Enrico Berti
Το δόγμα τής αναλογίας του Είναι—όχι γενικώς της αναλογίας, που ενδιαφέρει την φιλοσοφία της γλώσσας ή την γλωσσολογία, αλλά της αναλογίας του Είναι, που ενδιαφέρει την οντολογία ή την μεταφυσική, αναπτύχθηκε κυρίως στο εσωτερικό της Αριστοτελικο-θωμιστικής παραδόσεως. Αυτή η τελευταία έκφραση δέν προϋποθέτει κάποια ενότητα ανάμεσα στην σκέψη του Αριστοτέλη και στην σκέψη του Θωμά Ακινάτη, αλλά αναφέρεται ουσιαστικώς σε ένα ιστορικό γεγονός, δηλ, σε κείνο το ρεύμα σκέψης, το οποίο ξεκίνησε με την επαναπρόσληψη του Αριστοτελισμού εκ μέρους του Ακινάτη και η οποία ξεδιπλώθηκε κατα μήκος όλου του Μεσαίωνος, της μοντέρνας εποχής και της συγχρόνου μας, ώστε να συστήνει ακόμη και σήμερα μία απο τις πλέον χαρακτηριστικές και ζωντανές θέσεις του φιλοσοφικού διαλόγου.Το δόγμα τής αναλογίας που επεξεργάστηκε αυτή η παράδοση θεωρήται η κλασσική θεωρία της αναλογίας. Δέν προτίθεμαι να εκθέσω με τρόπο πλήρη την θεωρία αυτή, διότι οι εκθέσεις της είναι ήδη αμέτρητες και βρίσκονται ακόμη και στις εγκυκλοπαίδειες. Θέλω απλώς να υπογραμμίσω μερικά προβλήματα που θέτει και τα οποία δέν έχουν βρεί ακόμη μία ικανοποιητική λύση. Νομίζω πώς η ανάλυσή μας πρέπει να συγκεντρωθεί αποκλειστικά στον Ακινάτη, διότι μόνον μ’αυτόν το δόγμα της αναλογίας του Είναι αποκτά έναν κεντρικό ρόλο στην οντολογία (και στην θεολογία) και όσοι ακόμη το υποστηρίζουν αναφέρονται πάντοτε σ’αυτόν. Στη συνέχεια μπορούμε να δούμε το προηγούμενο του θωμιστικού δόγματος της αναλογίας και την συνέχεια της αναπτύξεως του μέχρι των ημερών μας.
1) Ο Θωμάς Ακινάτης.
Οι διάφορες έννοιες τής αναλογίας οι οποίες βρίσκονται στα έργα του Ακινάτη συνήθως περιορίζονται σε δύο, στη λεγόμενη «αναλογία αποδόσεως» (ή «συμμετρίας») και στην λεγόμενη «αναλογία της αναλογικότητος» (η οποία δέν πρέπει να συγχέεται με την πρώτη, της συμμετρίας).
Η πρώτη λαμβάνει χώρα όταν ένα ίδιο όνομα, στην περίπτωσή μας το «είναι», μάλιστα δέ το «όν» έχει πολλές σημασίες, οι οποίες βρίσκονται σε σχέση με ένα απο αυτά (multorum ad unum). Αυτό προηγείται όλων των άλλων δηλ, είναι αιτία, έτσι ώστε η σχέση με την οποία οι άλλες σημασίες βρίσκονται με αυτό, είναι μία σχέση εξαρτήσεως ή παραγωγής. Μία τέτοια σχέση μπορεί να διατρέξει ακόμη και ανάμεσα σε δύο σημασίες (unius ad arterum), απο τις οποίες η μία είναι πρώτη και η άλλη ένα παράγωγο. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία σχέση προτεραιότητος, και γι’αυτό αυτός ο τύπος αναλογίας λέγεται επίσης per prius et posterius. Ονομάσθηκε αναλογία αποδόσεως διότι, όπως θα δούμε, πρωτογενώς η σχέση η οποία διέτρεχε ανάμεσα στις διάφορες σημασίες του όρου ανάλογο και η πρώτη απο αυτές ήταν μία σχέση αποδόσεως ή κατηγορήματος, που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο τυχαίο συμβάν και στην ουσία. Καλείται επίσης και αναλογία συμμετρική, διότι η σχέση στην οποία αναφερόμαστε (στα Ελληνικά λόγος, στα Λατινικά ratio) δείχνει συμμετρία δηλ, ένα κοινό μέτρο ανάμεσα στις πολλές σημασίες και στην πρώτη.
Η πρώτη λαμβάνει χώρα όταν ένα ίδιο όνομα, στην περίπτωσή μας το «είναι», μάλιστα δέ το «όν» έχει πολλές σημασίες, οι οποίες βρίσκονται σε σχέση με ένα απο αυτά (multorum ad unum). Αυτό προηγείται όλων των άλλων δηλ, είναι αιτία, έτσι ώστε η σχέση με την οποία οι άλλες σημασίες βρίσκονται με αυτό, είναι μία σχέση εξαρτήσεως ή παραγωγής. Μία τέτοια σχέση μπορεί να διατρέξει ακόμη και ανάμεσα σε δύο σημασίες (unius ad arterum), απο τις οποίες η μία είναι πρώτη και η άλλη ένα παράγωγο. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία σχέση προτεραιότητος, και γι’αυτό αυτός ο τύπος αναλογίας λέγεται επίσης per prius et posterius. Ονομάσθηκε αναλογία αποδόσεως διότι, όπως θα δούμε, πρωτογενώς η σχέση η οποία διέτρεχε ανάμεσα στις διάφορες σημασίες του όρου ανάλογο και η πρώτη απο αυτές ήταν μία σχέση αποδόσεως ή κατηγορήματος, που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο τυχαίο συμβάν και στην ουσία. Καλείται επίσης και αναλογία συμμετρική, διότι η σχέση στην οποία αναφερόμαστε (στα Ελληνικά λόγος, στα Λατινικά ratio) δείχνει συμμετρία δηλ, ένα κοινό μέτρο ανάμεσα στις πολλές σημασίες και στην πρώτη.
Ο δεύτερος τύπος αναλογίας, τής αναλογικότητος, υπάρχει όταν το ίδιο όνομα ή όρος, έχει πολλές σημασίες, καθεμία απο τις οποίες έχει πάντοτε την ίδια σχέση με ένα άλλο όνομα, ή όρο, ή έννοια, με το οποίο διαθέτει μία αναλογικότητα, όπως συμβαίνει στις αριθμητικές αναλογίες ή στις γεωμετρικές, όπου αριθμοί ή μεγέθη διαφορετικά έχουν πάντοτε τήν ίδια σχέση μέ αριθμούς ή μεγέθη μ’αυτές σύμμετρες. Αυτή η αναλογία λέγεται αναλογικότης διότι με τον όρο αναλογικότητα θέλουμε να δείξουμε την ταυτότητα σχέσεως, δηλ, της συμμετρίας (identitas proportionis ή όπως θέλει να πεί ο Kant, paritas rationis)
Θέλοντας να εκφράσουμε με αλγεβρικές διατυπώσεις τους δύο τύπους της αναλογίας, μπορούμε να πούμε πώς η αναλογία τής αποδόσεως συνίσταται στις σχέσεις που ακολουθούν a/a, b/a, c/a, d/a κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη, αναφερόμενα όμως όλα τους σε ένα, το οποίο είναι πάντοτε το ίδιο, σύμφωνα με ένα πλήθος αναφορών (λόγοι, νοήματα), όλα τους σύμμετρα μεταξύ τους, δηλ, εκφραζόμενα μέσω διαφορετικών λογικών αριθμών. Η αναλογικότης όμως μπορεί να εκφραστεί μέσα απο τον τύπο : a/b=c/d=e/f=g/h, κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη καθένα αναφερόμενο σ’ένα άλλο σύμφωνα με μία αναφορά που είναι πάντοτε η ίδια, δηλ. χωρίς να είναι όλα σύμμετρα μεταξύ τους.
Το πρώτο πρόβλημα που θέτει αυτή η θεωρία είναι ιστορικό-φιλολογικού είδους, αλλά δέν απουσιάζουν, όπως θα δούμε και οι φιλοσοφικές διακλαδώσεις, είναι απαραίτητο δηλ, να γίνει κατανοητό για ποιόν λόγο ο Ακινάτης ονομάζει και τους δύο τύπους της αναλογίας με το όνομα, ακριβώς, της αναλογίας, ενώ στον Αριστοτέλη, όπου είναι παρόντες και οι δύο και απο τον οποίο φανερά τούς ξαναπαίρνει ο Ακινάτης, μόνο η δεύτερη, εκείνη της συμμετρίας, ονομάζεται αναλογία, ενώ η πρώτη δέν ονομάζεται ούτε αναλογία, ούτε τής αποδόσεως. Για τον Αριστοτέλη, όπως είναι γνωστό, η αναλογία είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση ομωνυμίας, δηλ. ταυτότητος του ονόματος, στην οποία δέν αντιστοιχεί μία ταυτότης νοημάτων ή ουσιών που σχηματίζονται απο αυτή. Κατα την άποψή του υπάρχουν ομώνυμα πολύ απομακρυσμένα ανάμεσα τους, τα οποία έχουν κοινό δηλ, μόνον το όνομα, ονομαζόμενα επίσης ολοκληρωτικά ομώνυμα (πάμπαν) ή κατα τύχη (απο τύχης). Ομώνυμα τα οποία διαθέτουν μία κάποια ομοιότητα αλλά που δέν διασαφηνίζεται περαιτέρω. Και ομώνυμα κοντινά μεταξύ τους, τα οποία μπορούν να είναι τέτοια λόγω αναλογίας, ή λόγω κοινού γένους. Αυτά τά τελευταία δέν είναι ακριβώς ομώνυμα, και πράγματι κάπου αλλού, ο Αριστοτέλης, τα ονομάζει συνώνυμα, καθότι τα διαφορετικά είδη ενός και του αυτού γένους, επονομάζονται απο έναν όρο ο οποίος χρησιμοποιείται πάντοτε με το ίδιο νόημα, αυτό ακριβώς που εκφράζει το γένος. (Αριστ, κατηγ 1,1 α 6,12)
Σ’ένα άλλο σημείο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στα ομώνυμα δίπλα στα ομώνυμα λόγω της αναλογίας, τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα (προς έν) και τα ομώνυμα που προέρχονται από ένα (κατα πάσαν πιθανότητα συμπίπτουν μεταξύ των. Ενώ τα ομώνυμα λόγω της αναλογίας είναι οι όροι τών οποίων οι σημασίες παρατίθενται σύμφωνα με την μαθηματική αναλογικότητα (a/b=c/d) και γι αυτό η αναλογία ορίζεται επίσης και σαν «ισότητα σχέσεων» (ισότης λόγων) [eth Nic v3, 1131 a 31-32] τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα εξηγημένα συνήθως μέσω του παραδείγματος των πολλών πραγμάτων τα οποία καλούνται «υγιή» σε σχέση με την «υγεία» και τα οποία συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα τους ακόμη και το Είναι, του οποίου οι πολλαπλές σημασίες αντιστοιχούν στις κατηγορίες όπου τα τυχαία συμβάντα είναι σχετικά προς την ουσία. (Μεταφ IV 1003 a 33-b 10).
Αυτή η ορολογία παραμένει ουσιαστικώς αμετάβλητη στον Βοήθιο ο οποίος ξαναπαίρνει το Αριστοτελικό σχήμα, διακρίνοντας τα διφορούμενα σε τυχαία και σε διφορούμενα κατα την γνώμη και χωρίζοντας αυτά τα τελευταία σε εκείνα σύμφωνα με την ομοιότητα, εκείνα σύμφωνα με την αναλογικότητα, εκείνα τα σχετικά απο το ένα (εφ’ενός) και εκείνα τα σχετικά προς ένα (προς εν), όπου είναι ξεκάθαρο πώς η αναλογία είναι μόνον εκείνη των διφορούμενων σύμφωνα με την αναλογικότητα. Τουναντίον στους νεοπλατωνικούς σχολιαστές του Αριστοτέλη όπως για παράδειγμα στον Σιμπλίκιο, συντελείται η ταυτότης της αναλογίας, με την ομωνυμία προς εν ή προερχόμενη απο εν (εφ’ενός). Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο ο Ακινάτης ο οποίος δέχθηκε την επήρρεια αυτών των σχολιαστών μέσα απο την μεσολάβηση των Αράβων, υπολογίζει όλα τα διφορούμενα, κατα την γνώμη για τα οποία ομιλεί ο Βοήθιος, σαν ανάλογα (και είναι κάτι που επαναλαμβάνουν στην συνέχεια όλοι οι σχολαστικοί του Μεσαίωνος). Αυτό επιτρέπει τελικώς την σχέση (λόγος) η οποία παρίσταται σε όλα τα διφορούμενα κατα την γνώμη, είτε ταυτόσημη, είτε διαφορετική είναι, να ονομασθεί στα Λατινικά Proportio σαν μετάφραση του Ελληνικού αναλογία. Για να διακριθεί στη συνέχεια η αληθινή αναλογία απο τις άλλες συμμετρίες, αυτή η τελευταία ονομάζεται αναλογικότης. Φαίνεται τέλος πώς ο όρος «απόδοση» φτάνει στον Ακινάτη από την νέα μετάφραση της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, εκείνη που διεδόθη μαζί με το σχόλιο του Αβερρόη, χρησιμοποιημένη ευρέως απο τον Ακινάτη στα πρώϊμα έργα του, όπου η σχέση ανάμεσα στα τυχαία συμβάντα και την ουσία ονομάσθηκε απόδοση !Το πρόβλημα που παραμένει ανοιχτό, πέρα απο την διαφοροποίηση της ορολογίας, είναι πώς προέκυψε, και η έννοια της αναλογίας, η οποία στον Αριστοτέλη δέν συνεπάγετο καμμία ΙΕΡΑΡΧΙΑ, καμμία προτεραιότητα ανάμεσα στα διάφορα ανάλογα, σε μία στιγμή αρχίζει να περιλαμβάνει περιπτώσεις ιεραρχίας, της τάξεως per prius et posterius (του πρίν και του μετά) όπως συμβαίνει ξεκάθαρα στην αναλογία της αποδόσεως!
Προφανώς πρόκειται για μία πρόσθεση της πλατωνικής αντιλήψεως, ή της νεοπλατωνικής, της πραγματικότητος, σαν τάξεως βαθμιαίας μειώσεως, στην Αριστοτελική έννοια της αναλογίας. Μία πρόσθεση η οποία καθόρισε την οριστική επιβολή μίας μεταφυσικής, της νεοπλατωνικής ακριβώς, πάνω στην Αριστοτελική, ακόμη και όταν αυτή η τελευταία φαινόταν να επανέρχεται, δηλ. στον XIII αιώνα.
Αμέθυστος
Το πρώτο πρόβλημα που θέτει αυτή η θεωρία είναι ιστορικό-φιλολογικού είδους, αλλά δέν απουσιάζουν, όπως θα δούμε και οι φιλοσοφικές διακλαδώσεις, είναι απαραίτητο δηλ, να γίνει κατανοητό για ποιόν λόγο ο Ακινάτης ονομάζει και τους δύο τύπους της αναλογίας με το όνομα, ακριβώς, της αναλογίας, ενώ στον Αριστοτέλη, όπου είναι παρόντες και οι δύο και απο τον οποίο φανερά τούς ξαναπαίρνει ο Ακινάτης, μόνο η δεύτερη, εκείνη της συμμετρίας, ονομάζεται αναλογία, ενώ η πρώτη δέν ονομάζεται ούτε αναλογία, ούτε τής αποδόσεως. Για τον Αριστοτέλη, όπως είναι γνωστό, η αναλογία είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση ομωνυμίας, δηλ. ταυτότητος του ονόματος, στην οποία δέν αντιστοιχεί μία ταυτότης νοημάτων ή ουσιών που σχηματίζονται απο αυτή. Κατα την άποψή του υπάρχουν ομώνυμα πολύ απομακρυσμένα ανάμεσα τους, τα οποία έχουν κοινό δηλ, μόνον το όνομα, ονομαζόμενα επίσης ολοκληρωτικά ομώνυμα (πάμπαν) ή κατα τύχη (απο τύχης). Ομώνυμα τα οποία διαθέτουν μία κάποια ομοιότητα αλλά που δέν διασαφηνίζεται περαιτέρω. Και ομώνυμα κοντινά μεταξύ τους, τα οποία μπορούν να είναι τέτοια λόγω αναλογίας, ή λόγω κοινού γένους. Αυτά τά τελευταία δέν είναι ακριβώς ομώνυμα, και πράγματι κάπου αλλού, ο Αριστοτέλης, τα ονομάζει συνώνυμα, καθότι τα διαφορετικά είδη ενός και του αυτού γένους, επονομάζονται απο έναν όρο ο οποίος χρησιμοποιείται πάντοτε με το ίδιο νόημα, αυτό ακριβώς που εκφράζει το γένος. (Αριστ, κατηγ 1,1 α 6,12)
Σ’ένα άλλο σημείο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στα ομώνυμα δίπλα στα ομώνυμα λόγω της αναλογίας, τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα (προς έν) και τα ομώνυμα που προέρχονται από ένα (κατα πάσαν πιθανότητα συμπίπτουν μεταξύ των. Ενώ τα ομώνυμα λόγω της αναλογίας είναι οι όροι τών οποίων οι σημασίες παρατίθενται σύμφωνα με την μαθηματική αναλογικότητα (a/b=c/d) και γι αυτό η αναλογία ορίζεται επίσης και σαν «ισότητα σχέσεων» (ισότης λόγων) [eth Nic v3, 1131 a 31-32] τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα εξηγημένα συνήθως μέσω του παραδείγματος των πολλών πραγμάτων τα οποία καλούνται «υγιή» σε σχέση με την «υγεία» και τα οποία συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα τους ακόμη και το Είναι, του οποίου οι πολλαπλές σημασίες αντιστοιχούν στις κατηγορίες όπου τα τυχαία συμβάντα είναι σχετικά προς την ουσία. (Μεταφ IV 1003 a 33-b 10).
Αυτή η ορολογία παραμένει ουσιαστικώς αμετάβλητη στον Βοήθιο ο οποίος ξαναπαίρνει το Αριστοτελικό σχήμα, διακρίνοντας τα διφορούμενα σε τυχαία και σε διφορούμενα κατα την γνώμη και χωρίζοντας αυτά τα τελευταία σε εκείνα σύμφωνα με την ομοιότητα, εκείνα σύμφωνα με την αναλογικότητα, εκείνα τα σχετικά απο το ένα (εφ’ενός) και εκείνα τα σχετικά προς ένα (προς εν), όπου είναι ξεκάθαρο πώς η αναλογία είναι μόνον εκείνη των διφορούμενων σύμφωνα με την αναλογικότητα. Τουναντίον στους νεοπλατωνικούς σχολιαστές του Αριστοτέλη όπως για παράδειγμα στον Σιμπλίκιο, συντελείται η ταυτότης της αναλογίας, με την ομωνυμία προς εν ή προερχόμενη απο εν (εφ’ενός). Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο ο Ακινάτης ο οποίος δέχθηκε την επήρρεια αυτών των σχολιαστών μέσα απο την μεσολάβηση των Αράβων, υπολογίζει όλα τα διφορούμενα, κατα την γνώμη για τα οποία ομιλεί ο Βοήθιος, σαν ανάλογα (και είναι κάτι που επαναλαμβάνουν στην συνέχεια όλοι οι σχολαστικοί του Μεσαίωνος). Αυτό επιτρέπει τελικώς την σχέση (λόγος) η οποία παρίσταται σε όλα τα διφορούμενα κατα την γνώμη, είτε ταυτόσημη, είτε διαφορετική είναι, να ονομασθεί στα Λατινικά Proportio σαν μετάφραση του Ελληνικού αναλογία. Για να διακριθεί στη συνέχεια η αληθινή αναλογία απο τις άλλες συμμετρίες, αυτή η τελευταία ονομάζεται αναλογικότης. Φαίνεται τέλος πώς ο όρος «απόδοση» φτάνει στον Ακινάτη από την νέα μετάφραση της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, εκείνη που διεδόθη μαζί με το σχόλιο του Αβερρόη, χρησιμοποιημένη ευρέως απο τον Ακινάτη στα πρώϊμα έργα του, όπου η σχέση ανάμεσα στα τυχαία συμβάντα και την ουσία ονομάσθηκε απόδοση !Το πρόβλημα που παραμένει ανοιχτό, πέρα απο την διαφοροποίηση της ορολογίας, είναι πώς προέκυψε, και η έννοια της αναλογίας, η οποία στον Αριστοτέλη δέν συνεπάγετο καμμία ΙΕΡΑΡΧΙΑ, καμμία προτεραιότητα ανάμεσα στα διάφορα ανάλογα, σε μία στιγμή αρχίζει να περιλαμβάνει περιπτώσεις ιεραρχίας, της τάξεως per prius et posterius (του πρίν και του μετά) όπως συμβαίνει ξεκάθαρα στην αναλογία της αποδόσεως!
Προφανώς πρόκειται για μία πρόσθεση της πλατωνικής αντιλήψεως, ή της νεοπλατωνικής, της πραγματικότητος, σαν τάξεως βαθμιαίας μειώσεως, στην Αριστοτελική έννοια της αναλογίας. Μία πρόσθεση η οποία καθόρισε την οριστική επιβολή μίας μεταφυσικής, της νεοπλατωνικής ακριβώς, πάνω στην Αριστοτελική, ακόμη και όταν αυτή η τελευταία φαινόταν να επανέρχεται, δηλ. στον XIII αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου