Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (36)

 Συνέχεια από: Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ «ΚΩΜΙΚΟ» ΚΑΙ «ΤΡΑΓΙΚΟ» ΠΟΙΗΤΗ

Η ριζική καινοτομία
με την οποία ο Πλάτωνας αποδέχεται την ποίηση
και τη εκπαιδευτική της λειτουργία
στην Ιδανική Πολιτεία

Πώς ο Πλάτων έδειξε με τους διαλόγους του ότι ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής «κωμικός» και «τραγικός» της εποχής του και πώς το απέδειξε ρητά στο Συμπόσιο

Στον Φαίδρο, όπως προκύπτει από το προηγούμενο κεφάλαιο, ο Πλάτων «έδειξε» και «απέδειξε» ότι είναι ο ίδιος —και όχι κάποιος από τους φημισμένους ρήτορες— ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας της εποχής (ο δάσκαλος της ρητορικής ως αληθινής τέχνης του λόγου και της γραφής). Κατά ανάλογο τρόπο, μετακινούμενος σε ένα άλλο επίπεδο και κάνοντας χρήση διαφορετικών κριτηρίων και δραματουργικών τεχνασμάτων, στο Συμπόσιο «δείχνει» και «αποδεικνύει», με εξαιρετική καλλιτεχνική δεξιοτεχνία και με παιγνιώδη, προκλητικά ειρωνικά τεχνάσματα εξαιρετικής λεπτότητας, ότι είναι ο ίδιος ο μεγαλύτερος «κωμικός» και «τραγικός» ποιητής της εποχής του, καθώς είχε εισαγάγει στην ποιητική τέχνη επαναστατικές καινοτομίες.

Δεν μου φαίνεται πως οι μελετητές έχουν εκτιμήσει επαρκώς το Συμπόσιο ως μια «αυτομαρτυρία» του Πλάτωνα, με την οποία δηλώνει ότι είναι ο αληθινός ποιητής της εποχής, και γι’ αυτό θεωρώ σκόπιμο να προσφέρω μια επαρκή —αν και συνοπτική— απόδειξη, παραπέμποντας τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στην αναλυτική μου μελέτη και ερμηνεία του διαλόγου που περιλαμβάνεται στον τόμο μου Έρως, ο δαίμων μεσολαβητής. Το παιχνίδι των μασκών στο Συμπόσιο του Πλάτωνα (Εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Rizzoli, Μιλάνο 1997).

Ας διαβάσουμε όμως πρώτα ένα απόσπασμα του Νίτσε, όπου αναγνωρίζεται ότι ο Πλάτων δημιούργησε μια νέα μορφή τέχνης με το εξαιρετικό, αιχμηρό του ύφος: Ο Πλάτων, «ο οποίος ασφαλώς δεν υστερούσε από τον αφελώς κυνικό δάσκαλό του στην καταδίκη της τραγωδίας και της τέχνης εν γένει, όφειλε ωστόσο, από απόλυτη καλλιτεχνική αναγκαιότητα, να δημιουργήσει μια μορφή τέχνης που είναι εσωτερικά συγγενής προς τις υπάρχουσες και απ’ αυτόν απορριπτόμενες. Η κύρια μομφή που είχε να προσάψει στην αρχαία τέχνη —ότι επρόκειτο για μίμηση μιας απατηλής εικόνας (ενός ομοιώματος) και, επομένως, ανήκε σε ακόμη κατώτερη μορφή κι από τον εμπειρικό κόσμο— δεν μπορούσε να απευθυνθεί στη νέα μορφή τέχνης· κι έτσι βλέπουμε τον Πλάτωνα να προσπαθεί να υπερβεί την πραγματικότητα και να αναπαραστήσει την ιδέα που βρίσκεται στη βάση αυτής της ψευδοπραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτόν, ο στοχαστής Πλάτων είχε φτάσει, μέσα από μια δαιδαλώδη πορεία, ακριβώς εκεί όπου ως ποιητής ανήκε ανέκαθεν, και από όπου ο Σοφοκλής και όλη η αρχαία τέχνη διαμαρτύρονταν εντόνως απέναντι σε εκείνη τη μομφή. Αν η τραγωδία είχε ενσωματώσει όλα τα προηγούμενα καλλιτεχνικά είδη, αυτό ισχύει, με έναν έκκεντρο τρόπο (με εκκεντρική έννοια), και για τον πλατωνικό διάλογο, που, ως προϊόν της ανάμειξης όλων των υπαρχόντων ειδών ύφους και μορφών, αιωρείται ανάμεσα στην αφήγηση, το λυρισμό, το δράμα, ανάμεσα στην πρόζα και τη ποίηση, και έτσι έχει παραβιάσει τον αυστηρό αρχαίο νόμο της ενιαίας γλωσσικής μορφής [...]. Ο πλατωνικός διάλογος υπήρξε, τρόπον τινά, η βάρκα στην οποία σώθηκε η ναυαγισμένη αρχαία ποίηση μαζί με όλα τα τέκνα της: στριμωγμένα σε έναν στενό χώρο και φοβερά υποταγμένα στον μοναδικό τιμονιέρη, τον Σωκράτη, εισέρχονται τώρα σε έναν νέο κόσμο, που ποτέ δεν χόρτασε να κοιτάζει την φαντασμαγορική εικόνα αυτής της πομπής. Πράγματι, ο Πλάτων προσέφερε στην ανθρωπότητα το πρότυπο μιας μορφής τέχνης, το πρότυπο του μυθιστορήματος: αυτό μπορεί να οριστεί ως ένας απείρως τελειοποιημένος αισώπειος μύθος, όπου η ποίηση βρίσκεται σε σχέση υποταγής προς τη διαλεκτική φιλοσοφία, παρόμοια με εκείνη που επί πολλούς αιώνες η ίδια η φιλοσοφία βίωσε σε σχέση με τη θεολογία: δηλαδή ως υπηρέτρια (θεραπαινίδα). Αυτή υπήρξε η νέα θέση της ποίησης, στην οποία την ώθησε ο Πλάτων υπό την πίεση του δαιμονικού Σωκράτη» (Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, § 14).
Ο Πλάτων, πράγματι, δημιούργησε μια νέα μορφή ποίησης, θεμελιωμένη στην αναζήτηση και γνώση της αλήθειας και προσανατολισμένη στην προτρεπτική και πειστική επικοινωνία αυτής της αλήθειας, και, με αυτή την έννοια, βαθιά φιλοσοφική

Και να πώς, στο Συμπόσιο —έργο που συντέθηκε ανάμεσα στο 387 και το 377 π.Χ., δηλαδή στο άνθος της δεκαετίας των σαράντα του— ο Πλάτων αυτοπαρουσιάζεται ως ο νέος ποιητής.

Όπως είναι γνωστό, ο διάλογος εκτυλίσσεται στο σπίτι του ποιητή Αγάθωνα, ο οποίος προσφέρει στους φίλους του ένα συμπόσιο για να γιορτάσει τη νίκη που πέτυχε με την πρώτη του τραγωδία (που παρουσιάστηκε το 416 π.Χ.). Οι λόγοι που αποφασίζεται να εκφωνηθούν, στο τέλος του γεύματος, είναι προς τιμήν του Έρωτα, με σκοπό να τον εγκωμιάσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Η αφήγηση παρουσιάζεται με έμμεσο τρόπο από τον Απολλόδωρο, μαθητή του Σωκράτη, ο οποίος δεν είχε συμμετάσχει στο συμπόσιο, αλλά είχε πληροφορηθεί για αυτό από τον Αριστόδημο, έναν άλλον μαθητή του Σωκράτη: πρόκειται, λοιπόν, για μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση. Επιπλέον, τονίζεται η χρονική απόσταση από τη στιγμή που συνέβη το συμπόσιο, ώστε να δοθεί στο γεγονός μια μυθική χροιά, εντάσσοντάς το έτσι στη διάσταση ενός θρύλου.

Οι λόγοι που εκφωνούνται υπέρ του Έρωτα είναι εκείνοι του ρήτορα Φαίδρου, του σοφιστή Παυσανία, του γιατρού Ερυξίμαχου, του κωμικού ποιητή Αριστοφάνη, του τραγικού ποιητή Αγάθωνα, του φιλοσόφου Σωκράτη. Σε αυτούς προστίθεται και ένας λόγος του Αλκιβιάδη, ο οποίος φτάνει στο τέλος του συμποσίου, και ο οποίος αναπτύσσει το θέμα όχι προς τιμήν του Έρωτα, αλλά του «ερωτικού» Σωκράτη.

Με εξαιρετική δεξιοτεχνία, ο Πλάτων δείχνει πως είναι ικανός να μιμηθεί τέλεια τα στυλ του λογοτέχνη, του ρήτορα-σοφιστή-πολιτικού, του γιατρού-επιστήμονα, του νεαρού μεθυσμένου Αλκιβιάδη — αλλά ιδίως ξεχωρίζει στις μιμήσεις του κωμικού ποιητή Αριστοφάνη (ορισμένοι μελετητές θεωρούν αυτές τις σελίδες απολύτως αριστουργηματικές) και του τραγικού ποιητή Αγάθωνα.

Μάλιστα, όπως θα δούμε, ο Πλάτων παίζει με τη «μάσκα» του Αριστοφάνη με πραγματικά εξαιρετική δεξιοτεχνία: επιστρατεύοντας την κωμική τέχνη, βάζει στο στόμα του Αριστοφάνη υπέροχες εικόνες, τις οποίες μόνο ένας κωμωδιογράφος τέτοιου βεληνεκούς θα μπορούσε να εκφωνήσει — και επιπλέον τις φορτίζει με βαθύτερα νοήματα, υπαινικτικά των «άγραφων δογμάτων» του: με την τέχνη του γέλιου, ο Πλάτων ειρωνεύεται και χλευάζει εκείνους που δεν τον κατανοούσαν και τον περιγελούσαν γι’ αυτές τις δοξασίες.

Ο λόγος του Αγάθωνα, πάλι, μιμείται το ιδιαίτερο στυλ του, επηρεασμένο από τον Γοργία, με διάφορα παιχνίδια μεταφορών και εκλεπτυσμένων όρων, με έναν πραγματικό πανηγυρισμό εκλεπτυσμένων εκφράσεων, και με ένα μεγαλειώδες πυροτεχνικό παιχνίδι λέξεων. Και, ως σχόλιο, ο Πλάτων, παίζοντας κατά το γοργιανό ύφος με την ηχητική ομοιότητα του ονόματος Γοργίας με τη Γοργώ (το μυθικό τέρας που απολίθωνε όποιον το κοίταζε), βάζει τον Σωκράτη να λέει:

«Ο λόγος του Αγάθωνα μου θύμισε τον Γοργία, τόσο που ένιωσα αυτό που περιγράφει ο Όμηρος: με κυρίευσε ο φόβος μήπως στο τέλος του λόγου του ο Αγάθων μου εκσφενδονίσει το κεφάλι εκείνου του τρομερού ρήτορα, του Γοργία, και με μεταμορφώσει σε πέτρα, αφαιρώντας μου τη φωνή» (Συμπόσιο, 198 C).

Ε λοιπόν, ο Πλάτων όχι μόνο έδειξε ότι μπορεί να μιμηθεί τέλεια τον κωμικό και τον τραγικό ποιητή, αλλά, στο τέλος του συμποσίου, όταν πια όλοι είχαν φύγει ή είχαν αποκοιμηθεί, αφήνει ξύπνιους ακριβώς τον Αριστοφάνη, τον Αγάθωνα και τον Σωκράτη, να συζητούν για την τέχνη της ποίησης. Και, σαν μια υπογραφή του δημιουργού, κλείνει το έργο ως εξής:

Ο Σωκράτης συζητούσε μαζί τους. Για τα υπόλοιπα, ο Αριστοφάνης έλεγε πως δεν θυμόταν καλά όσα έλεγαν, γιατί δεν τους παρακολουθούσε από την αρχή και νύσταζε. Έλεγε όμως πως το ουσιώδες ήταν το εξής: ότι ο Σωκράτης τους υποχρέωνε να παραδεχτούν ότι είναι ίδιο πράγμα να ξέρει κανείς να συνθέτει κωμωδίες και τραγωδίες, και ότι αυτός που είναι τραγικός ποιητής από τέχνη είναι και κωμικός ποιητής. Εκείνοι, αναγκασμένοι να παραδεχτούν αυτά χωρίς να τον παρακολουθούν και πολύ, κουνούσαν το κεφάλι τους από τη νύστα, και πρώτος αποκοιμήθηκε ο Αριστοφάνης, και ύστερα, όταν πια ξημέρωσε, κι ο Αγάθωνας (Συμπόσιο, 223 C-D).

Έτσι, είχαν απομείνει στη σκηνή μόνο ο «κωμικός ποιητής», ο «τραγικός ποιητής» και ο «φιλόσοφος»: και ο τελευταίος τούς ανάγκαζε να παραδεχτούν πως ο αληθινός ποιητής, αυτός που είναι ποιητής από τέχνη, είναι ταυτόχρονα τραγικός και κωμικός. Το μήνυμα του Πλάτωνα είναι ξεκάθαρο: ο αληθινός ποιητής είναι ο φιλόσοφος, και η αληθινή τέχνη είναι αυτή που συνδέεται με την αναζήτηση της αλήθειας, η οποία, ακριβώς επειδή είναι αλήθεια, εμπεριέχει και τη διάσταση του κωμικού και του τραγικού και τις εκφράζει επαρκώς.

Αξίζει επίσης να προσέξουμε την επισήμανση ότι οι δύο δεν ήταν και πολύ πεπεισμένοι από τον λόγο του Σωκράτη: έτσι ο Πλάτων φροντίζει να καταστήσει σαφές ότι, προφανώς, ούτε ο Αριστοφάνης θα μπορούσε να γράψει τραγωδίες, ούτε ο Αγάθωνας κωμωδίες, ενώ ο φιλόσοφος, χάρη στη δική του αναζήτηση της αλήθειας, μπορούσε να εκφραστεί και στις δύο διαστάσεις, του κωμικού και του τραγικού.

Εξάλλου, ορισμένα από τα αριστουργήματα του Πλάτωνα είναι πράγματι υπέροχες κωμωδίες, όπως ο Πρωταγόρας, ή τραγωδίες όπως ο Γοργίας ή ο Φαίδων.

Αλλά ειδικά ο λόγος για τον Έρωτα που ο Πλάτων βάζει στο στόμα του Σωκράτη είναι μια υπέροχη «κωμωδία μέσα στην κωμωδία»: ο Σωκράτης πρώτα αντικρούει τον Αγάθωνα, μετά επικαλείται την ιέρεια και μάντισσα Διοτίμα και προσποιείται ότι εκείνη τον είχε αντικρούσει όπως εκείνος είχε αντικρούσει τον Αγάθωνα, και ότι είχε διδαχθεί απ’ αυτήν. Και όλος ο λόγος παρουσιάζεται μέσα από ένα παιχνίδι με τρεις μάσκες — τη μάσκα του Σωκράτη που άλλοτε καλύπτεται από της Διοτίμας και άλλοτε καλύπτει εκείνη του Αγάθωνα— με μια δραματουργική δυναμική εξαιρετικής επινοητικότητας.

Και υπάρχει ακόμη κάτι παραπάνω. Όλος αυτός ο λόγος δομείται και αναπτύσσεται μετατρέποντας σε ποίηση τα στάδια των ιερών μυστηρίων, μέχρι να φτάσει στη τελική κορύφωση: την ενατένιση του υπέρτατου Κάλλους, ανεβαίνοντας βαθμίδα τη βαθμίδα τη σκάλα του έρωτα, όπως θα δούμε. Πρόκειται για σελίδες που θεωρούνται όχι μόνο από τις πιο υψηλές του Πλάτωνα, αλλά και από τις υψηλότερες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Και με αυτό είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε και ένα ακόμα κρυφό μήνυμα: ο Αλκιβιάδης, ο οποίος είχε έρθει για να στεφανώσει τον Αγάθωνα με αφορμή τη νίκη της πρώτης του τραγωδίας, μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία του Σωκράτη, αναφωνεί:

Αγαπημένε Αγάθων, δώσε μου μερικές κορδέλες, για να στεφανώσω κι αυτό το θαυμαστό κεφάλι, μην μου προσάψει ύστερα ότι στεφάνωσα εσένα και όχι εκείνον, που στους λόγους νικάει όλους, όχι μία φορά όπως εσύ προχθές, αλλά πάντοτε (Συμπόσιο, 213 Ε).

Έτσι, στη γιορτή του τραγικού ποιητή, στο σπίτι του, για τη νίκη της πρώτης του τραγωδίας, όχι μόνο ο φιλόσοφος νικά όλους με τον λόγο του, αλλά και στεφανώνεται, γιατί κερδίζει όχι μόνο μια φορά, αλλά πάντα: είναι η διακήρυξη της νίκης της νέας φιλοσοφικής ποίησης, που είναι ταυτόχρονα κωμική και τραγική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: