Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου α
3.1 Εισαγωγικές σημειώσεις
Σε ένα περίφημο άρθρο αφιερωμένο στην Auseinandersetzung (αντιπαράθεση) του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο, ο Jean-Luc Marion εκφράζει τη λύπη του για το ελάχιστο ενδιαφέρον που προκάλεσε το θέμα τόσο στο πεδίο της Heidegger-Literatur (περί τον Heidegger βιβλιογραφίας) όσο και σε εκείνο της καρτεσιανής ιστοριογραφίας, και αναγνωρίζει ως αιτία αυτής της εκπληκτικής κριτικής μυωπίας, την φαινομενικά περιθωριακή θέση που κατέχει η αντιπαράθεση με τον Καρτέσιο στην πορεία σκέψης (Denkweg) του Χάιντεγκερ («Όπως είναι αυτονόητο, ότι ο Χάιντεγκερ δεν έπαψε να αντιπαρατίθεται με τον Νίτσε, τον Χέγκελ, τον Καντ ή τον Αριστοτέλη, έτσι η σχέση του με τον Καρτέσιο θα μπορούσε να φαίνεται δευτερεύουσα. Είναι για αυτόν τον λόγο που ούτε οι σχολιαστές του Χάιντεγκερ, ούτε οι ιστορικοί του Ντεκάρτ επιμένουν σε αυτήν, όταν δεν την αγνοούν εντελώς» (J.-L. Marion, L’ego et le Dasein, στο Id., Réduction et donation. Recherches sur Husserl, Heidegger et la phénoménologie, PUF, Παρίσι 1989, σσ. 119-161, ιδίως σ. 119).
Βλ. επίσης J. Taminiaux, D’une double lecture de Descartes, στο Id., Lectures de l’ontologie fondamentale. Essais sur Heidegger, Millon, Γκρενόμπλ 1989, σσ. 213-230, ιδίως σ. 213.).
Το ότι ο Χάιντεγκερ δεν υπήρξε καθόλου ψυχρός και αποστασιοποιημένος αναγνώστης του Καρτέσιου προκύπτει από την απλή διαπίστωση ότι το όνομα και η μορφή του Γάλλου στοχαστή συνοδεύουν τη φιλοσοφική του δραστηριότητα για περισσότερο από πενήντα χρόνια: η πρώτη καρτεσιανή αναφορά εμφανίζεται ήδη στο πρώτο μάθημα του 1921-22 στο Freiburg (Για την αλήθεια, ο Χάιντεγκερ αρχίζει να μετριέται με τους Μεταφυσικούς Στοχασμούς ήδη στα σεμινάρια του θερινού εξαμήνου του 1919 και του χειμερινού εξαμήνου 1920-21· ωστόσο δεν διαθέτουμε τα αντίστοιχα κείμενα. Η επιστολή προς τον Karl Löwith, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1920, όπου στο cogito αναγνωρίζεται η αμφισβήτηση ολόκληρης της χριστιανικής φιλοσοφίας, δείχνει τον υψηλό βαθμό έντασης που είχε φθάσει η αντιπαράθεση με τον Καρτέσιο ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’20.
Βλ. T. Kisiel, The Genesis of Heidegger’s Being and Time, University of California Press, Μπέρκλεϋ 1993, ιδίως σ. 524· A. Fabris, «Η ερμηνευτική της γεγονικότητας» στα μαθήματα στο Freiburg από το 1919 έως το 1923, στο AA.VV., Guida a Heidegger. Ermeneutica, Fenomenologia, Esistenzialismo, Ontologia, Teologia, Estetica, Etica, Tecnica, Nichilismo, επιμ. F. Volpi, Laterza, Ρώμη-Μπάρι 1997, σσ. 57-106, ιδίως σ. 68, σημ. 19.
Βλ. T. Kisiel, The Genesis of Heidegger’s Being and Time, University of California Press, Μπέρκλεϋ 1993, ιδίως σ. 524· A. Fabris, «Η ερμηνευτική της γεγονικότητας» στα μαθήματα στο Freiburg από το 1919 έως το 1923, στο AA.VV., Guida a Heidegger. Ermeneutica, Fenomenologia, Esistenzialismo, Ontologia, Teologia, Estetica, Etica, Tecnica, Nichilismo, επιμ. F. Volpi, Laterza, Ρώμη-Μπάρι 1997, σσ. 57-106, ιδίως σ. 68, σημ. 19.
Στο Curriculum vitae του, με ημερομηνία 30 Ιουνίου 1922, ο Χάιντεγκερ σημειώνει ότι, στο θερινό εξάμηνο του ίδιου έτους, είχε πραγματοποιήσει ασκήσεις πάνω στους Στοχασμούς για αρχάριους (βλ. GA 16, 44/43). Για την αντιπαράθεση του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο στο Φράιμπουργκ βλ. R. De Biase, L’interpretazione heideggeriana di Descartes. Origini e problemi, Guida, Νάπολη 2005, ιδίως σσ. 11-48.), ενώ η τελευταία αξιόλογη μνεία εντοπίζεται στο σεμινάριο του Zähringen (δήμος του Freiburg όπου κατοικούσε ο Heidegger) το 1973.
Καθόσον η αδιάκοπη παρουσία της καρτεσιανής σκέψης σε όλο το εύρος της χαϊντεγκεριανής παραγωγής δεν αρκεί από μόνη της για να αιτιολογήσει τη σημασία της και να αναγνωρίσει την κεντρικότητά της, χρειάζεται στη συνέχεια να εξεταστεί:
ποιοι είναι οι φιλοσοφικοί λόγοι που ωθούν τον Χάιντεγκερ να μετριέται διαρκώς με τον Καρτέσιο· αν στην πορεία της στοχαστικής του διαδρομής οι λόγοι αυτοί άλλαξαν ή όχι· ποιοι συνομιλητές ώθησαν τον Χάιντεγκερ να πλησιάσει τον Καρτέσιο·
αν η μορφή του μεγάλου του προκατόχου παρέμεινε πάντα η ίδια ή αν μετασχηματίστηκε προοδευτικά· τέλος, αν —όπως συνέβη στις περιπτώσεις του Χέγκελ και του Νίτσε— πέρα από τις ανοιχτές κριτικές και τις ρητές αποστασιοποιήσεις μπορεί να ανευρεθεί και στον Χάιντεγκερ μια ερμηνευτική προσέγγιση στραμμένη στην εκ νέου πρόσληψη της καρτεσιανής κληρονομιάς, ή αντιθέτως μία προσέγγιση μονόπλευρα προσανατολισμένη στη χάραξη ορίων.
Αφού εκτέθηκε σε γενικές γραμμές η κριτική γωνία από την οποία θα ανασυγκροτηθεί η πλοκή της σύνθετης σχέσης του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο, πρέπει να προστεθεί ότι αυτή εμπλουτίζεται σημαντικά από την πρόσφατη δημοσίευση του χειμερινού σεμιναρίου 1923-24 στον τόμο 17 της Gesamtausgabe (Τα Άπαντα): εφόσον μέχρι τώρα το μόνο δημοσιευμένο κείμενο που τεκμηρίωνε τον διάλογο με τον Καρτέσιο πριν από το Είναι και Χρόνος ήταν η πανεπιστημιακή διδασκαλία του θερινού εξαμήνου 1925, η εμφάνιση του πρώτου μαθήματος στο Marburg, το οποίο αφιερώνει περίπου εκατό σελίδες στην αυστηρή εξέταση των Meditationes (Στοχασμών), εξασφαλίζει επιτέλους μία διαχρονική εικόνα της πρώτης φάσης της αντιπαράθεσης και, επομένως, μία καλύτερη κατανόησή της. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του στο πλαίσιο του μαρβουργιανού διαλόγου του Χάιντεγκερ με τον Γάλλο στοχαστή, η διδασκαλία του 1923-24 θα τύχει ιδιαίτερης προσοχής κατά την ανάπτυξη της πραγματείας.
Κλείνω αυτά τα σύντομα εισαγωγικά σχόλια επισημαίνοντας ότι, λόγω της ποσότητας του υλικού που αφορά την άμεση αντιπαράθεση (Auseinandersetzung) του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο, θα εγκαταλείψω την ξεχωριστή ανάλυση της άμεσης και έμμεσης αντιπαράθεσης —που ακολουθήθηκε στα δύο προηγούμενα κεφάλαια— και θα τις εκθέσω ενιαία.
3.2. Η πρώτη φάση της αντιπαράθεσης με τον Καρτέσιο
3.2.1. Ο Καρτέσιος στο μάθημα του 1921-22 στο Freiburg
Στο Παράρτημα 1 του φράιμπουργκικού μαθήματος του χειμερινού εξαμήνου 1921-22, που δημοσιεύθηκε ως Τόμος 61 της Gesamtausgabe με τον τίτλο Phänomenologische Interpretationen zu Aristoteles. Einführung in die phänomenologische Forschung (Φαινομενολογικές ερμηνείες του Αριστοτέλη. Εισαγωγή στην φαινομενολογική έρευνα), εμφανίζεται μία εμβρυακή απόπειρα επανερμηνείας του καρτεσιανού ego sum. Ο Χάιντεγκερ παρατηρεί ότι το ερώτημα για το νόημα του είναι της γεγονικής ζωής (faktisches Leben) μπορεί επίσης να νοηθεί ως ερώτηση για το νόημα του «εγώ είμαι» (nach dem Sinn des “ich bin”), με την προϋπόθεση όμως να μη μετατεθεί το κέντρο βάρους της ερώτησης στο «εγώ» αντί στο «είμαι», ιδίως επειδή αυτό το νόημα του «εγώ» θα παρέμενε ουσιαστικά απροσδιόριστο (GA 61, 172/201).
Υπεύθυνες για αυτήν την επιλήψιμη μετατόπιση του ερωτήματος πρέπει ασφαλώς να θεωρηθούν «η μεταφυσική του εγώ και ο εγωλογικός ιδεαλισμός σε όλες του τις εκφάνσεις» (GA 61, 173/201), αλλά και το ίδιο το καρτεσιανό cogito sum, στο οποίο το «εγώ» παραμένει απροσδιόριστο, επειδή κανείς αρκέστηκε να πιστοποιήσει απλώς την καθαρά γνωσιολογική του προτεραιότητα και δέχτηκε άκριτα μία κοινότοπη έννοια του esse, εξισωμένη με τη συγκρότηση των αντικειμένων, και ως εκ τούτου ανίκανη να αποδώσει λογαριασμό για τον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης του «εγώ»:
Βεβαίως, και για τον Καρτέσιο το «sum» είναι το πρώτο, αλλά ακριβώς εδώ παράγεται μια παρέκκλιση: ο Καρτέσιος, στην πραγματικότητα, δεν στέκεται στο «sum» και έχει ήδη μία προ-αντίληψη του νοήματος του είναι με τη μορφή μιας απλής διαπίστωσης, δηλαδή ως αποδοχή της μη-αμφισβητισιμότητας. Το γεγονός ότι ο Καρτέσιος μπόρεσε να παρεκκλίνει προς την κατεύθυνση μιας γνωσιολογικής ερώτησης, ή ακριβέστερα ότι μπόρεσε να εγκαινιάσει, πράγματι, αυτό το είδος ερωτηματοθεσίας στο επίπεδο της ιστορίας του πνεύματος, δεν είναι παρά η έκφραση του γεγονότος ότι το «sum», στο είναι του και στη κατηγορική του δομή, δεν κατέστη γι’ αυτόν καθ’ οιονδήποτε τρόπο προβληματικό, και ότι μάλιστα το νόημα της λέξης «sum» έγινε αντιληπτό με μία αδιάφορη σημασία, στερημένη από γνήσια αναφορά στο «ego» και συνεπώς τυπικά αντικειμενική, άκριτη και αδιευκρίνιστη (GA 61, 173/201-202).
Πέρα από την εκπληκτική εγγύτητα με την κρίση του Gustav Teichmüller, σύμφωνα με τον οποίο ο Καρτέσιος «hatte keinen Begriff vom Sein» («δεν είχε καμία έννοια του Είναι»), εντυπωσιάζει η πρωτοτυπία της χαϊντεγκεριανής προσέγγισης στο ego sum, η οποία αποβλέπει στο να του αποκαταστήσει την φαινομενολογική του αξιοπρέπεια και να το απελευθερώσει από τις αντικειμενιστικές προκαταλήψεις που χαρακτηρίζουν την αρχική ιστορική του μορφή: «εκείνο που πραγματικά πρόκειται να γίνει είναι να ακολουθηθεί το νόημα του “sum” μέσα στο “cogito sum” του Καρτέσιου σε μια πρωταρχική προβληματική και στην πρωταρχική απόκτηση των ερμηνευτικών κατηγοριών» (GA 61, 173/201).
Στο Φράιμπουργκ, ο Χάιντεγκερ δεν θεωρεί ακόμη το καρτεσιανό cogito ως τον γεννήτορα των εγωλογικών προκαταλήψεων και των συνειδησιαρχικών κακώσεων της νεωτερικότητας überhaupt (εν γένει, καθόλου), δεν το κρίνει πλήρως εμπλεκόμενο στα αποτυχημένα αποτελέσματα των επιγόνων του, δεν διακρίνει ήδη εν σπέρματι τα αδιέξοδα που προέκυψαν από αυτό· αναγνωρίζει όμως σε αυτό ένα γόνιμο έδαφος, ικανό ακόμη να εγγυηθεί —ακριβώς για όσα κρύβει αινιγματικά μέσα του— φαινομενολογικά αποφασιστικές εξελίξεις, εφόσον επανερμηνευθεί πέρα από την ίδια την αντικειμενικοποιητική στάση του Καρτέσιου. Πρόκειται, συνεπώς, για μια επαναπρόσληψη της καρτεσιανής κληρονομιάς και για την ώθησή της προς μια κατεύθυνση εναλλακτική σε σχέση με τη παγιωμένη της ιστορία επίδρασης (Wirkungsgeschichte), προσδιορίζοντας το νόημα του «εγώ» ξεκινώντας από το είναι και όχι αντιστρόφως.
Στο υπόβαθρο μπορεί κανείς ήδη να συλλάβει τις κριτικές αιχμές προς τον Χούσερλ και τον εγωλογικό του ιδεαλισμό, ακόμη κι αν η αντιπαράθεση με τον ιδρυτή της φαινομενολογίας αναβάλλεται προς το παρόν και θα εκραγεί δημόσια μόνον το φθινόπωρο του 1927, με αφορμή την αποτυχία του σχεδίου συνεργασίας για τη συγγραφή του λήμματος «Φαινομενολογία» στην Encyclopaedia Britannica. Στο πλαίσιο της σταδιακής απομάκρυνσης του Χάιντεγκερ από τον Χούσερλ —αποτέλεσμα αναπόφευκτο θεωρητικών αποκλίσεων ολοένα και πιο ασυμφιλίωτων— ο Καρτέσιος υπήρξε καθοριστικός παράγοντας αντίθεσης: ενώ ο Χούσερλ τον θεώρησε πρόδρομο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, ο Χάιντεγκερ διέκρινε σε αυτόν το θεμελιώδες εμπόδιο που έχει μπροστά της η φαινομενολογία για να μπορέσει να αναπτυχθεί ως μέθοδος έρευνας αυθεντικά ριζική.
Είναι, άλλωστε, ένδειξη ενός λογαριασμού που δεν μπορούσε πλέον να αναβληθεί το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ επέλεξε να αρχίσει την πανεπιστημιακή του διδασκαλία στο Μάρμπουργκ με μία σειρά διαλέξεων (Vorlesung) αφιερωμένη στην καταγγελία των καρτεσιανών προκαταλήψεων της χουσερλιανής φαινομενολογίας, ακριβώς την ίδια στιγμή που ο Χούσερλ, στο Φράιμπουργκ, δίδασκε ένα μάθημα για την Πρώτη Φιλοσοφία (Erste Philosophie), του οποίου ο τίτλος αντέγραφε ξεκάθαρα τις Meditationes de prima philosophia και του οποίου το σχέδιο συνίστατο ακριβώς στην επανεκκίνηση και ριζοσπαστικοποίηση της υποκειμενικής στροφής που είχε επιβάλει ο Καρτέσιος στη φιλοσοφία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει τον Καρτέσιο μέσω της μεσολάβησης και του δασκάλου Χούσερλ, δηλαδή ότι τον αντιμετωπίζει ως τον Καρτέσιο που είχε αναχθεί σε « ευγενή πατέρα» («Ο Ντεκάρτ, όπως τον συναντά ο Χάιντεγκερ, έχει ήδη το καθεστώς ενός φαινομενολογικού μοτίβου, αν όχι τον βαθμό του ίδιου του φαινομενολόγου. Ο Ντεκάρτ εμφανίζεται, για τον Χάιντεγκερ, φαινομενολόγος καταρχάς μέσω της μεσολάβησης του Χούσερλ. Με άλλα λόγια, ιδίως μετά τη στροφή του 1907, η αυθεντία του Χούσερλ επένδυσε τον Ντεκάρτ με μία φαινομενολογική αξιοπρέπεια τέτοια, ώστε κάθε συζήτηση γύρω από αυτόν παραπέμπει σε μια συζήτηση με τον Χούσερλ· ακριβέστερα, κάθε συζήτηση των καρτεσιανών θέσεων που ο Χούσερλ είχε νομιμοποιήσει ισοδυναμεί με μία θεωρητική συζήτηση με τον ίδιο τον Χούσερλ. Η εξίσωση ανάμεσα στον Ντεκάρτ και τη (χουσερλιανή) φαινομενολογία μπορεί έτσι να αναπτυχθεί σε δύο απολύτως αντίθετες κατευθύνσεις· ή ο Ντεκάρτ είναι φαινομενολόγος επειδή προαναγγέλλει τον Χούσερλ· ή η χουσερλιανή φαινομενολογία δεν είναι πλήρως φαινομενολογική, επειδή παραμένει αιχμάλωτη καρτεσιανών αποφάσεων που δεν επικρίθηκαν, ούτε καν αναγνωρίστηκαν. Πολύ σύντομα ο Χάιντεγκερ θα ακολουθήσει τη δεύτερη κατεύθυνση: η απομάκρυνσή του από τη χουσερλιανή ερμηνεία της φαινομενολογίας θα συντελεστεί μέσω της κριτικής των καρτεσιανών προκαταλήψεων που ενυπάρχουν σε αυτήν. Ο Ντεκάρτ θα υποστεί κριτική, αλλά μια κριτική που απευθύνεται εξίσου και πρωτίστως στον Χούσερλ, τόσο λιγότερο φαινομενολόγο όσο περισσότερο παραμένει καρτεσιανός. Ο Ντεκάρτ προβάλλεται ως το μη φαινομενολογικό μοτίβο του Χούσερλ» (J.-L. Marion, L’ego et le Dasein, όπ.π., σ. 124).
Ο Pedro Cerezo Galán υποστηρίζει εύστοχα ότι «ο Ντεκάρτ χρησιμεύει στον Χάιντεγκερ για έναν λογαριασμό που πρέπει να κλείσει με τον Χούσερλ», ενώ «ο Χούσερλ του επιτρέπει να εξετάσει την καρτεσιανή ανακάλυψη στη δική της πραγματική ιστορικο-οντολογική εμβέλεια» (P. Cerezo Galán, La destrucción heideggeriana de la metafisica del cogito, στο AA.VV., Evaluando la modernidad. El legado cartesiano en el pensamiento actual, επιμ. J.A. Nicolás και M.J. Frápolli, Comares, Γρανάδα 2001, σσ. 25-77, ιδίως σ. 28).) της φαινομενολογίας, πριν παρακολουθήσουμε λεπτομερώς τον χαϊντεγκεριανό διάλογο με τον Γάλλο φιλόσοφο, είναι αναγκαίο να σκιαγραφήσουμε τουλάχιστον τις θεμελιώδεις γραμμές της ερμηνείας που είχε προτείνει ο Χούσερλ για τη σκέψη του.
Συνεχίζεται
Καθόσον η αδιάκοπη παρουσία της καρτεσιανής σκέψης σε όλο το εύρος της χαϊντεγκεριανής παραγωγής δεν αρκεί από μόνη της για να αιτιολογήσει τη σημασία της και να αναγνωρίσει την κεντρικότητά της, χρειάζεται στη συνέχεια να εξεταστεί:
ποιοι είναι οι φιλοσοφικοί λόγοι που ωθούν τον Χάιντεγκερ να μετριέται διαρκώς με τον Καρτέσιο· αν στην πορεία της στοχαστικής του διαδρομής οι λόγοι αυτοί άλλαξαν ή όχι· ποιοι συνομιλητές ώθησαν τον Χάιντεγκερ να πλησιάσει τον Καρτέσιο·
αν η μορφή του μεγάλου του προκατόχου παρέμεινε πάντα η ίδια ή αν μετασχηματίστηκε προοδευτικά· τέλος, αν —όπως συνέβη στις περιπτώσεις του Χέγκελ και του Νίτσε— πέρα από τις ανοιχτές κριτικές και τις ρητές αποστασιοποιήσεις μπορεί να ανευρεθεί και στον Χάιντεγκερ μια ερμηνευτική προσέγγιση στραμμένη στην εκ νέου πρόσληψη της καρτεσιανής κληρονομιάς, ή αντιθέτως μία προσέγγιση μονόπλευρα προσανατολισμένη στη χάραξη ορίων.
Αφού εκτέθηκε σε γενικές γραμμές η κριτική γωνία από την οποία θα ανασυγκροτηθεί η πλοκή της σύνθετης σχέσης του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο, πρέπει να προστεθεί ότι αυτή εμπλουτίζεται σημαντικά από την πρόσφατη δημοσίευση του χειμερινού σεμιναρίου 1923-24 στον τόμο 17 της Gesamtausgabe (Τα Άπαντα): εφόσον μέχρι τώρα το μόνο δημοσιευμένο κείμενο που τεκμηρίωνε τον διάλογο με τον Καρτέσιο πριν από το Είναι και Χρόνος ήταν η πανεπιστημιακή διδασκαλία του θερινού εξαμήνου 1925, η εμφάνιση του πρώτου μαθήματος στο Marburg, το οποίο αφιερώνει περίπου εκατό σελίδες στην αυστηρή εξέταση των Meditationes (Στοχασμών), εξασφαλίζει επιτέλους μία διαχρονική εικόνα της πρώτης φάσης της αντιπαράθεσης και, επομένως, μία καλύτερη κατανόησή της. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του στο πλαίσιο του μαρβουργιανού διαλόγου του Χάιντεγκερ με τον Γάλλο στοχαστή, η διδασκαλία του 1923-24 θα τύχει ιδιαίτερης προσοχής κατά την ανάπτυξη της πραγματείας.
Κλείνω αυτά τα σύντομα εισαγωγικά σχόλια επισημαίνοντας ότι, λόγω της ποσότητας του υλικού που αφορά την άμεση αντιπαράθεση (Auseinandersetzung) του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο, θα εγκαταλείψω την ξεχωριστή ανάλυση της άμεσης και έμμεσης αντιπαράθεσης —που ακολουθήθηκε στα δύο προηγούμενα κεφάλαια— και θα τις εκθέσω ενιαία.
3.2. Η πρώτη φάση της αντιπαράθεσης με τον Καρτέσιο
3.2.1. Ο Καρτέσιος στο μάθημα του 1921-22 στο Freiburg
Στο Παράρτημα 1 του φράιμπουργκικού μαθήματος του χειμερινού εξαμήνου 1921-22, που δημοσιεύθηκε ως Τόμος 61 της Gesamtausgabe με τον τίτλο Phänomenologische Interpretationen zu Aristoteles. Einführung in die phänomenologische Forschung (Φαινομενολογικές ερμηνείες του Αριστοτέλη. Εισαγωγή στην φαινομενολογική έρευνα), εμφανίζεται μία εμβρυακή απόπειρα επανερμηνείας του καρτεσιανού ego sum. Ο Χάιντεγκερ παρατηρεί ότι το ερώτημα για το νόημα του είναι της γεγονικής ζωής (faktisches Leben) μπορεί επίσης να νοηθεί ως ερώτηση για το νόημα του «εγώ είμαι» (nach dem Sinn des “ich bin”), με την προϋπόθεση όμως να μη μετατεθεί το κέντρο βάρους της ερώτησης στο «εγώ» αντί στο «είμαι», ιδίως επειδή αυτό το νόημα του «εγώ» θα παρέμενε ουσιαστικά απροσδιόριστο (GA 61, 172/201).
Υπεύθυνες για αυτήν την επιλήψιμη μετατόπιση του ερωτήματος πρέπει ασφαλώς να θεωρηθούν «η μεταφυσική του εγώ και ο εγωλογικός ιδεαλισμός σε όλες του τις εκφάνσεις» (GA 61, 173/201), αλλά και το ίδιο το καρτεσιανό cogito sum, στο οποίο το «εγώ» παραμένει απροσδιόριστο, επειδή κανείς αρκέστηκε να πιστοποιήσει απλώς την καθαρά γνωσιολογική του προτεραιότητα και δέχτηκε άκριτα μία κοινότοπη έννοια του esse, εξισωμένη με τη συγκρότηση των αντικειμένων, και ως εκ τούτου ανίκανη να αποδώσει λογαριασμό για τον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης του «εγώ»:
Βεβαίως, και για τον Καρτέσιο το «sum» είναι το πρώτο, αλλά ακριβώς εδώ παράγεται μια παρέκκλιση: ο Καρτέσιος, στην πραγματικότητα, δεν στέκεται στο «sum» και έχει ήδη μία προ-αντίληψη του νοήματος του είναι με τη μορφή μιας απλής διαπίστωσης, δηλαδή ως αποδοχή της μη-αμφισβητισιμότητας. Το γεγονός ότι ο Καρτέσιος μπόρεσε να παρεκκλίνει προς την κατεύθυνση μιας γνωσιολογικής ερώτησης, ή ακριβέστερα ότι μπόρεσε να εγκαινιάσει, πράγματι, αυτό το είδος ερωτηματοθεσίας στο επίπεδο της ιστορίας του πνεύματος, δεν είναι παρά η έκφραση του γεγονότος ότι το «sum», στο είναι του και στη κατηγορική του δομή, δεν κατέστη γι’ αυτόν καθ’ οιονδήποτε τρόπο προβληματικό, και ότι μάλιστα το νόημα της λέξης «sum» έγινε αντιληπτό με μία αδιάφορη σημασία, στερημένη από γνήσια αναφορά στο «ego» και συνεπώς τυπικά αντικειμενική, άκριτη και αδιευκρίνιστη (GA 61, 173/201-202).
Πέρα από την εκπληκτική εγγύτητα με την κρίση του Gustav Teichmüller, σύμφωνα με τον οποίο ο Καρτέσιος «hatte keinen Begriff vom Sein» («δεν είχε καμία έννοια του Είναι»), εντυπωσιάζει η πρωτοτυπία της χαϊντεγκεριανής προσέγγισης στο ego sum, η οποία αποβλέπει στο να του αποκαταστήσει την φαινομενολογική του αξιοπρέπεια και να το απελευθερώσει από τις αντικειμενιστικές προκαταλήψεις που χαρακτηρίζουν την αρχική ιστορική του μορφή: «εκείνο που πραγματικά πρόκειται να γίνει είναι να ακολουθηθεί το νόημα του “sum” μέσα στο “cogito sum” του Καρτέσιου σε μια πρωταρχική προβληματική και στην πρωταρχική απόκτηση των ερμηνευτικών κατηγοριών» (GA 61, 173/201).
Στο Φράιμπουργκ, ο Χάιντεγκερ δεν θεωρεί ακόμη το καρτεσιανό cogito ως τον γεννήτορα των εγωλογικών προκαταλήψεων και των συνειδησιαρχικών κακώσεων της νεωτερικότητας überhaupt (εν γένει, καθόλου), δεν το κρίνει πλήρως εμπλεκόμενο στα αποτυχημένα αποτελέσματα των επιγόνων του, δεν διακρίνει ήδη εν σπέρματι τα αδιέξοδα που προέκυψαν από αυτό· αναγνωρίζει όμως σε αυτό ένα γόνιμο έδαφος, ικανό ακόμη να εγγυηθεί —ακριβώς για όσα κρύβει αινιγματικά μέσα του— φαινομενολογικά αποφασιστικές εξελίξεις, εφόσον επανερμηνευθεί πέρα από την ίδια την αντικειμενικοποιητική στάση του Καρτέσιου. Πρόκειται, συνεπώς, για μια επαναπρόσληψη της καρτεσιανής κληρονομιάς και για την ώθησή της προς μια κατεύθυνση εναλλακτική σε σχέση με τη παγιωμένη της ιστορία επίδρασης (Wirkungsgeschichte), προσδιορίζοντας το νόημα του «εγώ» ξεκινώντας από το είναι και όχι αντιστρόφως.
Στο υπόβαθρο μπορεί κανείς ήδη να συλλάβει τις κριτικές αιχμές προς τον Χούσερλ και τον εγωλογικό του ιδεαλισμό, ακόμη κι αν η αντιπαράθεση με τον ιδρυτή της φαινομενολογίας αναβάλλεται προς το παρόν και θα εκραγεί δημόσια μόνον το φθινόπωρο του 1927, με αφορμή την αποτυχία του σχεδίου συνεργασίας για τη συγγραφή του λήμματος «Φαινομενολογία» στην Encyclopaedia Britannica. Στο πλαίσιο της σταδιακής απομάκρυνσης του Χάιντεγκερ από τον Χούσερλ —αποτέλεσμα αναπόφευκτο θεωρητικών αποκλίσεων ολοένα και πιο ασυμφιλίωτων— ο Καρτέσιος υπήρξε καθοριστικός παράγοντας αντίθεσης: ενώ ο Χούσερλ τον θεώρησε πρόδρομο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, ο Χάιντεγκερ διέκρινε σε αυτόν το θεμελιώδες εμπόδιο που έχει μπροστά της η φαινομενολογία για να μπορέσει να αναπτυχθεί ως μέθοδος έρευνας αυθεντικά ριζική.
Είναι, άλλωστε, ένδειξη ενός λογαριασμού που δεν μπορούσε πλέον να αναβληθεί το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ επέλεξε να αρχίσει την πανεπιστημιακή του διδασκαλία στο Μάρμπουργκ με μία σειρά διαλέξεων (Vorlesung) αφιερωμένη στην καταγγελία των καρτεσιανών προκαταλήψεων της χουσερλιανής φαινομενολογίας, ακριβώς την ίδια στιγμή που ο Χούσερλ, στο Φράιμπουργκ, δίδασκε ένα μάθημα για την Πρώτη Φιλοσοφία (Erste Philosophie), του οποίου ο τίτλος αντέγραφε ξεκάθαρα τις Meditationes de prima philosophia και του οποίου το σχέδιο συνίστατο ακριβώς στην επανεκκίνηση και ριζοσπαστικοποίηση της υποκειμενικής στροφής που είχε επιβάλει ο Καρτέσιος στη φιλοσοφία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει τον Καρτέσιο μέσω της μεσολάβησης και του δασκάλου Χούσερλ, δηλαδή ότι τον αντιμετωπίζει ως τον Καρτέσιο που είχε αναχθεί σε « ευγενή πατέρα» («Ο Ντεκάρτ, όπως τον συναντά ο Χάιντεγκερ, έχει ήδη το καθεστώς ενός φαινομενολογικού μοτίβου, αν όχι τον βαθμό του ίδιου του φαινομενολόγου. Ο Ντεκάρτ εμφανίζεται, για τον Χάιντεγκερ, φαινομενολόγος καταρχάς μέσω της μεσολάβησης του Χούσερλ. Με άλλα λόγια, ιδίως μετά τη στροφή του 1907, η αυθεντία του Χούσερλ επένδυσε τον Ντεκάρτ με μία φαινομενολογική αξιοπρέπεια τέτοια, ώστε κάθε συζήτηση γύρω από αυτόν παραπέμπει σε μια συζήτηση με τον Χούσερλ· ακριβέστερα, κάθε συζήτηση των καρτεσιανών θέσεων που ο Χούσερλ είχε νομιμοποιήσει ισοδυναμεί με μία θεωρητική συζήτηση με τον ίδιο τον Χούσερλ. Η εξίσωση ανάμεσα στον Ντεκάρτ και τη (χουσερλιανή) φαινομενολογία μπορεί έτσι να αναπτυχθεί σε δύο απολύτως αντίθετες κατευθύνσεις· ή ο Ντεκάρτ είναι φαινομενολόγος επειδή προαναγγέλλει τον Χούσερλ· ή η χουσερλιανή φαινομενολογία δεν είναι πλήρως φαινομενολογική, επειδή παραμένει αιχμάλωτη καρτεσιανών αποφάσεων που δεν επικρίθηκαν, ούτε καν αναγνωρίστηκαν. Πολύ σύντομα ο Χάιντεγκερ θα ακολουθήσει τη δεύτερη κατεύθυνση: η απομάκρυνσή του από τη χουσερλιανή ερμηνεία της φαινομενολογίας θα συντελεστεί μέσω της κριτικής των καρτεσιανών προκαταλήψεων που ενυπάρχουν σε αυτήν. Ο Ντεκάρτ θα υποστεί κριτική, αλλά μια κριτική που απευθύνεται εξίσου και πρωτίστως στον Χούσερλ, τόσο λιγότερο φαινομενολόγο όσο περισσότερο παραμένει καρτεσιανός. Ο Ντεκάρτ προβάλλεται ως το μη φαινομενολογικό μοτίβο του Χούσερλ» (J.-L. Marion, L’ego et le Dasein, όπ.π., σ. 124).
Ο Pedro Cerezo Galán υποστηρίζει εύστοχα ότι «ο Ντεκάρτ χρησιμεύει στον Χάιντεγκερ για έναν λογαριασμό που πρέπει να κλείσει με τον Χούσερλ», ενώ «ο Χούσερλ του επιτρέπει να εξετάσει την καρτεσιανή ανακάλυψη στη δική της πραγματική ιστορικο-οντολογική εμβέλεια» (P. Cerezo Galán, La destrucción heideggeriana de la metafisica del cogito, στο AA.VV., Evaluando la modernidad. El legado cartesiano en el pensamiento actual, επιμ. J.A. Nicolás και M.J. Frápolli, Comares, Γρανάδα 2001, σσ. 25-77, ιδίως σ. 28).) της φαινομενολογίας, πριν παρακολουθήσουμε λεπτομερώς τον χαϊντεγκεριανό διάλογο με τον Γάλλο φιλόσοφο, είναι αναγκαίο να σκιαγραφήσουμε τουλάχιστον τις θεμελιώδεις γραμμές της ερμηνείας που είχε προτείνει ο Χούσερλ για τη σκέψη του.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου