ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Του Enrico Berti.
3. Νέα μοντέλα φιλοσοφικής ορθολογικότητας: η ερμηνευτική, η νέα ρητορική, η πρακτική φιλοσοφίαΚατά την περιγραφή αυτής της ερμηνευτικής οντολογίας, ο Gadamer αναφέρεται συνεχώς στην αρχαία φιλοσοφία, από τον Παρμενίδη έως τον Αριστοτέλη, αλλά ταυτόχρονα επιμένει στην ανάγκη να την ανακτήσει μέσω της μεσολάβησης του Χέγκελ. Ωστόσο, απορρίπτει την αξίωση του τελευταίου να καταλήξει σε μια απόλυτη γνώση και υπογραμμίζει συνεχώς τον περιορισμό, την ιστορικότητα και, συνεπώς, την πιθανότητα της κατανόησης της αλήθειας που επιτυγχάνεται μέσω της ερμηνευτικής. Πρέπει επομένως να αναγνωριστεί ότι η διαδικασία που προτείνει, από τη μία πλευρά, διαμορφώνεται ως ένα σύνολο αναλύσεων και επιχειρημάτων που είναι σίγουρα ελέγξιμα, αναθεωρήσιμα και αποδεκτά από μια πληθώρα υποκειμένων μέσω μιας κατάλληλης σύγκρισης και μιας σε βάθος εξέτασης. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς τον μη αυθαίρετο αλλά ορθολογικό χαρακτήρα της. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, είναι εξίσου σαφές ότι δεν προσδοκά να καταλήξει σε απολύτως αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα και διατηρεί εκείνο το περιθώριο αμφισβήτησης που δεν επιτρέπει να θεωρηθεί μια διαδικασία αυστηρά δεσμευτική ή υποχρεωτική για την συναίνεση.
Από αυτή την άποψη, η προσέγγιση αυτή θυμίζει χαρακτηριστικά μια άλλη προσπάθεια που έγινε τα τελευταία χρόνια για τη διαμόρφωση μιας μορφής λογικής διαφορετικής από εκείνη των επιμέρους ειδικών επιστημών, αλλά που παραμένει σε κάποιο βαθμό ελέγξιμη: πρόκειται για τη «νέα ρητορική» του Chaim Perelman. Και αυτός, πράγματι, αφού επεσήμανε τα όρια του λογικού φορμαλισμού, δηλαδή των διαδικασιών αποκλειστικά υποθετικού-απαγωγικού τύπου, πρότεινε μια επανεκτίμηση της ρητορικής ως τεχνικής πειθούς, η οποία είχε περιπέσει σε πλήρη ανυποληψία μετά την ανάδυση της σύγχρονης μαθηματικής φυσικής επιστήμης. Η ρητορική, παρατηρεί ο Perelman, δεν στοχεύει στην επίτευξη πειστικού αποτελέσματος μέσω της πρόκλησης συναισθημάτων ή άλλων εξωλογικών τεχνασμάτων. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί αυστηρά καθορισμένες τεχνικές επιχειρηματολογίας, οι οποίες διέπονται από αληθινούς λογικούς κανόνες. Κατά συνέπεια, δεν αποκλίνει από το πεδίο της λογικής· αντίθετα, τοποθετείται δίπλα στην αυστηρή επιστημονική απόδειξη, με τη δική της σαφή διαμόρφωση. Η νέα ρητορική αποδεικνύεται ιδιαιτέρως κατάλληλη για την προσέγγιση, με λογικές διαδικασίες, ολόκληρης μιας σειράς θεμάτων όπως η ηθική, η πολιτική και το δίκαιο· ζητήματα που, αν και κατέχουν τεράστια σημασία για την ανθρώπινη ζωή, δεν είναι δεκτικά αυστηρά αποδεικτικών ή επιστημονικών προσεγγίσεων.
Για να αποσαφηνίσει τους λογικούς μηχανισμούς της ρητορικής, ο Perelman παραπέμπει στην ανάλυση που είχε προσφέρει ο Αριστοτέλης στην ομώνυμη πραγματεία του, καθώς και στην αντίληψη που εκείνος είχε για τη διαλεκτική, την οποία θεωρούσε ως την αντίστροφη όψη της ρητορικής. Και είναι ακριβώς από την αριστοτελική πραγματεία που καθίσταται σαφής και η διαφορά μεταξύ ρητορικής, ή διαλεκτικής, και της αυθεντικής επιστήμης, ή, για να χρησιμοποιήσουμε τον αριστοτελικό όρο, της φιλοσοφίας. Πράγματι, ενώ η τελευταία βασίζει τα επιχειρήματά της σε απολύτως αληθείς αρχές, η ρητορική βασίζει την επιχειρηματολογία της σε γνώμες, έστω και αν και πρόκειται για απόψεις ιδιαιτέρως έγκυρες και για τον λόγο αυτό κοινώς αποδεκτές από τους συνομιλητές ή το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται.
Η αναφορά του Perelman στη διαλεκτική του Αριστοτέλη είναι ανάλογη με εκείνη του Gadamer στη σωκρατικο-πλατωνική διαλεκτική και, ως εκ τούτου, επιβεβαιώνει τη συγγένεια μεταξύ των δύο προσεγγίσεων. Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτή η αναφορά που υποδεικνύει το όριο της Περελμανικής σύλληψης από την άποψη της αυστηρής γνώσης της αλήθειας. Ο Αριστοτέλης, πράγματι, θεωρούσε εκείνη τη διαλεκτική που λειτουργεί ως αντίστροφη όψη της ρητορικής ως μια τεχνική επιχειρηματολογίας που δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη γνώση της αλήθειας, λόγω του ότι εξαρτάται από γνώμες, οι οποίες, όσο έγκυρες και αν είναι, ενδέχεται να μην είναι αληθείς. Συνεπώς, παρόλο που αναγνωρίζεται και στη νέα ρητορική του Perelman μια θεμιτή ένταξη στο πεδίο της λογικότητας, υπάρχει περιθώριο αμφιβολίας για το αν αυτή συνιστά εκείνη τη μορφή μη επιστημονικής, αλλά εξίσου δεσμευτικής (αυστηρής) λογικής στην οποία αποσκοπεί η φιλοσοφία.
Μια άλλη αξιοσημείωτη σύγκλιση μεταξύ της νέας ρητορικής του Perelman και της ερμηνευτικής του Gadamer είναι η συγγένειά τους με την πρακτική φιλοσοφία. Αυτή η συγγένεια δεν αναδεικνύεται ρητά από τον Perelman, ο οποίος ωστόσο υποδεικνύει ως καταλληλότερο πεδίο εφαρμογής της ρητορικής του το ηθικο-πολιτικο-νομικό πρόβλημα, δηλαδή την πρακτική σφαίρα. Το αντίθετο συμβαίνει με τον Gadamer, ο οποίος ήδη στο σημαντικότερο έργο του, Αλήθεια και Μέθοδος, υπέδειξε την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ως το εγγύτερο ανάλογο της δικής του ερμηνευτικής. Για τον Αριστοτέλη, όπως είναι γνωστό, η πρακτική φιλοσοφία -που περιλαμβάνει την ηθική, την οικονομική (δηλαδή την τέχνη της διακυβέρνησης του οίκου) και την πολιτική- διακρίνεται από τη θεωρητική φιλοσοφία τόσο ως προς το αντικείμενό της όσο και ως προς τον σκοπό της. Το αντικείμενό της δεν είναι οι αναγκαίες πραγματικότητες, δηλαδή οι αντικειμενικές σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος, αλλά οι ανθρώπινες πράξεις, οι οποίες είναι ενδεχόμενες/συγκυριακές, καθώς εξαρτώνται από την ελευθερία. Γι’ αυτό και η πρακτική φιλοσοφία δεν αποτελείται από προτάσεις και επιχειρήματα που φέρουν την ίδια αναγκαιότητα με εκείνα της θεωρητικής φιλοσοφίας. Επιπλέον, δεν στοχεύει, όπως η τελευταία, στη γνώση καθαυτή, αλλά στην πράξη - πράξη που όμως οφείλει να καθοδηγείται από τη γνώση, δηλαδή από τη λογική. Η διανοητική αρετή που ενσαρκώνει αυτή τη δυνατότητα να καθοδηγείται η πράξη από τη λογική είναι η φρόνηση. Σε αυτό το σημείο, ο Gadamer επισημαίνει εύστοχα ότι η πράξη, στην οποία καταλήγει η πρακτική φιλοσοφία, αποτελεί μια μορφή εφαρμογής, δηλαδή επαλήθευσης της εγκυρότητας των γνώσεών της, γεγονός που επιτρέπει την αξιολόγηση του βαθμού ορθολογικότητάς της.
Η σύνδεση μεταξύ ερμηνευτικής και πρακτικής φιλοσοφίας είναι ακόμη πιο σαφής στα έργα του Gadamer που ακολούθησαν το “Αλήθεια και μέθοδος”, τα οποία εντάσσονται έτσι στο γενικό ρεύμα προς την πρακτική φιλοσοφία που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σημερινής γερμανικής φιλοσοφίας και βρήκε την έκφρασή του στους δύο τόμους με τίτλο «Αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας», υπό την επιμέλεια του Manfred Riedel, στους οποίους συνεργάστηκαν, εκτός από τον ίδιο τον Gadamer, οι H. Kuhn, H.J. Ritter, L. Landgrebe, B. Waldenfels, P. Lorenzen, K.H. Ilting, O. Schwemmer και άλλοι. Αυτή η κίνηση όχι μόνο επιβεβαίωσε τη φιλοσοφική σημασία των προβλημάτων της ανθρώπινης δράσης, δηλαδή των ηθικών και πολιτικών προβλημάτων, αλλά διεκδίκησε ρητά για την πρακτική φιλοσοφία ένα είδος λογικής διαφορετικό από αυτό των άλλων επιστημών.
Ειδικότερα, ενάντια στην απαίτηση μιας αποδεδειγμένης ηθικής (που αποδεικνύεται κατά γεωμετρική μέθοδο), της οποίας σύμβολο παραμένει ο Σπινόζα, ή μιας πολιτικής ως μαθηματικής-μηχανικής επιστήμης, που εγκαινιάστηκε στη σύγχρονη εποχή από τον Χομπς, ανακαλύφθηκε εκ νέου η αξία της αριστοτελικής πρακτικής φιλοσοφίας, η οποία νοείται ως μια μορφή λογικής λιγότερο αυστηρή και ακριβής από την επιστημονική, αλλά για αυτό και πιο κατάλληλη για να εξηγήσει τον μεταβαλλόμενο και ασαφή κόσμο της πρακτικής ζωής. Η αναφορά στον Αριστοτέλη είναι ρητή σε πολλούς εκπροσώπους αυτής της τάσης, που προέρχονται όχι μόνο από τις φιλοσοφικές σπουδές, αλλά και από τις ιστορικές (O. Brunner, W. Conze) και πολιτικές επιστήμες (L. Strauss, E. Voegelin, W. Hennis). Και ακριβώς σε σχέση με τον Αριστοτέλη τονίζεται ότι η πρακτική φιλοσοφία δεν χρησιμοποιεί την υποθετική-απαγωγική μέθοδο που είναι χαρακτηριστική της επιστημονικής λογικής, αλλά την τοπική-διαλεκτική μέθοδο, που συνίσταται στη συζήτηση των απόψεων. Αυτό δεν είναι ένδειξη μικρότερης αυστηρότητας ή επιστημονικότητας, αλλά είναι απόλυτα σύμφωνο με τη φύση του αντικειμένου, που δεν είναι το αναγκαίο, αλλά αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «το περισσότερο» (το "κατά το πλείστον").
Δεδομένου ότι ορισμένοι εκπρόσωποι αυτής της κατεύθυνσης εννοούν την αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας ως αποκατάσταση της φιλοσοφίας ως φιλοσοφίας, δηλαδή μιας φιλοσοφικής λογικής διακριτής από την επιστημονική, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν και ο Αριστοτέλης αποδίδει στην πρακτική φιλοσοφία μια μέθοδο διαφορετική από την υποθετική-απαγωγική και θεμελιωδώς διαλεκτική, είναι επίσης αλήθεια ότι διακρίνει σαφώς την πρακτική φιλοσοφία από τη θεωρητική φιλοσοφία, στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνο εκείνες που σήμερα θεωρούμε ειδικές επιστήμες, όπως η φυσική και τα μαθηματικά, αλλά και εκείνη που ο Αριστοτέλης ονομάζει «πρώτη φιλοσοφία», δηλαδή τη μεταφυσική. Η τελευταία, λοιπόν, τουλάχιστον για τον Αριστοτέλη, δεν φαίνεται να προχωρά σύμφωνα με τις μεθόδους της πρακτικής λογικής, και μόνο από τη διασαφήνιση της μεθόδου της μπορεί να αναμένεται μια συγκεκριμένη αριστοτελική συμβολή στον προσδιορισμό μιας καθαρά φιλοσοφικής λογικής.
Από μια γενική σκοπιά, πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι, περιορίζοντας τη φιλοσοφική λογικότητα στο πλαίσιο της πρακτικής φιλοσοφίας, διατρέχει κανείς τον κίνδυνο να αφήσει το μονοπώλιο της γνώσης στη επιστημονική λογική. Θεωρητικότητα σημαίνει την ικανότητα να γνωρίζει κανείς πώς έχουν στην πραγματικότητα τα πράγματα γενικά, και όχι μόνο ποιο είναι το νόημα ορισμένων ανθρώπινων συμπεριφορών ή πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Όπως πιστεύεται ότι μπορεί να υπάρχει ένα γενικό νόημα της ζωής, του ανθρώπου και των πρακτικών καταστάσεων στις οποίες αυτός βρίσκεται, έτσι μπορεί να υπάρχει και ένα γενικό νόημα της πραγματικότητας στο σύνολό της, αυτό που ο Χάιντεγγερ αποκαλούσε «νόημα του είναι», το οποίο δεν μπορεί να διερευνηθεί μέσω της επιστημονικής λογικότητας, εξαιτίας του αναγκαστικά επιμέρους χαρακτήρα που της επιβάλλει η υποθετικο-παραγωγική (απαγωγική) δομή της. Αν θεωρηθεί ότι αυτό το νόημα του είναι μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο από την πίστη, ή την τέχνη, ή την πράξη, δηλαδή από στάσεις που ξεφεύγουν από τη λογικότητα με την αυστηρή έννοια, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να εγκαταλειφθεί στον χώρο του μη επαληθεύσιμου, του μη ελέγξιμου, και συνεπώς, υπό μια έννοια, του αυθαίρετου. Πρέπει, αντιθέτως, να διερευνηθεί αν αυτό το νόημα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας διαφορετικής λογικότητας — ναι μεν διαφορετικής από την επιστημονική, αλλά εξίσου ελέγξιμης από όλους και εξίσου θεωρητικής, δηλαδή γνωσιακής.
Για να ανακαλυφθεί το έσχατο νόημα του είναι, δηλαδή για να πραγματωθεί μια αυθεντική φιλοσοφική ερμηνευτική, είναι επομένως αναγκαίο να υπερβούμε το αμιγώς ρητορικό ή πρακτικό πεδίο και να επιχειρήσουμε να θεμελιώσουμε μια γνήσια οντολογία. Η ερμηνευτική του Γκάνταμερ πράγματι διαμορφώνεται ως οντολογία, μέσω της ερμηνείας της γλώσσας, και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτή η προσέγγιση στο είναι είναι η πιο ορθή, για να μην πούμε η μόνη εφικτή. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι δίνει την εντύπωση μιας αρκετά γενικής, ασαφούς, απροσδιόριστης οντολογίας, η οποία δεν υποδεικνύει μια ακριβή δομή του είναι. Ο Γκάνταμερ επιμένει διαρκώς στην περατότητα, την ιστορικότητα, την ενδεχομενικότητα της κατανόησής μας για το είναι — και σε αυτό έχει απόλυτο δίκιο. Όμως, τίποτα δεν αποκλείει την πιθανότητα κάποιος να επιχειρήσει μια κατανόηση ιστορική, άρα ατελή, επιδεκτική βελτίωσης και αναθεώρησης, δεσμευόμενος παράλληλα σε μια ορισμένη (όχι οριστική) περιγραφή της δομής του είναι.
Η προσωπική μου εντύπωση είναι ότι αυτό δεν είναι δυνατό, αν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του θεμελίου, της αρχής, της αιτίας — αν, δηλαδή, η οντολογία δεν κατευθυνθεί στο να γίνει μια πραγματική «αιτιολογία» ή «αρχαιολογία». Η χρήση αυτών των όρων, που μπορεί να υπαγορεύεται από την πρόθεση να αποφευχθεί ο όρος «μεταφυσική», ο οποίος είναι υπερφορτισμένος και επιρρεπής σε παρερμηνείες, δεν πρέπει εντούτοις να κρύβει το ίδιο το αντικείμενο με το οποίο έχουμε να κάνουμε: δηλαδή το καθ’ εαυτό μεταφυσικό πρόβλημα.
Μόνο η διατύπωση — και ενδεχομένως η επίλυση — αυτού του προβλήματος, αλλά με ορθολογικούς όρους, μπορεί να αποτελέσει μια αυθεντική ευκαιρία για την ανακάλυψη μιας γνήσια φιλοσοφικής λογικότητας. Και δεν φαίνεται ότι η πρόσφατη ερμηνευτική παράδοση, λόγω της προσκόλλησής της στον Χάιντεγγερ, μπορεί να αποτελέσει την καταλληλότερη αφετηρία για την ανάληψη ενός τέτοιου εγχειρήματος.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΤΗΤΗΡΗΣΗ, ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΥΡΕΣΗ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΝ ΝΕΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΥ ΕΙΣΗΓΑΓΕ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου