιβάλλει: ο ίδιος ο δισταγμός, η ίδια η αμφιβολία. Στη στιγμή που αμφιβάλλω για όλα, αμφιβάλλω για όλα, αλλά δεν μπορώ να αμφιβάλλω ότι αμφιβάλλω· γιατί αν αμφέβαλλα ότι αμφιβάλλω, δεν θα σταματούσα την αμφιβολία μου αλλά θα την επαναλάμβανα· επομένως, η αμφιβολία είναι αναμφισβήτητη. Αλλά η αμφιβολία είναι μια μορφή σκέψης· είναι το cogito, το σκέπτεσθαι· άρα σκέπτομαι. Αν αμφιβάλλω για όλα, σημαίνει ότι σκέπτομαι· και από αυτή τη βεβαιότητα, από αυτήν τη θεμελιώδη διαίσθηση, ο Descartes επιχείρησε να συναγάγει τις δύο αλήθειες που τον ενδιέφεραν: την αθανασία της ψυχής και την ύπαρξη του Θεού.
Μια πολύ σύντομη αναφορά στην αθανασία της ψυχής —γιατί το θέμα μας είναι η ύπαρξη του Θεού, όχι η αθανασία— αλλά κάτι πρέπει να πούμε: Ο Descartes, όπως πολλοί καθολικοί, είχε μια δυαλιστική αντίληψη για τον άνθρωπο· κατά την οποία ο άνθρωπος δεν είναι μία και μοναδική ουσία, αλλά αποτελείται από δύο ουσίες: την ψυχή και το σώμα. Το σώμα είναι θνητό, φθείρεται· η ψυχή, όμως, είναι αθάνατη. Ο Descartes πίστευε ότι αυτή ήταν η χριστιανική άποψη —όπως πιστεύουν και πολλοί άλλοι χριστιανοί— στην πραγματικότητα, όμως, αυτή είναι η πλατωνική αντίληψη για τον άνθρωπο, και ακόμη παλαιότερα, των Πυθαγορείων και των ορφικών ποιητών· μια κατεξοχήν ελληνική άποψη, που δεν βρίσκεται, για παράδειγμα, στην Εβραϊκή Βίβλο, ούτε είναι η αυθεντική χριστιανική αντίληψη.
Ωστόσο, ο Descartes —όπως και η ίδια η Εκκλησία είχε διδάξει σε όλο τον Μεσαίωνα, με τον Αυγουστίνο και όλους τους μεγάλους μεσαιωνικούς φιλοσόφους— θεωρούσε ότι για να αποδειχθεί η αθανασία της ψυχής, ήταν απαραίτητο να δειχθεί ότι η ψυχή είναι ανεξάρτητη από το σώμα· ότι μπορεί να υπάρχει ακόμη και χωρίς το σώμα· ώστε, όταν το σώμα πεθαίνει, η ψυχή να συνεχίζει να υπάρχει.
Και πίστευε ότι μπορούσε να συναγάγει αυτήν την ιδέα της ψυχής ως ανεξάρτητης από το σώμα —δηλαδή ως ουσίας, γιατί «ουσία» σημαίνει ακριβώς αυτό, κάτι που μπορεί να υπάρχει καθ’ εαυτό— από τη διαίσθηση που είχε αποκτήσει, δηλαδή το cogito. Ο συλλογισμός του ήταν: αμφιβάλλω για όλα· το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω είναι η σκέψη μου· γιατί αν αμφιβάλλω για αυτήν, την ασκώ· δεν την καταστρέφω, την επιβεβαιώνω. Μπορώ να αμφιβάλλω ότι έχω σώμα — μπορεί να ονειρευόμαστε· μπορεί να μην είναι αλήθεια ότι είμαστε εδώ, ότι μιλάμε και ακούμε ο ένας τον άλλον· μπορεί όλα αυτά να είναι ένα όνειρο· δεν έχουμε καμία εγγύηση ή βεβαιότητα ότι πράγματι βρισκόμαστε εδώ, με αυτό το σώμα, σε αυτόν τον τόπο, αυτήν τη στιγμή· για όλα αυτά μπορούμε να αμφιβάλλουμε.
Αν, λοιπόν, μπορούμε να αμφιβάλλουμε ακόμη και για το σώμα μας, ενώ δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε για τη σκέψη μας, σημαίνει ότι είμαστε ουσιαστικά σκεπτόμενα όντα· δηλαδή, το μόνο βέβαιο για τον εαυτό μας είναι ότι σκεπτόμαστε· όλα τα υπόλοιπα μπορούν να αμφισβητηθούν, να θεωρηθούν ψευδαίσθηση, εμφάνιση, όνειρο. Ήταν η εποχή που, στην Ισπανία, ο Calderón de la Barca έγραφε το υπέροχο δράμα La vida es sueño. Υπήρχε, λοιπόν, το ερώτημα: είμαστε ξύπνιοι ή ονειρευόμαστε; Διότι, όταν κάποιος ονειρεύεται, δεν γνωρίζει ότι ονειρεύεται· πιστεύει ότι είναι ξύπνιος· επομένως, μπορεί και τώρα, που νομίζουμε ότι είμαστε ξύπνιοι, να ονειρευόμαστε.
Αντίθετα, για τη σκέψη είμαστε απολύτως βέβαιοι· ακόμη κι αν ονειρευόμασταν, ακόμη κι αν όλα αυτά ήταν ψευδαίσθηση, δεν θα έπαυε να ισχύει ότι σκεπτόμαστε. Συνεπώς, η ουσία μας είναι, όπως έλεγε, res cogitans, δηλαδή «σκεπτόμενο πράγμα»· η φύση μας είναι η σκέψη. Το σώμα είναι κάτι διαφορετικό· ανήκει σε άλλη τάξη πραγμάτων, δηλαδή στην ύλη· και η ύλη, σύμφωνα με τον Descartes, δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκταση· δηλαδή ό,τι μπορεί να μετρηθεί με τη γεωμετρία, με τα μαθηματικά — ποσότητα· γιατί ολόκληρος ο φυσικός κόσμος είναι γνωστός μόνο μέσω των μαθηματικών.
Έτσι, ο άνθρωπος είναι το σύνολο δύο ουσιών: η ψυχή, res cogitans («σκεπτόμενο πράγμα») και το σώμα, res extensa («εκτατό πράγμα»), δηλαδή πράγμα που διαθέτει απλώς έκταση. Δεν θα σχολιάσω τώρα αυτόν τον συλλογισμό, ο οποίος, για τον Descartes, εγγυάται την αθανασία της ψυχής· διότι, αν η ψυχή είναι ανεξάρτητη από το σώμα, συνεχίζει να σκέπτεται ακόμη και όταν το σώμα δεν υπάρχει πλέον, και άρα είναι αθάνατη.
Η ύπαρξη του Θεού — Αμέσως μετά την απόδειξη της αθανασίας της ψυχής, ο Descartes επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Και εδώ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε πώς το κάνει. Διότι, από τη μία, έχει πίσω του όλη την παράδοση της σχολαστικής φιλοσοφίας —την οποία είχε μελετήσει και μάθει καλά στο ιησουιτικό κολλέγιο της La Flèche— αλλά, από την άλλη, έχει και αυτήν τη βεβαιότητα που απέκτησε μέσω της διαίσθησης του cogito. Θέλει, λοιπόν, αυτή να αποτελέσει την αφετηρία, όχι μόνο για την απόδειξη της αθανασίας της ψυχής, αλλά και για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.
Είναι, λοιπόν, ενδιαφέρον να δούμε πώς οι αποδείξεις που κατασκευάζει ο Descartes είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα μείγμα· ένας συνδυασμός των αποδείξεων της σχολαστικής (του Ανσέλμου, του Θωμά Ακινάτη, που είδαμε χθες) και των βεβαιοτήτων που μπορεί να συναγάγει από την ανακάλυψή του, δηλαδή το cogito — «σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Θα ήθελα να τις διαβάσουμε μαζί αυτές τις αποδείξεις· περιέχονται στη δεύτερη ενότητα του Λόγου περί της μεθόδου.
Δυστυχώς, δεν έχω ετοιμάσει μια ανθολογία με τα αποσπάσματα που διαβάζω σε αυτά τα μαθήματα· όμως, όπως έλεγε χθες ο καθηγητής Ventimiglia, ίσως μπορέσουμε να τη συγκροτήσουμε έτσι ώστε να είναι διαθέσιμη σε όσους πρέπει να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις. Και σε αυτή την ανθολογία, εγώ θα έβαζα ακριβώς το τέταρτο μέρος του Λόγου περί της μεθόδου, εκείνο που αφορά την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.
Ο Descartes μας δίνει τρεις αποδείξεις —αν και ο ίδιος νομίζει ότι δίνει τέσσερις, αλλά θα δούμε ότι στην πραγματικότητα είναι μόνο τρεις— τρεις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού. Η πρώτη ξεκινά από την ιδέα της τελειότητας. Σας διαβάζω το κείμενο, από την ιταλική μετάφραση του Λόγου περί της μεθόδου:
«Στοχαζόμενος πάνω στο γεγονός ότι αμφέβαλλα» —βλέπετε, ξεκινά από την αμφιβολία— «και ότι έβλεπα καθαρά πως η γνώση είναι μεγαλύτερη τελειότητα από την αμφιβολία»… Αυτός αμφιβάλλει, αλλά, όπως όλοι όσοι αμφιβάλλουν, αντιλαμβάνεται ότι η αμφιβολία καθαυτή δεν είναι τελειότητα· δηλαδή, αμφιβάλλουμε γιατί θέλουμε να είμαστε βέβαιοι ότι γνωρίζουμε· όμως, καλύτερο από το να αμφιβάλλει κανείς είναι να γνωρίζει. Ο στόχος είναι να γνωρίζει· επομένως, η αμφιβολία καθαυτή δεν είναι τελειότητα· η αληθινή τελειότητα είναι η γνώση, η δυνατότητα να γνωρίζουμε πέρα από κάθε αμφιβολία.
«Επομένως, έβλεπα καθαρά ότι η γνώση είναι μεγαλύτερη τελειότητα από την αμφιβολία· οπότε η δική μου ύπαρξη δεν ήταν τελείως τέλεια». Αν αμφιβάλλω, σημαίνει ότι δεν είμαι τέλειος, διότι, αν ήμουν τέλειος, θα γνώριζα· δεν θα αμφέβαλλα. Άρα η αμφιβολία είναι σημάδι της ατέλειάς μου.
Αποφάσισα, λοιπόν, να εξετάσω από πού έμαθα να σκέφτομαι κάτι πιο τέλειο από εμένα τον ίδιο· δηλαδή, εάν —λέει ο Descartes— αντιλαμβάνομαι ότι είμαι ατελής, ωστόσο, για να μπορώ να πω ότι είμαι ατελής, πρέπει να έχω μέσα στον νου μου την ιδέα της τελειότητας· γιατί, αν δεν είχα την ιδέα ενός τέλειου όντος, πώς θα μπορούσα να πω ότι είμαι ατελής; Είμαι ατελής επειδή είμαι διαφορετικός από το τέλειο ον· επειδή δεν είμαι το τέλειο ον· αλλά, για να μπορώ να το πω αυτό, πρέπει να ξέρω τι σημαίνει «τέλειος». Άρα έχω μέσα στον νου μου την ιδέα της τελειότητας.
Και κατάλαβα, με απόλυτη σαφήνεια, ότι έπρεπε να την έχω λάβει από μια φύση πραγματικά πιο τέλεια από εμένα. Διότι —λέει— αν έχω μέσα μου αυτή την ιδέα ενός τέλειου όντος, από πού την πήρα; Όχι από τον εαυτό μου, γιατί είμαι ατελής· αλλά ούτε και από τα πράγματα που βρίσκονται έξω από εμένα, γιατί για αυτά δεν έχω καν τη βεβαιότητα ότι υπάρχουν πράγματι· μπορώ να αμφιβάλλω γι’ αυτά. Άρα, σίγουρα δεν είναι αυτά η πηγή της ιδέας. Εφόσον, λοιπόν, η πηγή δεν βρίσκεται ούτε μέσα μου ούτε έξω από εμένα, και ωστόσο εγώ έχω αυτή την ιδέα, δεν μπορεί να προέρχεται παρά μόνο από ένα τέλειο ον· δηλαδή, από τον Θεό.
Η πρώτη, λοιπόν, απόδειξη της ύπαρξης του Θεού είναι το γεγονός ότι έχω μέσα στο μυαλό μου την ιδέα του Θεού· και αυτή την ιδέα δεν θα μπορούσε να μου την έχει εμφυσήσει κανείς άλλος παρά μόνο ο ίδιος ο Θεός. Υπάρχει εδώ κάποια αναλογία με την απόδειξη του Ανσέλμου: ακόμη και ο άφρων λέει στην καρδιά του «δεν υπάρχει Θεός»· αλλά, για να μπορέσει να πει «δεν υπάρχει Θεός», πρέπει να ξέρει τι σημαίνει η λέξη «Θεός», αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι μεγαλύτερο. Άρα, ακόμη και ο άφρων έχει την ιδέα του Θεού. Είναι ο ίδιος συλλογισμός που κάνει εδώ ο Descartes· μόνο που εκείνος τον αντλεί από την αμφιβολία· να, λοιπόν, η επίδραση της δικής του φιλοσοφίας, η σύνθεση της σχολαστικής με τη φιλοσοφία καθαρά καρτεσιανού τύπου.
Φυσικά, αυτή η απόδειξη ισχύει όσο και εκείνη του Ανσέλμου της Άουστας· γιατί και αυτή περιέχει το πέρασμα από το «σκέφτομαι» στο «υπάρχει»· από αυτό που υπάρχει στον νου σε αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα· και θα δούμε πώς ο Καντ θα την κρίνει.
Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη απόδειξη· σας διαβάζω την αρχή της· αλλά πρώτα, το συμπέρασμα της πρώτης:
«Η ιδέα της τελειότητας έπρεπε, λοιπόν, να έχει τεθεί μέσα μου από μια φύση πραγματικά πιο τέλεια από εμένα, και μάλιστα τέτοια που να έχει μέσα της όλες τις τελειότητες για τις οποίες θα μπορούσα να έχω κάποια ιδέα· και, για να το πω με μία μόνο λέξη, αυτή η φύση είναι ο Θεός».
Και συνεχίζει: «Πρόσθεσα αυτή την άλλη σκέψη…» — να η δεύτερη απόδειξη· βλέπετε πώς προχωρά, συλλογιζόμενος· δηλαδή, όχι κοιτάζοντας γύρω του, όχι κοιτάζοντας έξω από τον εαυτό του, αλλά συλλογιζόμενος μέσα του, πάνω στη δική του σκέψη, πάνω στις δικές του ιδέες. «Πρόσθεσα αυτή την άλλη σκέψη: ότι, καθώς γνώριζα ορισμένες τελειότητες από τις οποίες ήμουν εντελώς στερημένος, δεν ήμουν το μόνο ον που υπήρχε, αλλά έπρεπε αναγκαστικά να υπάρχει κάποιο άλλο, πιο τέλειο, από το οποίο εξαρτιόμουν και από το οποίο είχα λάβει όλα όσα διέθετα· γιατί, αν ήμουν μόνος και ανεξάρτητος από κάθε άλλο, ώστε να έχω δώσει στον εαυτό μου αυτό το ελάχιστο μερίδιο τελειότητας που είχα, τότε, για τον ίδιο λόγο, θα μπορούσα να δώσω στον εαυτό μου και όλα τα υπόλοιπα που ήξερα ότι μου λείπουν· και έτσι θα ήμουν ο ίδιος άπειρος, αιώνιος, αμετάβλητος, παντογνώστης και παντοδύναμος, και θα είχα, τέλος, όλες τις τελειότητες που μπορούσα να παρατηρήσω στον Θεό.
Είναι υπέροχο· λέει: Είμαι ατελής, γιατί αμφιβάλλω· άρα σημαίνει ότι δεν έφτιαξα εγώ τον εαυτό μου· γιατί, αν τον είχα φτιάξει εγώ, θα τον είχα φτιάξει τέλειο· θα του είχα δώσει όλες εκείνες τις τελειότητες που ξέρω ότι δεν έχω — δηλαδή, το να είμαι αιώνιος, παντογνώστης, παντοδύναμος· όλες τελειότητες που δεν έχω. Άρα, αν δεν τις έχω, σημαίνει ότι δεν έφτιαξα εγώ τον εαυτό μου· επομένως, υπάρχει κάποιος άλλος που με έφτιαξε· και αυτός είναι ο Θεός.
Είναι μια απόδειξη, όπως βλέπετε, από μια άποψη παρόμοια με την προηγούμενη. Η προηγούμενη ξεκινά από την ιδέα της τελειότητας, την οποία δεν μπορώ να έχω αντλήσει από εμένα. Αυτή η δεύτερη, θα έλεγα, είναι ακόμη βαθύτερη, γιατί δεν ξεκινά από μια ιδέα, αλλά από ένα δεδομένο γεγονός: το γεγονός ότι είμαι ατελής — ή, όπως θα έλεγε η σχολαστική, ότι είμαι πεπερασμένος, ότι είμαι ενδεχόμενος (contingens), ότι μπορώ να υπάρχω αλλά και να μην υπάρχω, ότι είμαι μεταβλητός· και άρα δεν έφτιαξα εγώ τον εαυτό μου, δηλαδή δεν είμαι το απόλυτο. Αφού είμαι πεπερασμένος, δεν είμαι το άπειρο· αφού είμαι ατελής, δεν είμαι το τέλειο· αφού είμαι μεταβλητός, δεν είμαι αιώνιος.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια απόδειξη που θυμίζει κάπως τις πέντε οδούς του Αγίου Θωμά, γιατί ξεκινά από ένα δεδομένο της εμπειρίας — την ατέλειά μου — και συμπεραίνει την ανάγκη ενός απόλυτου αρχείου· μόνο που, ενώ ο Θωμάς στρέφεται προς την εξωτερική εμπειρία (την κίνηση, την αιτία, τους βαθμούς του είναι, την τάξη), ο Descartes κοιτάζει μέσα του. Αυτό είναι το τυπικό τής μεθόδου· και είναι χαρακτηριστικά νεότερο. Γι’ αυτό λέγεται πάντοτε ότι η νεότερη φιλοσοφία, με τον Descartes, ανακαλύπτει την υποκειμενικότητα, ανακαλύπτει την εσωτερικότητα, ανακαλύπτει το «εγώ».
Έπειτα, υπάρχει και μια τρίτη απόδειξη· και ας τη διαβάσουμε, γιατί είναι ενδιαφέρουσα.
«Προχώρησα κατόπιν σε άλλους λόγους» — βλέπετε πώς παρουσιάζει τη φιλοσοφία του σε αφηγηματική μορφή, δηλαδή διηγείται ποιες υπήρξαν οι σκέψεις του. «Προχώρησα κατόπιν σε άλλους λόγους· εξέτασα το αντικείμενο της γεωμετρίας, το οποίο συνέλαβα ως ένα συνεχές σώμα, δηλαδή ως έναν χώρο απεριόριστα εκτεταμένο σε μήκος, πλάτος, ύψος ή βάθος, διαιρετό σε μέρη που μπορούσαν να έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος, και να κινούνται ή να μεταφέρονται προς κάθε κατεύθυνση ή άλλη θέση».
Είναι αυτό που οι γεωμέτρες ονομάζουν ευκλείδειο χώρο· έναν άπειρο χώρο, κενό, προσπελάσιμο προς όλες τις κατευθύνσεις· μέσα σε αυτόν τον χώρο, τα γεωμετρικά μεγέθη είναι εκτεταμένα σώματα· μπορεί να είναι σημεία, γραμμές, επίπεδα ή στερεά — σφαίρες, κύβοι, παραλληλεπίπεδα.
«Αναλογιζόμενος, όμως, ορισμένες από τις πιο απλές αποδείξεις τους —δηλαδή τις αποδείξεις που κάνουν οι μαθηματικοί— παρατήρησα αμέσως ότι η μεγάλη βεβαιότητα που όλοι τους αποδίδουν, θεμελιώνεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι συλλαμβάνονται με σαφήνεια, σύμφωνα με τον κανόνα που είχα θέσει παραπάνω· και ότι, επομένως, δεν υπήρχε απολύτως τίποτε σε αυτές που να με διαβεβαιώνει για την ύπαρξη του αντικειμένου τους».
Δηλαδή, όλες οι γεωμετρικές μορφές παρουσιάζονται με τη μέγιστη σαφήνεια· αλλά σε καμία από αυτές δεν υπάρχει κάτι που να διασφαλίζει την ύπαρξη του αντικειμένου της. Πάρτε, για παράδειγμα, ένα τρίγωνο· μπορούμε να φανταστούμε ένα τρίγωνο και να διατυπώσουμε ένα θεώρημα με το οποίο αποδεικνύεται ότι το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών ενός τριγώνου ισούται με δύο ορθές γωνίες· όμως, τίποτε από αυτά δεν συνεπάγεται ότι το τρίγωνο υπάρχει πραγματικά. Αν υπάρχει, τότε το άθροισμα των γωνιών του ισούται με δύο ορθές· αλλά δεν είναι βέβαιο ότι υπάρχει.
Αντίθετα, επιστρέφοντας να εξετάσω την ιδέα που είχα για το τέλειο ον, διαπίστωσα ότι η ύπαρξη περιλαμβανόταν σε αυτήν με τον ίδιο τρόπο που, στην ιδέα του τριγώνου, περιλαμβάνεται η ισότητα των γωνιών του με δύο ορθές, ή που, στην ιδέα της σφαίρας, περιλαμβάνεται η ίση απόσταση όλων των μερών της από το κέντρο· και μάλιστα ακόμη πιο προφανώς. Δηλαδή, ενώ για τα αντικείμενα της γεωμετρίας μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πολλές ιδιότητές τους —αυτές που αποδεικνύονται με τα θεωρήματα— δεν έχουμε ποτέ τη βεβαιότητα της ύπαρξής τους· για εκείνο, όμως, το ον που αποτελεί το αντικείμενο της ιδέας της τελειότητας — έχουμε πει νωρίτερα ότι στο μυαλό μας υπάρχει η ιδέα της τελειότητας, ενός τέλειου όντος — για το αντικείμενο αυτής της ιδέας, η ύπαρξη περιλαμβάνεται αναγκαστικά.
Δηλαδή, αν είναι τέλειο ον —πράγμα που σημαίνει ότι δεν του λείπει τίποτα—, τότε πρέπει να υπάρχει· γιατί, αν δεν υπήρχε, θα του έλειπε κάτι, δηλαδή ακριβώς η ύπαρξη· και έτσι δεν θα ήταν πλέον τέλειο. Αλλά, αν είναι τέλειο, πρέπει να έχει και την ύπαρξη. Επομένως, στην ιδέα ενός τέλειου όντος, η ύπαρξη περιλαμβάνεται αναγκαστικά· περιλαμβάνεται με την ίδια αναγκαιότητα που οι ιδιότητες του τριγώνου περιλαμβάνονται στην ιδέα του τριγώνου· για παράδειγμα, η ιδιότητα ότι το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών του είναι ίσο με δύο ορθές γωνίες· με την ίδια αναγκαιότητα, δηλαδή με μια αναγκαιότητα μαθηματικού τύπου — να, λοιπόν, για τον Descartes, αυτό που τον ενδιαφέρει: η ιδέα ενός τέλειου όντος περιέχει αναγκαστικά την ύπαρξή του και, επομένως, συνεπάγεται ότι αυτό το ον υπάρχει κατ’ ανάγκην· και αυτό με την ίδια αναγκαιότητα που χαρακτηρίζει τους νόμους των μαθηματικών, δηλαδή ενός είδους γνώσης για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία, μιας γνώσης απολύτως βέβαιης.
Και, κατά συνέπεια, είναι τουλάχιστον τόσο βέβαιο ότι το τέλειο ον, δηλαδή ο Θεός, υπάρχει όσο βέβαιη μπορεί να είναι οποιαδήποτε απόδειξη της γεωμετρίας. Εδώ ο Descartes είναι πεπεισμένος ότι έχει βρει την —ας πούμε— μαθηματική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Φυσικά, καταλαβαίνει ότι δεν είναι ο πρώτος που παρουσιάζει αυτήν την απόδειξη, γιατί παρακάτω λέει: «Ακόμη και οι σχολαστικοί φιλόσοφοι» —δεν αναφέρει το όνομα του Αγίου Ανσέλμου, αλλά σ’ αυτόν σκέφτεται— «κρατούν ως αρχή ότι δεν υπάρχει τίποτα στον νου που να μην έχει προηγουμένως περάσει από τις αισθήσεις· όπου όμως είναι βέβαιο ότι οι ιδέες του Θεού και της ψυχής δεν έχουν ποτέ περάσει», δηλαδή οι ιδέες του Θεού και της ψυχής δεν προέρχονται από την εμπειρία· προέρχονται από τον ίδιο μας τον νου.
Άρα, αυτή η τρίτη απόδειξη είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια αναδιατύπωση της πρώτης: η πρώτη ξεκινά από την ιδέα της τελειότητας και ρωτάει από πού προέρχεται· και καταλήγει ότι πρέπει να προέρχεται από τον Θεό· ενώ αυτή, η τρίτη, εξετάζει την ιδέα του Θεού ως τέλειου όντος και ανακαλύπτει ότι αυτή η ιδέα πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει και την ύπαρξη.
Μετά, λέει ότι υπάρχει και μια τέταρτη απόδειξη, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι αληθινή απόδειξη· γιατί λέει: «Έχουμε στον νου μας έμφυτες αλήθειες· και αυτές δεν μπορούν να μας έρχονται από τις αισθήσεις, γιατί οι αισθήσεις απατούν· επομένως, μπορούν να μας έρχονται μόνο από τον Θεό· και πρέπει να εμπιστευόμαστε αυτές τις αλήθειες, γιατί ο Θεός είναι αγαθός και δεν μας εξαπατά· δηλαδή, αν ο ίδιος βάζει κάποια αλήθεια στο μυαλό μας, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι είναι σωστή, ότι είναι αληθινή, γιατί ο Θεός λέει την αλήθεια — είναι αληθής (veridicus)».
Μόνο που αυτή η απόδειξη είναι, στην πραγματικότητα, ένας φαύλος κύκλος — όπως παρατήρησαν αμέσως ακόμη και οι μαθητές του Descartes· γιατί παίρνει τον Θεό ως εγγύηση της αλήθειας των ιδεών μας, αλλά ο Θεός αποδεικνύεται ξεκινώντας από τις ιδέες μας. Έτσι, από τη μια πλευρά, η ιδέα είναι το θεμέλιο της ύπαρξης του Θεού, αλλά ταυτόχρονα ο Θεός είναι το θεμέλιο της αλήθειας της ιδέας· να, λοιπόν, ο φαύλος κύκλος· γι’ αυτό η τέταρτη απόδειξη δεν ελήφθη ποτέ σοβαρά υπόψη.
Στον Descartes, ωστόσο, υπάρχουν αυτές οι τρεις πρώτες που είδαμε· οι οποίες είναι, όπως σας είπα, μια επανάληψη και αναδιατύπωση των αποδείξεων που έδωσε ο σχολαστικισμός, αλλά υπό το φως της νέας ανακάλυψης του ίδιου του Descartes — δηλαδή της αμφιβολίας, του cogito, της εσωτερικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου