HANS KRÄMER*
Η ΝΟΗΣΕΩΣ ΝΟΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ**
Ι. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Η κατεξοχήν φιλοσοφική θεολογία του Αριστοτέλη1, όπως παρουσιάζεται με τον πιο σαφή τρόπο στη Μεταφυσική, Λ, 7-9, εντάσσεται, σε ευρύτερη έννοια, στη μεταγενέστερη σειρά των προσωκρατικών θεολογημάτων περί του Νου – όπως, για παράδειγμα, εκείνα του Ξενοφάνη και του Αναξαγόρα, τον οποίο ο Αριστοτέλης στο Λ, 10 αποκαλεί ρητώς πρόδρομό του. Με πιο αυστηρή έννοια, η φιλοσοφική θεολογία του Αριστοτέλη ενσωματώνει τη μεταγενέστερη σειρά των πλατωνικών δογμάτων περί του υπερβατικού Νου-Δημιουργού, στη μορφή που απαντώνται αρχικά στον Τίμαιο του Πλάτωνα, και κατόπιν στην ακαδημαϊκή ερμηνεία του Τίμαιου από τον Σπεύσιππο και κυρίως από τον Ξενοκράτη. Στην Ακαδημία, ωστόσο, η κοσμογονία επανερμηνεύτηκε ως διδακτικό φαινόμενο και συνεπώς η κοσμοποιητική αξιοπρέπεια του Δημιουργού ουσιαστικά αποστερήθηκε από τη βάση της.
Η αριστοτελική θεολογία αντλεί από αυτό τα δέοντα συμπεράσματα, απελευθερώνοντας τον υπερβατικό θεό ώστε να μπορεί να αφιερωθεί στην καθαρή θεωρία. (Αυτό άλλωστε αποτελεί εσωτερική διόρθωση του πλατωνισμού, διότι ακόμη και στον Πλάτωνα ο φιλοσοφικός βίος τοποθετείται υπεράνω εκείνου που ασκεί την τέχνη). Αυτή η απομάκρυνση του θεού από τον κόσμο κατά ένα δεϊστικό τρόπο, και η συνεπαγόμενη στροφή του θεού προς τον εαυτό του, καθορίζουν επιπλέον τη θέση του προβλήματος στο Λ, 9, και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την κατανόηση του κειμένου.
Αν και ο αριστοτελικός θεός, μέσω της παθητικής λειτουργίας του ως κινητήριου αιτίου, διατηρεί έναν έμμεσο ρόλο ως διαμορφωτής του κόσμου, η μεταγενέστερη ερμηνεία δεν αρκέστηκε σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά υπό την επιρροή της στωικής, χριστιανικής ή ισλαμικής θεολογίας, πρότεινε θεϊστικές διορθώσεις, οι οποίες μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως επαναπλατωνισμός του αριστοτελικού δεϊσμού. Ένας τέτοιος δημιουργιστικός ή προνοιακός θεϊσμός, ωστόσο, αντιβαίνει στο περιεχόμενο του Λ, 9, παρότι άλλα χωρία, όπως το Α, 2, μπορεί να δημιουργούν εντύπωση αμφισημίας2. Η θωμιστική ερμηνεία, με μακρά επιρροή, η οποία υποστηρίχθηκε ακόμη και στον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα από τους Τρεντελένμπουργκ, Μπρεντάνο, Ρόλφες ή Μαριτέν (Trendelenburg, Brentano, Rolfes ή Maritain), και η σύλληψη του θεού που προκύπτει εξ αυτής, σύμφωνα με την οποία ο θεός νοεί τον εαυτό του εμμέσως και ως αρχή του κόσμου, και άρα σκέφτεται ταυτοχρόνως και τον κόσμο ή τουλάχιστον τις μορφές του, μπορεί πλέον να θεωρείται ανίσχυρη (ατελέσφορη), λόγω των διευκρινίσεων που προέκυψαν από τη χρήση της ιστορικής μεθόδου, όπως διαφαίνεται, για παράδειγμα, στα έργα των Τσέλερ, Έλσερ, Ρος, Γκρούμαχ, Όλερ και Όουενς (Zeller, Elser, Ross, Grumach, Oehler και Owens)3.
Στο πνεύμα του Γκρούμαχ (Grumach)4, και πολύ πιο πέρα από αυτόν, ο Κλάους Όλερ (Klaus Oehler) ανέλυσε στη συνέχεια σε διάφορα έργα τη διαρκή στροφή του θεού προς τον εαυτό του και την αυτοαναφορικότητα της θείας θεωρίας5· ταυτόχρονα, ο Όλερ τα ενέταξε στο πλαίσιο ολόκληρου του αριστοτελικού συστήματος και από αυτή την οπτική, ο υπερβατικός θεός προέκυψε ως η ανώτατη μορφή της αναφοράς της ζωής στον εαυτό της (η υψηλότερη μορφή αυτοαναφορικότητας της ζωής)6· επιπλέον, ο Όλερ τα διέκρινε από τη σύγχρονη ή καρτεσιανή υποκειμενικότητα, στο μέτρο που ο Αριστοτέλης –όπως και όλοι οι αρχαίοι στο σύνολό τους– συλλαμβάνει ακόμη και τη σκέψη περί του εαυτού από την οπτική του αντικειμένου και όχι –όπως οι νεότεροι– ως συγκροτούσα το αντικείμενο.
*Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης.
** Ιταλική μετάφραση της Ελισάβετ Καττάνεϊ, Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Σημειώσεις
1. Βλ. τα εξής έργα του συγγραφέα για το εν λόγω θέμα: Der Ursprung der Geistmetaphysik (Η προέλευση της πνευματικής μεταφυσικής), Άμστερνταμ 1964, 1967, κεφάλαιο II: Struktur und geschichtliche Stellung der aristotelischen Nous-Metaphysik (Δομή και ιστορική θέση της αριστοτελικής μεταφυσικής του νου), σελ. 127-191· Zur geschichtlichen Stellung der aristotelischen Metaphysik, § I: Zur aristotelischen Theologie (Για την ιστορική θέση της αριστοτελικής μεταφυσικής, § I: Για την αριστοτελική θεολογία), «Kant Studien», 58, 1967, σελ. 313-337· Grundfragen der aristotelischen Theologie (Βασικά ζητήματα της αριστοτελικής θεολογίας), «Theologie und Philosophie», 44, 1969, σελ. 363-382 (Die noesis noeseos bei Aristoteles), σελ. 481-505 (“Ξενοκράτης” und die Ideen im Geiste Gottes= Ξενοκράτης και οι ιδέες στο νου του Θεού)· Das Verhältnis von Platon und Aristoteles in neuer Sicht (Η σχέση μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη σε μια νέα προοπτική), «Zeitschrift für philosophische Forschung=Περιοδικό φιλοσοφικής έρευνας», 26, 1972, σελ. 329-353, ιδίως σελ. 335 κ.ε.· λήμμα: Noesis noeseos, στο: Historisches Wörterbuch der Philosophie, επιμ. J. RITTER και K. GRÜNDER, τόμ. VI, Βασιλεία-Στουτγκάρδη 1984, σελ. 871-873. Βλ. την περιγραφή της κατάστασης της έρευνας από τον H. Flashar στη νέα έκδοση του UEBERWEGS Grundriß der Geschichte der Philosophie (Περίγραμμα της ιστορίας της φιλοσοφίας), Τμήμα: Η φιλοσοφία της Αρχαιότητας, τόμ. 3: Παλαιά Ακαδημία–Αριστοτέλης–Περιπατητική Σχολή, Βασιλεία-Στουτγκάρδη 1983, σελ. 379. Στη συνέχεια έγινε επίσης χρήση ανέκδοτου υλικού από τις διαλέξεις και τα σεμινάριά μου για τη Μεταφυσική του Αριστοτέλη (εαρινό εξάμηνο 1974 και 1985).
2. Ενδείκνυται να εξηγείται το Α, 2 μέσω του Λ, 9, και όχι το αντίστροφο.
3. Η ρήση του Αριστοτέλη «επειδή η νόηση δεν μπορεί να νοεί τίποτε άλλο, νοεί τον εαυτό της» αποκλείει την αντίθετη θέση, δηλαδή ότι «η νόηση που νοεί τον εαυτό της, νοεί συγχρόνως σιωπηρά τα πάντα», καθώς έτσι θα αναιρούνταν και θα καταλυόταν η αρχική προκείμενη (προϋπόθεση). Για την ενασχόληση των θεών με τον εαυτό τους, ακόμη και στη ζωγραφική τέχνη του τέταρτου αιώνα, βλ. G. RODENWALDT, Θεοὶ ῥεῖα ζώντες, «Abhandlungen der Preussischen Akademie der Wissenschaft=Δοκίμια της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών», 1943, 13, Βερολίνο 1944 (με αναφορά, μεταξύ άλλων, και στους θεούς του Επίκουρου). Για τις πιο πρόσφατες προσπάθειες αναβίωσης αυτής της θέσης περί συνεπαγωγής, βλ. παρακάτω τις σημειώσεις 15 και 25.
4. Βλ. E. GRUMACH, Physis und Agathon in der alten Stoa (Φύσις και αγαθόν στην αρχαία στοά), Βερολίνο 1966, σελ. 53 κ.ε.
5. K. OEHLER, Die Lehre vom noetischen und dianoetischen Denken bei Platon und Aristoteles (Η διδασκαλία της νοητικής και της διανοητικής σκέψης στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη), Μόναχο 1962 («Zetemata=Ζητήματα», 29), Αμβούργο 1985, σελ. 186 κ.ε.· βλ. επίσης, του ιδίου, τη συλλογή δοκιμίων σχετικών με το θέμα: Der Unbewegte Beweger des Aristoteles=Το Κινούν Ακίνητο του Αριστοτέλη, Φρανκφούρτη 1984 (Philosophische Abhandlungen, τόμ. 2).
6. Την ίδια θέση υποστηρίζει πλέον και ο A. KOSMAN, Divine Being and Divine Thinking in “Metaphysics” Lambda (Θεϊκό Είναι και Θεϊκή Νόηση στη «Μεταφυσική» του βιβλίου Λάμδα), «Proceedings of the Boston Area Colloquium in Ancient Philosophy», τόμ. III, επιμ. J.J. CLEARY, Βοστώνη 1987, σελ. 183 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου