Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Δυο συνεντεύξεις του Giovanni Reale με τον Hans Georg Gadamer α

Δυο συνεντεύξεις του Giovanni Reale με τον Hans Georg Gadamer 

Hans Georg Gadamer.Ενας "ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ" τού 20ου Αιώνος

Από το βιβλίο του Giovanni Reale
Αυτομαρτυρίες και παραπομπές των διαλόγων του Πλάτωνα στις «Άγραφες Διδασκαλίες»


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Οι δύο συνεντεύξεις με τον Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ που παραθέτουμε, πέρα από τη σημασία που κατέχουν από μόνες τους, έχουν ως σκοπό να επιστήσουν την προσοχή των αναγνωστών σε δύο ουσιώδη ζητήματα, συχνά παρεξηγημένα ή, εν πάση περιπτώσει, εντελώς παραμελημένα.

Η πρώτη αφορά την ανάγκη να γίνει πλήρως αντιληπτό ότι, για να κατανοηθεί η Gadamerική ερμηνευτική, δεν αρκεί να γίνεται αναφορά στον Μάρτιν Χάιντεγκερ (όπως κάνουν οι περισσότεροι). Χωρίς τον Πλάτωνα και ειδικότερα χωρίς τη δυναμική του σωκρατικού διαλόγου και την έννοια της διατύπωσης ερωτήσεων και απαντήσεων— ο Γκάνταμερ δεν θα είχε καταλήξει στη θεωρία του. Για αυτό το σημείο έχουμε ήδη πει όσα χρειάζονται στο κεφάλαιο XV της μελέτης μας, και ο ίδιος ο Γκάνταμερ το επιβεβαιώνει κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων.

Η δεύτερη αφορά, αντιθέτως, την ευκαιρία να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη ότι ο Γκάνταμερ —παρά τις διαμάχες του με τους Τυβιγγέζους— εντάσσεται, με τον τρόπο του, στο νέο ερμηνευτικό παράδειγμα στην ερμηνεία του Πλάτωνα, καθώς θεωρεί αναγκαίο, για την κατανόηση της σκέψης του Αθηναίου φιλοσόφου, το «αδήλωτο δόγμα». Υποστήριξε ρητά τη θέση ότι το θεμελιώδες πρόβλημα στην ερμηνεία του Πλάτωνα σήμερα είναι ακριβώς η κατανόηση των δομικών συνδέσεων που υπάρχουν μεταξύ των διαλόγων και των δογμάτων που δεν έχουν γραφεί αλλά του αποδίδονται.

Οι διαμάχες του με τους Τυβιγγέζους επικεντρώνονται σε δύο βασικά σημεία: Πρώτον, η δική τους ερμηνεία του Πλάτωνα θεωρείται υπερβολικά «συστηματική»· δεύτερον, τα αδήλωτα δόγματα θα έπρεπε να περιορίζονται στις επιστημονικές θεωρίες (ειδικά στα μαθηματικά) και δεν θα μπορούσαν να επεκταθούν στη μεταφυσική.

Ο Γκάνταμερ, όμως, συνέχισε να αντιπαρατίθεται προς αυτές τις κατευθύνσεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις διάφορες αποχρώσεις και διακρίσεις που, ακριβώς σε έναν αιώνα όπως ο 20ός, η ομορφιά επανήλθε με διάφορους τρόπους και σε ποικίλο βαθμό στο προσκήνιο.

Με τρόπο εκπληκτικό, στο απόσπασμα που γνωρίζουμε, αλλά που αξίζει να ξαναδιαβαστεί, λέει επίσης:
«Λοιπόν, εάν δεν μπορούμε να συλλάβουμε το Αγαθό ως μια ενιαία ιδέα, αφού το είδαμε τρεις φορές, δηλαδή μέσα στην Ομορφιά, την Αναλογία και την Αλήθεια, ας πούμε ότι αυτό, δηλαδή το Ένα (!), είναι απόλυτα σωστό να το θεωρήσουμε ως αιτία τόσο αυτού που είναι καλό όσο και αυτού που είναι μεικτό, και είναι αιτία αυτού, υπό την έννοια του Αγαθού (!), ότι το μείγμα κατέστη τέτοιο (65Α).»

Και τότε, το Αγαθό μπορεί να συλληφθεί ακριβώς ως το Ένα και Μέτρο υπέρτατο όλων των πραγμάτων, καθώς σε αυτό αποκαλύπτεται το Κάλλος, ως το Ένα που εξηγείται σε πολλά, με διάφορους τρόπους, μέσω μέτρων και τάξεως, και ιδιαίτερα μέσω σχημάτων, αριθμών και αριθμητικών σχέσεων, μέσα στις οποίες αποκαλύπτεται η αρμονική τους διάταξη.

Ο Πλάτωνας έδωσε ένα εξαιρετικό οντολογικό και γνωσιολογικό βάρος στην ομορφιά· κάτι που πολύ συχνά ξεχνιέται και, εν πάση περιπτώσει, δεν τοποθετείται στη σωστή του προοπτική ούτε του αποδίδεται η δέουσα σημασία.
Ο Γκάνταμερ, όμως, στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου "Αλήθεια και Μέθοδος", επαναφέρει με ξεκάθαρο και έντονο τρόπο την ερμηνευτική αξία της ομορφιάς, παίρνοντας ακριβώς τον Πλάτωνα ως σημείο αναφοράς.

Όπως είναι γνωστό, ο Πλάτωνας υποστήριξε ότι η Ιδέα του Κάλλους έχει το προνόμιο να είναι προσιτή ακόμη και μέσα στη διάσταση του αισθητού, δηλαδή της όρασης, που για τον Έλληνα ήταν η ευγενέστερη των αισθήσεων.
Και ο Γκάνταμερ έχει δίκαια αναδείξει ορισμένα θεμελιώδη πλατωνικά στοιχεία της διδασκαλίας περί ομορφιάς, συνδεδεμένα με το εννοιολογικό της περιεχόμενο, ειδικά σε έναν αιώνα, τον 20ό, στον οποίο η ομορφιά έχει, με διάφορους τρόπους και σε διάφορο βαθμό, αποκατασταθεί.

Ο Γκάνταμερ δηλώνει, χωρίς περιστροφές, ότι το κάλλος είναι «ο τρόπος με τον οποίο το αγαθό εμφανίζεται, καθίσταται φανερό από μόνο του μέσα στην ουσία του, παρουσιάζεται» (σ. 991).
Μάλιστα, γράφει ακόμη και ότι:
«Η ομορφιά μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτή ως η λάμψη κάποιου υπερκόσμιου και ωστόσο παρόντος μέσα στο ορατό».
Επομένως, για τον Πλάτωνα, παρατηρεί ο Γκάνταμερ, το Κάλλος δεν είναι απλώς συμμετρία, τάξη, καθαρότητα,
«αλλά είναι το ίδιο το φανέρωμα πάνω στο οποίο αυτό θεμελιώνεται»
(σ. 981).
Μέσα στην Ομορφιά γίνεται αισθητό «το χαρακτηριστικό του αριθμού και του μέτρου», ως ανάπτυξη ενός πλέγματος σχέσεων με την έννοια του ελληνικού arithmos-logos (βλ. σσ. 973 κ.ε.).
Με αυτή την έννοια, το Κάλλος έχει ερμηνευτική αξία αποκαλυπτική του Αγαθού στο ανώτατο επίπεδο.


Ο Γκάνταμερ διευκρινίζει:

«Στη λειτουργία της αναγωγής του Κάλλους, την οποία ο Πλάτωνας καθόρισε με τρόπο αξέχαστο, φανερώνεται μια οντολογική δομική πτυχή του Κάλλους και επομένως μια καθολική δομή του ίδιου του Είναι. Είναι ξεκάθαρο πως το ιδιαίτερο γνώρισμα του Κάλλους σε σχέση με το Αγαθό είναι ότι αυτό παρουσιάζεται από μόνο του, καθίσταται άμεσα φανερό μέσα στην ίδια του την ουσία. Με αυτόν τον τρόπο αποκτά την πιο σημαντική οντολογική λειτουργία που υπάρχει, δηλαδή εκείνη της μεσολάβησης ανάμεσα στην ιδέα και το φαινόμενο» (σελ. 979).

Το Κάλλος, επαναβεβαιώνει ο Γκάνταμερ με τον Πλάτωνα, είναι «εκείνο που είναι περισσότερο φανερό» (τὸ ἐκφανέστατον).
Κατά συνέπεια, «Η λαμπρότητα της εμφάνισης δεν είναι απλώς ένα από τα γνωρίσματα του Κάλλους, αλλά αποτελεί την ίδια του την ουσία» (σελ. 981).
Γι’ αυτό η ομορφιά δεν είναι μόνο τάξη, αρμονία, μέτρο, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, αλλά είναι η φανέρωση που απορρέει από αυτά:
είναι δηλαδή «αποκάλυψη», έχει τον τρόπο ύπαρξης που ανήκει στο φως:
«Πράγματι, είναι το φως εκείνο που αρθρώνει τα ωραία πράγματα σε μορφές που, ακριβώς, είναι ταυτόχρονα "όμορφες" και "καλές".


Όμως, το Κάλλος δεν περιορίζεται στο πεδίο του ορατού. [...] Είναι ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται το Αγαθό γενικά, δηλαδή το ον όπως οφείλει να Είναι. Το φως μέσα στο οποίο αρθρώνεται όχι μόνο το ορατό, αλλά και η νοητή περιοχή, δεν είναι το φως του ήλιου, αλλά το φως του πνεύματος, ο νους» (σελ. 981 επ.).

Ακόμη και για την έννοια της «αλήθειας», καθώς αυτή συνδέεται στενά με το πρότυπο της οντολογικής δομής του Κάλλους, ο Γκάνταμερ ανατρέχει στον Πλάτωνα.
Πράγματι, ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που συνέδεσε την ομορφιά με την αλήθεια (ἀλήθεια), εννοώντας την αλήθεια ως «αποκάλυψη» (disvelamento), ως συστατική όψη του ίδιου του Κάλλους.

Γι’ αυτό, ο Γκάνταμερ αναγνωρίζει ότι το Κάλλος είναι ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται το Αγαθό εν γένει (σελ. 981), και λέει (όπως ήδη υπενθυμίσαμε παραπάνω) ότι το Κάλλος, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το Αγαθό εμφανίζεται, καθίσταται φανερό από μόνο του μέσα στην ίδια του την ουσία, παρουσιάζεται (σελ. 991).
Το ίδιο το είναι της μορφής του Κάλλους είναι αυτό το λάμπον, το να φανερώνεται κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο.


Να τι συμπεραίνει ο Γκάνταμερ:

«Όπως είδαμε, ο μεταφυσικός χαρακτήρας του Κάλλους συνίσταται ακριβώς στο ότι μέσα σε αυτό γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στην ιδέα και το φαινόμενο. Το Κάλλος είναι βεβαίως “ιδέα”, δηλαδή ανήκει σε μια τάξη του Είναι η οποία υψώνεται ως σταθερή και μόνιμη από πάνω από τη ροή των φαινομένων. Αλλά είναι εξίσου σαφές ότι το ίδιο το Κάλλος εμφανίζεται, όπως ένα “φαινόμενο”. [...] Αυτό δεν αποτελεί ένσταση κατά της θεωρίας των ιδεών, αλλά μόνο μια συμπυκνωμένη παραδειγματική έκφραση του προβλήματος που αυτή ενέχει. Ο Πλάτωνας δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να μείνει στο επίπεδο της αντίθεσης μεταξύ της ιδέας και της εικόνας της. Είναι το ίδιο το Κάλλος που ταυτόχρονα θέτει και αναιρεί αυτή την αντίθεση» (σελ. 991).

Με αυτή την έννοια, ο Γκάνταμερ μπορεί πράγματι να πει:

«Η αναφορά στον Πλάτωνα αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, σημαντική και για το πρόβλημα της αλήθειας» (σελ. 991).

Συνεπώς, ο Γκάνταμερ, όσον αφορά το Αγαθό, πλησιάζει πολύ σε όσα λέει ο Πλάτωνας — και το κάνει με θετικό τρόπο, τουλάχιστον στην πράξη, ακόμη κι αν όχι εξ αρχής ως αρχή.

Όσον αφορά, τέλος, τον τρόπο με τον οποίο ο Γκάνταμερ αποδέχεται το νέο παράδειγμα, πρέπει να διαβαστεί κυρίως το δοκίμιό του «Άγραφη διαλεκτική στον Πλάτωνα» (στο Studi Platonici 2, ιταλική έκδοση επιμέλεια G. Moretto, Marietti, Casale Monferrato, 1984, σσ. 121–147), από το οποίο παραθέτουμε μια σελίδα όπου μιλά για τις αρχές του Ενός και της Δυάδας, των οποίων βλέπει μια πρόγευση ήδη στον Ιππία μείζονα, και έπειτα στον Φαίδωνα και στην Πολιτεία VII, 524 B–C.

Σε αυτή τη σελίδα γίνεται πολύ κατανοητό σε ποια έννοια και σε ποιο βαθμό ο Γκάνταμερ θεωρεί ότι οι «άγραφες διδαχές» εξηγούν κυρίως τη μαθηματική σκέψη του Πλάτωνα:

«Αυτό που μπορεί να μας εντυπωσιάσει στην ιδέα του Κάλλους είναι, επομένως, το γεγονός ότι η αδιαίρετη μοναδικότητα της ουσίας δεν αποτελεί την τελευταία λέξη – για τον σκοπό αυτό, ο αριθμός χρησιμεύει ως πρότυπο. Το αληθινό αίνιγμα του αριθμού είναι το εξής: ότι ένα συν ένα κάνει δύο, χωρίς κανένα από τα δύο, από μόνο του, να είναι δύο, και χωρίς το δύο να είναι ένα. Και αυτό είναι που, εις βάρος του Πλάτωνα, είχε ήδη σατιριστεί σε έναν στίχο του κωμικού Θεόπομπου, συγχρόνου του Αριστοφάνη:
«Αφού το ένα δεν είναι ούτε καν ένα / Και το δύο; Το δύο μόλις που είναι ένα, όπως λέει ο Πλάτων» (Διογένης Λαέρτιος III, 26).


Αυτό το αίνιγμα, αν βλέπω σωστά, εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ιππία μείζονα, χωρίς να αναπτυχθεί καμία θετική συνέπεια. Χρησιμεύει αποκλειστικά στην κριτική μιας απόπειρας ορισμού. Δεν θα έπρεπε να συναχθεί από αυτό ότι, με τη συγκεκριμένη δομή του αριθμού, ο Πλάτωνας υπαινισσόταν κάτι πολύ σημαντικό σε ένα διαφορετικό πλαίσιο; Και μήπως δεν είχε ήδη τότε στο νου του τη δομή του arithmos-logos;

Πιστεύω πως μια θεωρία της διδασκαλίας των Ιδεών, αν παρουσιαζόταν ως ένα είδος ατομιστικού ελεατισμού, θα ήταν πάντοτε ανεπαρκής —και ο Πλάτων φαίνεται πως το είχε αντιληφθεί αυτό πολύ νωρίς. Το τι σημαίνει να γνωρίζεις μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο όταν έχει επίσης κατανοηθεί πώς είναι δυνατόν το ένα συν ένα να κάνει δύο και πώς το “δύο” να είναι ένα.

Αυτό το πρόβλημα της δυαδικότητας και της σχέσης της με το ένα εμφανίζεται συχνά στον Πλάτωνα, και πάντοτε σε συγκείμενα που έχουν ένα εσωτερικό κίνητρο και καθορίζουν ήδη από την αρχή τη σκέψη του.

Θυμίζω το αίνιγμα για το πώς προκύπτει το δύο —αν προκύπτει από πρόσθεση ή από διαίρεση του ενός— ένα αίνιγμα που στον Φαίδωνα αναγκάζει τον Σωκράτη να αλλάξει γνώμη και οδηγεί στη διάσημη φυγή προς τους λόγους (Φαίδων 96 E κ.ε.). Σε εκείνον τον διάλογο, ακριβώς με βάση το ερώτημα «τι είναι το δύο;», αναπτύσσεται η υπόθεση της Ιδέας. Ακόμη και το πρόβλημα της σχετικότητας της αισθητηριακής αντίληψης, που για τον Πλάτωνα έχει θεμελιώδη σημασία, αφήνει να εννοηθεί μια σύνδεση με το πρόβλημα του «δύο». Στον Φαίδωνα (96 D–E) αυτό εμφανίζεται σε αυτό το πλαίσιο, και στο βιβλίο Ζ΄ της Πολιτείας τίθεται με αποφασιστικότητα το πρόβλημα αν το «μεγάλο» και το «μικρό», που αποδίδονται ταυτόχρονα στο δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στον μέσο και στον παράμεσο, είναι το ένα ή το δύο, και η απάντηση είναι: «στη σκέψη πρέπει να τα διακρίνουμε». Διότι, φανερά, καθένα είναι αφ’ εαυτού ένα, και μαζί είναι δύο (Πολιτεία 524 B–C). Τι κοινοτοπία! Ή μήπως πρόκειται για μια πρώτη νύξη στη δομή του «ένα–δύο», που αργότερα θα γίνει η δομή του «μεγάλου–μικρού» ή του «περισσότερο–λιγότερο» (μέγα καὶ μικρόν, μᾶλλον καὶ ἧττον); Πράγματι, το πρόβλημα της σχετικότητας, που εδώ υπαινίσσεται την υπαρκτική σχέση ανάμεσα στο «ένα» και το «δύο», και, επομένως, στις ἀρχαί του ἑνὸς και της δυάδος, είναι το γνωστό «κάλεσμα στη σκέψη» με το οποίο αρχίζει ολόκληρη η εισαγωγή στην Ιδέα…» (σσ. 129–131).

Πιστεύουμε ότι είπαμε όσα αρκούν για να γίνει κατανοητό πώς η ερμηνεία του Πλάτωνα από τον Γκάνταμερ εντάσσεται στο νέο παράδειγμα. Οι αντιπαραθέσεις που εκείνος είχε με τους Τυβιγγέζους δεν είναι αντιθέσεις μεταξύ υποστηρικτών αντίθετων παραδειγμάτων, αλλά είναι αντιπαραθέσεις που εξηγούνται πολύ καλά μέσα στο ίδιο παράδειγμα, με τους κατάλληλους τρόπους.

Εξάλλου, το γεγονός ότι ο ίδιος μου ζήτησε προσωπικά να παρακινήσω τους συναδέλφους της Τυβίγγης να οργανώσουν ένα πλατωνικό συνέδριο —και μάλιστα στην ίδια την Τυβίγγη— είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ήθελε να διεκδικήσει για τον εαυτό του την τιμή ότι ήδη από τη δεκαετία του 1920 είχε αρχίσει να θέτει προβλήματα συνδεδεμένα με τις «άγραφες διδασκαλίες» του Πλάτωνα. Αυτό επιβεβαιώνει ad abundantiam όσα έχουμε ήδη πει.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αυτό που είναι ιδιαιτέρως ξεχωριστό και "ευχάριστο" και "ωραίο" ακόμα με τον Giovanni Reale είναι ο τρόπος, η άνεση, ας πούμε, με την οποία γράφει ή μιλά για την αρχαία εληνική - και όχι μόνο - φιλοσοφία, που είναι ένας τρόπος ζωντανός, άμεσος, και δείχνει ότι τίποτα απ' αυτά τα πράγματα δεν ανήκει σε κάποιο ιστορικό, ας πούμε, παρελθόν, αλλά είναι είναι όλα ζωντανά και παρόντα σήμερα και κάθε στιγμή σε κάθε ψυχή που αναζητά ευθέως την αλήθεια... Ο Reale δεν παριστάνει, ζη τη γνώση...

amethystos είπε...

Τόν είχαν ρωτήσει, τί κέρδισες μέ τόσο πάθος γιά τήν αρχαία φιλοσοφία; Εβγαλε η ψυχή μου φτερά, απάντησε.

Ανώνυμος είπε...

Λατρεύω τα φτερά!

amethystos είπε...

Ανέβα στήν ταράτσα καί πέταξε.

Ανώνυμος είπε...

Κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα στο ΑγιοΠνευματικό έργο του με τίτλο " Η Μυστική εν Χριστώ Ζωή" , τα φτερά θα τα λάβει ο καθένας την Ώρα που πρέπει και κατά τον Αγώνα τον πνευματικό που θα έχει κάνει για την Αγάπη του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Σωτήρος του Γένους των Ανθρώπων. Υπομονή!