Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

ΠΟΙΟΣ ΛΕΕΙ ΕΓΩ! (3)

 Συνέχεια από: Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ.

Του GIANFRANCO DALMASSO.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ.

1, Το γένος τού αρνητικού.

Στην αρχαία εποχή τής σκέψης το πρόβλημα το οποίο εντοπίσαμε μέχρι στιγμής, είχε τεθεί για παράδειγμα με ριζικό τρόπο στο κείμενο του Πλάτωνος, ο οποίος δίδαξε κατά κάποιο τρόπο αυτό το πρόβλημα, οδηγώντας το να εκραγεί πρόωρα, βάζοντας το στην κυκλοφορία σε εκείνη που θα είναι στην συνέχεια η ιστορία τής θεωρητικής γλώσσας της Δύσεως. Αντίφαση, πόνος, θάνατος εκμηδένιση κατέστησαν στοχασμοί του Πλάτωνος σαν μία κάποια σημασία τής ελλείψεως. Στον Παρμενίδη αυτά τα θέματα υπογραμμίστηκαν, μέχρι, κατά γράμμα, το έσχατο όριο. Το ότι στον διάλογο είναι επί τό έργον ένα ειρωνικό κλειδί ανάγνωσης όσο και ότι πρόκειται για ένα υπέρτατο έργο αρνητικής Θεολογίας, όπως δηλώνει ο Πρόκλος, σε κάθε περίπτωση, το θέμα ας πούμε του μηδενισμού, όπως ετέθη στον Πλάτωνα, είναι αδύνατον να οργανωθεί στο εσωτερικό μιας έννοιας της λογικής σαν απόκτηση συνειδητής κυριαρχίας! Είναι ή μη-είναι, αληθές και ψευδές, πραγματικό και ψευδαισθητικό, στα διασταυρούμενα πυρά τού κειμένου τού Παρμενίδη με τον Σοφιστή, και με την γενική κίνηση της Πλατωνικής παραδόσεως, είναι ζεύγη τα οποία βραχυκυκλώνουν εάν χρησιμοποιούνται και στοχάζονται μόνον στο επίπεδο της επιβεβαιώσεως τους, τής καταφάσεώς τους και δεν υπολογίζονται αυτά τα ίδια σαν στοιχεία και συμπτώματα μιας κίνησης η οποία καλύπτει την σχέση ενός υποκειμένου σκεπτόμενου με την καταγωγή της σκέψης του, την σχέση του υποκειμένου του ομιλούντος με την καταγωγή της γλώσσας του!

          Η δήλωση η οποία υποστηρίζεται στο τέλος τού Κρατύλου(440 d), ότι δηλαδή “δεν είναι αλήθεια ότι όλα τα πράγματα έχουν καταρροή” δεν ψαρεύει σε μία καθησυχαστική και οπτιμιστική άποψη για το σύμπαν, δεν βασίζεται σε έναν μεταφυσικό στοχασμό σε θεωρητικό επίπεδο, κατευθυνόμενο στα όρια και στην μοίρα τού πεπρωμένου τής πραγματικότητος τής οποίας έχουμε την εμπειρία, δεν στέκεται ούτε σε ένα είδος ηθικής προτροπής αλλά μάλλον σε μία πηγή η οποία ενώνεται με την καταγωγική κίνηση της σκέψης!

          Αυτή η γεννητική πηγή συνίσταται στο γεγονός ότι το ίδιο το μηδέν στοχάζεται και βιώνεται σε σχέση με ένα στοιχείο, σε ένα είδος αγνώστου Χ, που είναι η συνθήκη τής δυνατότητος τόσο αυτής τής έννοιας όσο και αυτού που το στοχάζεται. Και αυτό πριν ακόμη έλθουμε στις αντιφάσεις του κόσμου, στις αντιφάσεις ανάμεσα στα πράγματα ή ανάμεσα στις ιδέες και τις ουσίες, με τις οποίες απαιτούμε να κυριαρχήσουμε την τάξη της πραγματικότητος, εάν υπάρχει μία!

          Πόνος, κακό, αντίφαση, εκμηδενισμός… : στον ίδιο λόγο υπάρχει το είναι και το μη-είναι. Ο λόγος συνίσταται μάλιστα από ένα είδος συμπλοκής, δολοπλοκίας ανάμεσα στο Είναι και στο μη-είναι (Σοφιστής. Αυτή η συμπλοκή είναι ανεξίτηλος: λειτουργεί τόσο στις λέξεις όσο και στην πραγματικότητα. Στον Παρμενίδη το πρόβλημα που τίθεται είναι ριζικό για την μοίρα του λόγου: “Το ένα που έχει το Είναι, δεν είναι”. Δηλαδή δεν κρατά την διαφορά. Το Ένα που έχει το Είναι δεν είναι. Το Ένα που έχει το Είναι από το άλλο μέρος είναι και μαζί δεν είναι. Εάν το Ένα, δεν είναι, ένας άπειρος κατακερματισμός φαίνεται να πολιορκεί τον λόγο! (Παρμενίδης 165 b-c:… Είναι ανάγκη λοιπόν, νομίζω να συντρίβεται (θρύπτεσθαι) σε μικρά-μικρά κομμάτια κάθε τέτοιο όν, που θα μπορούσε κανείς να συλλάβει με την σκέψη του. Γιατί αυτό που κάθε φορά θα συλλαμβάνει, θα είναι όγκος, όπου δεν υπάρχει ένα, και σε κείνον που παρατηρεί από κοντά και με διαπεραστικό βλέμμα είναι ανάγκη καθένα να φαίνεται άπειρο κατά το πλήθος, αν στερείται του “ενός” που δεν υπάρχει; ).

          Η άπειρη φυγή που παράγεται στο εσωτερικό τού λόγου μοιάζει να κρεμά την μοίρα αυτού του τελευταίου στην δομή της φαινομενικότητος. Η ενότης του λόγου πράγματι σ’αυτό το σημείο του Πλατωνικού κειμένου αφορά την καθαρή υποκειμενική αναπαράσταση τού αντικειμένου της. (Έτσι λοιπόν πρέπει να φαίνονται τα “άλλα”, καθένα άπειρο και πεπερασμένο, ένα και πολλά, στην περίπτωση που ενώ δεν υπάρχει το έν, υπάρχουν τα άλλα του ενός. Λοιπόν όμοια και ανόμοια δεν θα φανούν πως είναι επίσης; Όπως τα προοπτικά σχεδιαγράμματα σ’εκείνον που τα βλέπει από μακριά φαίνονται όλα ένα και αυτό τους δίνει την επίφαση της ταυτότητος και της ομοιότητος. Παρμενίδης 165 C).

          Από το άλλο μέρος όποιος πλησιάζει βλέπει αυτές τις φιγούρες “πολλαπλές και διάφορες” και αυτή η οπτική είναι αυτή η ίδια “ομοίωμα διαφορετικότητος” (το του ετέρου φαντάσματι). Ο λόγος γυρίζει τοιουτοτρόπως στον εαυτό του σε σπείρα εάν από το ένα μέρος χωρίς το Ένα δεν υπάρχει πολλαπλότης και δεν υπάρχει “γνώμη τής πολλαπλότητος” [ούτε ίδια (τα αυτά) ούτε διαφορετικά, ούτε σε επαφή ούτε χωρισμένα, ούτε άλλα όσα στους προηγούμενους συλλογισμούς μας είπαμε ότι είναι φανερά-απ’αυτά τα “άλλα” δεν είναι ούτε φαίνονται να είναι κάτι, αν το “έν” δεν υπάρχει. Παρμενίδης 166 b], από το άλλο μέρος, λόγω τής αναγκαιότητος αυτής τής δηλώσεως στο Ένα, το έλλειμα, το διάλειμμα, η επανάληψη, εγκαθίσταται καταγωγικώς στην καρδιά του Είναι: Είτε δεχθούμε ότι το “Έν” υπάρχει, είτε δεχθούμε ότι το “Εν” δεν υπάρχει, αυτό και τα “άλλα”, όπως φαίνεται, και σχετικά με τον εαυτό τους και σχετικά με τα άλλα είναι και δεν είναι, φαίνονται να είναι και δεν φαίνονται να είναι επιδεκτικά όλων ανεξαίρετα των προσδιοριστικών χαρακτηρισμών από κάθε άποψη! (Παρμενίδης, 166 C).

Στο τέλος του Παρμενίδη το οποίο επικαλεστήκαμε μόλις, η ίδια η ιδέα τής αντιφάσεως τίθεται από τον Πλάτωνα στην αυτοαντίφασή της. Το χτύπημα ξεμπερδεύει κατά κάποιο τρόπο στον Σοφιστή, όπου ο Πλάτων υποδεικνύει μίαν άλλη δυνατή νομιμότητα του φιλοσοφικού λόγου. Η σχέση ανάμεσα στο Είναι και το μη-είναι τίθεται εδώ στους όρους τού λόγου, σαν πρόβλημα του αληθούς και της φαντασίας, της εικόνος (239 C-240 d).

          Η κίνηση που περιγράφεται στον Σοφιστή είναι η προσπάθεια να ξεκολλήσουμε από την απλή αντίθεση είναι και μη-είναι. Αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο την συζήτηση των σχέσεων ανάμεσα στο είναι και στον λόγο, αλλά ένα ξεσκαρτάρισμα εσωτερικό στο κείμενο, λόγω του οποίου μετακινήθηκε ο ίδιος ο τόπος της συζητήσεως στο Είναι.

          ΞΕ. Ας μην μας πει λοιπόν κανείς, πώς ενώ δηλώνουμε ότι το “μη όν” είναι το ενάντιο από το “όν”, τολμάμε συνάμα να ισχυριζόμαστε πως είναι όν. Γιατί εμείς από καιρό τώρα έχουμε παραιτηθεί από κάθε συζήτηση γι’αυτό το “κάτι” που είναι απόλυτα ενάντιο στο όν, είτε για το αν υπάρχει ή όχι, είτε για το αν είναι λογικό ή άλογο. Γι’αυτό όμως που μόλις είπαμε πως είναι το “μη όν” πρέπει να μας πείσει κάποιος με επιχειρήματα, ότι δεν μιλάμε σωστά διαφορετικά είναι υποχρεωμένος να δεχθεί ότι τα γένη ανακατώνονται μεταξύ τους και ότι το “όν” και το “άλλο” διαπερνούν ανάμεσα σ’όλα και μεταξύ τους. (Σοφιστής 258 e και 259 a).

          Η “ομιλία” λοιπόν δίνεται πρωτογενώς προηγούμενη τού προβλήματος τής σχέσης ανάμεσα στο Είναι και στον λόγο. Αυτή η καταγωγή είναι μία κίνηση και ένα πλαίσιο στο οποίο ο λόγος γεννάται και μπορεί να αναφερθεί στα πράγματα! Η πλατωνική θέση στα γένη, κάτω από αυτή την γωνία, φαίνεται, προσθέτοντας την έννοια τής διαφορετικότητος, να φέρνει στην επιφάνεια ένα πλαίσιο ομιλίας το οποίο είναι δυσδιάκριτο από την σύσταση την ίδια του διαλόγου!

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: