Ἀνήκει στὸ μαρτυρικὸ χορό, ποὺ μὲ τὸ αἷμα τοῦ πότισε τὸ ζωηφόρο δένδρο τῆς χριστιανικῆς πίστης τὸν δεύτερο αἰώνα μετὰ Χριστόν, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀντωνίνος (160).
Οἱ ὑπηρεσίες τοῦ ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου, εἶχαν σὰν στάδιο τὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ὁ Βίκτωρ ἔτρεχε σὲ διάφορες πόλεις καὶ ἔσπερνε τὸ λόγο τῆς σωτηρίας.
Συλλαμβάνεται γι’ αὐτὸ καὶ ἐκβιάζεται νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν λύγισε, τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω.
Ἔτσι παρέδωσε τὴ γενναία καὶ ἅγια ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.
Κάποιος χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁδεύοντας γιὰ τὸ πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἔχοντας μαζί του ἀρκετὰ χρήματα, κατέλυσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὁ ξενοδόχος εἶδε τὰ ξένα χρήματα καί, κυριευμένος ἀπὸ ἀπληστία, σκότωσε τὸν προσκυνητή, τὸν διεμέλισε καὶ ἔβαλε τὰ κομμάτια του σὲ μία σπυρίδα (ζεμπίλι).
Ἐνῶ σκεφτόταν ποὺ νὰ θάψει τὰ μέλη τοῦ θύματός του γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ ἔγκλημα, καταφθάνει στὸ ξενοδοχεῖο ἕνας ἔφιππος στρατιώτης, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, καὶ τὸν ρωτάει ἐπίμονα ποὺ βρίσκεται ὁ προσκυνητής. Ὁ ξενοδόχος τὸν διαβεβαιώνει ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ξεπεζεύει, εἰσέρχεται στὰ ἐνδότερά του ξενώνα, βρίσκει τὴν σπυρίδα, τὴν φέρνει μπροστά του καὶ τὸν ρωτάει μὲ φοβερὸ καὶ ἄγριο βλέμμα νὰ τοῦ πεῖ ποιὸς εἶναι ὁ νεκρός.
Τότε ὁ φονιὰς ἔφριξε, πέφτοντας ἄφωνος καὶ τρέμων στὰ πόδια τοῦ ἄγνωστου ἱππέα. Ὁ Ἅγιος συνάρμοσε τὰ μέλη τοῦ θύματος, προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ προσκυνητὴ παραγγέλνοντάς του νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Ὁ ἀναστημένος, σὰν νὰ εἶχε ἐγερθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο, κατάλαβε ὅσα ἔπαθε, ἐδόξασε τὸν Θεὸ καὶ προσκύνησε τὸν Ἅγιο.
Μόλις ὁ φονιὰς συνῆλθε ἀπὸ τὸν τρόμο του καὶ σηκώθηκε, τοῦ πῆρε ὁ Ἅγιος τὰ κλεμμένα χρήματα καὶ τὰ ἐπέστρεψε στὸν προσκυνητὴ λέγοντάς του νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, στράφηκε πρὸς τὸν ξενοδόχο, τὸν ἔδειρε ὅπως τοῦ ἄξιζε, τὸν ἐνουθέτησε, τοῦ ἔδωσε συγχώρηση γιὰ τὸ ἔγκλημά του προσευχόμενος γι’ αὐτόν, καβάλησε τὸ ἄλογό του καὶ ἔγινε ἄφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ὁ ξενοδόχος ὅτι ὁ στρατιώτης αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, γεγονὸς ποὺ θυμίζει τὴν ἐμπειρία τῶν δυὸ Ἀποστόλων κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς, μὲ τὴν συντροφιὰ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. (Λουκᾶ κδ’ 31).
Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς ἔταξε στὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ προσφέρει ἕναν ἀσημένιο δίσκο στὸ ναό του. Παρήγγειλε λοιπὸν στὸν ἀργυροχόο δύο δίσκους καὶ τοῦ ζήτησε στὸν μὲν ἕνα νὰ γράψει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου στὸν δὲ ἄλλον τὸ ὄνομα τὸ δικό του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ δίσκος ὁ προορισμένος γιὰ τὸν Ἅγιο ἔγινε λαμπρότερος καὶ ὡραιότερος, ὁ χριστιανός, ἀπὸ ἀπληστία κινούμενος, δίχως νὰ ντραπεῖ τὸν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ταξιδεύοντας λοιπὸν στὴ θάλασσα, δείπνησε στὸ πλοῖο χρησιμοποιώντας ἀσυλλόγιστα καὶ χωρὶς εὐλάβεια τὸν δίσκο τοῦ Ἁγίου. Μετὰ τὸ δεῖπνο ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀνευλαβοῦς χριστιανοῦ προσπάθησε νὰ πλύνει τὸν δίσκο στὴ θάλασσα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ πέσει στὸ νερὸ καὶ νὰ βυθισθεῖ. Τότε ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε καί, προσπαθώντας νὰ πιάσει τὸν δίσκο, ἔπεσε καὶ αὐτὸς στὴ θάλασσα.
Ὅταν ὁ κύριός του ἀντελήφθη τὸ συμβάν, συναισθάνθηκε ὅτι πλήρωνε τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀπληστίας του καὶ τυπτόμενος ἀπὸ τὴν συνείδησή του, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ βρεῖ ἔστω τὸ λείψανο τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη του, τάζοντας νὰ δώσει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὸν δεύτερο δίσκο, καὶ τὰ χρήματα ποὺ ἄξιζε ὁ χαμένος στὴ θάλασσα δίσκος.
Ἀφοῦ βγῆκε στὴ στεριὰ περίμενε μὲ ἀγωνία στὴν ἀκρογιαλιὰ μήπως καὶ ἐκβρασθεῖ τὸ πτῶμα τοῦ ὑπηρέτη. Καὶ ἐνῶ παρατηροῦσε τὴν θάλασσα, βλέπει τὸν μικρὸ νὰ βγαίνει ζωντανὸς ἀπὸ τὸ νερὸ κρατώντας στὰ χέρια του καὶ τὸν ἀσημένιο δίσκο τοῦ Ἁγίου!
Ὁ πλούσιος ἔφριξε ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ ἔβγαλε φωνὴ μεγάλη τὴν ὁποία ἀκούγοντας οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου βγῆκαν ὅλοι ἔξω καί, βλέποντας τὸ συμβάν, ρωτοῦσαν τὸν ὑπηρέτη, ποὺ τοὺς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Μόλις ἔπεσα στὴ θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεῖς ἄνθρωποι. Ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτοὺς φοροῦσε στρατιωτικὴ στολή, ὁ ἄλλος ἦταν νεαρὸς καὶ ὁ τρίτος ἦταν Διάκονος. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς μὲ πῆραν μαζί τους ἀπὸ τὸν βυθὸ καὶ περπατώντας χθὲς καὶ σήμερα, μὲ ἔφεραν μέχρι ἐδῶ».
Ὁ κύριος του παιδιοῦ καὶ οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ἀκούγοντας τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ἐδόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἐθαύμαζαν γιὰ τοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιεῖ προκειμένου οἱ ἄνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Β’ Τιμοθ. γ’ 7).
Οἱ τρεῖς ποὺ ἔσωσαν τὸν ὑπηρέτη ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς (ὁ στρατιωτικός), ὁ Ἅγιος Βίκτωρ (ὁ νεαρός) καὶ ὁ Ἅγιος Βικέντιος (ὁ Διάκονος).
Οἱ δυὸ τελευταῖοι Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βικέντιος πέθανε ἔπειτα ἀπὸ σταύρωση καὶ ἐξάρθρωση τῶν μελῶν στὴν ὁποία τὸν ὑπέβαλαν οἱ βασανιστές του. Τιμῶνται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ τὴν 11η Νοεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου