Τρίτη 22 Απριλίου 2025

ΣΕΛΛΙΝΓΚ: ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ (5)

   Συνέχεια από: Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

ΣΕΛΛΙΝΓΚ: ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ.

Τού Claudio Ciancio.

        3. Το πρόσωπο καί η ψυχή.

Γενικότερα όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα ανθρωπολογικά μοντέλα τα οποία περιέχονται στα γραπτά αυτής της περιόδου κινούνται προς την έννοια μιας επιβεβαίωσης, αλλά ταυτοχρόνως, και προς μία μείωση τής αξίας της προσωπικότητος. Έτσι σύμφωνα με τα Μαθήματα της Στουτγάρδης το ανθρώπινο πνεύμα γενικώς διαρθρώνεται σε τρείς δυνάμεις: το θάρρος, ο χαρακτήρας (που είναι το μέρος που στρέφεται στον πραγματικό κόσμο), η ψυχή (που είναι το μέρος που στρέφεται στον ιδανικό κόσμο) και στην μέση αυτών των δύο, σαν αρχή του δεσμού τους (ή του χωρισμού τους) το πνεύμα με την στενή έννοια. Αυτό το τελευταίο είναι “αυτό που υπάρχει σαν ιδιαίτερα προσωπικό στον άνθρωπο”, είναι ελεύθερη θέληση η οποία προκύπτει από την τυφλή βούληση και την νόηση. Αλλά εδώ ο Σέλλινγκ, αρνούμενος ότι η συνθετική λειτουργία τού πνεύματος φτιάχνει την ανώτερη δύναμη, δίνει μία ξαφνική στροφή στην ανάλυσή του, για την οποία διαθέτει την συνείδηση τόσο ώστε να την εισάγει με την παρατήρηση: “Είναι χωρίς αμφιβολία κοινή γνώμη ότι το πνεύμα είναι αυτό το πιο υψηλό που υπάρχει στον άνθρωπο”. Αλλά δηλώνει αμέσως μετά ότι όμως το πνεύμα δεν μπορεί να είναι το πιο υψηλό πράγμα, διότι είναι ικανό για το κακό. Εάν το πνεύμα ήταν το πιο υψηλό πράγμα-συνεχίζει- δεν θα υπήρχε πλέον διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το λάθος. Το πνεύμα, καθότι μπορεί να πει και να κάνει όχι μόνον το καλό αλλά και το κακό, απαιτεί κάτι ανώτερο που θα του επιτρέπει ακριβώς να διακρίνει το καλό και το κακό. Έτσι λοιπόν η αναγνώριση τής προσωπικότητος τού ανθρώπου σαν ελευθερίας ικανής για καλό και για κακό (και μάλιστα για κακό στην θετικοτητά του, και όχι σαν απλή απουσία τού καλού) αν καί αποφεύγει να συνορεύσει με το μη είναι, αυτό που είναι ατομική ιδιαιτερότητα, δεν κατορθώνει όμως να ανατρέψει τις προηγούμενες θέσεις και να αποδώσει στην προσωπικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά τον άνθρωπο, ένα οντολογικό πρωτείο. Και αυτό επειδή οι ανθρώπινες ελευθερία και προσωπικότης δεν στοχάζονται μέχρι το βάθος τής πρωτοτυπίας τους, αλλά περισσότερο σαν συνθετικά αποτελέσματα, έτσι ώστε στην οντολογική ιεραρχία το πρωτείο παραμένει στην ανώτερη αρχή (την ιδανική) η οποία εισέρχεται στην σύνθεση. Γι’αυτό ακριβώς πάνω από το πνεύμα ο Σέλλινγκ τοποθετεί την ψυχή, σαν “αυτό που είναι με απόλυτη ακρίβεια το Θείο μέσα στον άνθρωπο, επομένως αυτό που είναι απρόσωπο, το αληθινό ουσιώδες, στο οποίο το προσωπικό στοιχείο οφείλει να υποταχτεί σαν ένα μη-ουσιώδες”.

          Από την ψυχή προέρχονται τα έργα τέχνης, τά έργα τής φιλοσοφίας, της αρετής και της θρησκείας και “σε όλα τα έργα, ακόμη και σε αυτά της τέχνης και τής επιστήμης, η υψηλότερη στιγμή γεννάται ακριβώς επειδή σ’αυτά ενεργεί το απρόσωπο”. Αυτό που είναι προσωπικό γίνεται λοιπόν οδός και όργανο εν όψει τής επιβεβαιώσεως του ιδανικού, το απλό του θεμέλιο (το μη ουσιώδες του), παρότι απαραίτητο. Το πρωτείο της ψυχής διακόπτει την οντολογική επανόρθωση τής πνευματικής ατομικότητος στην οποία η επεξεργασία τής έννοιας τής προσωπικότητος είχε ανοίξει τον δρόμο.

          Με την σειρά του ο διάλογος Clara, αποδίδοντας στην ψυχή (σύμφωνα και με την παράδοση) την επιβίωση μετά τον θάνατο, αναγνωρίζει ότι αυτό που πραγματικά συστήνει την ανθρωπότητα του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα, αλλά η ψυχή. Η επιχειρηματολογία τού Σέλλινγκ είναι πειστική: τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα είναι αυτό το οποίο στον άνθρωπο αλλάζει συνεχώς (ας σκεφτούμε όσον αφορά το πνεύμα την συνεχή αλλαγή των πεποιθήσεων). Ο αληθινός εαυτός του ανθρώπου λοιπόν δεν μπορεί να είναι ούτε το σώμα ούτε το πνεύμα και εάν η αθανασία αφορά αυτό που είναι το πιο ιδιαίτερο του ανθρώπου, οφείλουμε να το αποδώσουμε στην ψυχή. Η ψυχή τώρα υπολογίζεται σαν τον ενδιάμεσο όρο ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα, σαν αυτό που τα περικλείει στον εαυτό της και καθιστά εφικτή την επικοινωνία. Είναι η ενοποιός συνείδηση και των δύο. Ακόμη και από αυτό το σημείο ο διάλογος Clara ξεχωρίζει για μία επιβεβαίωση τής αρχής τής προσωπικής ατομικότητος πολύ πιο έντονης από εκείνη που υποστηρίχθηκε από σύγχρονα Μαθήματα τής Στουτγάρδης. Στα δύο κείμενα είναι κοινή η θέση τής υποταγής του πνεύματος στην ψυχή, αλλά ενώ στα Μαθήματα το πνεύμα είναι η αρχή της προσωποποιήσεως και η ψυχή είναι η ανώτερη απροσωπικότης, στον διάλογο Clara ήδη η ψυχή γίνεται φορέας τής προσωπικής ιδιαιτερότητος, διαδραματίζοντας εκείνη την διαμεσολαβητική λειτουργία, ανάμεσα στα αντίθετα στοιχεία, που εξασκείτο, στα Μαθήματα, από το πνεύμα.

Συνεχίζεται

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ζ (9)

Γιὰ τὴν πλατωνικὴ ἄποψη,  ἡ μοναδικὴ αἰτία [Grund] τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ αἰσθητι κότητα [Sinnlichkeit] ἢ ἡ ζωϊκότητα [Animalität], ἢ ἡ γήινη ἀρχή, ἀφοῦ στὸν οὐρανὸ δὲν ἀντιθέτουν, ὅπως θὰ ἔπρεπε, τὴν κόλαση, ἀλλὰ τὴ γῆ. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔρχεται ὡς φυσικὴ συνέπεια τοῦ δόγματος ὅτι ἡ ἐλευθερία ἔγκειται στὴν ἁπλῆ κυριαρχία τῆς νοήμονος [intelligenten] ἀρχῆς ἐπάνω στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁρμὲς [Neigungen] τῶν αἰσθήσεων καὶ ὅτι τὸ καλὸ ὀφείλεται στὸν καθαρό λόγο ποὺ εὐνοήτως δὲν ἀφήνει καμμιὰ ἐλευθερία γιὰ τὸ κακό (ἐφόσον ἐδῶ κυριαρχοῦν οἱ αἰσθη-τικὲς ὁρμές)· γιὰ νὰ ἀκριβολογήσουμε, ἐδῶ τὸ κακὸ καταργεῖται πλήρως. Διότι ἡ ἀδυναμία ἢ τὸ ἀτελέσφορο τῆς νοητικῆς [verständigen] ἀρχῆς μπορεῖ κάλλιστα νὰ εἶναι ἡ αἰτία [Grund] τῆς ἐλαττωματικότη-τας ἀγαθῶν καὶ ἐνάρετων πράξεων, ὄχι ὅμως καὶ ἡ αἰτία θετικὰ κακῶν καὶ φαύλων [tugendwidriger]. ᾿Αλλὰ ἂν δεχτοῦμε ὅτι ἡ αἰσθητικότητα, ἢ ἡ παθητική στάση ἀπέναντι σὲ ἐξωτερικὲς ἐντυπώσεις (372) θὰ προκα-λοῦσε κατὰ κάποιου εἴδους ἀναγκαιότητα κακές πράξεις, μέσα σ' αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν μόνο παθητικός, τὸ κακὸ ἑπομένως, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἴδιο, ὑποκειμενικὰ δηλαδή, δὲν θὰ ἐσήμαινε τίποτε, καὶ καθὼς ὅ,τι εἶναι ἀπὸ τὴν φύση καθορισμένο δὲν μπορεῖ οὔτε ἀντικειμε νικὰ νὰ εἶναι κακό, δὲν θὰ ἐσήμαινε τὸ κακὸ τίποτε ἀπολύτως. Ὅτι ὅμως λέγεται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ σωστό, πὼς ἡ ἔλλογη [vernünftige] ἀρχὴ εἶναι ἀνεν εργὸς μέσα στὸ κακό. Διότι τότε γιατί δὲν ἀσκεῖ τὴν δύναμή της; Αν θέλει καὶ εἶναι ἀνενεργός, τότε ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ ἔγκειται σὲ αὐτὸ τὸ θέλημα [Willen] καὶ ὄχι στὴν αἰσθητικότητα.Εἰδάλλως, ἂν δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴν ἀντίρροπη δύναμη τῆς τελευταίας, ὑπάρχει ἐδῶ ἀδυναμία καὶ ἐλάττωμα, ὁπωσδήποτε ὅμως ὄχι κάτι κακό. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ διευκρίνηση ὑπάρχει λοιπὸν μόνο μιὰ βούληση (ἂν ἐξάλλου μπορεῖ νὰ ὀνομαστῆ ἔτσι) καὶ ὄχι μιὰ διπλῆ, καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη νὰ ὀνο μάση τοὺς ὀπαδοὺς τῆς θεωρίας αὐτῆς, ἀφότου εἰσήχθησαν ἐπιτυχῶς στὴ φιλοσοφικὴ κριτικὴ ὀνόματα ὅπως ἀρειανοί, κλπ., μὲ ἕνα ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἐκκλη-σιαστικὴ ἱστορία ἀντλημένο, ἀλλὰ μὲ παραλλαγμένο νόημα, ὄνομα: μονοθελῆτες.  Καθώς ὅμως ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ νοήμων ἀρχή, ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ φωτός, καθ' ἑαυτήν, ἀλλὰ ἡ δεμένη μὲ ἑαυτότητα, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ ἔχει ἀρθῆ ὡς τὸ πνεῦμα, ἡ ὁποία δρᾶ μέσα στὸ καλό, τὸ κακὸ δὲν προκύπτει ἀπὸ μόνη τὴν ἀρχὴ τῆς περατότητας, παρὰ ἀπὸ τὴν φερμένη σὲ συνάφεια μὲ τὸ κέντρο σκοτεινὴ ἢ αὐτιστικὴ [selbstische] ἀρχή· καὶ ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐνθουσιάζεται [Εnthusiasmus] ἀπὸ τὸ καλό, ἔτσι μπορεῖ καὶ νὰ ἐμπνέεται [Begeisterung] ἀπὸ τὸ κακό. Στὸ ζῶο, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο φυσικὸ ὄν, ἐνυπάρχει δρῶσα καὶ αὐτὴ ἡ σκοτεινὴ ἀρχή· ἀλλὰ σὲ αὐτὸ δὲν ἔχει γεννηθῆ στὸ φῶς, ὅπως στὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι πνεῦμα καὶ νόηση, παρὰ τυφλὸ πάθος [Sucht] καὶ ἐπιθυμία [Begierde]. Ἐν ὀλίγοις δὲν εἶναι δυνατὸς ἐδῶ κανένας ἐκπεσμός, καμμιὰ διάκριση τῶν ἀρχῶν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀπόλυτη, δηλ. προσωπική, ἑνότητα. Τὸ χωρὶς συνείδηση καὶ τὸ ἐνσυνείδητο εἶναι ἑνωμένα στὸ ζωϊκὸ ἔνστικτο κατὰ συγκεκριμένο καὶ καθορισμένο τρόπο, ποὺ ἀκριβῶς γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ παραλλάσση. Διότι γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ εἶναι σχετικές μόνο ἐκφράσεις τῆς ἑνότητας, ὑπόκεινται σ' αὐτήν, καὶ ἡ δύναμη ποὺ δρὰ στὸν βυθὸ διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῶν ἀρχῶν σὲ μιὰ σταθερή σχέση. Τὸ ζῶο ποτὲ δὲν μπορεῖ (373) νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν ἑνότητα, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κατὰ βούλησιν νὰ διαρρήξη τὸν αἰώνιο δεσμὸ τῶν δυνάμεων.

᾿Αλλὰ ἀποδείξαμε μιὰ γιὰ πάντα ὅτι τὸ κακὸ ὡς τέτοιο μποροῦσε νὰ ἀναβλύση μόνο μέσα στὴν δημιουργία, ἐφόσον μόνο μέσα σ' αὐτὴν τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος, οἱ (375) δύο ἀρχές, μποροῦν νὰ ὑπάρξουν ἑνωμένες μὲ τρόπο ποὺ νὰ ἐπιτρέπη τὸν χωρισμό τους. Τὸ ἀρχικό θεμελιακὸ ὂν δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι καθ' ἑαυτὸ κακό, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει σ' αὐτὸ καμμιὰ διττότητα τῶν ἀρχῶν. ᾿Αλλὰ δὲν μποροῦμε ἐπίσης νὰ δεχτοῦμε οὔτε ἕνα κάποιο δημιουργημένο πνεῦμα πού, πεπτωκὸς τὸ ἴδιο, παρέσυρε τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση· διότι τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀκριβῶς πῶς πρωτοανέβλυσε τὸ κακὸ μέσα στὴν δημιουργίαΚαὶ οὔτε αὐτὴ ἡ παραδοχὴ μᾶς δίνει γιὰ τὴν ἐξήγηση τοῦ κακοῦ τίποτε πέρα ἀπὸ τὶς δύο ἀρχὲς μέσα στὸν θεό. Ὁ θεὸς ὡς πνεῦμα (ὁ αἰώνιος δεσμὸς τῶν δύο ἀρχῶν), εἶναι ἡ καθαρὴ ἀγάπη, στὴν ἀγάπη ὅμως δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξη μιὰ θέληση [Wille] τοῦ κακοῦ· οὔτε ἐπίσης στὴν ἰδεατὴ ἀρχή. ᾿Αλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θεὸς γιὰ νὰ ὑπάρξη χρειάζεται ἕνα θεμέλιο, μόνο ποὺ αὐτὸ τὸ θεμέλιο δὲν βρίσκεται ἔξω, ἀλλὰ μέσα του· ἔχει μέσα του ὁ θεὸς μιὰ φύση, ἡ ὁποία, καίτοι τοῦ ἀνήκει, εἶναι ὅμως διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτόν. Ἡ βούληση τῆς ἀγάπης καὶ ἡ βούληση τοῦ θεμελίου εἶναι δυὸ διαφορετικές βουλήσεις ποὺ ἡ καθεμιά τους ὑπάρ χει γιὰ λογαριασμό της· ἀλλὰ ἡ βούληση τῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιταχθῆ στὴ βούληση τοῦ θεμελίου, οὔτε νὰ τὴν ἄρη [aufheben], γιατὶ τότε θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιταχθῆ στὸν ἑαυτό της. Γιατὶ γιὰ νὰ μπορέση να ὑπάρξη ἡ ἀγάπη, τὸ θεμέλιο πρέπει νὰ δράση, καὶ πρέ-πει νὰ δράση ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὴν γιὰ νὰ ὑπάρξη ἡ ἀγάπη πραγματικά. Ἂν ἤθελε ἡ ἀγάπη νὰ καταστρέψη τὴ βούληση τοῦ βυθοῦ, θὰ πολεμοῦσε τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό, καὶ δὲν θὰ ἦταν πλέον ἡ ἀγάπη. Νὰ ἀφήση τὸ θεμέλιο νὰ δράση εἶναι ἡ μοναδικὴ νοητὴ ἔννοια ἀνοχῆς [Zulassung], ἡ ὁποία ὅμως, ἀναφερόμενη, ὅπως γίνεται συνήθως, στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀπολύτως ἀπαράδεκτη. Τὸ θεμέλιο δὲν εἶναι παρὰ μιὰ θέληση [Willen] ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ ἀκριβῶς γιὰ νὰ συμβῆ αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπικαλεστῆ τὸ θεμέλιο τὴν ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἀντίθεση. Ἡ βούληση τῆς ἀγάπης καὶ ἐκείνη τοῦ θεμελίου ἑπομένως ἔτσι ἑνώνονται, μὲ τὸ νὰ εἶναι χωρισμένες καὶ ἡ καθεμιὰ νὰ δρᾶ ἐξαρχῆς γιὰ τὸν ἑαυτό της. Γι' αὐτὸ ἡ βούληση τοῦ θεμελίου ἐρεθίζει μαζὶ ἤδη στὴν πρώτη δημιουργία καὶ τὸ ἴδιον θέλημα [Eigenwille] τοῦ δημιουργήματος, ὥστε ὅταν τὸ πνεῦμα προβάλλη [aufgeht] ὡς βούληση (376) τῆς ἀγάπης νὰ βρίσκη μιὰν ἀντίσταση, ὅπου νὰ μπορῆ νὰ πραγματωθῆ.

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΣΤΑΘΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ, ΤΟ ΕΓΩ ΣΑΝ ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: