Ο Πάπας Φραγκίσκος χαρακτήρισε παλαιότερα τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλας ως «τον καλύτερο εν ζωή Χριστιανό Θεολόγο» (https://zizioulas.org/)
Ο Πάπας Φραγκίσκος προλόγισε το βιβλίο, με τίτλο: «Υπενθυμίζοντας το μέλλον: Προς μια Εσχατολογική Οντολογία» του αείμνηστου Μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Περγάμου Ιωάννη (1931-2023).
«Τον Ιωάννη Ζηζιούλα», γράφει ο Πάπας, «τον πρωτογνώρισα το 2013, όταν καλωσόρισα την Αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που ήρθε στη Ρώμη για την εορτή των Αγίων Πέτρου και Παύλου». «Ήταν, σημειώνει, «μια συνάντηση που επιβεβαίωσε για μένα την πεποίθηση για το πόσα έχουμε ακόμη να μάθουμε από τους Ορθοδόξους αδελφούς και αδελφές μας σχετικά με την επισκοπική συλλογικότητα και την παράδοση της συνοδικότητας».
Και ο Πάπας Φραγκίσκος επισημαίνει: «Το έσχατον χτυπά την πόρτα της καθημερινότητάς μας, αναζητά τη συνεργασία μας, λύνει τις αλυσίδες, ελευθερώνει τη μετάβαση σε μια καλή ζωή. Και είναι στο επίκεντρο του ευχαριστιακού κανόνα ότι για τον Ζηζιούλα η Εκκλησία «θυμάται το μέλλον», συμπληρώνοντας, όπως κάνει στα κεφάλαια αυτού του βιβλίου μια δοξολογία σε «Αυτόν που έρχεται».
Ακολουθεί αυτούσιος ο πρόλογος του Πάπα στην αγγλική γλώσσα, όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα vaticannews.va, αλλά και στην σχετική έκδοση:To hold this book by John Zizioulas, Metropolitan of Pergamon, in my hands is for me still to clasp his hands in the friendship that bound us together. A posthumous book, as the title tells us, it comes to me as a sign springing from a past that has been liberated in the Future of God.
I first met John Zizioulas in 2013 when I welcomed the Delegation of the Ecumenical Patriarchate of Constantinople that came to Rome for the Feast of Saints Peter and Paul. It was a meeting that confirmed for me the conviction of how much we still have to learn from our Orthodox brothers and sisters with regard to episcopal collegiality and the tradition of synodicality.
In our conversations during successive meetings, he often brought up the topic of an eschatological theology that for years he had been hoping to turn into a book. When we prayed and reflected on the unity of Christians, he communicated his realism to me: this would only be achieved at the end of the ages. But in the meantime, we had the duty to do everything possible, spes contra spem, to continue to search for it together. The fact that it would be achieved only at the end should not feed complacency or find us idle: we had to believe that the Future was already in operation, “the cause of all being.” A Future that comes toward history, that does not emerge from history. Not simply the end of the journey, but a companion in our life that is capable of “coloring” it with the colors of the Resurrection and with the voice of the Spirit that would have “remembered new things.” He avoided the danger of our having our gaze fixed on a past able to make us prisoners, prisoners above all of old errors, of failed attempts, through accumulating negative junk, through encouraging the implanting of mistrust. We all suffer the negativity of looking backwards, and the sincere search for the unity of all Christians suffers from this in a particular way. The value of our traditions is to open up the path, and if instead they close it, if they hold us back, that means that we are mistaken in the way we interpret them, prisoners of our fear, attached to our sense of security, with the risk of transforming faith into ideology and mummifying the truth that in Christ is always life and way (John 14:6), path of peace, bread of communion, source of unity.
The eschaton knocks at the door of our daily life, seeks our collaboration, loosens the chains, liberates the transition to a good life. And it is at the heart of the eucharistic canon that for Zizioulas the Church “remembers the future,” completing as he does in the chapters of this book a doxology to “Him who comes,” a theology that he has written on his knees, in expectation.
I want to awake the dawn (Psalm 108:2). The psalm’s verse calls on all the instruments and voices of humanity to cry out our need for God’s Future. Let us awake the dawn within ourselves, let us awake hope. Indeed, “the substance of things hoped for” (Heb 11:1), the gesture that constitutes Christianity, is to give a sign, a tangible and daily sign, a humble and disarmed sign, of “Him who is and who was and who is to come” (Rev 1:8)”.
Μετάφραση: Το να κρατώ αυτό το βιβλίο του Ιωάννη Ζηζιούλα, Μητροπολίτη Περγάμου, στα χέρια μου είναι για μένα σαν να σφίγγω ακόμη τα δικά του χέρια στη φιλία που μας συνέδεε. Ένα μεταθανάτιο βιβλίο, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, μου έρχεται ως ένα σημάδι που αναβλύζει από ένα παρελθόν το οποίο έχει ελευθερωθεί στο Μέλλον του Θεού.
Γνώρισα για πρώτη φορά τον Ιωάννη Ζηζιούλα το 2013, όταν υποδέχτηκα την Αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που ήρθε στη Ρώμη για τη γιορτή των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ήταν μια συνάντηση που επιβεβαίωσε για μένα τη βαθιά πεποίθηση πόσα ακόμη έχουμε να μάθουμε από τους Ορθοδόξους αδελφούς και αδελφές μας αναφορικά με την επισκοπική συλλογικότητα και την παράδοση της συνοδικότητας.
Στις συζητήσεις μας κατά τις επόμενες συναντήσεις, έφερνε συχνά στο προσκήνιο το θέμα της εσχατολογικής θεολογίας που για χρόνια επιθυμούσε να μετατρέψει σε βιβλίο. Όταν προσευχόμασταν και στοχαζόμασταν για την ενότητα των Χριστιανών, μου μετέδιδε τον ρεαλισμό του: αυτή η ενότητα θα επιτευχθεί μόνο στο τέλος των αιώνων. Αλλά στο μεταξύ, είχαμε το καθήκον να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν, spes contra spem, να συνεχίσουμε να την αναζητούμε μαζί. Το γεγονός ότι θα επιτευχθεί μόνο στο τέλος δεν πρέπει να θρέψει τον εφησυχασμό ούτε να μας αφήσει αδρανείς: πρέπει να πιστέψουμε ότι το Μέλλον είναι ήδη ενεργό, «η αιτία κάθε ύπαρξης». Ένα Μέλλον που έρχεται προς την ιστορία, που δεν αναδύεται από την ιστορία. Όχι απλώς το τέλος της πορείας, αλλά συνοδοιπόρος στη ζωή μας, ικανός να τη «χρωματίσει» με τα χρώματα της Ανάστασης και με τη φωνή του Πνεύματος που θα «θυμόταν νέα πράγματα». Απέφευγε τον κίνδυνο να έχουμε το βλέμμα μας καρφωμένο σε ένα παρελθόν που μπορεί να μας κάνει αιχμαλώτους, αιχμαλώτους κυρίως παλαιών λαθών, αποτυχημένων προσπαθειών, μέσα από τη συσσώρευση αρνητικού φορτίου, μέσα από την καλλιέργεια της καχυποψίας. Όλοι υποφέρουμε από τη ματαιότητα του να κοιτάμε πίσω, και η ειλικρινής αναζήτηση της ενότητας όλων των Χριστιανών υποφέρει ιδιαιτέρως από αυτό. Η αξία των παραδόσεών μας είναι να ανοίγουν τον δρόμο, και αν αντίθετα τον κλείνουν, αν μας κρατούν πίσω, αυτό σημαίνει ότι σφάλλουμε στον τρόπο που τις ερμηνεύουμε, αιχμάλωτοι του φόβου μας, δεμένοι με την αίσθηση της ασφάλειας, με τον κίνδυνο να μετατρέψουμε την πίστη σε ιδεολογία και να μουμιοποιήσουμε την αλήθεια που στον Χριστό είναι πάντα ζωή και οδός (Ιωάννης 14:6), δρόμος ειρήνης, άρτος κοινωνίας, πηγή ενότητας.
Το έσχατον χτυπά την πόρτα της καθημερινότητάς μας, ζητά τη συνεργασία μας, λύνει τα δεσμά, απελευθερώνει τη μετάβαση σε έναν καλό βίο. Και βρίσκεται στην καρδιά του ευχαριστιακού κανόνα, όπου για τον Ζηζιούλα η Εκκλησία «θυμάται το μέλλον», ολοκληρώνοντας όπως κάνει στα κεφάλαια αυτού του βιβλίου μια δοξολογία προς «Αυτόν που έρχεται», μια θεολογία γραμμένη στα γόνατα, σε προσδοκία (μια θεολογία που έγραψε γονατιστός, εν αναμονή.).
Θέλω να ξυπνήσω την αυγή (Ψαλμός 108:2). Ο στίχος του ψαλμού καλεί όλα τα όργανα και τις φωνές της ανθρωπότητας να φωνάξουν την ανάγκη μας για το Μέλλον του Θεού. Ας ξυπνήσουμε την αυγή μέσα μας, ας ξυπνήσουμε την ελπίδα. Πράγματι, «η υπόσταση των ελπιζομένων (πραγμάτων)» (Εβρ. 11:1), η χειρονομία που συγκροτεί τον Χριστιανισμό, είναι να δώσουμε ένα σημάδι, ένα απτό και καθημερινό σημάδι, ένα ταπεινό και άοπλο σημάδι, «Αυτού που είναι, που ήταν και που πρόκειται να έρθει» (Αποκ. 1:8).
ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΜΠΕΡΓΚΟΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου