Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025
Giovanni Reale ΠΛΑΤΩΝ
ΧΙ
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΜΙΜΗΣΗ ΣΤΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
στηριγμένου στη «σωστή μεσότητα» από τον άνθρωπο
και του φυσικού κόσμου από τον Δημιουργό
Το ελληνικό νόημα της «θεωρίας» φερμένο από τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο στα έσχατα όριά του
ΈΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΝΟΗΜΑΤΑ που ο Havelock αποκεφάλισε με τον πιο ριζικό τρόπο είναι αυτό της «θεωρίας», την οποία συνέδεε πάντοτε με εκείνην τη δόξα της οποίας το έπος ήταν παραδειγματική έκφραση. Αντίθετα, η έννοια αυτή για τους Έλληνες είχε εμβέλεια πολύ ευρύτερη, πολύ πέρα από τη διάσταση της απλής γνώμης.
Επειδή πρόκειται για έναν αληθινό και ουσιαστικό άξονα του ελληνικού στοχασμού γενικά και του πλατωνικού ειδικότερα, πρέπει να προσπαθήσουμε να τον φωτίσουμε με τον αρμόζοντα τρόπο.
Ας διαβάσουμε μια σελίδα του Havelock, η οποία θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε, ακριβώς δια της αντιθέσεως, τη θέση που έλαβαν οι Έλληνες γενικά και ο Πλάτων ειδικότερα πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Ανατρέχοντας στη δική του μείωση της «αφαιρετικής» διαδικασίας και στη νεότερη εμπειριστική διάσταση, ο μελετητής εξηγεί έτσι τη γλώσσα του Πλάτωνα σχετικά με την όραση των Ιδεών και των νοητών Μορφών:
«Μπορούμε να πούμε ότι, στην επίπονη αναζήτησή του για μια γλώσσα ικανή να περιγράψει εκείνο το νέο επίπεδο νοητικής δραστηριότητας που εμείς αποκαλούμε αφηρημένο, επανέρχεται συνεχώς σε οπτικές μεταφορές, ενώ θα ήταν λιγότερο παραπλανητικό να χρησιμοποιεί αποκλειστικά εκφράσεις που τονίζουν τον κριτικό μόχθο της ανάλυσης και της σύνθεσης. Το αποφασιστικό παράδειγμα είναι η χρήση της ελληνικής λέξης που σημαίνει “θέα” ή “θεωρία”, η οποία εύκολα μεταβλήθηκε, πράγματι, στη δική μας λέξη “θεωρία”, που δηλώνει επίπεδο καθαρά αφηρημένης σκέψης· όμως στον Πλάτωνα υποδηλώνει συνεχώς τη “θεώρηση” πραγματικοτήτων οι οποίες, άπαξ και αποκτηθούν, είναι εκεί για να ιδωθούν. Πρόκειται για μια νοητική κατάσταση παθητικότητας, ίσως νέου είδους. Ο ποιητικός τύπος δεκτικότητας, που αποκτιόταν μέσω της μιμήσεως, ήταν μια κατάσταση συναισθηματικά ενεργού διέγερσης. Η νέα θεωρία οφείλει αντιθέτως να είναι γαλήνια, ήρεμη, αποστασιοποιημένη. Οφείλει να μοιάζει με το “παρακολουθείν” ενός θρησκευτικού μύθου, σε αντίθεση με τη συμμετοχή σε ένα ανθρώπινο δράμα. Ο Πλάτων άλλαξε τον χαρακτήρα της εκτέλεσης και μας κατέστησε σιωπηλούς θεατές. Παραμένουμε όμως θεατές εικόνων. Δεν θα προσκληθούμε απλώς να αφήσουμε κατά μέρος τη σχολαστική (αυστηρή) σκέψη και να παραδοθούμε σε μια νέα μορφή ονείρου, προορισμένου να είναι θρησκευτικό μάλλον παρά ποιητικό;» (Havelock, Ο προφορικός πολιτισμός και ο πολιτισμός της γραφής,σελ. 222).
Ο Havelock προσθέτει ότι αυτό θα οδηγούσε στη «μυστική/μυστικιστική θεωρία της αλήθειας, της ομορφιάς και της αγαθότητας», αλλά, κατά τη γνώμη του, αυτό θα ήταν σφάλμα. Αναγνωρίζει ότι μερικές φορές ο Πλάτων μάς προσκαλεί να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο, κρίνει τις μεθόδους που συναντώνται στον Τίμαιο ως «προδοσία της διαλεκτικής» και θεωρεί ότι τα αποτελέσματα που εκεί επιτυγχάνονται, θεμελιωμένα σε μαθηματικές έννοιες, είναι «ένα είδος άλγεβρας, συγκεκαλυμμένο όμως από τα ονειρικά ενδύματα της μυθολογίας» (Havelock, Ο προφορικός πολιτισμός και ο πολιτισμός της γραφής, σελ. 223).
Στην πραγματικότητα, ο Havelock δεν κατανόησε, ακριβώς μέσα στην επιστημονικιστική, αναγωγιστική προοπτική όπου τοποθετείται, την τεράστια αξιολογική και οντολογική εμβέλεια της «θεωρίας» για τους Έλληνες, όπως αμέσως θα δούμε.
Ας υπενθυμίσουμε, πρώτα απ’ όλα, την ηθική, εκτός από τη γνωσιολογική, σημασία του όρου: «θεωρώ» σημαίνει ότι, στηριγμένος στη γνώση, υιοθετώ μια συγκεκριμένη πρακτική στάση απέναντι στη ζωή· συνεπώς, η ελληνική θεωρία απέχει πολύ από το να έχει απλώς έναν πνευματικό και αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά είναι πάντοτε επίσης μια διδασκαλία ζωής.
Η Cornelia de Vogel έχει επισημάνει:
«Το να πούμε ότι η φιλοσοφία για τους Έλληνες σήμαινε ορθολογική σκέψη πάνω στο σύνολο των πραγμάτων είναι αρκετά ακριβές, εάν περιοριστούμε σε αυτό. Αλλά αν θέλουμε να ολοκληρώσουμε τον ορισμό, πρέπει να προσθέσουμε ότι, εξαιτίας του ύψους του αντικειμένου της, αυτή η σκέψη ενείχε μια συγκεκριμένη ηθική στάση και έναν τρόπο ζωής, οι οποίοι θεωρούνταν ουσιώδεις τόσο από τους ίδιους τους φιλοσόφους όσο και από τους συγχρόνους τους. Αυτό, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι η φιλοσοφία δεν ήταν ποτέ ένα καθαρά διανοητικό γεγονός»(Cornelia J. de Vogel, Philosophy, Assen 1970, σσ. 22-23).
Αυτή η έννοια, ισχύουσα για όλους τους Έλληνες φιλοσόφους, από τους πρώτους κιόλας – όπως θα δούμε στην επόμενη παράγραφο – φτάνει σε εξαιρετικά ύψη στον Πλωτίνο, με τη διδασκαλία περί δημιουργικής θεωρίας:
«Η δημιουργία μάς παρουσιάστηκε σαφώς ως “θεωρία”· πράγματι, είναι προϊόν θεωρίας, μιας θεωρίας που παραμένει καθαρή θεωρία και δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δημιουργεί, επειδή είναι “θεωρία”» (Πλωτίνος, Εννεάδες, III 8, 3).
Η αληθινή δημιουργική δύναμη δεν είναι η «πράξη», αλλά η «θεωρία».
Η λεπτομερής εξήγηση αυτής της διδασκαλίας θα ήταν αρκετά περίπλοκη· παραπέμπουμε όποιον θα ήθελε να τη γνωρίσει στις λεπτομέρειές της σε άλλα έργα· εδώ αρκεί αυτή η υπενθύμιση για να κατανοηθεί η θέση που υποστηρίζουμε (Βλ. G. Reale, Storia della filosofia antica/Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, τόμος IV, Vita e Pensiero, Μιλάνο 1995, ιδίως σ. 612 κ.ε.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου