Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού στη κλασική φιλοσοφία Μάθημα 8

Συνέχεια από: Tρίτη 12 Αυγούστου 2025

 

Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού στη κλασική φιλοσοφία Μάθημα 8

Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=sWUsIvj-hv4&list=PL9K0fytNF28OMDvMNXN4-stjFU07Twl6s&index=30


Πρέπει να αναμετρηθούμε με τον Χέγκελ, Georg Wilhelm Friedrich Hegel, τον μέγιστο εκπρόσωπο του γερμανικού ιδεαλισμού, διότι ο Χέγκελ αφιέρωσε πολλή προσοχή στις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού. Σε πολλά έργα του, στη Λογική, στην Εγκυκλοπαίδεια, μιλά συνεχώς για τις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού και, μάλιστα, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου διετέλεσε και πρύτανης, και όπου συνέρρεαν άνθρωποι από όλον τον κόσμο για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του, αφιέρωσε ολόκληρο κύκλο μαθημάτων ειδικά στις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού. Αυτός ο κύκλος έχει μεταφραστεί και στα ιταλικά στις εκδόσεις La Terza, Hegel, Μαθήματα για τις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού.

Για να καταλάβουμε, λοιπόν, τον Χέγκελ, θα σας πω εξαρχής ότι ασκεί κριτική στις κριτικές που ο Καντ έκανε στις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού. Και έτσι, κατά μία έννοια, τις «αποκαθιστά», τις επανεκτιμά, παρότι παρατηρεί ότι είναι διατυπωμένες λανθασμένα· δηλαδή χρειάζονται διόρθωση όχι ως προς την ουσία τους, αλλά ως προς τη μορφή τους, διότι έχουν μια υπερβολικά νοησιαρχική μορφή — βλέπουν τις έννοιες ως χωριστές τή μία από την άλλη, αντί να τις βλέπουν όλες μέσα στην αμοιβαία τους συνεμπλοκή, όπως οφείλει να κάνει ο Λόγος. Για να κατανοήσουμε όμως τη θέση του Χέγκελ, πρέπει να πω δυο λόγια γενικότερα για τον ιδεαλισμό του, διότι είπα ότι αποτελεί την ανώτατη έκφραση του ιδεαλισμού.

Καταρχάς, τι είναι ο ιδεαλισμός; Ο ιδεαλισμός είναι η φιλοσοφία που γεννήθηκε στη Γερμανία μετά τον Καντ και προήλθε ακριβώς από την κριτική που ο Καντ άσκησε στη μεταφυσική. Διότι, όταν ο Καντ λέει ότι η μεταφυσική δεν είναι επιστήμη, για τους λόγους που είπαμε προηγουμένως, δηλαδή επειδή δεν είναι φτιαγμένη όπως τα μαθηματικά και η φυσική, αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο της μεταφυσικής —δηλαδή η ψυχή, ο κόσμος και ο Θεός— δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί. Ο Καντ έλεγε ότι είναι απλώς «νοητό» και το αποκαλούσε, γι’ αυτό, «νοούμενο» (noumeno), γιατί στα ελληνικά «νοούμενο» σημαίνει «αυτό που νοείται». Δηλαδή, τι θα πει «νοητό αλλά όχι γνωρίσιμο»; Σημαίνει ότι ξέρουμε πως υπάρχει, ότι πρέπει να υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς είναι φτιαγμένο, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε, ούτε να πούμε τίποτα γι’ αυτό.

Παρεμπιπτόντως, ο λόγος για τον οποίο ο Καντ έλεγε ότι πρέπει να υπάρχει το νοούμενο, είναι επειδή, κατά τη γνώμη του, το νοούμενο ήταν η αιτία του φαινομένου, δηλαδή αυτού που μας εμφανίζεται στον κόσμο της εμπειρίας. Όμως, λέγοντας αυτό, ο Καντ χρησιμοποιούσε ο ίδιος την κατηγορία της αιτίας πέρα από την εμπειρία· δηλαδή διέπραττε το ίδιο σφάλμα για το οποίο κατηγορούσε την κοσμολογική απόδειξη.

Οι φιλόσοφοι που ήρθαν μετά, ο Φίχτε, ο Σέλλινγκ και ο Χέγκελ, είπαν: «Δεχόμαστε την κριτική του Καντ στη μεταφυσική· συμφωνούμε, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το πράγμα καθαυτό. Αλλά τότε, αν δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε, δεν υπάρχει για εμάς· για εμάς δεν υφίσταται». Γιατί ο Καντ λέει ότι υπάρχει; Επειδή είναι η αιτία του φαινομένου; Μα δεν πρέπει να χρησιμοποιεί την κατηγορία της αιτίας πέρα από την εμπειρία· άρα δεν υπάρχει.

Τότε, αν η πραγματικότητα καθαυτή δεν υπάρχει, τι απομένει; Τι υπάρχει; Υπάρχει η σκέψη μας· είναι ό,τι έχουμε εμπειρία. Δηλαδή, υπάρχει ο δικός μας κόσμος, και αυτός ο κόσμος, στην ουσία, τίθεται από τη σκέψη μας.

Αυτό το λέει ο Φίχτε: το Εγώ θέτει το μη-Εγώ — το μη-Εγώ είναι ό,τι άλλο υπάρχει, η φύση, αλλά το μη-Εγώ τίθεται από το Εγώ. Ο Χέγκελ θα πει ότι είναι η σκέψη που θέτει το Είναι. Στην αρχή υπάρχει αυτό που ο Χέγκελ αποκαλεί «Ιδέα», η Λογική καθαυτή, που θα ήταν ο Θεός πριν από τη δημιουργία του κόσμου.

Έπειτα, αυτή η λογική καθαυτή αντικειμενοποιείται, γίνεται αντικείμενο για τον εαυτό της και με αυτόν τον τρόπο δίνει τόπο στη φύση. Κατόπιν, αναγνωρίζει ότι η φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια, η οποία έχει καταστεί αντικείμενο του εαυτού της, και έτσι επιστρέφει στον εαυτό της, θεωρεί τη φύση ως μια στιγμή της δικής της ανάπτυξης και μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται πνεύμα. Έτσι, ιδέα, φύση και πνεύμα είναι οι τρεις μεγάλες στιγμές μιας και μόνης διαδικασίας, της οποίας πρωταγωνιστής είναι η λογική, ο λόγος, δηλαδή η σκέψη.

Σε αυτό το σημείο γεννιέται αυθόρμητα το ερώτημα: Μα για ποια σκέψη πρόκειται; Για ανθρώπινη σκέψη, δηλαδή τη σκέψη του καθενός από εμάς, ή για θεία σκέψη, ή για απόλυτη σκέψη; Για τον Χέγκελ, αυτό το ερώτημα δεν έχει πολύ νόημα, γιατί η σκέψη είναι σκέψη· δεν είναι ούτε δική μου ούτε δική σου· είναι η σκέψη. Η μία και καθολική σκέψη. Και αυτή η σκέψη είναι το Είναι, δηλαδή δεν υπάρχει ένα Είναι έξω από τη σκέψη· δεν υπάρχει ένα Είναι που να μην έχει τεθεί από τη σκέψη.

Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι πάνω σε αυτή τη βάση, μια απόδειξη όπως εκείνη του Αγίου Ανσέλμου, η λεγόμενη οντολογική απόδειξη, που αντλεί το Είναι του Θεού από την ιδέα, και που για τον Καντ ήταν μη έγκυρη, επειδή από την ιδέα εκατό τάλιρων δεν προκύπτουν εκατό τάλιρα, για τον Χέγκελ, αντίθετα, είναι μια απολύτως έγκυρη απόδειξη. Γιατί, ποιος καλύτερα από τη σκέψη μπορεί να αποφασίσει τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει; Εάν η σκέψη είναι η πηγή κάθε Είναι, εάν το Είναι δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Είναι που τίθεται από τη σκέψη, τότε το γεγονός ότι εμείς σκεφτόμαστε τον Θεό είναι η απόδειξη ότι ο Θεός υπάρχει.

Και επίσης, και οι άλλες αποδείξεις, κατά τον Χέγκελ, είναι έγκυρες, αν και λιγότερο έγκυρες από την οντολογική απόδειξη, ακριβώς επειδή δεν ξεκινούν από τη σκέψη αλλά από την εμπειρία. Και όταν ο Καντ τις κρίνει και λέει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε την κατηγορία της αιτίας για να πάμε πέρα από την εμπειρία, ότι η σκέψη δεν πρέπει να πάει πέρα από την εμπειρία, ο Χέγκελ λέει: «Πώς δεν πρέπει η σκέψη να πάει πέρα από την εμπειρία; Τότε τι σκέψη είναι; Η σκέψη πρέπει εκ φύσεως να πάει πέρα από την εμπειρία· η σκέψη είναι ακριβώς αυτό που υπερβαίνει την εμπειρία, αν είναι πραγματικά σκέψη. Αλλιώς δεν είναι σκέψη, αλλά αίσθηση, αντίληψη. Η σκέψη είναι σκέψη ακριβώς επειδή υπερβαίνει την εμπειρία και, συνεπώς, έχει πλήρες δικαίωμα να υπερβαίνει την εμπειρία».

Πρόκειται για τον Θεό της ανθρώπινης σκέψης· είναι ένας εμμενής Θεός· είναι η ίδια η ανθρώπινη σκέψη απολυτοποιημένη. Αυτή είναι η κριτική που θα κάνουν στον Χέγκελ οι μη ιδεαλιστές. Όμως ο Χέγκελ ήταν πεπεισμένος ότι η ιδεαλιστική του φιλοσοφία ήταν ένας ύμνος προς τον Θεό, ότι ήταν μια βαθύτατα χριστιανική φιλοσοφία, η μόνη αληθινά χριστιανική φιλοσοφία. Αν και ο Χέγκελ πίστευε ότι ο χριστιανισμός είναι η αληθινή θρησκεία, δηλαδή η θρησκεία που έχει ξεπεράσει όλες τις άλλες, θεωρούσε ότι η δική του φιλοσοφία, με τη σειρά της, είναι η υπέρβαση του χριστιανισμού· ότι ο χριστιανισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λαϊκή εκδοχή, κατάλληλη για τους μη φιλοσόφους, η μετάφραση σε λαϊκούς όρους της αληθινής φιλοσοφίας, που είναι η φιλοσοφία του Χέγκελ.

Γι’ αυτό δεν είναι εύκολο για τους χριστιανούς να αναγνωριστούν στη φιλοσοφία του Χέγκελ, γιατί πρόκειται για μια φιλοσοφία που αξιώνει να υπερβεί τον χριστιανισμό και να είναι πιο αληθινή από τον χριστιανισμό. Όμως, στον καιρό του Χέγκελ, όλα αυτά δεν ήταν ακόμη τόσο ξεκάθαρα. Ο Χέγκελ θεωρούσε τον εαυτό του βαθύτατα χριστιανό φιλόσοφο και πίστευε ότι η φιλοσοφία του αντιπροσώπευε τη γνησιότερη διατύπωση του χριστιανισμού.

Σε αυτό, ο ίδιος δεν έβλεπε κριτική προς τον χριστιανισμό· αντίθετα, έβλεπε μια υπηρεσία που η φιλοσοφία του πρόσφερε στον χριστιανισμό. Γι’ αυτό θεωρούσε ότι —και μάλιστα υπήρχε ένα ολόκληρο τμήμα των μαθητών του, η λεγόμενη δεξιά εγελιανή— πως ήταν χριστιανός φιλόσοφος και ότι η φιλοσοφία του είναι η αληθινή χριστιανική φιλοσοφία. Ένα άλλο τμήμα, η λεγόμενη αριστερά, έλεγε: «Όχι, η φιλοσοφία του Χέγκελ οδηγεί με συνέπεια στην άρνηση του χριστιανισμού». Και, επειδή και αυτοί ήταν εγελιανοί, ακόμη και εκείνοι της αριστεράς αρνήθηκαν τον χριστιανισμό για να είναι συνεπείς με τη φιλοσοφία του Χέγκελ.

Ο Χέγκελ είναι εξαιρετικός, γιατί καταφέρνει να μην απορρίπτει τίποτε· δεν αφήνει τίποτε έξω από τη φιλοσοφία του. Ακόμη και την έννοια της αποκάλυψης την αποδέχεται· μόνο που, κατά τον ίδιο, στην αποκάλυψη ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με τη μορφή της παράστασης. Δηλαδή, ο Θεός εκφράζεται με εικόνες και παρουσιάζεται στον άνθρωπο ως κάτι άλλο, ως κάτι χωριστό, ως ανώτερο από τον άνθρωπο. Αυτή είναι η τυπική μορφή της θρησκείας: η παράσταση. «Παριστάνω» ένα αντικείμενο σημαίνει το θέτω μπροστά μου, το έχω απέναντί μου και το κοιτάζω ως κάτι άλλο από μένα.

Αυτό, κατά τον Χέγκελ, είναι που κάνει η αποκάλυψη. Ο Θεός, αποκαλυπτόμενος, λέει: «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου· ἐγώ εἰμι Θεός έξω από σένα» — και έτσι τίθεται απέναντι στον άνθρωπο ως ο Θεός του, ο μοναδικός του Θεός, και επομένως ως κάτι άλλο σε σχέση με τον άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει γιατί, σύμφωνα με τον Χέγκελ, η θρησκεία εκφράζεται ακόμη σε μορφές που δεν έχουν, όπως λέει, φτάσει στο ύψος της έννοιας.

Έχει σταματήσει στο επίπεδο της παράστασης, που είναι κατώτερο· είναι ο τρόπος σκέψης των μη φιλοσόφων, του λαού, των πιστών· όλων εκείνων που πιστεύουν στις θρησκείες χωρίς να είναι φιλόσοφοι. Πιστεύουν, και γι’ αυτούς αυτό είναι επαρκές· δηλαδή, η θρησκεία είναι κατάλληλη, γιατί αυτός είναι ο υψηλότερος τρόπος με τον οποίο μπορούν να σκεφτούν τον Θεό. Όμως ο φιλόσοφος ανεβαίνει πιο ψηλά ακόμη και δεν «παριστά» πλέον τον Θεό, αλλά τον συλλαμβάνει στην έννοια· και τότε ακόμη και η αποκάλυψη μετασχηματίζεται και θεωρείται ως σύμβολο των αληθειών της φιλοσοφίας.

Για παράδειγμα, το χριστιανικό μυστήριο της Αγίας Τριάδας, κατά τον Χέγκελ, είναι μια συμβολική παράσταση της εγελιανής φιλοσοφίας. Ή το μυστήριο της ενανθρώπησης του Χριστού — του Θεού που γίνεται άνθρωπος — είναι ένας λαϊκός τρόπος να εκφραστεί η ιδέα της θείας και της ανθρώπινης σκέψης που βρίσκεται στη βάση της εγελιανής φιλοσοφίας. Δηλαδή, η θρησκεία δεν είναι ψευδής· είναι ένας ακόμη αφελής, αν θέλουμε, πρωτόγονος, λαϊκός τρόπος να εκφραστούν οι ίδιες αλήθειες που η φιλοσοφία εκφράζει με πιο αυστηρή, πιο ολοκληρωμένη, πιο ορθολογική μορφή.

Ο Χέγκελ είχε σπουδάσει θεολογία. Δεν πήγε να σπουδάσει φιλοσοφία, αλλά θεολογία. Ήταν λουθηρανός· ήθελε να γίνει πάστορας της λουθηρανικής εκκλησίας.

Έπειτα, οι καθηγητές του τον απέτρεψαν, επειδή τον θεωρούσαν όχι αρκετά ικανό ως κήρυκα. Και επειδή οι λουθηρανοί πάστορες έχουν ως κύριο καθήκον το κήρυγμα, την ομιλία, ο Χέγκελ φάνηκε ακατάλληλος για το λειτούργημα του πάστορα και έτσι στράφηκε στη φιλοσοφία. Ως εναλλακτική λύση! Στη συνέχεια, όμως, έγινε ο μεγαλύτερος καθηγητής φιλοσοφίας που υπήρξε στη Γερμανία, γιατί, επαναλαμβάνω, έρχονταν να τον ακούσουν από όλη την Ευρώπη — από τη Ρωσία, τη Γαλλία, τις σκανδιναβικές χώρες.

Όλοι πήγαιναν στο Βερολίνο, γιατί έκανε θαυμάσια μαθήματα. Ευτυχώς έχουμε τα κείμενα των παραδόσεών του· είναι αληθινά αριστουργήματα, αν και οι καθηγητές του πανεπιστημίου του δεν είχαν αντιληφθεί αυτή την ικανότητά του. Και όλη η φιλοσοφία του Χέγκελ γεννήθηκε επίσης από μια ερμηνεία που δίνει στην ιστορία της σωτηρίας — δηλαδή, στην αμαρτία και τη λύτρωση.

Πριν από την αμαρτία, στον Παράδεισο, υπήρχε η αθωότητα· δηλαδή, μια ενότητα ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, που οφειλόταν ακριβώς στην αθωότητα. Ο άνθρωπος έπειτα αμάρτησε· αντέταξε τον εαυτό του στον Θεό, διέσπασε αυτή την αρχική ενότητα· όμως η αμαρτία τού έφερε τη λύτρωση. Και με τη λύτρωση πραγματοποιήθηκε η συμφιλίωση με τον Θεό και αποκαταστάθηκε μια ενότητα πολύ ανώτερη από εκείνη της αρχικής απλής αθωότητας, γιατί κατακτήθηκε μέσα από τη θυσία, τον θάνατο και την ανάσταση του Θεού που έγινε άνθρωπος.

Αλλά αυτό υπάρχει και στον κανόνα της Λειτουργίας· το προπατορικό αμάρτημα ορίζεται κάποια στιγμή ως ένα σφάλμα: αν ο Αδάμ δεν είχε αμαρτήσει, ο Χριστός δεν θα μας είχε σώσει;;;;;. Και έτσι ακόμη και το κακό έρχεται για να δώσει ένα μεγαλύτερο καλό.

Το ίδιο ακριβώς λέει ο Χέγκελ για το λάθος. Το λάθος, βεβαίως και υπάρχει· μάλιστα είναι αναγκαίο να υπάρχει, γιατί μέσω του λάθους φτάνει κανείς σε μια βαθύτερη αλήθεια. Αυτή είναι και η μεγαλοσύνη του· θέλω να πω, και η τέχνη, και η θρησκεία, και ολόκληρη η ιστορία της φιλοσοφίας μπορούν να ιδωθούν ως μια προετοιμασία για τη φιλοσοφία του Χέγκελ.

Έτσι, όλοι οι προηγούμενοι φιλόσοφοι είχαν δίκιο, όλοι· όλοι συνέβαλαν κατά κάποιον τρόπο στην οικοδόμηση αυτής της μίας και μοναδικής μεγάλης φιλοσοφίας που είναι η φιλοσοφία του Χέγκελ. Ας διαβάσουμε μερικές γραμμές από αυτές τις διαλέξεις.

Ακούστε πώς ορίζει ο Χέγκελ, συνολικά, τις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού: Στις αποδείξεις περιέχεται η ανύψωση του ανθρώπινου πνεύματος προς τον Θεό. Δηλαδή, οι αποδείξεις για τον Χέγκελ είναι όλες έγκυρες, γιατί είναι η έκφραση αυτής της ανύψωσης — της ανόδου του ανθρώπινου πνεύματος προς τον Θεό.

Άνοδος που δεν πρέπει να είναι άμεση. Ο Χέγκελ, μιλώντας για τις αποδείξεις, επαινεί τις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού, επειδή με αυτές γίνεται προσπάθεια να υπάρξει επίδειξη, να γίνει συλλογισμός. Δηλαδή, δεν μένει κανείς στη θέση αυτού που ο Χέγκελ ονομάζει «άμεση γνώση» — θέση που είχε ένας προηγούμενος φιλόσοφος, ονόματι Γιάκομπι, ο οποίος επίσης είχε υπάρξει οπαδός του Καντ, είχε παραμείνει πεπεισμένος από τις κριτικές του Καντ στις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού και είχε καταλήξει σε μια θέση που σήμερα θα ονομάζαμε «φιντεϊστική».

Δηλαδή, στον Θεό φτάνει κανείς, αλλά φτάνει μόνο με την πίστη· και η πίστη είναι μια άμεση πράξη, «σαν πυροβολισμός» έλεγε ο Γιάκομπι. Η πίστη είναι άμεση, στιγμιαία. Αυτό στον Χέγκελ δεν άρεσε καθόλου.

Όπως δεν του άρεσε και η θέση ενός άλλου σύγχρονου του, του Σλάιερμάχερ, που ήταν κι αυτός καθηγητής στο Βερολίνο τα ίδια χρόνια που δίδασκε ο Χέγκελ — και τον οποίο ο Χέγκελ σατίριζε, με αρκετή ευγένεια, μπροστά στους φοιτητές· σχολιάζοντας αρνητικά τον συνάδελφο που δίδασκε σε άλλη αίθουσα. Ο Σλάιερμάχερ έλεγε ότι η θρησκεία είναι συναίσθημα· ήταν ρομαντικός και, κατά τον ίδιο, η θρησκεία είναι ακριβώς το συναίσθημα της εξάρτησης· ο άνθρωπος αισθάνεται ότι εξαρτάται από τον Θεό. Φυσικά, αν η θρησκεία ήταν απλώς συναίσθημα εξάρτησης, το πιο θρησκευόμενο ζώο στον κόσμο θα ήταν ο σκύλος, γιατί ο σκύλος αισθάνεται εξάρτηση από τον αφέντη του.

Για τον Χέγκελ, η θρησκεία δεν είναι ούτε άμεση διαίσθηση, ούτε «πυροβολισμός», ούτε συναίσθημα· η θρησκεία είναι σκέψη. Είναι γνώση μεσολαβημένη, δηλαδή γνώση που πραγματοποιεί μια διαδικασία, μια πορεία που περνά μέσα από διαδοχικές στιγμές· και γι’ αυτό οι αποδείξεις του ταιριάζουν· και μάλιστα αυτή που του ταιριάζει περισσότερο από όλες είναι η οντολογική απόδειξη.

Λέει ότι υπάρχουν αποδείξεις που ξεκινούν από το πεπερασμένο — και αυτές είναι η κοσμολογική και η φυσικο-θεολογική απόδειξη και αποδείξεις που ξεκινούν από ένα άπειρο περιεχόμενο, δηλαδή η οντολογική απόδειξη.

Λοιπόν, σύμφωνα με την ιστορική μορφή αυτών των αποδείξεων, οι κατηγορίες του πεπερασμένου είναι η ενδεχομενικότητα (contingenza) των πραγμάτων του κόσμου και η σχέση προς έναν σκοπό — επομένως η κοσμολογική απόδειξη και η φυσικο-θεολογική απόδειξη. Αλλά πέρα από αυτά τα πεπερασμένα ξεκινήματα υπάρχει και ένα άλλο σημείο αφετηρίας, που είναι το περιεχόμενο του άπειρου: η έννοια του Θεού, η οποία πρέπει να είναι άπειρη και που έχει μόνο αυτή τη «περατότητα» (finitezza) να είναι υποκειμενική, μέχρις ότου αυτή η περατότητα αφαιρεθεί. Δηλαδή, όσο ο Θεός, που είναι μια άπειρη έννοια, παραμένει μόνο στον νου μας, είναι μια πεπερασμένη έννοια· αλλά αυτή η περατότητα πρέπει να αφαιρεθεί — και αυτό ακριβώς κάνει η οντολογική απόδειξη.

Αυτές οι αποδείξεις, κατά τον Χέγκελ, είναι ελλιπείς μόνο στη μορφή τους (εκτός από την οντολογική)· οι άλλες, επειδή ξεκινούν από τον κόσμο — δηλαδή από αυτό που ο Χέγκελ αποκαλεί το πεπερασμένο — και προσπαθούν να αποδείξουν το αναγκαίο, καταλήγουν να εξαρτούν το άπειρο από το πεπερασμένο· δηλαδή να κάνουν τον Θεό να εξαρτάται από τον κόσμο. Αν, για να αποδείξει κανείς την ύπαρξη του Θεού, πρέπει να ξεκινήσει από τον κόσμο, αυτό σημαίνει ότι, κατά κάποιον τρόπο, η ύπαρξη του Θεού εξαρτάται από τον κόσμο. Αυτό όμως για τον Χέγκελ είναι παράλογο: δεν μπορεί το άπειρο να εξαρτάται από το πεπερασμένο· δεν μπορεί το αναγκαίο να εξαρτάται από το ενδεχόμενο.

Άρα, οι αποδείξεις, στην ουσία, είναι έγκυρες γιατί επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του Θεού, που για τον Χέγκελ είναι μια αλήθεια που πρέπει να αναγνωρίζεται από τη λογική· αλλά το κάνουν με εσφαλμένο τρόπο, ιδίως η κοσμολογική και η φυσικο-θεολογική απόδειξη, γιατί ξεκινούν από το πεπερασμένο, από τον κόσμο, από το εξαρτημένο, για να αποδείξουν το ανεξάρτητο· και έτσι εξαρτούν το ανεξάρτητο από το εξαρτημένο.

Σε ό,τι αφορά τον Καντ, ο Χέγκελ λέει συχνά στα έργα του ότι ο Καντ είχε ένα ελάττωμα: έδειχνε υπερβολική «τρυφερότητα» απέναντι στον κόσμο, γιατί ήθελε να τον σώσει από την αντίφαση — κάτι που, κατά τον Χέγκελ, δεν αξίζει τον κόπο να γίνει. Γιατί, για τον Χέγκελ, η αντίφαση είναι πραγματική· δεν είναι αδύνατη, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης· είναι χαρακτηριστικό του πεπερασμένου. Μόνο το άπειρο είναι αναντίφατο· το πεπερασμένο είναι αναγκαστικά αντιφατικό.

Και επειδή οι αντιφάσεις πρέπει να αρθούν, πρέπει να αρθεί το πεπερασμένο — δηλαδή να αρνηθεί κανείς τον κόσμο — γιατί η μοναδική αληθινή πραγματικότητα είναι ο Θεός. Αυτό είναι μια μορφή πανθεϊσμού, αν θέλουμε, γιατί «τα πάντα είναι Θεός»· όλα όσα υπάρχουν είναι ο Θεός. Αλλά ο Χέγκελ θα απαντούσε ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι ένας πραγματικός κόσμος· είναι ένας ιδεατός κόσμος, κατασκευασμένος από τη σκέψη μας. Όπως είχε ήδη υπενθυμίσει και ο Πλάτων, και για τον Πλάτωνα ο κόσμος μας δεν είναι το αληθινό είναι, αλλά κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο είναι και το μηδέν· και το αληθινό είναι είναι ο κόσμος των ιδεών, δηλαδή των εννοιών.[ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΟΥΝ;]

Και πράγματι, ο Χέγκελ θεωρεί τον εαυτό του ιδεαλιστή και θεωρεί τον Πλάτωνα ιδρυτή του ιδεαλισμού· άρα, κατά κάποιον τρόπο, θεωρεί τον εαυτό του συνεχιστή του Πλάτωνα. Το λέει καθαρά: «Αν πρέπει πράγματι να σκεφτώ τα υπάρχοντα πράγματα ως κάτι το αναγκαίο και δεν έχω το δικαίωμα να θεωρήσω οποιοδήποτε αντικείμενο ως αναγκαίο καθ’ εαυτό, δεν έχω το δικαίωμα να συμπεράνω αναπόφευκτα ότι η αναγκαιότητα και η ενδεχομενικότητα προέρχονται από το ίδιο πράγμα· πρέπει να τις συλλάβω στο ίδιο το πράγμα· αλλιώς θα προκύψει αντίφαση».

Αυτό, λέει, είναι μια υπερβολική λεπτότητα προς τα πράγματα, στα οποία δεν θέλουμε να αφήσουμε καμία αντίφαση, ούτε την πιο επιφανειακή· ενώ και η πιο επιφανειακή και η πιο βαθιά εμπειρία δείχνουν ότι τα πράγματα είναι γεμάτα αντιφάσεις. Άρα, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως, αν δεν υπήρχε ο κόσμος, αυτό θα ήταν αντιφατικό — όχι, ο κόσμος είναι αντιφατικός και πρέπει να τον αφήσουμε στην αντίφασή του.

Δεν είναι ότι ο Θεός υπάρχει «επειδή» ο κόσμος είναι αντιφατικός· ο Θεός υπάρχει γιατί αυτός είναι αναντίφατος· και ο κόσμος, ακριβώς επειδή είναι αντιφατικός, δεν υπάρχει πραγματικά. Δηλαδή, παραδόξως, δεν είναι η ύπαρξη του Θεού που χρειάζεται απόδειξη· είναι, αν θέλετε, η ύπαρξη του κόσμου που θα έπρεπε να αποδειχθεί.

Και όταν ο Καντ λέει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η κατηγορία της αιτίας για να πάμε πέρα από την εμπειρία, ο Χέγκελ απαντά: εδώ το πεπερασμένο παραπέμπει αναγκαστικά στο άπειρο. Το πρόβλημα με τις παραδοσιακές αποδείξεις είναι ότι κράτησαν το πεπερασμένο ως κάτι αρνητικό· μπορεί να ξεκινήσει κανείς από το πεπερασμένο, αλλά για να το αρνηθεί· και η άρνηση του πεπερασμένου είναι ακριβώς το πέρασμα στο άπειρο.

Δηλαδή, αρνούμαι το πεπερασμένο και το αντικαθιστώ με το άπειρο. Σε αυτό το νόημα, οι αποδείξεις είναι έγκυρες: ξεκινάς από το πεπερασμένο και φτάνεις στο άπειρο, όχι όμως διατηρώντας το πεπερασμένο. Για τον Χέγκελ, το είναι του πεπερασμένου δεν είναι το δικό του είναι, αλλά το είναι του «άλλου» του, δηλαδή του απείρου. Άρα, αν το πεπερασμένο «υπάρχει», αυτό δεν σημαίνει ότι έχει δικό του είναι, γιατί αυτό που του δίνει το είναι είναι το άπειρο. Επομένως, το είναι του πεπερασμένου δεν είναι τίποτε άλλο από την απόδειξη ότι το αληθινό είναι είναι το είναι του απείρου.

Ο Χέγκελ γνώριζε πολύ καλά τις διάφορες αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού, όπως είχαν διατυπωθεί στην ιστορία — γιατί, σε αντίθεση με τον Καντ, γνώριζε καλά ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας. Παρέδωσε μαθήματα ιστορίας της φιλοσοφίας και έχουμε τα κείμενα που κατέγραψαν οι μαθητές του· περιλαμβάνονται θαυμάσιες σελίδες για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη.

Έτσι, γνωρίζοντας την ιστορία της φιλοσοφίας, αναγνωρίζει ότι η οντολογική απόδειξη εισήχθη στον χριστιανισμό από τον Άνσελμο του Καντέρμπουρυ και κατόπιν αναφέρθηκε από όλους τους μεταγενέστερους φιλοσόφους — τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Βολφ — πάντα μαζί με άλλες αποδείξεις, αν και μόνο η οντολογική είναι, κατά τον Χέγκελ, η αληθινή απόδειξη.

Στην οντολογική απόδειξη ξεκινά κανείς από την έννοια· η έννοια θεωρείται ως κάτι υποκειμενικό και προσδιορίζεται ως το αντίθετο του αντικειμένου και της πραγματικότητας· εδώ είναι το σημείο εκκίνησης· και το ενδιαφέρον έγκειται στο να δείξει κανείς ότι σε αυτήν την έννοια ανήκει εξίσου το είναι — δηλαδή, ότι αυτή η έννοια δεν είναι μόνο υποκειμενική, αλλά και αντικειμενική· και άρα ο Θεός υπάρχει και στην πραγματικότητα.

Έπειτα, υπάρχει η κριτική που επαναλαμβάνει σε διάφορα έργα του, στο επιχείρημα του Καντ με τα εκατό τάληρα. Στην Εγκυκλοπαίδεια, ο Χέγκελ λέει ότι ο Καντ προκάλεσε τόση εντύπωση με την κριτική του μόνο επειδή μιλούσε για τάληρα. Στην καθημερινή ζωή, η αναπαράσταση εκατό ταλήρων σημαίνει μια έννοια, αλλά αυτή δεν είναι καθόλου μια φιλοσοφική έννοια. Δηλαδή, αυτό που ο Καντ ονομάζει «έννοια των εκατό ταλήρων» για να δείξει ότι στα εκατό τάληρα που υπάρχουν δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο από αυτό που υπάρχει στην έννοια, είναι εσφαλμένο για τον Χέγκελ· γιατί εκατό τάληρα δεν είναι φιλοσοφική έννοια.

Τι σημαίνει «φιλοσοφική έννοια»; Για τον Χέγκελ, φιλοσοφική έννοια είναι η έννοια του Θεού, η έννοια του απείρου. Εδώ, κάνει τον Καντ να φαίνεται λίγο όπως ο καημένος ο Γκαουνιλόν απέναντι στον Άνσελμο, όταν του έφερνε το παράδειγμα του νησιού, και ο Άνσελμος του απαντούσε ότι το νησί είναι μοναδικό και μόνο αυτό. Έτσι και τα εκατό τάληρα δεν είναι κατάλληλο παράδειγμα έννοιας. Οι αληθινές έννοιες είναι η έννοια του απείρου, του Θεού, του απολύτου — και σε αυτές τις έννοιες είναι σαφώς ενσωματωμένη και η ύπαρξη.

Δεν μπορώ να σας διαβάσω όλα τα αποσπάσματα, αλλά νομίζω ότι κατάφερα να σας δείξω ότι δεν είναι πως με τον Καντ κλείνει η συζήτηση. Ο Χέγκελ, για παράδειγμα, αποκαθιστά τις παραδοσιακές αποδείξεις· μόνο που τις αποκαθιστά μέσα σε μια φιλοσοφία που, αν κάποιος είναι ιδεαλιστής, μπορεί να δεχτεί αυτή την αποκατάσταση· αλλά αν δεν είναι ιδεαλιστής, δεν έχει τι να την κάνει· είναι μια έννοια — μια έννοια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: