Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης - Χρήστος Γιανναράς (2)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού


A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

1. Ἡ μεταφυσικὴ ἄρνηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Θεοῦ

Το 1882 ὁ Νίτσε (Nietzsche) δημοσιεύει τὸ βιβλίο του “Η εὐφρόσυνη ἐπιστήμη” (Die fröhliche Wissenschaft). ᾿Απὸ τὶς σελίδες του ἀναγγέλλει τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ»: «Ὁ Θεὸς πέθανε, ὁ Θεὸς θὰ μείνει νεκρός».

Ογδόντα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1961, ὁ Χάϊντεγγερ (Heidegger) δημοσιεύει τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Νίτσε. Στὶς σελίδες του τὸ κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» ἀναγνωρίζεται ὡς προφητική πιστοποίηση. Πιστοποίηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ ἔχει συμβεῖ καὶ ποὺ εἶναι ἡ ἀναπόφευκτη κατάληξη μιᾶς μακρᾶς ἱστορικῆς ἐξέλιξης στὴν εὐρωπαϊκή μεταφυσική. Ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἡ συνέπεια ἢ «ἡ ἐσωτερική λογική» τῆς μεταφυσικῆς πορείας τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου1.

Στὸν λόγο λοιπὸν τοῦ Νίτσε συναντᾶμε ὄχι τὴν ἔκφραση τῶν πεποιθήσεων ἑνὸς ἀθεϊστῆ, ἀλλὰ τὴν ὀξυδέρκεια τῶν διαπιστώσεων ἑνὸς προφήτη. «Ὁ Θεὸς πέθανε» σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανικὸς Θεός, ὁ Θεὸς τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς, εἶναι πιὰ ἕνα νεκρὸ πλάσμα τοῦ νοῦ, μιὰ «ἰδέα καὶ μόνο», μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια. Στὴν καλύτερη περίπτωση, ἀντιπροσωπεύει μιὰ εἰδωλοποιημένη συμβατικὴ «ἀξία». Στὴν πραγματικότητα, ὁ Θεὸς εἶναι ἄσχετος μὲ τὴ διαμόρφωση τῆς ζωῆς τοῦ εὐρωπαίου – δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει νόημα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας. Ὁ χῶρος τοῦ Θεοῦ εἶναι στη Δύση κενὸς – ὁ Θεὸς εἶναι μιὰ ἀπουσία. Αὐτὴ ἡ ἀπουσία μηδενίζει κάθε ἀλήθεια ζωῆς πέρα ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ορίζει τὸ περιεχόμενο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μηδενισμοῦ2.


Στὴν περίπτωση τοῦ Νίτσε ὁ μηδενισμὸς δὲν εἶναι θεωρητικὴ θέση ποὺ ἀποκλείει τὸν Θεὸ προβάλλοντας ὀρθολογικὰ ἐπιχειρήματα. Τὸ κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» εἶναι πιστοποίηση: ἐπισημαίνει τὸ κενό, τὴν ἀπουσία. Καὶ ἡ πιστοποίηση δὲν ἐξαντλεῖται ὁπωσδήποτε στὴ φαινομενολογική παρατήρηση, μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ συνειδητή τοποθέτηση, δηλαδὴ μιὰ ἱστορικὴ στάση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ. Στάση, ποὺ ἀρνεῖται νὰ δεχθεῖ ὡς πραγματικότητα τὸ προϊὸν μιᾶς νοητικῆς ἐπεξεργασίας – νὰ δεχθεῖ τὸ ὑπέρλογο ὡς προϊὸν τοῦ λογικοῦ, τὸ ὑπεραισθητὸ ὡς ἀφηρημένη αἰτιώδη προϋπόθεση τοῦ αἰσθητοῦ. Ἡ στάση αὐτὴ μοιάζει νὰ διαμορφώνεται βαθμιαία στη Δύση, ἀπὸ τὸν 14ο κιόλας αἰώνα3, καὶ συνοψίζεται τελικά στο προφητικὸ κήρυγμα τοῦ Νίτσε. Εἶναι μιὰ ἄρνηση ποὺ μηδενίζει τὰ «νοητὰ εἴδωλα» τοῦ Θεοῦ, δίχως νὰ ἀποκαλύπτει κάποια ἀλήθεια στη θέση τους.

Καὶ τότε μιλᾶμε γιὰ εἰδωλοκλαστικὸ ἀποφατισμό4, ποὺ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ μηδενισμοῦ ἐμφανίζεται ὡς ἡ «ἐσωτερικὴ κρίση» τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Οφείλουμε στὸν Χάϊντεγγερ τὴν κατάφαση στὴν κρίση ὡς ἀφετηρία γιὰ τὴν ἱστορική της ἑρμηνεία5.

Σημειώσεις


1. Bλ. Martin HEIDEGGER, Nietzsche, Pfullingen (Neske - Verl.) 1961, τόμος 11: Der europäische Nihilismus, σελ. 31-256. – ΤOΥ ΙΔΙΟΥ, Holzwege, Frankfurt (Klostermann-Verl.) 1968: Nietzsche's Wort «Gott ist tot», σελ. 193-247.

2. Μηδενισμός, ἀπὸ τὸ μηδενίζω: ἡ μηδένιση, ἡ ἀναγωγὴ στὸ μηδέν, στὸ τίποτα. Μετάφραση ἀπὸ τὰ λατινικὰ τοῦ διεθνοποιημένου όρου nihilismus (nihil = οὐδέν). Στὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία σημαίνει ἐκείνη τὴ θεωρία ἢ στάση ποὺ ἀρνεῖται κάθε πραγματική (μὴ σχετικὴ ἢ μὴ ἐφήμερη) ὑπόσταση τῶν ὑπαρκτῶν, ἑπομένως καὶ τὸν πραγματικά χαρακτήρα τῆς γνώσης (τὴν ὕπαρξη ἀλήθειας) ἢ τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ἡ ἱστορικὴ ἀφετηρία αὐτῆς τῆς στάσης ἀνάγεται ἀπὸ τοὺς δυτικούς μελετητὲς στὸν σοφιστὴ ΓΟΡΓΙΑ (Περὶ τοῦ μὴ ὄντος ἢ περὶ φύσεως, 1.2.3, DIELS -KRANZ, Fragmente der Vorsokratiker, τόμος ΙΙ, σελ. 279). Τὸν ὅρο nihilismus χρησιμοποιεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ F.-H. JACOBI (Sendschreiben an Fichte, 1799) καὶ τὸν καθιερώνει σὲ εὐρύτερη λαϊκή χρήση ὁ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ μὲ τὸ μυθιστόρημά του Πατέρες καὶ γιοὶ (1852). ᾿Αλλὰ στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας ὁ μηδενισμὸς εἰσάγεται κυρίως μὲ τὸν ΝΙETZSCHE: Στὸ βιβλία του Der Wille zur Macht Versuch einer Umwertung aller Werte (Η θέληση γιὰ δύναμη – Εγχείρημα ἀνατροπῆς ὅλων τῶν ἀξιῶν – 1887) ἀναλύει τὸν «ευρωπαϊκὸ μηδενισμό» ὡς ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς συμβατικῆς ἀξιολογίας που καθιέρωσε ἡ νοησιαρχία τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς: «Τί σημαίνει μηδενισμός; Ὅτι οἱ ἀνώτατες ἀξίες χρεωκόπησαν. Λείπει ὁ σκοπός, λείπει ἡ ἀπόκριση στὸ πρὸς τί».

3. Βλ. τὴν ἐξαιρετικά διαφωτιστική μελέτη τοῦ Παν. ΚΟΝΔΥΛΗ, Η κριτική τῆς μεταφυσικῆς στὴ νεότερη σκέψη, ᾿Αθήνα (Εκδόσεις Γνώση) 1983.

4. Αποφατισμός, ἀπὸ τὸ ἀπο-φάσκω: ἀπόφημι, ἀρνοῦμαι. Ἡ ἀντίθετη έννοια εἶναι, καταφάσκω: ἐπιβεβαιώνω, λέω ναι. – ᾿Απόφασις τοῦ εἶναι λευκὸν τὸ μὴ εἶναι λευκόν (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, ᾿Αναλυτικά πρότερα. Α. 46, 51 11 9). – Κατάφασις μὲν οὖν ἐστι τὸ εἰπεῖν, τί τινι ὑπάρχει, οἷον καλός ἐστιν, ἀπόφασις δὲ τὸ εἰπεῖν, τί τινι οὐχ ὑπάρχει, οἷον οὐκ ἔστι καλὸς (ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Διαλεκτικά 58, Έκδοση Bonifatius Kotter, Berlinde Gruyter 1969, σελ. 125). Ως γνωσιοθεωρητική κατηγορία στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας, ἡ ἀπόφασις σημαίνει τὴν ἄρνηση τοῦ ὑπαρκτοῦ ἢ τῆς ὀντότητας, ἀλλὰ καὶ τὸν στερητικὸ προσδιορισμὸ ἴδιοτήτων μιᾶς ὑπαρκτῆς οὐσίας ἡ ὑπόστασης. Ἔτσι, ὁ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ διακρίνει τὴν ἀποφατικὴ ἄρνηση ἀπὸ τὴ στερητική ἀπόφαση (βλ. Μετὰ τὰ φυσικὰ Γ΄ 1004a 10-16) γιὰ νὰ ἐπισημάνει τη δυνατότητα προσδιορισμοῦ μιᾶς οὐσίας ἡ φύσης μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς ὑπαγωγῆς της σὲ ἄλλα γένη. Μὲ τὴ δεύτερη αὐτὴ σημασία τῆς στερητικῆς ἀπόφασης χρησιμοποιεῖται ὁ ἀποφατισμὸς ὡς γνωσιοθεωρητική στάση ἢ ὁδὸς στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας. Στὴν περίπτωση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης, ἀπὸ τὸν Ηράκλειτο ὡς καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμά, χαρακτηρίζουμε ὡς ἀποφατισμὸ τὴν ἄρνηση νὰ ἐξαντλήσουμε τὴν ἀλήθεια στὴ διατύπωσή της, δηλαδή τη συμβολική - εἰκονολογικὴ ἐκδοχὴ τῶν διατυπώσεων τῆς ἀλήθειας – τὴν υἱοθέτηση τῆς δυναμικῆς τῶν σχέσεων (τοῦ ἡρακλείτειου κοινωνείν) ὡς κριτηρίου γιὰ τὴν ἐπαλήθευση τῆς γνώσης. – Βλ. συστηματικότερη ἀνάλυση στὰ βιβλία μου: ᾿Ορθὸς λόγος καὶ κοινωνική πρακτική, ᾿Αθήνα (Εκδόσεις «Δόμος») 1984, σελ. 181 κ.ε., Σχεδίασμα Εἰσαγωγῆς στὴ Φιλοσοφία, ᾿Αθήνα (Εκδόσεις «Δόμος») 1980-81, Παρ. 10-18, 27, 30.

5. Βλ. Nietzsche, τόμος 1, σελ. 13 – Holzwege, σελ. 206.

Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική, ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ, μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπαΚαὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση. ᾿Ενῶ ἡ γνώση μὲ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ μὲ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ παρέχει τὴν αἴσθηση, ἀπωθεῖ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ τὶς ἔννοιες.
Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ Αὐτόν. Καὶ λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. Πείρα λέγω τὴν ἴδια τὴ γνώση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ πραγματοποιεῖται ἔπειτα ἀπὸ κάθε λόγο, καὶ αἴσθηση, τὴν ἴδια τὴ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ ἐκδηλώνεται ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴ νοητικὴ διαδικασία. Κι ἴσως αὐτὸ διδάσκει μυστικὰ ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «εἴτε προφητεῖες εἶναι θὰ καταργηθοῦν, εἴτε ὁμιλίες σὲ διάφορες γλῶσσες θὰ πάψουν, εἴτε γνώσεις θὰ καταργηθοῦν»5, ἐννοώντας ὁλοφάνερα γιὰ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες.
(῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ. Τὸ ἀρχαῖο κείμενο: PG τ. 90, στλ. 620Β-625Β. Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις: Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν, Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992)
Καὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση.
(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής -   Απ’ την εισαγωγή…)                                                                                                           
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.   
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής


Δεν υπάρχουν σχόλια: