Συνέχεια από: Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Στὰ πλαίσια τῆς φιλοσοφικῆς ἀνθρωπολογίας προηγεῖται ἱστορικὰ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα. (5η συνέχεια)
Απόστολος Παύλος
Στὴ διδασκαλία τοῦ Αποστόλου Παύλου ἔχει συγκεφαλαιωθῆ ἡ θεολογία τοῦ σώματος ποὺ σχολίασαν καὶ ἀνέπτυξαν ἀργότερα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ θέμα εἶναι μεγάλο, ἐδῶ θὰ περιοριστοῦμε σὲ ἕνα συνοπτικό γλωσσάριο, βοηθητικὸ γιὰ τὴ γενικὴ εἰσαγωγὴ στὸ πρόβλημα τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ σώματος.
Τὸ ἐρώτημα καὶ στὸν Παῦλο δὲν εἶναι γιὰ τὴν οὐσία τῆς σωματικότητος καὶ τὴ σχέση της μὲ τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο, ἀλλὰ γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ μετοχὴ τοῦ σώματος στὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς Χάρης. Σωματικὲς καὶ πνευματικές λειτουργίες ἀντιμετωπίζονται σὲ μιὰ ἑνότητα, ποὺ εἶναι ἡ ἑνιαία ἔκφραση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, προωρισμένη;;; νὰ συνεχιστῆ στὴν αἰωνιότητα. Καὶ οἱ δυὸ μποροῦν νὰ γίνουν ἀφορμὴ νὰ χωριστῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ οἱ δυὸ μποροῦν νὰ ὑποταχθοῦν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ μετάσχουν στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ σάρκα δὲν εἶναι μιὰ περιοχὴ ἀφωρισμένη ἀπὸ τὰ ἄλλα γήϊνα πράγματα, κακή καθεαυτὴν ἢ ξεχωριστὰ ἐπικίνδυνη. Κακὸ εἶναι τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπολυτοποιεῖ τὴ σάρκα, περιορίζει τὴ ζωή του ἀποκλειστικὰ σὲ αὐτήν. Ἡ αὐτόνομη σεξουαλικότητα ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ ἡ κοσμικὴ φαρισαϊκὴ θρησκευτικότητα τοῦ νόμου ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι χαρακτηριστικὰ δείγματα μιᾶς τέτοιας λαθεμένης κατευθύνσεως τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Αλλὰ καὶ ἄλλα ἀνθρώπινα - γήϊνα πράγματα μποροῦν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο «σάρξ»65.
Ὅσο γιὰ τὸν ὅρο «σώμα» στὸν Παῦλο οἱ σύγχρονοι ἑρμηνευτὲς συμφωνοῦν πὼς δὲν ἐκφράζει ἁπλᾶ καὶ μόνο τὴν ἐξωτερικὴ μορφή, τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸ σῶμα ἀνήκει οὐσιαστικὰ στὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου66. [ΣΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. ΤΟ ΕΓΩ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ.ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ]
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, μὲ βάση τὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου γιὰ τὸ σῶμα, ὅτι ἡ ἔκφραση: ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα, δὲν εἶναι σωστή, σωστὴ εἶναι ἡ ἔκφραση: ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα, αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε τὸ σῶμα. Στὸ χωρίο Ρωμ. 6, 12 κ.ἑ. χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος πολὺ χαρακτηριστικὰ τὴν ἔννοια τοῦ σώματος παράλληλα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὁλόκληρου ἀνθρώπου: «Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι... μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ὁ ἐαυτοὺς τῷ Θεῷ... καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ».[ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟ ΟΛΟΝ] Ἡ χρησιμοποίηση τῆς λέξεως «μέλη» ἀντιστοιχεῖ στὴν παράλληλη χρησιμοποίηση τῶν λέξεων «σῶμα» καὶ «ἑαυτούς». Τὸ ἴδιο καὶ στὰ χωρία 1 Κορ. 6, 15 καὶ 12, 27: «Οὐκ οἶδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;» – «Ὑμεῖς δὲ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Ἡ ἀναφορὰ τῆς ἔννοιας «σῶμα» στὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο[ΚΑΙ Ο ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ] εἶναι φανερὴ καὶ στὰ χωρία Κολ. 2, 1, ὅπου ὁ Παύλος μιλάει γιὰ τὸ «πρόσωπόν του ἐν σαρκί», καὶ 1 Κορ. 6, 20, ὅπου καλεῖ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ «ἐν τῷ σώματι» αὐτῶν καὶ νὰ παραστήσουν τὰ σώματά τους «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ», «λογικὴν λατρείαν» (Ρωμ. 12, 1). ᾿Αλλοῦ τὸ σῶμα εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς προσωπικῆς ἐνέργειας, τῶν καλῶν ἢ τῶν κακῶν ἔργων ποὺ ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος («ἵνα κομίσητε ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν» (2 Κορ. 5, 10).
Σὲ ὡρισμένα χωρία τοῦ Παύλου ὄχι μόνο τὸ «σῶμα» ἀλλὰ καὶ ἡ «σάρξ» σημαίνει τὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι χαρακτηριστικὰ καὶ πρέπει νὰ σημειωθοῦν: «Οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σάρξ ἡμῶν» (2 Κορ. 7, 5). «Οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι» (Γαλ. 1, 16). «᾿Ανταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὁ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. 1, 24).
Ωστόσο, παρὰ τὴν ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ἑρμηνεία τῆς «σαρκὸς» στὰ παραπάνω χωρία, χαρακτηριστικὴ τοῦ Παύλου παραμένει ἡ διάκριση καὶ ἀντιδιαστολή σαρκός - σώματος καὶ πνεύματος. Ὁ «σάρκινος» - «σαρκικός» ἄνθρωπος (Ρωμ. 7, 14 – 1 Κορ. 3, 3) διακρίνεται ἀπὸ τὸν «πνευματικὸ» (1 Κορ. 2, 15 – 3, 1), ἡ «κατὰ σάρκα» ζωὴ ἀπὸ τὴν «κατὰ πνεῦμα» (Ρωμ. 8, 4 - 6)67. Ἐδῶ ἡ «σάρξ» διατηρεῖ τὴν παλαιοδιαθηκική σημασία της, σημαίνει τὴν κατάσταση τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἐπαναστατημένη ἐνάντια στὸ Θεὸ ἀνθρώπινη φύση. Ἡ «κατά σάρκα» ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ σώματος καὶ οἱ φυσικὲς ἀπαιτήσεις του, ἀλλὰ «φρόνημα» – «οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσι». Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ «φρόνημα τῆς σαρκὸς» εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν», εἶναι «θάνατος» (Ρωμ. 8, 5 - 7). Ἔτσι ἡ σάρκα καὶ τὸ φρόνημά της, τὰ κριτήρια καὶ οἱ ἐπιθυμίες της, συγκεφαλαιώνουν τὴν ἐπαναστατημένη ἐνάντια στὸ Θεὸ φύση ποὺ «ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός» (Γαλ. 5, 17). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως ἀλλὰ καὶ τὸ θύμα της, ἡ θέλησή του εἶναι συχνὰ ἀδύνατο νὰ ἐξουσιάση τὸ θέλημα τῆς σαρκός. «Οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἶκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾽ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν... βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου» (Ρωμ. 7, 18 καὶ 23).
Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως δὲν περιορίζεται ἀποκλειστικὰ στὶς ἐκδηλώσεις τοῦ σώματος, στὰ «ἔργα τῆς σαρκός» περιλαμβάνονται καὶ πράξεις ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴ βιολογική μας ὑπόσταση. «Είδωλολατρεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι» εἶναι ἐξίσου «ἔργα τῆς σαρκὸς» ὅσο καὶ ἡ «μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια... φόνοι, μέθαι, κῶμοι» (Γαλ. 5, 19 21).
Ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναφέρεται στὶς πράξεις τοῦ σώματος, ποὺ πρέπει νὰ τὶς νεκρώνουμε «πνεύματι» (Ρωμ. 8, 13), ὅπως καὶ στὴν ἐπίκληση τοῦ χωρίου Ρωμ. 7, 24: «τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;», εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Παῦλος ἀποβλέπει σὲ ἕνα σῶμα κυριαρχημένο ἀπὸ τὴ «σάρκα». Ἡ ἐπίκληση δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν πλατωνικὴ νοσταλγία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση,[ΟΠΩΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ] ἀλλὰ στὴν ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς «σαρκός»66. [ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ]
Οὐσιαστικὴ στὸν Παῦλο εἶναι ἡ μετοχὴ τοῦ σώματος στὴν «καινή κτίση» τῆς Χάρης.[ΠΟΙΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ;] Τὰ σώματα τῶν πιστῶν εἶναι «μέλη Χριστοῦ» (1 Κορ. 6, 15) ὄχι ἀναλογικὰ καὶ συμβολικά, ἀλλὰ ὀργανικὰ καὶ πραγματικά: «τὸ σῶμα τῷ Κυρίῳ καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι» (13). Στὸν Χριστό, τὸν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁφείλουμε μιὰ καινούργια ἀνθρώπινη φύση τὴν ὁποία «ἐνδυώμεθα» μὲ τὸ Βάπτισμα [ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ](Γαλ. 3, 27) καὶ ἡ φύση αὐτὴ δὲν «ἀποθνήσκει» «ὥσπερ ἐν τῷ Ἀδάμ», ἀλλὰ «ζωοποιεῖται» (1 Κορ. 15, 22) «διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ἡμῖν» (Ρωμ. 8, 11). «Εγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδάμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν» (1 Κορ. 15, 45). Ὁ πρῶτος ἦταν «ἐκ γῆς», «χοϊκός», ὁ δεύτερος «ἐξ οὐρανοῦ», «ἐπουράνιος» (47 - 48). Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ δεύτερου Ἀδάμ, ἡ καινούργια φύση τοῦ Βαπτίσματος,[ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ] εἶναι περιβεβλημένη μὲ δόξα, ποὺ σημαίνει ὅτι φανερώνει καὶ ἐμφανίζει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ σύγκριση μὲ τὸν Μωϋσῆ. Ἐκεῖνος, ἂν καὶ «διάκονος γράμματος» καὶ ὄχι «πνεύματος» ντύθηκε τέτοια δόξα «ὥστε μὴ δύνασθαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἀτενίσαι εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως» (2 Κορ. 3, 7). Τώρα, στὴν περίπτωση τῶν πιστῶν «ἡ διακονία τοῦ πνεύματος πολλῷ μᾶλλον ἔσται ἐν δόξη» (3, 8). Στὴν παροῦσα κατάσταση τῆς ἐπὶ γῆς συνεχιζόμενης στρατείας, ὅπου βλέπουμε τὴν ἀλήθεια «δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (1 Κορ. 13, 12), ἡ ἐξωτερικὴ φανέρωση τῆς δόξας τῶν πιστῶν βρίσκεται «ἐν καταστολῇ», «καὶ γὰρ οὐδὲ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον ἐν τούτῳ τῷ μέρει ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης» (2 Κορ. 3, 10). Ωστόσο, ἡ μεταμόρφωση τοῦ πιστοῦ «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» εἶναι μιὰ πραγματικότητα τοῦ παρόντος, στὸ μέτρο ποὺ «ἡμεῖς πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα» (3, 18).
Ὅλες οἱ φάσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ οἱ καθαρὰ σωματικὲς καὶ ὑλικές, εἶναι ἐντεταγμένες;;; στὸ γεγονὸς τῆς «ἐν Χριστῷ» μεταμορφώσεως καὶ ὑπηρετοῦν τὸν πραγματικό τους σκοπὸ ποὺ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ «ἐσθίουν καὶ πίνουν» «εἰς δόξαν Θεοῦ» (1 Κορ. 10, 31) καὶ ἡ ἐρωτικὴ σχέση ποὺ εἶναι βεβήλωση τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ ὅταν εἶναι ἀπρόσωπη, δηλαδή πορνική (1 Κορ. 6, 15), βρίσκει τώρα στὸν γάμο ὄχι ἁπλᾶ καὶ μόνο νομιμοποίηση, ἀλλὰ τὴν ἀναγωγή της στὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, γίνεται εἰκόνα καὶ φανέρωση τῆς σχέσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία (Ἐφεσ. 5, 22-23).
Ὑπάρχει, βέβαια, ἡ ἐπίμαχη περικοπή 1 Κορ. 7, 1 - 7, ὅπου ὁ Παῦλος ἐκφράζει τὴν προτίμηση: «πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν», καὶ ἑπομένως, «καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι», ἀλλὰ μόνο «διὰ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω». Ὁ Bultmann βλέπει ἐδῶ μιὰ σαφέστατη ὑποτίμηση τῆς ἐρωτικῆς κοινωνίας καὶ τοῦ σώματος καὶ βεβαιώνει τὸν γνωστικό-ἑλληνιστικὸ ἐπηρεασμὸ τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου. Σημειώνει ὅτι δὲν μποροῦμε μόνο ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ χαρακτηρίσουμε ολόκληρη τὴ στάση τοῦ Παύλου ἀπέναντι στὸ σῶμα, ὡστόσο ὁ δυαλισμὸς τοῦ χωρίου εἶναι γι᾿ αὐτὸν ἀναμφισβήτητος69.[ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΟΣ]
Μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἀπάντηση στὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου ἀπὸ τὸν Bultmann μπορεῖ νὰ βρῆ κανεὶς στὴ Θεολογία τῆς Κ. Δ. τοῦ Meinertz70. Οπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ χῶρος γιὰ λεπτομερειακὲς ἀναλύσεις, πρέπει, ὡστόσο, συνοπτικὰ νὰ παρατηρηθῆ ὅτι τὸ κεντρικό θέμα τοῦ ἔβδομου κεφαλαίου τῆς 1 Κορ. εἶναι ἡ ἐγρήγορση γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἔλευση τοῦ Κυρίου.[ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΑΜΑΣΚΟ] «Τοῦτο δὲ φημι, ἀδελφοί, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου, θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι» (29 - 32). Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη τίποτα ποὺ νὰ δένη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὸ προσωρινὸ σχῆμα τοῦ κόσμου, στὴν παροῦσα μορφὴ τῆς κτίσεως ποὺ στενάζει δουλωμένη στὴ φθορὰ καὶ «ἀπεκδέχεται τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 19 - 22). Καὶ ἡ ἐρωτική σχέση, ὑποταγμένη στὸ σχῆμα τῆς δουλείας τοῦ κόσμου, μπορεῖ εὔκολα νὰ εἶναι μιὰ δέσμευση, αὐτάρκεια καὶ αὐτοσκοπός, καὶ νὰ καταλύη τὴν ἐγρήγορση τοῦ πιστοῦ ποὺ ζῆ κιόλας;;; στὰ ἔσχατα τῆς Ἱστορίας. Ὁ Παῦλος ἐκφράζει τὴν προτίμηση νὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴ συζυγία ὄχι γιατὶ βλέπει στὴ σωματικὴ κοινωνία κάτι τὸ κακὸ καὶ ἀντίθετο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιατὶ ξέρει ὅτι ἡ ἐρωτική σχέση εἶναι ὁ ὀργανικώτερος καὶ καθολικώτερος δεσμὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κόσμο στὸ προσωρινό του σχῆμα καὶ θέλει νὰ τονίση τὴν ἀνάγκη τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸ σχῆμα αὐτό. Ἡ στάση του αὐτὴ δὲν σημαίνει ὑποτίμηση τοῦ γάμου καὶ τῆς συζυγίας. ᾿Αντίθετα, στὸ ἴδιο αὐτὸ κεφάλαιο δίνει ἐντολὴ στοὺς συζύγους νὰ μὴν «ἀποστεροῦν ἀλλήλους» παρὰ μόνο γιὰ νηστεία καὶ προσευχὴ «ἐκ συμφώνου πρὸς καιρὸν» (5) καὶ τονίζοντας τὴ δική του ἐλευθερία ἀναγνωρίζει ὅτι «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ,[ΟΧΙ ΕΚ ΜΗΤΡΟΣ. ΧΑΡΙΣΜΑ] ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως» (7). Χωρίς ἄλλο, αὐτὴ εἶναι μιὰ ριζοσπαστικὴ καὶ τολμηρὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ τὸν γάμο ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὰ συμβατικά κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ σχήματα τῆς ἀντικειμενικῆς νομιμότητος, ἀλλὰ ζητάει νὰ ἐλευθερώση τὴν ἐρωτική σχέση ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ στὴ φθορὰ τῶν προσωρινῶν σχημάτων τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὴν ἐντάξη;;; στὸν ἔσχατο χρόνο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου. Μόνο μὲ ἀφετηρία τὴν ἐσχατολογικὴ αὐτὴ ἀναφορὰ τοῦ ἔβδομου κεφαλαίου τῆς πρώτης πρὸς Κορινθίους μποροῦμε νὰ προσεγγίσουμε σωστὰ τὴν ἐκκλησιολογική - τριαδολογική διάσταση τῆς ἐρωτικῆς κοινωνίας ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ (5, 22 - 33), τὸ γάμο ὡς μυστήριο φανερώσεως τοῦ ἔσχατου τέλους τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνίας τῆς Νύμφης μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό. [ΓΙΑΤΙ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΗ;]᾿Αλλὰ εἶναι μακρὸς ὁ λόγος.[Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΘΙΣΤΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ]
Χωρὶς νὰ μειώνεται ἡ ἀλήθεια τῆς ἀναπλάσεως τῆς φύσεώς μας ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τῆς πραγματικότητος ὅτι «μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ. 5, 30), τονίζεται ἀπὸ τὸν Παῦλο παράλληλα καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς ἀσκήσεως καὶ τοῦ «ὑποπιασμοῦ» τοῦ σώματος («ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ» 1 Κορ. 9, 27). Καὶ αὐτὸ γιατὶ ἡ ἁμαρτία χρησιμοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος γιὰ νὰ «κατακυριεύση» καὶ «βασιλεύση» «ἐν τῷ θνητῷ ἡμῶν σώματι»[ΑΛΛΑ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ. ΓΙΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΧΑΙΡΟΤΑΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΑΝ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ] (Ρωμ. 6, 12). Εἶναι φανερὴ ἐδῶ καὶ πάλι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος καὶ στὴν ἁμαρτία: «μὴ βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ». Δὲν εἶναι βιολογικὸς ὁ χαρακτήρας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ σώματος, ὅπως δὲν εἶναι καὶ ἠθικός, δὲν ἀντιμάχονται οἱ ὑλικὲς ἀνάγκες κάποια ἀξιολογικὰ ἀνώτερη πνευματικότητα οὔτε κάποιον ἀντικειμενικὸ ἠθικὸ νόμο. Ο «δυαλισμός» τοῦ Παύλου δὲν εἶναι μιὰ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν ὕλη καὶ στὸ πνεῦμα ἢ στὴν κακία καὶ στὴν ἀρετή, εἶναι ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο. Το «φρόνημα τῆς σαρκὸς» εἶναι «θάνατος» (Ρωμ. 8, 6). Ὅσο δουλεύει ὁ ἄνθρωπος «τῇ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας» (7, 25) τὸ σῶμα του εἶναι «σῶμα θανάτου» (7, 24). ᾿Αντίθετα, ὅταν νεκρώνη στὸ σῶμα του τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας, τότε «ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ» φανερώνεται «ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ» (2) Κορ. 4, 10 - 11) καὶ «μεγαλύνεται ὁ Χριστὸς ἐν τῷ σώματι» τοῦ πιστοῦ (Φιλιπ. 1, 20). Πρέπει νὰ «συσταυρωθῆ» μὲ τὸν Χριστὸ «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος, ἵνα καταργηθῆ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ» (Ρωμ. 6, 6). Τότε θὰ «παραστήσωμεν ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ἡμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ» (Ρωμ. 6, 13).
Αὐτὴ ἡ καινούργια ζωἡ τοῦ σώματος[ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΣΩΜΑ] ἐν τῷ Χριστῷ, ἡ «ζωοποίησις» τῶν «θνητῶν σωμάτων» (Ρωμ. 8, 11) πραγματοποιεῖται στὴν παροῦσα ζωὴ ὡς ἀπαρχὴ «διὰ πίστεως, οὐ διὰ εἴδους» (2 Κορ. 5, 7) καὶ ὁλοκληρώνεται;;;; μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. 3, 4). Αὐτὴ ἡ «ἐν δόξη» φανέρωση τοῦ σώματος προϋποθέτει μιὰ ἀλλαγή – «πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα» (1 Κορ. 15, 51). Ο Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ;;; μετασχηματίση «τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φιλιπ. 3, 21). «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (1 Κορ. 15, 53), διότι «σάρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ» (50). Ἡ πίστη τοῦ Παύλου ὅτι τὸ σῶμα τὸ «χοϊκὸ» ἢ «ψυχικό» θὰ μετασχηματισθῆ σὲ σῶμα «πνευματικό», σῶμα «τῆς δόξης»[ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ] (1 Κορ. 15, 44 - 49, Φιλ. 3, 21) βρίσκεται ἀκριβῶς στοὺς ἀντίποδες τοῦ ἑλληνικοῦ δυαλισμοῦ ποὺ βλέπει στὸ σῶμα μόνο τὴ μορφὴ ἢ τὸ σχῆμα, τὸ προσωρινό ὑλικὸ περίβλημα τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου.[ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ] Τὸ σῶμα, γιὰ τὸν Παῦλο, θὰ μετάσχη οὐσιαστικὰ στὴν κατάσταση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἂν παρεμβάλλεται ὁ φυσικός θάνατος εἶναι μόνο γιὰ τὸν «ὄλεθρο τῆς σαρκός» (1 Κορ. 5, 5). «Άφρον, σὺ ὁ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· καὶ ὁ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα» (15, 36-38). Ἡ εἰκόνα τοῦ Παύλου γιὰ τὴν ἀνάπλαση τῶν σωμάτων ποὺ πάντοτε πραγματοποιείται μέσα στὴ φύση, δίνει στὸ θάνατο καὶ στὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου τὶς κοσμικές διαστάσεις τῆς φανερώσεως τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Στὴν περίπτωση τῶν πιστῶν δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ φυσικὴ μόνο ἀνάπλαση, ἀλλὰ γιὰ ἕνα μυστήριο φανερώσεως τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐγκαινιάστηκε μὲ τὴ Σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν παροῦσα ζωὴ κατέχουμε μόνο τὴν «ἀπαρχὴ» καὶ τὸν «ἀρραβῶνα» τῆς δόξας (Ρωμ. 8, 23 - 2 Κορ. 1, 22), ἡ «ἀπολύτρωση τοῦ σώματος»[ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ] δὲν ἔχει συντελεστή (Ρωμ. 8, 23). Ἡ ἀδιάκοπη θανάτωση τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» στὴν παροῦσα θνητή φύση μας «κατεργάζεται ἡμῖν αἰώνιον βάρος δόξης» (2) Κορ. 4, 17), γιατί εἶναι προϋπόθεση νὰ «ἀποθάνωμεν σὺν Χριστῷ» γιὰ νὰ «συζήσωμεν αὐτῷ» (Ρωμ. 6, 8). Τώρα «ἡ ζωὴ ἡμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (Κολ. 3, 3). Ἡ «κατάποσις τοῦ θνητοῦ ὑπὸ τῆς ζωῆς» (2) Κορ. 5, 4) εἶναι μυστήριο «ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω» (1 Κορ. 15, 51) : «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικὸν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (15, 42 - 44).
Ἡ ἀφθαρσία, ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τῶν ἀνθρώπινων σωμάτων στὸν ἔσχατο χρόνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ,[Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΧΑΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ, ΟΧΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ] σημαίνει καὶ τὴν ἀφθαρτοποίηση, ἀνακαίνιση καὶ δόξα ὅλης τῆς ὑλικῆς δημιουργίας. Ὑπάρχει ὁ δεσμὸς μιᾶς καθολικῆς ὀργανικῆς σχέσεως ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ὑλικὴ κτίση. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ἡ μοναδικὴ γέφυρα ἀνάμεσα στὴν ὑλικὴ δημιουργία καὶ στὸ Θεό, εἶναι[ΗΤΑΝ] ἡ συγκεφαλαίωση τῆς δημιουργίας, τὸ πρόσωπο τῆς δημιουργίας. Στὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου εἶναι ἐναργέστατες οἱ κοσμικές διαστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο συμπεριλαμβάνει ὁλόκληρη τη φύση, στὴν περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας μετέχει σύμπασα ἡ κοσμική πραγματικότητα. «Η κτίσις ὑπετάγη τῇ ματαιότητι οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι... Ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται.... ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 19 - 22). Ἡ φθορά, ἡ ἀτιμία καὶ ἡ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φθορά, ἀτιμία καὶ ἀσθένεια ὅλης τῆς κτίσεως. Τὸ ἴδιο ὅμως καὶ ἡ ἀφθαρσία, ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου θὰ σημάνη τὴν ἐλευθερία τῆς κτίσεως, θὰ ἐγκαινιάση τὸ καινούργιο μεταμορφωμένο της πρόσωπο, ποὺ θὰ εἶναι ἀποκάλυψη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.[Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΡΕΝΑΡΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ]
Κάπου ἐδῶ πρέπει νὰ διακόψουμε τὴ συνοπτικὴ αὐτὴ ἀναφορὰ σὲ ὅρους, ἰδέες καὶ ἀλήθειες ποὺ ὁρίζουν τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ὄχι γιατὶ ἐξαντλήθηκε τὸ ἀπαραίτητο εἰσαγωγικό διάγραμμα, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι μεγάλο, καὶ σταματώντας στὴ διδαχὴ τῆς Καινής Διαθήκης δίνουμε ἴσως στὸν ἀναγνώστη τὴ βασικὴ ὁρολογία ποὺ τοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ παρακολουθήση στη συνέχεια τὸ πρόβλημα στὶς σελίδες τοῦ ἀσκητικοῦ κειμένου τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου. [ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΣΩΜΑ]
Σημειώσεις
65. Βλ. SCHWEIZER, Ε. ά. σελ. 185 – 136.
66. Βλ. στὸ σημεῖο αὐτὸ τὰ ὅσα σωστὰ παραθέτει ὁ BULTMANN, Theologie des NΝ. Τ. 194, 195 καὶ ὁ BARTH, Kirchliche Dogmatik III 2, 421.
67. Βλ. σχετικά Max MEINERTZ, Theologie des N.T. II, 13.
68. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Bultmann, ὁ ὁποῖος κατὰ τὰ ἄλλα ζητάει ἀδιάκοπα ἀφορμὲς νὰ καταλογίση στὸν Παῦλο ἑλληνικό - δυαλιστικὸ ἐπηρεασμό. Γράφει γιὰ τὸ Ρωμ. 7, 24: Der Ruf geht nicht auf die Befreiung von σῶμα überhaupt, sondern von diesem von der σάρξ durchwalteten σῶμα und das heisst im Grunde von der σάρξ. [Τό κάλεσμα δέν ειναι γιά απελευθέρωση από τό σωμα γενικά, αλλά από αυτό τό σωμα πού διέπεται από τήν σάρξ καί πού βασικά είναι από τήν σάρξ].Theologie des N. T., 201.
69. Theologie des N. T., 203.
70. II, 204.
Ανώνυμος είπε...Φιλ 4:10 – 23
Ἀδελφοί, ἐχάρην ἐν Κυρίῳ μεγάλως ὅτι ἤδη ποτὲ ἀνεθάλετε τὸ ὑπὲρ ἐμοῦ φρονεῖν· ἐφ᾽ ᾧ καὶ ἐφρονεῖτε, ἠκαιρεῖσθε δέ. οὐχ ὅτι καθ᾽ ὑστέρησιν λέγω· ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι, οἶδα καὶ περισσεύειν· ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσι μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν, καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι· πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ. πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει. οἴδατε δὲ καὶ ὑμεῖς, Φιλιππήσιοι, ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ εὐαγγελίου, ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας, οὐδεμία μοι ἐκκλησία ἐκοινώνησεν εἰς λόγον δόσεως καὶ λήψεως εἰ μὴ ὑμεῖς μόνοι, ὅτι καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὴν χρείαν μοι ἐπέμψατε. οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλ᾽ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν. ἀπέχω δὲ πάντα καὶ περισσεύω· πεπλήρωμαι δεξάμενος παρὰ Ἐπαφροδίτου τὰ παρ᾽ ὑμῶν, ὀσμὴν εὐωδίας, θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. ὁ δὲ Θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τῷ δὲ Θεῷ καὶ πατρὶ ἡμῶν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. Ἀσπάσασθε πάντα ἅγιον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ σὺν ἐμοὶ ἀδελφοί. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἅγιοι, μάλιστα δὲ οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
Λκ 14:1, 12 – 15
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον. Καὶ ἔλεγε τῷ κεκληκότι αὐτόν· ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ αὐτοί σε ἀντικαλέσωσι, καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα. ἀλλ᾿ ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς, καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων. Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Βʹ Κορ 4:6 – 15
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
1 σχόλιο:
Φιλ 4:10 – 23
Ἀδελφοί, ἐχάρην ἐν Κυρίῳ μεγάλως ὅτι ἤδη ποτὲ ἀνεθάλετε τὸ ὑπὲρ ἐμοῦ φρονεῖν· ἐφ᾽ ᾧ καὶ ἐφρονεῖτε, ἠκαιρεῖσθε δέ. οὐχ ὅτι καθ᾽ ὑστέρησιν λέγω· ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι, οἶδα καὶ περισσεύειν· ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσι μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν, καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι· πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ. πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει. οἴδατε δὲ καὶ ὑμεῖς, Φιλιππήσιοι, ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ εὐαγγελίου, ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας, οὐδεμία μοι ἐκκλησία ἐκοινώνησεν εἰς λόγον δόσεως καὶ λήψεως εἰ μὴ ὑμεῖς μόνοι, ὅτι καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὴν χρείαν μοι ἐπέμψατε. οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλ᾽ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν. ἀπέχω δὲ πάντα καὶ περισσεύω· πεπλήρωμαι δεξάμενος παρὰ Ἐπαφροδίτου τὰ παρ᾽ ὑμῶν, ὀσμὴν εὐωδίας, θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. ὁ δὲ Θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τῷ δὲ Θεῷ καὶ πατρὶ ἡμῶν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. Ἀσπάσασθε πάντα ἅγιον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ σὺν ἐμοὶ ἀδελφοί. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἅγιοι, μάλιστα δὲ οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
Λκ 14:1, 12 – 15
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον. Καὶ ἔλεγε τῷ κεκληκότι αὐτόν· ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ αὐτοί σε ἀντικαλέσωσι, καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα. ἀλλ᾿ ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς, καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων. Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Βʹ Κορ 4:6 – 15
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Δημοσίευση σχολίου