Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.
Συνέχεια από:Πέμπτη 31 0κτωβρίου 2024Η ιδέα μιας χριστιανικής φιλοσοφίας είναι δυνατή, δηλαδή μη-αντιφατική;
Αυτό που διακρίνει τον φιλόσοφο απ’τον επιστήμονα, με τη γενική έννοια, είναι ότι η φιλοσοφία ασχολείται με το σύνολο των πραγμάτων. Και ποιο είναι τότε, τελικά, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χριστιανού φιλοσόφου;
Ας εξετάσουμε κάποια παραδείγματα. Ας δούμε τον νεαρό Αυγουστίνο, που αναμένει τη βάπτισή του. Έχει κάνει την επιλογή του. Πιστεύει στον Χριστό και την Εκκλησία του. Έχει κάνει θυσίες, που στοιχίζουν ακριβά σ’ έναν άνθρωπο της δικής του νοοτροπίας, αλλά τις έκανε με μιαν ολοκληρωτική εγκατάλειψη, μιαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Έχει τις βεβαιότητές του. Αλλά το πνεύμα του είναι γεμάτο από ερωτήματα, ακόμη κι εκεί όπου δεν έχει την ελάχιστη αμφιβολία. Πιστεύει στον Θεό. Αλλ’ αισθάνεται την ανάγκη να αναζητήσει μιαν απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, απλά και μόνο για να κατανοήσει με τη διάνοιά του αυτό που εμπιστεύεται (θεωρεί) με την πίστη. Το ίδιο συμβαίνει και με την αθανασία της ψυχής: ο Αυγουστίνος δεν αμφιβάλλει, αλλά επιθυμεί να κατανοήσει και να αποδείξει. Κι όταν επιτύχει μιαν απόδειξη, βγάζει κραυγές χαράς. Διότι υπήρξε φιλόσοφος από νοοτροπία και πνεύμα.
Υπήρξε χριστιανός φιλόσοφος. Και σαν τέτοιος διακρίνεται απ’τους άλλους φιλοσόφους, επειδή ξεκίνησε ως πιστός. Αναζητά την κατανόηση ορισμένων πραγμάτων, για τα οποία διατηρεί τη βεβαιότητα της πίστης του. Διαπιστώνουμε την ίδια συμπεριφορά στον Κλήμη Αλεξανδρείας και στον Ωριγένη. Την ξαναβρίσκουμε αργότερα στον Jean Scott Erigene, στον S. Anselme, στον Pierre Abelard και αρκετούς άλλους.
Και στον άγ. Θωμά επίσης ; Δεν θα διστάσω να απαντήσω θετικά. Ο άγ. Θωμάς ξεκίνησε κι αυτός με βεβαιότητες. Ασφαλώς, ήταν πεπεισμένος, ότι για να αποδείξει κάποιος την ύπαρξη του Θεού δεν χρειάζεται να είναι χριστιανός. Ας δεχθούμε ότι είχε δίκαιο : Έλληνες φιλόσοφοι πρόσφεραν αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού αρκετούς αιώνες πριν την περίοδο του χριστιανισμού (1). Αυτοί πρώτοι διαλογίσθηκαν πάνω στο απόλυτο Είναι (Ον) κι αυτές οι σκέψεις εφοδίασαν τους χριστιανούς φιλοσόφους με τα στοιχεία μιας doctrina de Dio φιλοσοφικής μορφής. Ο άγ. Θωμάς το επιβεβαιώνει κι ο ίδιος στα κεφάλαια για τη φύση, ή αν θέλουμε για τις «ιδιότητες» του Θεού : η απλότητά του, η αγαθότητά του, η ίδια η αγάπη του – θέματα τόσο χαρακτηριστικά βιβλικά και χριστιανικά ώστε ο μη μυημένος αναγνώστης του 20ου αιώνα με δυσκολία θα αναγνώριζε την έντονη παρουσία της ελληνικής φιλοσοφίας σ’ αυτό το κεφάλαιο…
Χρειάζεστε διευκρινίσεις ; - Ιδού μερικά παραδείγματα. Στην questio σχετικά με την απλότητα του Θεού (S. Th. I qu. 3) ο άγ. Θωμάς αποδεικνύει 1ον ότι ο Θεός δεν είναι σώμα , 2ο ότι δεν είναι ύπαρξη αποτελούμενη από μορφή και ύλη, 3ο ότι η φύση του είναι ταυτόσημη με την ουσία του. Οι τρεις αυτές θέσεις (θεωρίες) βασίζονται σε ελληνικές έννοιες και αποδεικνύονται με επιχειρήματα που συναντάμε εν μέρει στον Αριστοτέλη, εν μέρει στον Πλάτωνα, αλλά και στον Πλωτίνο. Στον Πλωτίνο είναι που βρίσκουμε διευκρίνιση της άποψης ότι η ανώτατη Αρχή δεν μπορεί να διαθέτει ιδιότητες διαφορετικές απ’ Αυτήν την ίδια κι ότι είναι ταυτόσημη με την ουσία της (2).
Ο άγ. Θωμάς λέει μ’ αυτόν τον τρόπο ότι η θέληση του Θεού είναι ταυτόσημη με την ουσία του (S.th. I 19,a.1.cp. Plotin, Enn. VI 8, 13, 1. 5-8), κι ότι το αντικείμενο της θείας θέλησης δεν είναι διαφορετικό από την καλοσύνη του, η οποία είναι ταυτόσημη με την ουσία του (S. Th. Ib. cp. Enn. VI 8, 1. 27-33 και V 5, 13, 1. 1-11).
Η άποψη για το αμετάβλητο του Θεού, το οποίο ο άγ. Θωμάς αποδεικνύει με τρία επιχειρήματα, δανεισμένα απ’ την αριστοτελική θεωρία της κίνησης , είναι μια θέση πολύ πλατωνική. Απ’ την εποχή του Παρμενίδη, το τέλειο Είναι είναι για τους Έλληνες το Είναι που δεν αλλάζει. Γιατί, αν είναι τελικά τέλειο, πώς θα αλλάξει; « Η αλλαγή είναι κίνηση, και η κίνηση προϋποθέτει ατέλεια», λέει ο άγ.. Θωμάς (S.th. 1 qu. 9, art. 1, resp. Ad 3). Όπως είχε ορίσει ο Πλάτων πριν απ’ αυτόν το τέλειο Είναι των Καθαρών σαν «αυτό που παραμένει πάντοτε το ίδιο πράγμα και είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του». Όπως είχε απορρίψει ο Αριστοτέλης την κίνηση των υπέρτατων και καθαρά πνευματικών Υπάρξεων και όπως κραύγαζε, για παράδειγμα, ο Πλούταρχος : «Τί είναι λοιπόν μια Ύπαρξη με την πλήρη και αληθινή έννοια της λέξης; - Αυτή που παραμένει αιώνια, χωρίς αρχή και τέλος, εκτός χρόνου και μεταβολών» (3).
Η αιωνιότητα του Θεού; Ο άγ. Θωμάς μιλάει γι’ αυτήν στο ακόλουθο κεφάλαιο : S. Th. I qu. 10. Ο ορισμός που εξετάστηκε στο πρώτο κεφάλαιο προέρχεται απευθείας απ’ την Consolatio de Boece – αλλά, σε τελευταία ανάλυση, απ’ τον Πλωτίνο, Enn. III 7, 3-5. Ο Πλωτίνος είναι αυτός που όρισε την αιωνιότητα σαν μιαν ατελεύτητη και τέλεια ζωή, χωρίς διαδοχή, αλλά ταυτόχρονα παρούσα στο σύνολό της.
Ας εξετάσουμε επίσης το θέμα της δημιουργίας. Ο άγ. Θωμάς τη χειρίζεται με απόλυτα φιλοσοφικό τρόπο. « Δημιουργία» σημαίνει «προέλευση» των δημιουργημάτων απ’ τον Θεό (5), ή ακόμη « απορροή (έκφραση) της σύνολης ύπαρξης» (6). Ο άγ. Θωμάς χρησιμοποιεί με πλήρη συνείδηση αυτούς τους όρους: του επιτρέπουν να ερμηνεύσει όσο γίνεται καθαρότερα την creation ex nihilo (εκ του μηδενός δημιουργία), γιατί η προέλευση της συνολικής, καθολικής ύπαρξης απ’ την πρώτη «Αρχή» δεν προϋποθέτει καμμιάν ύπαρξη. Για τον Θεό δημιουργία σημαίνει τη θεία ενέργεια που είναι η ουσία του, σε σχέση με το δημιούργημα. Για τα δημιουργήματα αυτή η σχέση υπάρχει με τη μορφή δεσμού εξάρτησης. Για τον Θεό είναι secundum rationem tantum (7).
Όλ’ αυτά είναι καθαρά πλωτινικές θεωρίες (απόψεις). Δεν θα μπορούσαμε όμως τότε ν’ αναρωτηθούμε τί σημαίνει το «Εν αρχή δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη»; Δεν αντιμετωπίζουμε εδώ τη δημιουργία σαν ένα γεγονός που συνέβη μέσα στον χρόνο; - αυτό είναι λάθος, απαντά ο άγ. Θωμάς. Εφόσον ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου, δεν θα έπρεπε να δώσουμε σε καμμιάν περίπτωση παρόμοια ερμηνεία στο κείμενο. Το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι ο χρόνος δημιουργήθηκε μαζί με τον ουρανό και τη γη. – Κι αυτές τις σκέψεις τις είχαν προετοιμάσει για μιαν ακόμη φορά οι Έλληνες. Ο άγ. Αυγουστίνος τις γνώριζε, η δε σκέψη του Πλωτίνου τον ενέπνευσε σχετικά με τις έννοιες του χρόνου και της αιωνιότητας. Ο ίδιος ο Πλωτίνος υπήρξε κληρονόμος του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη - όχι όμως ένας απλός και ήσυχος κληρονόμος, που διατηρεί τους θησαυρούς που δέχθηκε χωρίς να προσθέσει τίποτε ο ίδιος. Τους επεξεργάζεται με πνεύμα εξαιρετικά ενεργό και ουσιαστικά προσωπικό, επινοεί, διορθώνει και τελειοποιεί. Κι έτσι κατασκεύασε τον ορισμό του για τον χρόνο και την αιωνιότητα.
Ο άγ. Θωμάς ανακάλυψε στους αρχαίους μιαν ακόμη πολύ χρήσιμη έννοια, προκειμένου να ερμηνεύσει τη δημιουργία: πρόκειται για την έννοια μιας «επικοινωνίας» από την πλευρά του Θεού και μιας «συμμετοχής» απ’την πλευρά του δημιουργήματος (8). Ερμηνεύοντας τη διάκριση και την πολλαπλότητα των πραγμάτων, ο άγ. Θωμάς λέει πως αυτή η πολλαπλότητα βασίζεται στην primum agens που είναι ο Θεός. «Διότι ο Θεός δημιούργησε την ύπαρξη των πραγμάτων για να μεταδώσει την αγαθότητά του στα δημιουργήματα και για να αντιπροσωπευθεί απ’ αυτά. Κι επειδή δεν θα μπορούσε να αντιπροσωπευθεί επαρκώς από ένα μόνο δημιούργημα, δημιούργησε πολλά και διαφορετικά το ένα απ’ το άλλο, προκειμένου να καλυφθεί η ανεπάρκεια του ενός στην αντιπροσώπευση της θείας αγαθότητας, από ένα άλλο. Γιατί η αγαθότητα που ενυπάρχει με τρόπο απλό και ομοιόμορφο στον Θεό, εμφανίζεται με τρόπο πολλαπλό και διχασμένο στα δημιουργήματα. Κι αυτό γιατί στο σύνολό του το σύμπαν συμμετέχει στην θεία αγαθότητα και την εκπροσωπεί με τελειότερο τρόπο από οποιοδήποτε δημιούργημα».
Αυτό δεν είναι όμως καθόλου το πρώτον κινούν του Αριστοτέλη, που κινεί τον πρώτο ουρανό. Πρόκειται για πλατωνισμό – αλλ’ έναν πλατωνισμό χριστιανικό, που θεμελιώνει τη συμμετοχή «στη θεία αγαθότητα» όχι μόνο με μιαν αρκετά απρόσωπη έννοια και «κατά κάποιον τρόπο», όπως το επιχείρησε ο Πλωτίνος, αλλά σαφώς μέσα στην πρόθεση του Θεού, πράγμα που σημαίνει : μέσα στη συνειδητή του θέληση.
Τελειώνοντας, ας προσεγγίσουμε το πρόβλημα του κακού. Στην S. th. I qu. 48 και 49, ερμηνεύοντας το σαρκικό κακό σαν privation (στέρηση) προκληθείσα per accidens (κατά τύχη) απ’ το καλό, ο άγ. Θωμάς ακολουθεί απόλυτα τη θεωρία του Πλωτίνου (10), όπως πριν απ’ αυτόν κι ο άγ. Αυγουστίνος. Οι χριστιανοί φιλόσοφοι διδάσκουν, μαζί με τους πλατωνικούς, τη θεωρία περί ανυπαρξίας του κακού ως ουσία.. Κι ο άγ. Θωμάς καταλήγει ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να υπάρξει καθ’ εαυτό κακό. O Πλωτίνος καταλήγει απ’ την πλευρά του σ’ ένα είδος απόλυτης στέρησης, όχι βέβαια ουσιαστικής, την οποία όμως θεωρεί ως μη-ύπαρξη και την αποκαλεί ύλη. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, εδώ για την πλατωνική παράδοση (11)-κατά κανέναν όμως τρόπο τόσο δυαλιστική όσο την αντιλήφθηκαν οι χριστιανοί, από την εποχή των Απολογητών του δεύτερου αιώνα ως την Simone Petrement και τον P. Robbers των ημερών μας (12).
(Συνεχίζεται)
MΠΟΡΟΥΜΕ ΕΥΚΟΛΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ.
ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΠΛΕΟΝ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου