Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Enrico Berti | Etica Nicomachea di Aristotele | Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη

 

Enrico Berti | Etica Nicomachea di Aristotele | festivalfilosofia 2014

Enrico Berti | Etica Nicomachea di Aristotele | festivalfilosofia 2014


Καλημέρα σε όλους. Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι για ακόμη μία φορά σε αυτό το φεστιβάλ. Ευχαριστώ, λοιπόν, για την πρόσκληση, ευχαριστώ τη δρ. για τα ευγενικά λόγια με τα οποία με παρουσίασε και ιδιαιτέρως χαίρομαι που θα σας μιλήσω ακόμη μία φορά για τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη.

Είναι η τρίτη φορά που καλούμαι να μιλήσω για αυτό το έργο. Αν και τα θέματα των φεστιβάλ μας αλλάζουν από χρόνο σε χρόνο, προφανώς στα Ηθικά Νικομάχεια βρίσκεται πάντοτε μία αναφορά σχετική με το εκάστοτε θέμα. Θυμάμαι πως πέρυσι το θέμα του φεστιβάλ ήταν η αγάπη, και στα Ηθικά Νικομάχεια υπάρχουν δύο ολόκληρα βιβλία αφιερωμένα σε αυτό που εμείς αποκαλούμε φιλία, η φιλία, η οποία όμως περιλάμβανε και την αγάπη, οπότε μπορούσε να εξεταστεί το θέμα και μέσα από τα Ηθικά Νικομάχεια.

Πριν μερικά χρόνια είχε συζητηθεί η πολιτική κοινότητα, και κι αυτή βρίσκει θέση στα Ηθικά Νικομάχεια. Φέτος μιλάμε για τη δόξα, και η οργάνωση του φεστιβάλ με σοφία έστρεψε την προσοχή μου σε ένα κεφάλαιο του τέταρτου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων, όπου ο Αριστοτέλης πραγματεύεται μία αρετή που δεν θεωρείται συνήθως από τις περισσότερο εκτιμημένες. Είναι μία αρετή που δημιουργεί προβλήματα.

Εκείνη που στα ελληνικά ο Αριστοτέλης ονομάζει μεγαλοψυχία, που κυριολεκτικά θα έπρεπε να μεταφραστεί ως «μεγαλωσύνη ψυχής» ή «μεγαλοσύνη της ψυχής». Μέγα σημαίνει μεγάλο, ψυχή είναι η ψυχή, άρα μεγαλοψυχία είναι η «μεγαλοσύνη της ψυχής», η οποία έχει άμεση σχέση με τη δόξα, επειδή η δόξα είναι ακριβώς η αναγνώριση και η ανταμοιβή που οφείλεται σε αυτή την αρετή, στη μεγαλοσύνη της ψυχής. Ήδη όμως ο όρος προκαλεί προβλήματα, επειδή στην παράδοση έχει αποδοθεί με τον όρο «μεγαλοψυχία» ή «μεγαλοφροσύνη» (magnanimitas).

Οι λατινικές μεταφράσεις των Ηθικών μιλούν πράγματι για magnanimitas και οι περισσότερες ιταλικές μεταφράσεις –του Βιάνο, του Ρεάλε, του Τζανάττα– αποδίδουν τη μεγαλοψυχία ως «μεγαλοψυχία/μεγαλοφροσύνη». Μόνο η τελευταία, η πιο πρόσφατη μετάφραση των Ηθικών Νικομαχείων που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος La Terza σε μετάφραση του Κάρλο Νατάλι, επέλεξε έναν διαφορετικό όρο: «υπερηφάνεια» (fierezza). Έτσι, ο άνθρωπος που κατέχει αυτή την αρετή είναι ο «υπερήφανος άνθρωπος».

Εγώ δεν συμφωνώ ούτε με την παραδοσιακή μετάφραση ούτε με αυτή τη νεότερη ως «υπερηφάνεια», και προτιμώ να διατηρώ τον όρο όπως είναι στην ελληνική γλώσσα, δηλαδή «μεγαλοψυχία» ή «μεγαλοσύνη της ψυχής». Γιατί στα Ηθικά Νικομάχεια γίνεται λόγος για τη μεγαλοψυχία; Τα Ηθικά Νικομάχεια, όπως ξέρουμε, είναι η πραγματεία περί αρετών. Πρόκειται για έργο που γνώρισε τεράστια απήχηση – όχι τόσο στην αρχαιότητα, όπου δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό, όσο κυρίως στον Μεσαίωνα, στην Αναγέννηση και ακόμη και στη σύγχρονη φιλοσοφία.

Ίσως επαναλαμβάνω πράγματα που έχω ήδη αναφέρει και σε άλλες περιστάσεις, αλλά πάντα μου αρέσει να θυμίζω πως ένας ποιητής όπως ο Δάντης, στη Θεία Κωμωδία, μιλώντας για τα Ηθικά Νικομάχεια, βάζει τον Βιργίλιο να λέει –μα στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο Δάντης που του βάζει τα λόγια στο στόμα– «η δική σου ηθική»· δηλαδή, ο Βιργίλιος, αναφερόμενος στα Ηθικά Νικομάχεια, τα παρουσιάζει στον Δάντη ως «τη δική του ηθική». Αυτό σημαίνει ότι ο Δάντης την θεωρούσε ως δική του ηθική. Αυτό ως παράδειγμα της φήμης που είχε το έργο στον Μεσαίωνα. Αλλά για να αναφέρω και έναν πιο πρόσφατο συγγραφέα: ίσως έχετε ακούσει για τον Ισπανό φιλόσοφο Φερνάντο Σαβατέρ, ο οποίος πριν από λίγα χρόνια δημοσίευσε ένα έργο που μεταφράστηκε και στα ιταλικά με τον τίτλο Ηθική για έναν γιο. Και το έργο αυτό του Σαβατέρ είναι μία μίμηση των Ηθικών Νικομαχείων του Αριστοτέλη, επειδή τα Ηθικά Νικομάχεια ονομάστηκαν έτσι ακριβώς επειδή γράφτηκαν από τον Αριστοτέλη για τον γιο του, Νικόμαχο.

Είναι το έργο που ένας πατέρας απευθύνει στον γιο του. Σε αυτό το έργο γίνεται λόγος για τις πιο παραδοσιακές αρετές –την ανδρεία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, τη φρόνηση– αυτές που αργότερα ονομάστηκαν «καρδιακές αρετές». Δίπλα σε αυτές, όμως, ο Αριστοτέλης εισάγει και αυτή την ιδιαίτερη αρετή, τη μεγαλοψυχία, η οποία δεν εντάσσεται στον παραδοσιακό κατάλογο των αρετών. Και πράγματι, έχει προκαλέσει αρκετά προβλήματα.

Λοιπόν, πρώτα απ’ όλα θα σας συνοψίσω το κεφάλαιο στο οποίο ο Αριστοτέλης περιγράφει τη μεγαλοψυχία, έπειτα θα σας πω ποια προβλήματα έχει προκαλέσει, και μετά, ίσως για να προσπαθήσουμε να λύσουμε μερικά από αυτά τα προβλήματα, θα διαβάσουμε μαζί κάποιο κυριολεκτικό απόσπασμα του κειμένου που αφορά τη μεγαλοψυχία. Εν τω μεταξύ, με κάποια έκπληξη παρατήρησα ότι η προσοχή σε αυτή την αρετή είχε ήδη εκδηλωθεί στην ιταλική κουλτούρα πριν μερικά χρόνια. Μου έτυχε, ξέρετε, όπως όλοι ψάχνουμε στο Google για τα θέματα που μας απασχολούν, να βρω ένα άρθρο του Μαουρίτσιο Μπεττίνι, ενός διακεκριμένου Ιταλού φιλολόγου, δημοσιευμένο στη Repubblica πριν από λίγα χρόνια, σχετικά με τη μεγαλοψυχία, όπου ο Μπεττίνι γράφει: «Η μεγαλοψυχία έχει έναν αναγνωρισμένο πατέρα, τον Αριστοτέλη.

Ήταν, πράγματι, εκείνος που υπέβαλε τη μεγαλοψυχία σε μια στοχαστική επεξεργασία, η οποία, περνώντας μέσα από τη ρωμαϊκή και τη μεσαιωνική κουλτούρα, έφτασε μέχρι τις μέρες μας».

Και τότε, τι λέει ο Αριστοτέλης γι’ αυτή την αρετή; Λέει ότι είναι η αρετή εκείνου που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων και πράγματι είναι. Είναι, λοιπόν, ένας άνθρωπος που έχει πολύ καλή κρίση για τον εαυτό του, θεωρεί ότι είναι άξιος, ότι αξίζει μεγάλα πράγματα, δηλαδή τη δόξα, αλλά και πράγματι είναι τέτοιος, δηλαδή δεν υπερεκτιμά τον εαυτό του. Και εδώ ο Αριστοτέλης, όπως συνηθίζει, θέλει να δείξει ότι αυτή η αρετή, όπως όλες οι αρετές, είναι κατά κάποιον τρόπο η ορθή μεσότητα ανάμεσα σε δύο άκρα, ανάμεσα σε δύο αντίθετα ελαττώματα.

Ποια είναι αυτά τα δύο αντίθετα ελαττώματα; Το ένα είναι εκείνου που υποτιμά τον εαυτό του, δηλαδή θεωρεί ότι αξίζει λιγότερα απ’ όσα πραγματικά αξίζει· και αυτό είναι η μικροψυχία, η δουλοπρέπεια, η υπερβολική μετριοφροσύνη. Μας συμβαίνει σε όλους, καμιά φορά, είτε για τον εαυτό μας είτε για κάποιον που γνωρίζουμε, να πούμε: «Μα κοίτα, υποτιμάς τον εαυτό σου, αξίζεις περισσότερα απ’ όσα νομίζεις, οπότε κουνήσου, προσπάθησε, κάνε κάτι, γιατί δεν είναι αλήθεια ότι δεν αξίζεις τίποτα». Αυτό, για τον Αριστοτέλη, είναι ελάττωμα: η μικροψυχία, η μικρότητα ψυχής.

Και το άλλο, το αντίθετο άκρο, είναι εκείνου που υπερεκτιμά τον εαυτό του, που πιστεύει ότι αξίζει περισσότερα απ’ όσα πραγματικά αξίζει, που νομίζει δηλαδή ότι είναι ανώτερος απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα· πώς θα τον λέγαμε; Ο καυχησιάρης, ο ματαιόδοξος, εκείνος που δίνει υπερβολική σημασία στον εαυτό του και δεν γνωρίζει ότι η αξία του είναι κατώτερη απ’ ό,τι ο ίδιος νομίζει. Αυτή είναι η πρώτη διάκριση που κάνει ο Αριστοτέλης.

Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν μου αρέσει η μετάφραση «μεγαλοφροσύνη» (magnanimitas), γιατί συνήθως όταν λέμε ότι κάποιος είναι μεγαλοψυχος εννοούμε ότι είναι γενναιόδωρος, ότι συγχωρεί, ότι είναι επιεικής· αλλά αυτές είναι αρετές για τις οποίες μιλά ο Αριστοτέλης, όμως υπό άλλους τίτλους· δεν τις συγχέει με τη μεγαλοψυχία.

Και γι’ αυτό ο Νατάλι προτίμησε να μην αποδώσει τον όρο με «μεγαλοφροσύνη», αλλά με «υπερηφάνεια». Όμως, κατά τη γνώμη μου, ούτε η μετάφραση «υπερηφάνεια» είναι σωστή, γιατί δηλώνει μόνο τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος με μεγάλη ψυχή θεωρεί τον εαυτό του, χωρίς να δείχνει ότι αυτός είναι ένας σωστός, ένας δίκαιος τρόπος. Κάποιος μπορεί να είναι υπερήφανος ακόμη κι όταν δεν το αξίζει, όταν δεν θα έπρεπε να είναι.

Μπορεί να κάνει λάθος, να υπερεκτιμά τον εαυτό του και να είναι υπερήφανος χωρίς λόγο. Αυτό, λοιπόν, στον όρο «υπερηφάνεια» δεν αποδίδεται σωστά, γι’ αυτό προτιμώ να συνεχίσω να μιλώ για «μεγαλοψυχία». Ο μεγαλόψυχος είναι ο άνθρωπος που έχει μεγάλη ψυχή.

Και ο Αριστοτέλης τον περιγράφει με τον εξής τρόπο: λέει ότι αυτός επιδιώκει τις τιμές, γιατί η τιμή είναι το σπουδαιότερο από τα εξωτερικά αγαθά. Πρέπει να είναι αγαθός, γιατί η μεγαλοψυχία είναι – και εδώ υπάρχει μία έκφραση στην οποία θα επιστρέψουμε, γιατί αξίζει να συζητηθεί – η μεγαλοψυχία, λέει ο Αριστοτέλης, είναι το «κόσμημα» των αρετών.

Λοιπόν, όταν κάποιος σκέφτεται τον όρο «κόσμημα των αρετών», αυτό σημαίνει ότι πρέπει καταρχάς να υπάρχουν οι αρετές. Δηλαδή, όποιος κατέχει τη μεγαλοψυχία πρέπει να είναι ένας ενάρετος άνθρωπος, ένας άνθρωπος αξίας. Και επιπλέον, ως κόσμημα, έχει αυτή τη συνείδηση του εαυτού του που τον καθιστά πράγματι υπερήφανο, που τον κάνει άξιο τιμής.

Έπειτα ο Αριστοτέλης συνεχίζει λέγοντας ότι αυτός εκτιμά την τιμή που προέρχεται από τους εξαίρετους ανθρώπους και όχι από τον πρώτο τυχόντα. Τον ενδιαφέρει, βεβαίως, να τιμάται, αλλά να τιμάται από εκείνους που κατανοούν την πραγματική αξία, όχι από οποιονδήποτε. Στην μετάφραση του Νατάλι διαβάζουμε ότι «περιφρονεί τη μάζα».

Θα δούμε κι εδώ ότι ίσως η μετάφραση δεν είναι ακριβής.
Είναι πρόθυμος να ευεργετεί, δηλαδή να κάνει καλό στους άλλους, ενώ ντρέπεται να δεχθεί ο ίδιος ευεργεσίες. Δεν ζητά τίποτε από κανέναν, είναι έτοιμος να βοηθήσει, είναι ειλικρινής, δεν κρατά κακία, δεν είναι κακοπροαίρετος, δεν είναι κουτσομπόλης, δεν μιλάει άσχημα για τους άλλους.

Είναι ωραίο ότι ο κουτσομπόλης στα ελληνικά ονομάζεται ανθρωπολόγος, που εμείς θα το μεταφράζαμε σήμερα ως «ανθρωπολόγος» (επιστήμονας), ενώ στην πραγματικότητα είναι εκείνος που, ανθρωπο-λόγος, δηλαδή «μιλάει για τους ανθρώπους», αλλά για να τους κακολογεί. Έπειτα, ο Αριστοτέλης σκιαγραφεί και ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Λέει ότι ο μεγαλόψυχος άνθρωπος είναι αργός στο βάδισμα, ήρεμος στον λόγο, δεν ταράζεται.

Δεν ταράζεται, επομένως έχει και μία στάση θα λέγαμε επιβλητική, ανάλογη προς τη μεγαλοσύνη του. Τώρα, αν βασιστούμε σε αυτές τις ενδείξεις, προκύπτει η εικόνα μιας αρκετά παράξενης, αρκετά ιδιαίτερης αρετής, η οποία, για παράδειγμα, δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις παραδοσιακές χριστιανικές αρετές. Στον χριστιανισμό αρετή είναι η ταπεινοφροσύνη, η μετριοφροσύνη· δηλαδή η στάση εκείνου που δεν θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, που δεν θεωρεί ότι αξίζει, αλλά αντιθέτως θεωρεί ότι έχει μικρή αξία.

Υπάρχουν, ήδη από τα Ευαγγέλια, χωρία όπου λέγεται: «μακάριοι οι έσχατοι», ή «όταν προσκληθείτε σε ένα συμπόσιο, μην καθίσετε στις πρώτες θέσεις, αλλά στις τελευταίες». Ο Ιησούς λέει στους μαθητές του: «μακάριοι είστε όταν σας κακολογούν, όταν σας υβρίζουν, όταν σας διώκουν». Δηλαδή δεν φαίνεται να θεωρεί αυτήν τη μεγαλοψυχία ως αρετή.

Γι’ αυτό ένας σύγχρονος φιλόσοφος, πολύ γνωστός και επίσης πολύ πνευματώδης, πολύ ομιλητικός, καμιά φορά και κουτσομπόλης, ο Άγγλος Μπέρτραντ Ράσελ, επέκρινε τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη λέγοντας ότι η αρετή της μεγαλοψυχίας δεν είναι πραγματική αρετή.

Και πολλοί Άγγλοι σχολιαστές, επίσης πολύ σημαντικοί, όπως ο Grant, ο Barnett, ο Ross, είπαν ότι μια αρετή σαν τη μεγαλοψυχία μπορούσε να εκτιμηθεί μόνο σε μία κοινωνία ανισοτήτων. Θα μπορούσαμε να πούμε: δεν είναι μια «δημοκρατική» αρετή. Όταν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, με έναν τρόπο δείχνει ότι θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους.

Στη μετάφραση που σας διάβασα, στο σύνοψη που σας έκανα, υπάρχουν χωρία όπου αναφέρεται ότι ο μεγαλόψυχος άνθρωπος περιφρονεί τους άλλους. Τώρα, το να περιφρονεί κανείς τους άλλους δεν είναι κάτι καλό, δεν θεωρείται αρετή, τουλάχιστον στην χριστιανική παράδοση. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι τόσο ξεκάθαρο, γιατί, για παράδειγμα, ο Δάντης –που ήταν βέβαια χριστιανός– εκτιμούσε συνολικά τα Ηθικά Νικομάχεια, όπως θυμήθηκα και προηγουμένως.

Πήγα λοιπόν να δω το σχόλιο ενός μεγάλου χριστιανού σχολιαστή, του Θωμά Ακινάτη. Ο Άγιος Θωμάς σχολιάζει αυτό το χωρίο των Ηθικών Νικομαχείων χωρίς να διστάσει καθόλου, χωρίς την παραμικρή κριτική, αποδεχόμενος πλήρως ό,τι λέει ο Αριστοτέλης. Πώς να εξηγήσουμε, λοιπόν, αυτή τη διαφορά;

Το ζήτημα επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ένας Γερμανός μελετητής, ο Βάλτερ Κάουφμαν, που στη συνέχεια, όπως πολλοί Γερμανοί, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και δίδαξε για πολλά χρόνια φιλοσοφία στο Πρίνστον, έγραψε το 1950 ένα διάσημο βιβλίο για τον Νίτσε, Nietzsche: φιλόσοφος, ψυχολόγος και αντίχριστος, στο οποίο υποστήριξε ότι ο Νίτσε, στην κριτική του προς τη χριστιανική ηθική —ξέρετε ότι για τον Νίτσε η χριστιανική ηθική είναι ηθική δούλων, δουλοπρεπής, όχι αντάξια αυτού που εκείνος αποκαλεί Übermensch, υπεράνθρωπο ή υπερέχοντα άνθρωπο, όπως θέλουμε να το αποδώσουμε— ε, λοιπόν, σύμφωνα με τον Κάουφμαν, ο Νίτσε στην κριτική του προς τη χριστιανική ηθική εμπνεύστηκε από τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο για τη μεγαλοψυχία.

Το ζήτημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον αλλά και προβλήματα. Έψαξα καλύτερα ποιος ήταν αυτός ο Κάουφμαν· παρεμπιπτόντως, το βιβλίο του έχει μεταφραστεί και στα ιταλικά και κυκλοφορεί ευρέως. Ο Κάουφμαν ήταν Γερμανός χριστιανός, προτεσταντικής ομολογίας, που σε κάποια στιγμή της ζωής του πείστηκε ότι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, το χριστιανικό μυστήριο της Τριάδος, είναι κάτι παράλογο, κάτι απαράδεκτο· και τότε ασπάστηκε τον ιουδαϊσμό, επειδή στη ιουδαϊκή θρησκεία δεν υπάρχει Τριάδα, υπάρχει ένας και μόνο Θεός· είναι μια αυστηρά μονοθεϊστική θρησκεία. Από αυτή τη θέση άρχισε μια σειρά επικρίσεων κατά του χριστιανισμού, που τον οδήγησαν σε θέσεις συγγενείς με εκείνες του Νίτσε· και μαζί με τον Νίτσε πίστευε ότι μπορούσε να αντιπαραθέσει στη χριστιανική ηθική την αριστοτελική ηθική, δηλαδή τη μεγαλύτερη πραγματεία περί ηθικής, περί ηθικής φιλοσοφίας, που παρήγαγε ο κλασικός κόσμος.

Η ερμηνεία του Κάουφμαν γνώρισε μεγάλη επιτυχία, και αυτό επειδή κι ένας άλλος Αμερικανός φιλόσοφος, που σήμερα είναι πολύ της μόδας —και δικαίως, γιατί έγραψε ένα έργο που αποτελεί πραγματικά κλασικό κείμενο της σύγχρονης ηθικής φιλοσοφίας— ο Αλασνταίρ Μακιντάιρ, έδωσε συνέχεια στη συζήτηση. Ο Μακιντάιρ έγραψε εκείνο το θαυμάσιο βιβλίο με τίτλο Μετά την αρετή (After Virtue), όπου, σε λίγες λέξεις να το συνοψίσω, λέει ότι στον σύγχρονο κόσμο η ηθική δεν είναι πλέον δυνατή, γιατί ο Διαφωτισμός θέλησε να θεμελιώσει την ηθική αποκλειστικά στη λογική. Αυτό το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς.

Το σημείο της αποτυχίας εκπροσωπείται από τον Νίτσε, ο οποίος έγραψε το Πέρα από το καλό και το κακό και άρα είναι αντίθετος προς κάθε ηθική. Επομένως, σήμερα, όποιος θέλει ακόμη να διασώσει την ηθική, ως μοναδική εναλλακτική απέναντι στον Νίτσε δεν έχει τίποτε άλλο παρά τον Αριστοτέλη, την ηθική των αρετών του Αριστοτέλη. Υπάρχει μάλιστα ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του Μακιντάιρ όπου τίθεται ακριβώς το δίλημμα: «Αριστοτέλης ή Νίτσε». Κατά τον Μακιντάιρ, ο καθένας μας πρέπει να επιλέξει: ή στέκεται με τον Αριστοτέλη ή με τον Νίτσε.

Λοιπόν, ο Μακιντάιρ —το βιβλίο του είναι του 1981, άρα αρκετές δεκαετίες μετά από εκείνο του Κάουφμαν— γράφει στη σελίδα 144: «Σπάνια ο Νίτσε κάνει ρητές αναφορές στον Αριστοτέλη, εκτός από αισθητικά ζητήματα». Φυσικά, ο Αριστοτέλης είχε δώσει εκείνο τον διάσημο ορισμό της τραγωδίας, που ενδιέφερε πολύ τον Νίτσε, αφού είχε γράψει ένα βιβλίο για την Γέννηση της τραγωδίας. Αλλά κατά τα άλλα, ο Νίτσε σπανίως μνημονεύει τον Αριστοτέλη.

Κι όμως, γράφει ο Μακιντάιρ, «στην πραγματικότητα ο Νίτσε δανείζεται από τα Ηθικά Νικομάχεια το όνομα και την έννοια του “ανθρώπου της μεγάλης ψυχής”, αν και στο πλαίσιο των θεωριών του το περιεχόμενο γίνεται εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχε για τον Αριστοτέλη». Με λίγα λόγια, κατά τον Μακιντάιρ, ο Νίτσε εμπνεύστηκε από τον Αριστοτέλη μιλώντας για τον «μεγάλο άνθρωπο», αλλά τον ερμήνευσε με τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι τον ερμήνευε ο Αριστοτέλης.

Και στη συνέχεια ο Μακιντάιρ παραθέτει ένα απόσπασμα από το έργο Η βούληση για δύναμη, όπου πράγματι βρίσκονται ορισμένες αντιστοιχίες, κάποιες συγγένειες με το κεφάλαιο των Ηθικών Νικομαχείων του Αριστοτέλη.

Εδώ όμως γεννιέται ένα πρόβλημα, που αφορά το ίδιο το έργο αυτό. Η Βούληση για δύναμη δεν είναι έργο γραμμένο από τον Νίτσε. Όπως γνωρίζουν καλά οι μελετητές του, είναι μια συλλογή αποσπασμάτων που ο Νίτσε δεν δημοσίευσε ποτέ, αλλά που συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν από την αδελφή του, την Ελίζαμπεθ Φέρστερ-Νίτσε, η οποία αργότερα έδειξε συμπάθεια για τον ναζισμό και κατά κάποιον τρόπο υπέδειξε στους ναζί να πάρουν τον Νίτσε ως φιλόσοφο αναφοράς. Επομένως, πολλοί σήμερα αντιμετωπίζουν με καχυποψία αυτό το έργο που εκδόθηκε με το όνομα «Φρίντριχ Νίτσε, Η Βούληση για δύναμη» το 1906, λίγα μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Νίτσε.

Ο Νίτσε πέθανε το 1900. Οπότε η καχυποψία είναι δικαιολογημένη. Πράγματι, στη φιλολογική, κριτική έκδοση των έργων του Νίτσε από τους Κόλλι και Μοντινάρι, που είναι απολύτως αξιόπιστη, δεν υπάρχει κανένα έργο με τον τίτλο Η Βούληση για δύναμη.

Ωστόσο, τα αποσπάσματα που περιέχονται σε αυτό [στη Βούληση για δύναμη] είναι αποσπάσματα του Νίτσε. Ίσως να μην μπορούμε να αποδώσουμε στον ίδιο το συνολικό σχέδιο του έργου, έτσι όπως το συνέθεσε η αδελφή του μαζί με έναν άλλο μελετητή, τον Πέτερ Γκαστ. Όμως τα αποσπάσματα που περιέχονται σε αυτό είναι έργο του Νίτσε.

Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια σύγκριση και να δούμε αν υπάρχουν ή όχι συμπτώσεις ανάμεσα σε όσα λέει ο Αριστοτέλης και σε όσα λέει ο Νίτσε. Για παράδειγμα, όταν ο Νίτσε γράφει ότι «ένας μεγάλος άνθρωπος» —είναι το απόσπασμα 962 από τη Βούληση για δύναμη— «είναι εκείνος που περιφρονεί μέσα του καθετί ευτελές». Εδώ ο Νίτσε ίσως κατάλαβε καλύτερα από τους νεότερους μεταφραστές τι ήθελε να πει ο Αριστοτέλης όταν μιλούσε για «περιφρόνηση». Στη μετάφραση του Νατάλι, όπως και σε άλλες, γράφεται ότι «ο μεγαλόψυχος περιφρονεί τη μάζα», ενώ η μάζα αγαπά τα ευτελή, τα μικρής αξίας πράγματα.

Κοίταξα το ελληνικό κείμενο του Αριστοτέλη: δεν λέει ότι ο μεγαλόψυχος περιφρονεί τη μάζα· λέει απλώς ότι «καταφρονεί» (καταφρονεῖ), δηλαδή περιφρονεί. Και στη συνέχεια προσθέτει: «οι πολλοί εκτιμούν πράγματα μικρής αξίας». Άρα, εκείνο που περιφρονεί ο μεγαλόψυχος δεν είναι η μάζα, αλλά τα ευτελή πράγματα. Αυτό είναι το νόημα του λόγου. Ενώ ο μεγαλόψυχος περιφρονεί τα ευτελή πράγματα —το χρήμα, την επιτυχία, τέτοιου είδους πράγματα— η μάζα, αντίθετα, τα εκτιμά. Οπότε ήδη διορθώνεται κάπως η εικόνα του μεγαλόψυχου ανθρώπου σε σχέση με όσα παρουσιάζει η παράδοση.

Αλλά έπειτα συνεχίζει ο Νίτσε λέγοντας ότι ο μεγάλος άνθρωπος είναι πιο ψυχρός, πιο σκληρός και χωρίς ενδοιασμούς. Αυτό στον Αριστοτέλη δεν υπάρχει. Αντιθέτως, ο Αριστοτέλης λέει ότι ο μεγαλόψυχος κατέχει όλες τις αρετές. Και εδώ επιστρέφουμε σε εκείνο το σημείο που είχα αναφέρει νωρίτερα, όταν ο Αριστοτέλης λέει ότι η μεγαλοψυχία είναι «το κόσμημα των αρετών». Αν διαβάσετε το ελληνικό κείμενο, η λέξη που χρησιμοποιεί είναι κόσμος. Από το κόσμος προέρχεται το «κοσμητικό», άρα και το «κόσμημα». Όμως το κόσμος αρχικά δεν σήμαινε «κόσμημα», αλλά «τάξη», «κανονικότητα», απ’ όπου «οργάνωση» και κατόπιν «κόσμημα». Άρα όταν λέει ότι η μεγαλοψυχία είναι ο κόσμος τῶν ἀρετῶν, η «τάξη των αρετών», δεν εννοεί ότι είναι απλώς ένα κόσμημα, αλλά ότι είναι αυτό που διατάσσει, οργανώνει, βάζει σε τάξη όλες τις αρετές. Είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό στολίδι· δεν είναι μόνο η τιμή, η δόξα, η αναγνώριση που προστίθεται στην αρετή, αλλά πρωτίστως η πλήρης, τακτοποιημένη κατοχή όλων των αρετών.

Αντίθετα, για τον Νίτσε, ο άνθρωπος με μεγάλη ψυχή προτιμά να λέει ψέματα παρά να λέει την αλήθεια —πράγμα που δεν υπάρχει καθόλου στον Αριστοτέλη. Υπάρχουν όμως κι άλλα κοινά σημεία, γιατί λέει ότι επιθυμεί τα μεγάλα πράγματα και έχει τα μέσα να τα αποκτήσει· ο μεγαλόψυχος αγαπά τα μεγάλα, επιδιώκει τα μεγάλα· εδώ υπάρχει αντιστοιχία. Όμως ο Νίτσε συνεχίζει λέγοντας ότι έχει το θάρρος να χρησιμοποιεί ακόμη και ιερόσυλα μέσα, χωρίς κανέναν ενδοιασμό· και αυτό δεν αντιστοιχεί στον Αριστοτέλη.

Και συνεχίζει: ο μεγάλος άνθρωπος νιώθει ότι έχει εξουσία πάνω σε έναν λαό· και, ως παραδείγματα μεγάλων ανθρώπων, αναφέρει τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Ναπολέοντα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Ναπολέων ήταν μεγάλοι άνθρωποι, αλλά με ποια έννοια; Με την έννοια ότι ήταν ισχυροί, μεγάλοι αυτοκράτορες, στρατηγοί, νομοθέτες αν θέλουμε· αλλά δεν ήταν η ενσάρκωση όλων των αρετών, η τελειότητα της αρετής, όπως είναι ο μεγαλόψυχος άνθρωπος στον Αριστοτέλη. Να λοιπόν η μετατόπιση που υφίσταται η μορφή αυτή στην ερμηνεία του Νίτσε: από τον «άνθρωπο με μεγάλη ψυχή» περνά στον «μεγάλο άνθρωπο», εννοώντας τον ισχυρό, τον επιτυχημένο, αυτόν που πέτυχε μεγάλα πράγματα.

Και πράγματι ο Νίτσε συνεχίζει λέγοντας ότι αυτός επιδιώκει να ωφεληθεί από τη βλάβη των πολλών· και ότι, παρά τις μεγάλες ταλαντεύσεις, αυτό μπορεί να είναι σημάδι ενός μεγάλου χαρακτήρα που θέλει να υπερνικήσει το συναίσθημα της συμπόνιας και της δικαιοσύνης. Οι πιο μεγάλοι, λέει, οι μεγαλύτεροι άνθρωποι ίσως έχουν και μεγάλες αρετές· αλλά τότε έχουν επίσης και τις αντίθετες ιδιότητες. Και καταλήγει λέγοντας ότι στον μεγάλο άνθρωπο κορυφώνονται τα χαρακτηριστικά της ζωής, που για τον Νίτσε είναι: αδικία, ψέμα, εκμετάλλευση.

Τώρα ζητώ συγγνώμη από τους μελετητές του Νίτσε, που ίσως αυτή τη στιγμή με θεωρούν βλάσφημο ή αμαθή· αλλά αυτά είναι λόγια του ίδιου του Νίτσε. Είναι αλήθεια ότι τα έγραψε στους τελευταίους μήνες της ζωής του, όταν πια η ασθένεια, η τρέλα είχαν επικρατήσει· είναι αλήθεια ότι στα έργα του Νίτσε βρίσκουμε και το αντίθετο αυτών, γιατί πράγματι, όπως συχνά λέγεται, «στον Νίτσε υπάρχει τα πάντα και συνεπώς και το αντίθετο των πάντων». Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το πορτρέτο του «μεγάλου ανθρώπου», με συγχωρεί ο Μπέρτραντ Ράσελ, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στον μεγαλόψυχο του Αριστοτέλη.

Και τι είναι λοιπόν, τελικά, ο άνθρωπος με μεγάλη ψυχή κατά τον Αριστοτέλη; Είναι εκείνος που επιδιώκει τα μεγάλα, δηλαδή θέτει στον εαυτό του μεγάλους σκοπούς, μεγάλα ιδανικά και γνωρίζει ότι μπορεί να τα πετύχει. Εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, τις ικανότητές του και καταφέρνει να τα πραγματοποιήσει. Όμως δεν είναι ο αυθάδης, ο αλαζόνας, ο υπερόπτης που περιφρονεί τους άλλους· είναι εκείνος που θέλει και επιδιώκει τα μεγάλα.

Και τότε, σε αυτό το σημείο, αν θέλουμε να κάνουμε συγκρίσεις με τη χριστιανική ηθική, μπορούμε να βρούμε ορισμένους τόνους που πάνε προς την ίδια κατεύθυνση. Υπάρχει μία φράση του Ιησού που πάντα με άφηνε πολύ σκεπτικό: «Να είστε τέλειοι, όπως είναι τέλειος ο Πατέρας σας». Το «να είστε τέλειοι» είναι απαιτητικό· να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να είναι τέλειος· τέλειος σημαίνει χωρίς κανένα ελάττωμα· ποιος από εμάς μπορεί να θεωρηθεί τέλειος; Κι όμως, ως προοπτική, ως προτροπή, ως ιδανικό, ως ουτοπία, αυτό είναι η μεγάλη αξία των ουτοπιών: κανείς δεν θα καταφέρει ποτέ να είναι τέλειος, αλλά σε όλους κάνει καλό να προσπαθούν να είναι τέλειοι, να θέτουν αυτόν τον στόχο, αυτό το ιδανικό.

Πιστεύω λοιπόν ότι ο μεγαλόψυχος, εκείνος που —άκουγα πριν στην άλλη πλατεία την ωραία διάλεξη του Βαρόττι για τον Γκουιτσαρντίνι— επαινείται γιατί στην ίδια του την πόλη αναλαμβάνει ένδοξες πράξεις, πράξεις που του χαρίζουν δόξα· όχι για συμφέρον, όχι για κέρδος, όχι από δίψα για εξουσία, αλλά επειδή θέλει να κάνει πράξεις αγαθές, δίκαιες, πράξεις που ωφελούν τους άλλους· και, ως συνέπεια, του εξασφαλίζουν ευγνωμοσύνη, αναγνώριση και δόξα από τους άλλους.

Να γιατί πιστεύω ότι ήταν καλή ιδέα να συνδεθεί η μορφή του μεγαλόψυχου ανθρώπου, έτσι όπως την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης, με το θέμα της δόξας που αποτελεί το κεντρικό θέμα του φεστιβάλ.

Σας είπα, νομίζω, τα βασικά που χρειάζεται να ξέρετε. Θα μπορούσα να αναφέρω και όλη τη συζήτηση που προκάλεσε το βιβλίο του Κάουφμαν, γιατί πολλοί άλλοι μελετητές ασχολήθηκαν με αυτήν τη σύγκριση με τον Νίτσε· και σχεδόν όλοι κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα του Κάουφμαν, δηλαδή αναγνώρισαν μια βαθιά διαφορά ανάμεσα στον μεγαλόψυχο άνθρωπο του Αριστοτέλη και στον «μεγάλο άνθρωπο» ή τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Έτσι και το ίδιο το κείμενο των Ηθικών Νικομαχείων ξαναδιαβάστηκε και διορθώθηκαν κάποιες εσφαλμένες ερμηνείες· όπως εκείνη σύμφωνα με την οποία ο μεγαλόψυχος άνθρωπος περιφρονεί τους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα περιφρονεί τα ευτελή πράγματα· ή εκείνη που λέει ότι η μεγαλοψυχία είναι ένα απλό «κόσμημα» των αρετών, ενώ στην πραγματικότητα είναι η ίδια η συνολική οργάνωση όλων των αρετών.

Αν κάποιος θελήσει περισσότερες πληροφορίες βιβλιογραφικού χαρακτήρα γι’ αυτές τις μελέτες, μπορώ να τις δώσω. Αλλά νομίζω ότι εδώ αρκεί να έχουμε υπενθυμίσει τις βασικές γραμμές.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: