Συνέχεια από: Τετάρτη 16 Απριλίου 2025
HANS KRÄMER
Η ΝΟΗΣΕΩΣ ΝΟΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Ι. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ (2η συνέχεια)
Στο πνεύμα του Γκρούμαχ (Grumach)4, και πολύ πιο πέρα από αυτόν, ο Κλάους Όλερ (Klaus Oehler) ανέλυσε στη συνέχεια σε διάφορα έργα τη διαρκή στροφή του θεού προς τον εαυτό του και την αυτοαναφορικότητα της θείας θεωρίας5· ταυτόχρονα, ο Όλερ τα ενέταξε στο πλαίσιο ολόκληρου του αριστοτελικού συστήματος και από αυτή την οπτική, ο υπερβατικός θεός προέκυψε ως η ανώτατη μορφή της αναφοράς της ζωής στον εαυτό της (η υψηλότερη μορφή αυτοαναφορικότητας της ζωής)6· επιπλέον, ο Όλερ τα διέκρινε από τη σύγχρονη ή καρτεσιανή υποκειμενικότητα, στο μέτρο που ο Αριστοτέλης –όπως και όλοι οι αρχαίοι στο σύνολό τους– συλλαμβάνει ακόμη και τη σκέψη περί του εαυτού από την οπτική του αντικειμένου και όχι –όπως οι νεότεροι– ως συγκροτούσα το αντικείμενο.
Δεν μπορεί κανείς να ανέβει πιο πάνω από τις λεπτές αναλύσεις του Oehler. Παρ’ όλα αυτά, επιβάλλεται το ερώτημα αν, μέσα από μια πιο ακριβή ανάγνωση των κειμένων, είναι δυνατό να ανοιχτούν ευρύτερες προοπτικές, ικανές να αποσαφηνίσουν την αυτο-αναφορά της θεϊκής σκέψης. Αυτό καθίσταται τόσο πιο προφανές, όσο η τυπική λύση που πρότειναν οι Grumach και Oehler — η οποία επιχειρηματολογεί διακόπτοντας την αποδεικτική αναδρομή* — έχει μάλιστα χαρακτηριστεί απορητική και δεν ικανοποίησε ιδιαίτερα ούτε τους ίδιους τους υποστηρικτές της. Το ίδιο ισχύει για την αντίληψη που προέκυψε σχετικά με αυτό, σύμφωνα με την οποία ο Αριστοτέλης διέθετε εδώ, στο υψηλότερο σημείο της φιλοσοφίας του, απρόσιτες δυναμικότητες νοήματος, οι οποίες μόνο με τη σύγχρονη φιλοσοφία εμπλουτίστηκαν με σημασίες ικανές να υποστηρίξουν τη φιλοσοφική τους βαρύτητα. Αν, από την άλλη πλευρά, προσπαθήσει κανείς να εξοικειωθεί με αυτό που ο ίδιος ο Αριστοτέλης προσπαθεί να πει, ακολουθώντας ακριβείς ενδείξεις του κειμένου και εξάγοντας τις επακόλουθες συνέπειες, τότε πρέπει να διευκρινιστεί από μεθοδολογική σκοπιά ότι προχωρούμε πέρα από αυτό που λέγεται ρητά, και επομένως δεν μπορεί να ανατρέξει σε αδιαμφισβήτητες δηλώσεις (δεν μπορεί κανείς να επικαλεστεί μονοσήμαντες διατυπώσεις). Εξάλλου, η αποκάλυψη πραγμάτων που είναι υπονοούμενα και δεν βρίσκονται εξαρχής μπροστά στα μάτια μας, αποτελεί χαρακτηριστικό σχεδόν κάθε φιλολογικής και ιστορικής ερμηνείας· διαφορετικά δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για ερμηνεία.
Όσον αφορά το κείμενο του βιβλίου Λ, αυτός ο τρόπος προσέγγισης είναι ιδιαίτερα κατάλληλος, καθώς έχει υποψιαστεί — όχι αβάσιμα — ότι ο Αριστοτέλης έχει εκφραστεί αναλυτικά για τη θεολογία του στα νεανικά του γραπτά, για παράδειγμα στον διάλογο «Περί φιλοσοφίας», και επιπλέον, στην πραγματεία που έχει φτάσει σε εμάς ως βιβλίο Λ, έχει κρατήσει πολλά για προφορική εξήγηση. Επιπλέον, ακόμη και με τον κίνδυνο ενός τελικού non liquet** (αδυναμίας καθαρής απόφασης) και του να μην είναι κανείς ικανός να προβεί σε τελική επιλογή, είναι σκόπιμο να επεκταθεί το φάσμα των πιθανών λύσεων όσο περισσότερο γίνεται, και να παραμείνουν στη συζήτηση όλες οι ερμηνείες που δεν μπορούν να αποκλειστούν με κάποια πειστικότητα. Αυτό εμποδίζει να καθιερωθεί μια συγκεκριμένη εξήγηση ως η μόνη δυνατή και να μετατραπεί σε δόγμα.
Σημειώσεις
4. Βλ. E. GRUMACH, Physis und Agathon in der alten Stoa (Φύσις και αγαθόν στην αρχαία στοά), Βερολίνο 1966, σελ. 53 κ.ε.
5. K. OEHLER, Die Lehre vom noetischen und dianoetischen Denken bei Platon und Aristoteles (Η διδασκαλία της νοητικής και της διανοητικής σκέψης στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη), Μόναχο 1962 («Zetemata=Ζητήματα», 29), Αμβούργο 1985, σελ. 186 κ.ε.· βλ. επίσης, του ιδίου, τη συλλογή δοκιμίων σχετικών με το θέμα: Der Unbewegte Beweger des Aristoteles=Το Κινούν Ακίνητο του Αριστοτέλη, Φρανκφούρτη 1984 (Philosophische Abhandlungen, τόμ. 2).
6. Την ίδια θέση υποστηρίζει πλέον και ο A. KOSMAN, Divine Being and Divine Thinking in “Metaphysics” Lambda (Θεϊκό Είναι και Θεϊκή Νόηση στη «Μεταφυσική» του βιβλίου Λάμδα), «Proceedings of the Boston Area Colloquium in Ancient Philosophy», τόμ. III, επιμ. J.J. CLEARY, Βοστώνη 1987, σελ. 183 κ.ε.
7. Βλ. W. Jaeger, Aristoteles, Βερολίνο 1955, μετάφρ. από τον G. Calogero: Αριστοτέλης, Φλωρεντία 1935 (πολλαπλές εκδόσεις), σσ. 222· 300: «μια σύντομη περίληψη», «όχι πολύ παραπάνω από μια σύνοψη»· 470: «κάθε εξήγηση προφανώς διατηρείται για την προφορική παρουσίαση»· O. Gigon, Aristoteles, Vom Himmel, Ζυρίχη 1950, σ. 21: «μια περίληψη», «…συνοπτική…, γιατί είχε ήδη ασχοληθεί εκτενώς με το ίδιο αντικείμενο στα δημοσιευμένα του γραπτά». Παρόμοιες παρατηρήσεις βρίσκονται ήδη στους Brandis, Schwegler, von Arnim, και αργότερα στους Owens, Allan, Theiler, Patzig και άλλους. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, στον ιστορικό της φιλοσοφίας δεν απομένει άλλη επιλογή — αν δεν θέλει να σχηματίσει εσφαλμένη εικόνα της αριστοτελικής θεολογίας — από το να ανακτήσει ερμηνευτικά τη θεώρηση της υπερβατικής θεϊκής σφαίρας, την οποία η παρουσίαση του βιβλίου Λ παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο.
* [ChatGPT: Ο όρος "regresso dimostrativo" στα ιταλικά σημαίνει "αποδεικτική αναγωγή" ή "αποδεικτική αναδρομή" και αναφέρεται σε μια λογική διαδικασία ή μέθοδο επιχειρηματολογίας, όπου προσπαθεί κανείς να αποδείξει κάτι ανατρέχοντας βήμα προς βήμα σε προγενέστερες αρχές ή αιτίες. Στην φιλοσοφία, και ιδιαίτερα στην αριστοτελική σκέψη, πρόκειται για μια αναδρομή προς τις πρώτες αρχές (principia), δηλαδή μια απόπειρα να βρει κανείς την απόλυτη αιτία ή θεμέλιο κάθε συλλογισμού ή γνώσης, φτάνοντας σε κάτι αυτονόητο ή μη αποδεικτέο.
Το πρόβλημα που ανακύπτει συχνά με αυτήν τη διαδικασία είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε άπειρη αναδρομή (infinite regress), δηλαδή να μην μπορεί να σταματήσει ποτέ σε ένα τελικό σημείο που να είναι απόλυτα θεμελιωμένο — και αυτό είναι το «απορητικό» σημείο που αναφέρει το κείμενο: η λύση που διακόπτει αυτήν την αναδρομή, όπως πρότειναν οι Grumach και Oehler, φαίνεται να αφήνει άλυτα ή προβληματικά τα ερωτήματα που θέτει η ίδια η θεϊκή σκέψη.
Ο όρος "regresso dimostrativo", δηλαδή η αποδεικτική αναδρομή, συνδέεται άμεσα με τις συλλογιστικές δομές που αναλύει ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά Ύστερα (Analytica Posteriora), το δεύτερο βιβλίο του Οργάνου. Εκεί, ο Αριστοτέλης περιγράφει τη διαδικασία της επιστημονικής γνώσης ως μια πορεία από τα φαινόμενα προς τις αιτίες και τις πρώτες αρχές. Σύμφωνα με τον ίδιο, η επιστήμη επιτυγχάνεται όταν γνωρίζουμε το διότι (τὸ διότι), δηλαδή την αιτία ενός πράγματος, μέσω αποδείξεων που στηρίζονται σε προϋποθέσεις.
Όμως, τίθεται το εξής φιλοσοφικό πρόβλημα: Μπορούμε να συνεχίζουμε επ’ άπειρον αυτή την αλυσίδα αποδείξεων; Δηλαδή, για να αποδείξω το Α χρειάζομαι το Β, για το Β το Γ κ.ο.κ. — και αν αυτή η πορεία δεν τελειώνει ποτέ, τότε καμία γνώση δεν είναι πραγματικά θεμελιωμένη. Αυτό το ατέρμονο συνεχές είναι ακριβώς ο regresso dimostrativo.
Ο Αριστοτέλης απορρίπτει αυτή την άπειρη αναδρομή, υποστηρίζοντας ότι η αποδεικτική διαδικασία πρέπει να σταματά σε πρώτες, αυτονόητες αρχές (ἀρχαί), που δεν αποδεικνύονται, αλλά είναι αυταπόδεικτες ή γνωστές καθ’ εαυτές (per se nota). Αυτές είναι τα θεμέλια της επιστήμης — αν δεν τις δεχτούμε, τότε η γνώση καταρρέει. Άρα, το regresso dimostrativo είναι μια κρίσιμη έννοια στη φιλοσοφία της γνώσης, και η απόρριψή του από τον Αριστοτέλη δείχνει τη σημασία του για την οικοδόμηση της επιστημονικής μεθόδου του].
** [Το non liquet είναι λατινική έκφραση που σημαίνει κυριολεκτικά «δεν είναι σαφές» ή «δεν είναι καθαρό». Σημασία και χρήση:
Στο νομικό πλαίσιο (αρχαία Ρώμη):
Το non liquet χρησιμοποιούνταν όταν οι δικαστές δεν μπορούσαν να βγάλουν σαφή ετυμηγορία επειδή τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή ή η υπόθεση δεν ήταν ξεκάθαρη. Δηλαδή, ήταν σαν να λένε: «δεν μπορούμε να αποφασίσουμε, γιατί δεν είναι ξεκάθαρο».
Στη φιλοσοφία και θεωρία ερμηνείας:
Σήμερα, ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει μια κατάσταση αβεβαιότητας ή αναποφασιστικότητας, κυρίως όταν δεν μπορεί να δοθεί μια τελική, καθαρή ερμηνεία ή όταν οι πληροφορίες δεν επαρκούν για μια σαφή κρίση].
Οι ιδέες του Αριστοτέλη στον τομέα της θεολογίας, όπως και στους περισσότερους άλλους τομείς, δεν έχουν μονοσήμαντο χαρακτήρα. Ήδη από την έναρξη της μελέτης του έργου του, και ιδιαίτερα της βασικής του ορολογίας, βρισκόμαστε προ εκπλήξεων. Όπως έχει παρατηρήσει και ο W. Jaeger, ο Αριστοτέλης ενώ θα θεωρούσε τιμή του την αναγνώριση του γεγονότος ότι επιδόθηκε στην μελέτη της «θεολογίας», θα ηρνείτο ασφαλώς την ιδιότητα του «θεολόγου». Διότι η θεολογική επιστήμη ήταν γι’ αυτόν η πρώτη φιλοσοφία, η ενδοξότερη μεταξύ των πλέον ένδοξων επιστημών, αυτή που κατείχε το πολυτιμότερο αντικείμενο, δηλαδή το αιώνιο, ακίνητο και χωριστό όν, τόπο κατ’ εξοχήν του θείου· είναι μια διπλά θεία επιστήμη, διότι αφ’ ενός έχει ως αντικείμενό της τον Θεό και αφ’ ετέρου είναι αυτή που ο ίδιος ο Θεός κατέχει σε ύψιστο επίπεδο.
Η κατεξοχήν φιλοσοφική θεολογία του Αριστοτέλη1, όπως παρουσιάζεται με τον πιο σαφή τρόπο στη Μεταφυσική, Λ, 7-9, εντάσσεται, σε ευρύτερη έννοια, στη μεταγενέστερη σειρά των προσωκρατικών θεολογημάτων περί του Νου – όπως, για παράδειγμα, εκείνα του Ξενοφάνη και του Αναξαγόρα, τον οποίο ο Αριστοτέλης στο Λ, 10 αποκαλεί ρητώς πρόδρομό του. Με πιο αυστηρή έννοια, η φιλοσοφική θεολογία του Αριστοτέλη ενσωματώνει τη μεταγενέστερη σειρά των πλατωνικών δογμάτων περί του υπερβατικού Νου-Δημιουργού, στη μορφή που απαντώνται αρχικά στον Τίμαιο του Πλάτωνα, και κατόπιν στην ακαδημαϊκή ερμηνεία του Τίμαιου από τον Σπεύσιππο και κυρίως από τον Ξενοκράτη. Στην Ακαδημία, ωστόσο, η κοσμογονία επανερμηνεύτηκε ως διδακτικό φαινόμενο και συνεπώς η κοσμοποιητική αξιοπρέπεια του Δημιουργού ουσιαστικά αποστερήθηκε από τη βάση της.
Η αριστοτελική θεολογία αντλεί από αυτό τα δέοντα συμπεράσματα, απελευθερώνοντας τον υπερβατικό θεό ώστε να μπορεί να αφιερωθεί στην καθαρή θεωρία. (Αυτό άλλωστε αποτελεί εσωτερική διόρθωση του πλατωνισμού, διότι ακόμη και στον Πλάτωνα ο φιλοσοφικός βίος τοποθετείται υπεράνω εκείνου που ασκεί την τέχνη). Αυτή η απομάκρυνση του θεού από τον κόσμο κατά ένα δεϊστικό τρόπο, και η συνεπαγόμενη στροφή του θεού προς τον εαυτό του, καθορίζουν επιπλέον τη θέση του προβλήματος στο Λ, 9, και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την κατανόηση του κειμένου.
ΑΠΟΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΕΞΗΓΗΣΕΩΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΟΥΜΕ ΚΑΘΑΡΩΤΕΡΑ ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΤΟΣΟ ΑΓΑΠΗΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου