Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ; (3)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Του Enrico Berti.

2. Η τελευταία μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στη επιστημονική και τη φιλοσοφική λογική: Η διαμάχη του θετικισμού* (Positivismusstreit)

Στη σύγχρονη συζήτηση για την κρίση του ορθολογισμού μοιάζει να έχει χαθεί ακόμη και η ανάμνηση εκείνης της μεγάλης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη λογική της επιστήμης και τη φιλοσοφική λογική, που υπήρξε η περίφημη διαμάχη μεταξύ Πόππερ, Αντόρνο και των αντίστοιχων σχολών τους, σχετικά με τη μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, γνωστή ως Positivismusstreit (η διαμάχη του θετικισμού). Αν και αυτή ήταν επηρεασμένη από μια επιστημονιστική και αντιμεταφυσική προσέγγιση, που οδηγούσε στο να βλέπουμε τις κοινωνικές επιστήμες ως μοναδική εναλλακτική στις φυσικές επιστήμες, παραμελώντας εντελώς τη φιλοσοφία, η διαμάχη αυτή αφορούσε ουσιαστικά τη διαφορά μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας, δηλαδή μεταξύ των δύο αντίστοιχων μορφών ορθολογισμού.

Η υπεράσπιση του επιστημονικού ορθολογισμού υποστηρίχθηκε, φυσικά, από τον Πόππερ, ο οποίος πρότεινε τη γνωστή του μέθοδο της διαψευσιμότητας (falsificationism), παρουσιάζοντάς την ως έγκυρη για όλες τις επιστήμες, τόσο τις φυσικές όσο και τις κοινωνικές. Ορθώς επεσήμανε ο Πόππερ ότι η μέθοδος αυτή δεν έχει τα ελαττώματα της νεοθετικιστικής μεθόδου, η οποία βασιζόταν αποκλειστικά στην επαγωγή και την συνακόλουθη απαγωγή (παραγωγή), αλλά ξεκινά αντιθέτως από προβλήματα, από υποθέσεις, και χρησιμοποιεί τη τυπική λογική με κριτική λειτουργία. Έτσι, διατηρεί στην επιστήμη -αν και όχι στον επιστήμονα- μια «αντικειμενικότητα», εννοούμενη ακριβώς ως κριτικότητα, δυνατότητα κριτικής και δυνατότητα ελέγχου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η πιο εκσυγχρονισμένη, και συνεπώς η πιο κριτική (με τη θετική έννοια του όρου) εκδοχή του επιστημονικού ορθολογισμού, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσονται, εν τέλει, και οι περαιτέρω εξελίξεις που εισήγαγαν οι Λάκατος, Κουν και Φεγιεράμπεντ (Lakatos, Kuhn και Feyerabend). Ενάντια στον άκαμπτο θετικισμό της νεοεμπειρικής επιστημολογίας, ο Πόππερ επαναφέρει στην επιστημονική λογική ένα πιο ελκυστικό πρόσωπο, επειδή είναι πιο ανοικτή, πιο προβληματική, πιο διαλεκτική. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρότυπο της λογικής του παραμένει αποκλειστικά αποτελούμενο από τις επιμέρους ειδικές επιστήμες, τις μόνες στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να εφαρμοστεί αποφασιστικά, ως τελική δοκιμασία για τη διάψευση μιας θεωρίας, το πείραμα - το οποίο, ωστόσο, εξακολουθεί να σχετίζεται πάντοτε με μερικά, συγκεκριμένα γεγονότα.

Από την άλλη πλευρά πρέπει να αναγνωριστεί ότι η υπεράσπιση της φιλοσοφικής ορθολογικότητας, έστω και με διαφορετική ονομασία και ενίοτε με αμφίβολη αποτελεσματικότητα, αναλήφθηκε σε εκείνη την περίπτωση από τον Αντόρνο, έναν στοχαστή με μόρφωση — όχι τυχαία — εγελιανή. Πράγματι, αυτός αντέταξε στη μέθοδο του Πόππερ μια κοινωνιολογία νοούμενη ως επιστήμη της ολότητας, και συνεπώς ως φιλοσοφία ή μεταφυσική, με την εγελιανή έννοια του όρου. Το βασικό επιχείρημα που προέβαλε ο Αντόρνο ενάντια στον Πόππερ ήταν ότι ούτε και στην περίπτωση της κοινωνίας μπορεί το μέρος να γίνει κατανοητό χωρίς να ληφθεί υπόψη το όλον, γιατί από το όλον αντλεί το νόημά του.

Για μια τέτοια κοινωνιολογία, ο Αντόρνο διεκδίκησε μια διαλεκτική μέθοδο, όχι μόνο επειδή είναι ακριβώς η διαλεκτική — πάντοτε με την εγελιανή έννοια — αυτή που καλείται να εξετάζει τα μέρη σε σχέση με το όλον, αλλά και επειδή η πραγματικότητα που εξετάζεται είναι εγγενώς αντιφατική, και οι αντιφάσεις της μπορούν να αναληφθούν και να εκφραστούν μόνο μέσω μιας λογικής διαλεκτικού τύπου.

Αυτό οδηγεί, σύμφωνα με τον Αντόρνο, σε μια κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στις θεωρίες, όπως υποστηρίζει ο Πόππερ, αλλά και απέναντι στο ίδιο το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, δηλαδή την κοινωνία. Η κοινωνιολογία, επομένως, δεν μπορεί να είναι αξιολογικά ουδέτερη, όπως ήθελε να είναι εκείνη του Βέμπερ και όπως είναι η επιστήμη που περιγράφει ο Πόππερ, αλλά πρέπει να είναι κριτική με την έννοια του να στοχεύει στον μετασχηματισμό της υπάρχουσας κατάστασης.

Όπως είναι σαφές αλλού, ο Αντόρνο, ενώ απορρίπτει την τυπική λογική του νεοθετικισμού, την οποία ταύτισε με τη λογική που βασίζεται στην αρχή της μη αντίφασης, όταν μιλάει για αντιφάσεις, δεν εννοεί τις λογικές αντιφάσεις, αλλά τους ανταγωνισμούς, τις πραγματικές συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία, με την έννοια που υποδεικνύει ο Μαρξ. Επομένως, η διαλεκτική του συνιστά αναμφίβολα μια μορφή ορθολογισμού, διαφορετική από τον επιστημονικό ορθολογισμό και επομένως άξια να εξεταστεί ως παράδειγμα φιλοσοφικού ορθολογισμού. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της, στο οποίο ακριβώς συνίσταται ο φιλοσοφικός και μη επιστημονικός της χαρακτήρας, παραμένει το κάλεσμα στην ολότητα, το μόνο που που μας επιτρέπει να θέσουμε το πρόβλημα του νοήματος των εξεταζόμενων φαινομένων.

Αυτή η αναφορά επανέρχεται από τον Χάμπερμας, ο οποίος παρουσιάζει τη δική του οπτική, εκείνη του Αντόρνο και ολόκληρης της Σχολής της Φρανκφούρτης, ως διαλεκτική, και κριτικάρει υπό το φως αυτής την αναλυτική επιστημολογία, δηλαδή την άποψη της επιστημονικής λογικής, αρνούμενος την υποτιθέμενη αντικειμενικότητά της και υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μια ιδεολογία, την ιδεολογία της κυριαρχίας. Σε αυτό το σημείο, δεν επαναλαμβάνει μόνο τις πιο γνωστές θέσεις της σχολής, και ιδιαίτερα του Χορκχάιμερ, αλλά και τις θέσεις του καλύτερου Λούκατς — εκείνου του έργου Ιστορία και ταξική συνείδηση —, του Χάιντεγγερ και του ύστερου Χούσσερλ όσον αφορά την επιστήμη και την τεχνική, που ηχούν ως διεκδίκηση της ανεπάρκειας της επιστημονικής ορθολογικότητας και της ανάγκης για μια φιλοσοφική ορθολογικότητα. Η αναφορά στην ολότητα δηλώνεται μάλιστα ρητά από τον ίδιο ως η μόνη κατάλληλη να καταστήσει δυνατή την ερμηνευτική εναργή έκφραση και την κατανόηση του νοήματος, η οποία καλείται να πάρει τη θέση της υποθετικο-παραγωγικής σύνδεσης. Μάλιστα, όσον αφορά αυτή την ερμηνευτική, παραπέμπει ρητά στον Γκάνταμερ.

Η απάντηση του ποππεριανού Άλμπερτ, ο οποίος κατηγορεί τις θέσεις του Χάμπερμας και του Αντόρνο για ακαταληψία και μη δυνατότητα ελέγχου, λόγω της χρήσης μεταφορών, υπαινιγμών και απλών ισχυρισμών, δεν καταφέρνει να απαντήσει πειστικά στις κριτικές του Χάμπερμας, παρόλο που έχει το προτέρημα να υπογραμμίζει την ανάγκη, ακόμη και για τη φιλοσοφία και τη διαλεκτική, να υποδεικνύουν κάποιο κριτήριο κρίσης, ώστε να είναι δυνατό να διαχωριστούν οι τεκμηριωμένες και δικαιολογημένες δηλώσεις από εκείνες που είναι απλώς αυθαίρετες και αβάσιμες.

Όταν, σωστά, ασκεί κριτική στον μύθο της απόλυτης λογικής, ο Άλμπερτ δίνει την εντύπωση ότι πιστεύει πως η αναφορά στην ολότητα ταυτίζεται με την αξίωση να γνωρίζουμε τα πάντα, να εξηγούμε τα πάντα, να αποδεικνύουμε τα πάντα· ενώ αυτή η ιδέα, ακόμα κι αν μπορεί να έχει ερμηνευτεί έτσι από κάποιους (τον Χέγκελ ή, καλύτερα, ορισμένους ερμηνευτές του), σίγουρα δεν έχει αυτό το νόημα.

Ωστόσο, και ο ίδιος ο Χάμπερμας, στην επόμενη απαντητική του παρέμβαση προς τον Άλμπερτ, φαίνεται να χάνει σε επιχειρηματική δύναμη, μετατοπίζοντας σταδιακά την έμφαση από τον διαλεκτικό στον ερμηνευτικό χαρακτήρα της προτεινόμενης μεθόδου του. Για να απαντήσει στην απαίτηση του Άλμπερτ για δυνατότητα ελέγχου, επιμένει πράγματι σε θέματα όπως η προκατανόηση, η στάση, η επιχειρηματολογική και όχι η παραγωγική δικαιολόγηση και η κατανοητική ορθολογικότητα — χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ερμηνευτικής του Γκάνταμερ.

Ακριβώς αυτά, εξάλλου, είναι που του επιτρέπουν να αρνηθεί το ακατανόητο του λόγου του, επικαλούμενος την κοινή προκατανόηση και κατηγορώντας τον Άλμπερτ ότι απλώς προσπαθεί να τον εξαναγκάσει να αποδεχθεί τη δική του γλωσσική ορολογία.

Πέρα από την ερμηνευτική, ο λόγος του Χάμπερμας δίνει την εντύπωση ότι γλιστρά επίσης προς εκείνη τη φιλοσοφία της πράξης, η πρόσφατη αποκατάσταση της οποίας αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα γεγονότα στον χώρο της γερμανικής φιλοσοφικής κουλτούρας. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται όχι μόνο από την περαιτέρω απάντηση του Άλμπερτ, στην οποία κατηγορεί τον Χάμπερμας για πραγματισμό, αλλά και από την παρέμβαση του Χάραλντ Πάιλοτ, ο οποίος είναι σαφώς κοντά στον Χάμπερμας, και ο οποίος, παρουσιάζοντας τη φιλοσοφία της ιστορίας του τελευταίου, υπογραμμίζει τις κριτικές που αυτός άσκησε προς την καθαρή ερμηνευτική, δηλαδή τη μη στραμμένη προς την πράξη, θεωρώντας την ιδεολογική, και επιμένει στον πρακτικό χαρακτήρα της θέσης του Χάμπερμας.

Αυτή η θέση θα ήταν, ουσιαστικά, ένα πρόγραμμα για το μέλλον, βασισμένο στην κριτική του παρόντος μέσω της εγελιανής «καθορισμένης άρνησης». Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί η διευκρίνιση που κάνει ο Pilot σχετικά με τη σημασία της αντίφασης στο πλαίσιο της διαλεκτικής του Χάμπερμας. Πράγματι, επισημαίνει ότι η κριτική ή η “καθορισμένη άρνηση” είναι δυνατή επειδή οι αντιφάσεις που υπάρχουν στην κοινωνική πραγματικότητα —οι οποίες είναι ουσιαστικά συγκρούσεις μεταξύ αντιτιθέμενων συμφερόντων— εκφράζονται με αντίθετες προτάσεις, οι οποίες μπορούν και οι δύο να είναι ψευδείς, και κατά συνέπεια να επιδέχονται ως αληθή την άρνηση και των δύο. Αυτή είναι μια κομψή εφαρμογή, στο πλαίσιο της διαλεκτικής, της αριστοτελικής λογικής.

Η διαλεκτική του Χάμπερμας, ωστόσο, σύμφωνα με τον Pilot, είναι ενδεχομενική, με την έννοια ότι προορίζεται να εξαφανιστεί, δηλαδή να αντικατασταθεί από τον ελεύθερο από κυριαρχία διάλογο. Το κοινό στοιχείο μεταξύ της παρούσας διαλεκτικής και του μελλοντικού διαλόγου είναι η γλώσσα, η οποία αποκαλύπτει εκείνο το ενδιαφέρον για την απελευθέρωση/χειραφέτηση που αποτελεί την προϋπόθεση της αντικειμενικότητας, δηλαδή της μη ιδεολογικής φύσης της κριτικής (και της ίδιας της επιστήμης).

Η σαφώς πρακτική προοπτική στην οποία προσανατολίζεται η διαλεκτική του Χάμπερμας και ο χαρακτήρας του ενδιαφέροντος για απελευθέρωση ως ένα «a priori» στοιχείο (δηλ. εκ των προτέρων δεδομένο), άρα μη δικαιολογήσιμο, εκφράζουν, κατά τη γνώμη μου, την παραίτηση του Χάμπερμας από την απόπειρα να δικαιολογήσει θεωρητικά τη φιλοσοφία του. Έτσι, η φιλοσοφική λογική, αφενός, επιβεβαιώνεται ως μη αναγώγιμη στη λογική της επιστήμης και συνεπώς ως αναντικατάστατη, αφετέρου όμως κινδυνεύει να δει να υπονομεύεται ο αυστηρά ορθολογικός της χαρακτήρας, και επομένως ο επιστημονικός της χαρακτήρας κατά τον δικό της τρόπο — με την έννοια της αρχαίας επιστήμης (episteme) περισσότερο παρά της σύγχρονης επιστήμης.

Αυτό, εξάλλου, όπως θα δούμε αμέσως στη συνέχεια, υπήρξε και το αποτέλεσμα της ερμηνευτικής του Γκάνταμερ.

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις

* ChatGPT: Η διαμάχη του θετικισμού (ή αλλιώς Positivismusstreit) ήταν μια σημαντική φιλοσοφική και επιστημολογική διαμάχη που διεξήχθη κυρίως στη Γερμανία τη δεκαετία του 1960, ανάμεσα σε δύο βασικές σχολές σκέψης:
Τους θετικιστές (ή επιστημονικούς εμπειριστές), με κύριους εκπροσώπους τον Karl Popper και άλλους της Σχολής της Βιέννης.
Τους εκπροσώπους της Κριτικής Θεωρίας, κυρίως της Σχολής της Φρανκφούρτης, όπως ο Theodor Adorno και ο Jürgen Habermas.

🔍 Πυρήνας της διαμάχης:

Η κύρια διαφωνία ήταν για τη φύση της κοινωνικής επιστήμης και πώς πρέπει να προσεγγίζεται:
  • 🧪 Οι θετικιστές υποστήριζαν ότι οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να ακολουθούν τις ίδιες μεθόδους με τις φυσικές επιστήμες: παρατήρηση, εμπειρική επαλήθευση, και αντικειμενικότητα.

  • 🧠 Η Κριτική Θεωρία υποστήριζε ότι οι κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούν να είναι ουδέτερες, γιατί μελετούν ανθρώπους και κοινωνικά φαινόμενα που περιέχουν νόημα, αξίες και εξουσιαστικές σχέσεις. Άρα, χρειάζεται κριτική προσέγγιση και ερμηνεία, όχι απλώς περιγραφή.

📌 Κύρια σημεία τριβής:

Η ουδετερότητα της επιστήμης: Είναι δυνατόν η κοινωνική επιστήμη να είναι αντικειμενική;
Η σημασία της ερμηνείας σε αντίθεση με την εξήγηση.
Ο ρόλος της επιστήμης στην κοινωνική αλλαγή: Πρέπει η κοινωνική επιστήμη να είναι απλώς περιγραφική ή και απελευθερωτική;

🗣️ Επιπτώσεις:

Η διαμάχη αυτή είχε τεράστια επίδραση:
Στην επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών.
Στην πολιτική φιλοσοφία, με την έννοια του ορθολογισμού και της κριτικής συνείδησης.
Στη διάκριση ανάμεσα σε ερμηνευτικές και θετικιστικές προσεγγίσεις στις κοινωνικές επιστήμες.

🧪 Karl Popper (Θετικισμός / Κριτικός Ορθολογισμός)

🌟 Κεντρικές θέσεις:

Η επιστήμη δεν επιβεβαιώνει θεωρίες, απλώς τις διαψεύδει (διάσημη η αρχή του falsifiability).
Η κοινωνική επιστήμη πρέπει να λειτουργεί όπως και η φυσική: να κάνει υποθέσεις, να τις δοκιμάζει και να προχωρά μέσω κριτικής και διαψευσιμότητας.
Δεν χρειάζεται να έχει αξιακές ή απελευθερωτικές επιδιώξεις — μόνο ορθολογική αναζήτηση της αλήθειας.

📌 Παράδειγμα:

Αν μελετάς την εγκληματικότητα, δεν σε νοιάζει αν το φαινόμενο είναι «δίκαιο» ή «άδικο», αλλά προσπαθείς να εξηγήσεις πώς και γιατί συμβαίνει, με βάση παρατηρήσιμα δεδομένα.

 

🧠 Theodor Adorno (Κριτική Θεωρία / Σχολή Φρανκφούρτης)

🌟 Κεντρικές θέσεις:

Οι κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούν να είναι ουδέτερες. Κουβαλούν μέσα τους την κοινωνική πραγματικότητα, τις σχέσεις εξουσίας, τις ιδεολογίες.
Η γνώση πρέπει να έχει κριτική λειτουργία: να αποκαλύπτει τους μηχανισμούς καταπίεσης και αλλοτρίωσης στην κοινωνία.
Η διαλεκτική προσέγγιση είναι πιο κατάλληλη για την κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων απ’ ό,τι η καθαρά εμπειρική-θετικιστική.

📌 Παράδειγμα:

Αν μελετάς την εγκληματικότητα, δεν πρέπει να αρκεστείς στα δεδομένα — πρέπει να εξετάσεις ποιους ευνοεί ο νόμος, πώς παράγεται το “έγκλημα” από την κοινωνική ανισότητα, και πώς τα ΜΜΕ αναπαράγουν στερεότυπα.

🗣️ Και ο Habermas;

Ο Jürgen Habermas, μαθητής του Adorno, προσπάθησε να γεφυρώσει τις δύο προσεγγίσεις.
Εισήγαγε την έννοια της επικοινωνιακής πράξης, υποστηρίζοντας ότι:
Η κοινωνική επιστήμη πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη νοηματοδότηση των υποκειμένων.
Η κατανόηση δεν προκύπτει μόνο από μετρήσεις αλλά και από διάλογο, ερμηνεία και κριτική αναστοχαστικότητα.

✨ Σύγχρονη σύνδεση:

Σήμερα βλέπουμε αυτή τη διαμάχη:
Στην ανάλυση των social media (δεδομένα vs. ποιοτική κατανόηση).
Στην πολιτική επιστήμη (ουδετερότητα ή πολιτική τοποθέτηση του επιστήμονα).
Στη διαμάχη STEM [Science, Technology, Engineering, Mathematics] vs Ανθρωπιστικών σπουδών.


🧩 Παραδείγματα σε σύγχρονα πεδία

🎓Στην Εκπαίδευση:

Θετικιστική προσέγγιση:
Επικεντρώνεται σε μετρήσιμα αποτελέσματα, τεστ, στατιστικές αποδόσεις.
Μαθητής = παθητικός δέκτης πληροφορίας.

Κριτική προσέγγιση: Αντιμετωπίζει τη μάθηση ως κριτικό στοχασμό, διάλογο, και ανάπτυξη κοινωνικής συνείδησης.
Μαθητής = ενεργός πολίτης, όχι μόνο μαθητής.

📺 Στα ΜΜΕ: 

Θετικιστική ανάλυση:
Μετρά πόσα fake news κυκλοφορούν, πόσες φορές αναπαράχθηκε μια είδηση.
Στατιστικά, ποσοτικά δεδομένα.

Κριτική ανάλυση: Εξετάζει ποιος ελέγχει τα μέσα, τι ιδεολογίες προωθούν, πώς κατασκευάζεται η συναίνεση.
Ανάλυση λόγου, αφήγησης, εξουσίας.

ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ ΑΝΕΠΤΥΧΘΗ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΟΤΑΝ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΟ ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: