Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας - Isaiah Berlin (6)

 Συνέχεια από: Τρίτη 20 Μαΐου 2025


Η αποθέωση της ρομαντικής βούλησης: Η εξέγερση ενάντια στον μύθο του ιδανικού κόσμου

V (2η συνέχεια)

Για περισσότερο από δύο χιλιετίες στην Ευρώπη επικρατούσε η άποψη ότι υπήρχε κάποια αμετάβλητη δομή της πραγματικότητας και ότι μεγάλοι άνθρωποι ήταν εκείνοι που την κατανοούσαν σωστά είτε στη θεωρία είτε στην πρακτική τους – οι σοφοί που γνώριζαν την αλήθεια, είτε οι άνθρωποι της δράσης, άρχοντες και κατακτητές, οι οποίοι γνώριζαν πώς να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Υπό μίαν έννοια, το κριτήριο του μεγαλείου ήταν η επιτυχία που βασιζόταν στην ευθυκρισία. Ωστόσο, στην εποχή για την οποία μιλώ, ο ήρωας δεν είναι πλέον ο εξερευνητής, ή ο νικητής στον αγώνα, αλλά ο δημιουργός, έστω κι αν, ή μάλλον ακριβώς επειδή, αναλώθηκε από τη φλόγα που καίει εντός του – η εκκοσμικευμένη μορφή του οσιομάρτυρα, του βίου της θυσίας. Γιατί στη ζωή του πνεύματος δεν υπήρχαν αντικειμενικές αρχές ή αξίες – γίνονταν τέτοιες με μιαν απόφαση της βούλησης που διαμόρφωνε τον κόσμο κάποιου ανθρώπου ή λαού και τις σταθερές του· η δράση καθόριζε τη σκέψη και όχι το αντίθετο. «Γνωρίζω σημαίνει ότι επιβάλλω ένα σύστημα και όχι ότι το αποδέχομαι παθητικά», έλεγε ο Fichte. Επιπλέον, «οι νόμοι δεν αντλούνται από γεγονότα, αλλά από τον εαυτό μας». Κατηγοριοποιεί κανείς την πραγματικότητα σύμφωνα με όσα υπαγορεύει η βούληση. Αν τα εμπειρικά γεγονότα αποδειχτούν ατίθασα, οφείλει κανείς να τα τιθασεύσει στο μηχανικό μάγγανο των αιτιών και των αποτελεσμάτων, που δεν έχει σχέση με τη ζωή του πνεύματος – με την ηθικότητα, τη θρησκεία, την τέχνη, τη φιλοσοφία, που ανήκουν στη σφαίρα των σκοπών και όχι των μέσων.

Γι' αυτούς τους στοχαστές, η καθημερινή ζωή, η συνήθης σύλληψη της πραγματικότητας και ιδιαίτερα οι τεχνητές κατασκευές των φυσικών επιστημών και των πρακτικών τεχνικών -οικονομικών, πολιτικών, κοινωνιολογικών-, εξίσου με τον κοινό νου, είναι αβάσιμα, ωφελιμιστικά επινοήματα, ό,τι ο Georges Sorel αργότερα αποκάλεσε «la petite science», κάτι επινοημένο από τεχνολόγους και κοινούς ανθρώπους για δική τους ευκολία, και όχι η καθαυτό πραγματικότητα. Για τον Friedrich Schlegel και τον Novalis, για τον Wackenroder, τον Tieck και τον Chamisso, πρωτίστως δε για τον Ε. Τ. Α. Hoffmann, οι εύτακτες κανονικότητες της καθημερινής ζωής είναι παραπέτασμα για να αποκρυφτεί το τρομακτικό θέαμα της καθαυτό πραγματικότητας, που δεν έχει δομή, αλλά αποτελεί άγρια δίνη, διαρκή tourbillon (λαίλαπα) του δημιουργικού πνεύματος, το οποίο δεν καθυποτάσσεται από κανένα σύστημα: ζωή και κίνηση δεν είναι δυνατόν να συλληφθούν από ακίνητες, άψυχες έννοιες, ούτε το απεριόριστο και άπειρο από το 
πεπερασμένο και περιορισμένο. Ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, μια συστηματική πραγματεία, είναι απόπειρες να ακινητοποιηθεί το συνεχές ρεύμα της ζωής· μόνο θραύσματα, υπαινιγμοί, λοξές ματιές ίσως αρχίζουν να εκφράζουν τη διαρκή κίνηση της πραγματικότητας. Ο προφήτης του Sturm und Drang, o Hamann, έλεγε ότι ο πρακτικός άνθρωπος ήταν υπνοβάτης, ασφαλής και επιτυχημένος γιατί ήταν τυφλός· αν μπορούσε να δει, θα τρελαινόταν, γιατί η φύση είναι ένας «άγριος χορός», και οι περιθωριακοί της ζωής -παράνομοι, επαίτες, πλάνητες, οραματιστές, άρρωστοι, ανώμαλοι- βρίσκονται πιο κοντά σε τούτη απ' ό,τι οι γάλλοι φιλόσοφοι, αξιωματούχοι, επιστήμονες, συνετοί άνθρωποι, στυλοβάτες της πεφωτισμένης γραφειοκρατίας: «Το δέντρο της γνώσης μας στέρησε το δέντρο της ζωής». Τα πρώιμα έργα και μυθιστορήματα του γερμανικού ρομαντισμού εμψυχώνονται από την προσπάθεια να αποδειχτεί ότι η έννοια κάποιας σταθερής, κατανοητής δομής της πραγματικότητας, που γαλήνιοι παρατηρητές περιγράφουν, ταξινομούν, ανατέμνουν, προβλέπουν, αποτελεί επίφαση και αυταπάτη, παραπέτασμα εμφανειών προοριζόμενο να προστατεύει όλους όσοι δεν είναι αισθαντικοί ή αρκετά θαρραλέοι ώστε να αντιμετωπίσουν την αλήθεια του τρομακτικού χάους που υφίσταται κάτω από την ψευδή τάξη της αστικής ύπαρξης. «Η ειρωνεία του κόσμου παίζει μαζί μας, το ορατό είναι κάτι παρόμοιο με χαλιά γεμάτα χρώματα και σχέδια που τρεμοφέγγουν... πέρα από τα χαλιά υπάρχει μια περιοχή ονείρων και παραληρήματος, κανείς δεν τολμά ν' ανασηκώσει το χαλί και να κοιτάξει πίσω από το παραπέτασμα».[Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ. Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΟΣ ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ.ἐκεῖνο τὸ παραπέτασμα (ο μπερτές) εἶναι τὸ δοχεῖο τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου]

Ο Tieck, ο οποίος το έγραψε αυτό, είναι ο δημιουργός του μυθιστορήματος και του θεάτρου του παραλόγου. Στο “William Lovell” το καθετί μεταστρέφεται στο αντίθετό του· το προσωπικό μεταστρέφεται σε απρόσωπο· αποκαλύπτεται ότι το ζωντανό είναι το νεκρό· το οργανικό είναι το μηχανικό· το πραγματικό είναι το τεχνητό· οι άνθρωποι ζητούν ελευθερία και πέφτουν στη χειρότερη σκλαβιά. Στα έργα του Tieck εσκεμμένα μπερδεύονται το φανταστικό και το πραγματικό: οι χαρακτήρες στο έργο (ή σ' ένα έργο μέσα στο έργο) ασκούν κριτική στο έργο, διαμαρτύρονται για την πλοκή και τον εξοπλισμό του θεάτρου· μέλη του ακροατηρίου εξανίστανται και απαιτούν να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση, στην οποία βασίζεται το δράμα· τους απαντούν στη συνέχεια σε έντονο ύφος οι χαρακτήρες του έργου από τη σκηνή, εκπλήσσοντας το πραγματικό ακροατήριο κατά διαστήματα, μουσικοί τόνοι και δυναμικοί ρυθμοί εμπλέκονται στους μεταξύ τους διάλογους. Στον “Prince Zerbino”, όταν ο Πρίγκιπας παύει να ελπίζει ότι θα φτάσει στο τέλος του ταξιδιού του, διατάζει να γυρίσει προς τα πίσω το έργο -τα συμβάντα να επαναληφθούν σε αντεστραμμένη σειρά, να αναιρεθούν-, η βούληση είναι ελεύθερη να διατάζει ό,τι την ευχαριστεί. Σ' ένα από τα έργα του Arnim, κάποιος γηραίος ευγενής παραπονιέται ότι τα πόδια του συνεχώς μακραίνουν: αυτό είναι το αποτέλεσμα της πλήξης· η εσωτερική κατάσταση του γηραιού άνδρα εξωτερικεύεται· εξάλλου, η ίδια η πλήξη του συμβολίζει την επιθανάτια αγωνία της παλαιάς Γερμανίας. Όπως επισήμανε ένας οξυδερκής σύγχρονος ρώσος κριτικός, αυτό αποτελεί ολοκληρωμένο εξπρεσιονισμό πολύ πριν από τον θρίαμβό του έναν αιώνα αργότερα, κατά την περίοδο της Βαϊμάρης.

Η επίθεση στον κόσμο των εμφανειών κατά διαστήματα προσλαμβάνει σουρεαλιστικές μορφές. Σ' ένα από τα μυθιστορήματα του Arnim, ο ήρωας ανακαλύπτει ότι περιπλανιέται στα όνειρα μιας όμορφης κυρίας, προσκαλείται από την ίδια να καθίσει σε μία από τις καρέκλες της, επιθυμεί να δραπετεύσει από το όνειρο που δεν είναι δικό του, βλέπει ότι η καρέκλα παραμένει κενή και νιώθει μεγάλη ανακούφιση. Ο Hoffmann μετέφερε αυτόν τον πόλεμο στον αντικειμενικό κόσμο, στην καθαυτό ιδέα της αντικειμενικότητας, στα έσχατα όριά της: γριές που μεταμορφώνονται σε μπρούντζινα ρόπτρα, ή σύμβουλοι του κράτους που μπαίνουν μέσα σε ποτήρια του κονιάκ, παραλύουν μέσα σε αναθυμιάσεις οινοπνεύματος, πετούν πάνω από τη γη, μετά συνέρχονται και επιστρέφουν στις πολυθρόνες και στις ρόμπες τους - πρόκειται για αθώες πτήσεις της φαντασίας, αλλά εκπηγάζουν από μια διαταραγμένη φαντασία όπου η βούληση είναι ανεξέλεγκτη και ο πραγματικός κόσμος αποδεικνύεται φαντασμαγορία. Κατόπιν τούτου, ο δρόμος είναι ανοιχτός προς τον κόσμο του Schopenhauer που άγεται και φέρεται από μια τυφλή, άσκοπη, κοσμική βούληση, προς τον υπόγειο άνθρωπο του Ντοστογιέφσκι, προς τους διαυγείς εφιάλτες του Kafka, προς την επίκληση του Nietzsche στους Kraftmenschen, οι οποίοι καταδικάζονται σε πλατωνικούς διαλόγους –στα πρόσωπα του Θρασύμαχου ή του Καλλικλή–, που δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν θα έπρεπε να σαρώσουν τους ιστούς των νόμων και των συμβάσεων εφόσον παρεμβάλλουν εμπόδια στη βούληση τους για δύναμη, προς το «Enivrez-vous sans cesse!» [«Μεθύστε δίχως τελειωμό!»] του Baudelaire, «Αφήστε τη βούληση να μεθύσει από ναρκωτικά ή πόνο, όνειρα ή θλίψη, δεν έχει σημασία από τι», αλλά αφήστε τη να σπάσει τις αλυσίδες της.

Ούτε ο Hoffmann ούτε ο Tieck είχαν την πρόθεση, περισσότερο απ' ό,τι ο Pascal ή ο Kierkegaard ή ο Nerval, να αποκηρύξουν τις αλήθειες της επιστήμης, ή εκείνες του κοινού νου, στο δικό τους επίπεδο – δηλαδή, ως κατηγορίες που χρησίμευαν για περιορισμένους σκοπούς, ιατρικούς, τεχνολογικούς ή εμπορικούς. Αυτός ο κόσμος ήταν άνευ σημασίας· θεωρούσαν ότι η αυθεντική πραγματικότητα είναι διαφορετική από την επιφάνεια των πραγμάτων -ο κόσμος δίχως σύνορα ἡ φραγμούς, εσωτερικούς ή εξωτερικούς, διαμορφωμένος και εκφραζόμενος από την τέχνη, τη θρησκεία, τη μεταφυσική ενόραση, απ' όλα όσα έχουν να κάνουν με προσωπικές σχέσεις-, αυτός ήταν ο κόσμος όπου η βούληση είναι ανώτερη, όπου οι απόλυτες αξίες συγκρούονται σε πεισματώδη αγώνα, ο «νυχτερινός κόσμος» της ψυχής, η πηγή κάθε φαντασιακής εμπειρίας, κάθε ποίησης, κάθε κατανόησης, η πηγή όλων εκείνων που κάνουν τους ανθρώπους να ζουν αυθεντικά τη ζωή τους. Όταν οι προσανατολισμένοι στην επιστήμη ορθολογιστές άρχισαν να υποστηρίζουν ότι είναι ικανοί να εξηγούν και να ελέγχουν αυτό το επίπεδο εμπειρίας με βάση τις έννοιες και τις κατηγορίες τους, και διακήρυσσαν ότι η σύγκρουση και η τραγωδία προέρχονται από την άγνοια των γεγονότων, την ανεπάρκεια της μεθόδου, την ανικανότητα ή τη μοχθηρία των κυβερνώντων και την αμάθεια των υπηκόων τους και επομένως, κατ' αρχήν τουλάχιστον, όλα αυτά θα διορθώνονταν αν εδραιωνόταν μια αρμονική, ορθολογικά οργανωμένη κοινωνία, όπου οι σκοτεινές πλευρές της ζωής θα έμοιαζαν με μακρινό, ανυπόστατο, σχεδόν λησμονημένο εφιάλτη - τότε οι ποιητές και οι μυστικοί και όλοι εκείνοι που συγκινούνται από τις ατομικές, ασυστηματοποίητες, άφατες όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας εξεγέρθηκαν. Τέτοιοι άνθρωποι στρέφονται ενάντια σε ό,τι μοιάζει με τον εξοργιστικό δογματισμό και την ήπια bon sens των raisonneurs του Διαφωτισμού και των νεότερων διαδόχων τους. Παρά τις λαμπρές και ηρωικές προσπάθειες του Hegel και του Marx να ενσωματώσουν τις τάσεις, τα παράδοξα και τις συγκρούσεις της ανθρώπινης ζωής και σκέψης σε νέες συνθέσεις των διαδοχικών κρίσεων και των επιλύσεών τους –τη διαλεκτική της ιστορίας ή την πανουργία του Λόγου (ή τη διαδικασία της παραγωγής) που οδηγούν στον τελικό θρίαμβο του Λόγου και στην πραγμάτωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, οι τρομακτικές αμφιβολίες που διέσπειραν αυτοί οι αγανακτισμένοι επικριτές δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει.

Δεν εννοώ ότι αυτές οι αμφιβολίες έχουν επικρατήσει, του λάχιστον στη σφαίρα της ιδεολογίας. Έστω και αν η πίστη στην ευτυχισμένη αφέλεια των προπατόρων μας -Saturnia regna- έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί, η πίστη στο ενδεχόμενο κάποιας επερχόμενης χρυσής εποχής παρέμεινε αμείωτη, και μάλιστα διαδόθηκε πέραν του Δυτικού κόσμου. Φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές, και όσοι πίστευαν ότι οι ορθολογικές και επιστημονικές μέθοδοι θα είχαν ως αποτέλεσμα, είτε με βίαιη επανάσταση είτε με βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις, έναν ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, διατήρησαν αυτή την αισιόδοξη πίστη με άσβεστο ενθουσιασμό κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων. Η πεποίθηση ότι από τη στιγμή που τα τελευταία εμπόδια -η άγνοια και η ανορθολογικότητα, η αλλοτρίωση και η εκμετάλλευση, και οι ατομικές και κοινωνικές καταβολές τους- εξαλειφθούν, θ' αρχίσει επιτέλους η αληθινή ανθρώπινη ιστορία, δηλαδή μια οικουμενική αρμονική συνεργασία, αποτελεί την εκκοσμικευμένη μορφή μιας προφανώς μόνιμης ανθρώπινης ανάγκης. Ωστόσο, αν ισχύει ότι οι εν γένει τελικοί σκοποί των ανθρώπων δεν εναρμονίζονται απαραίτητα, ίσως να μην υπάρχει διαφυγή από εκείνες τις επιλογές που καθορίζονται από κάποιαν απαράβατη αρχή, μερικές μάλιστα οδυνηρές τόσο για τον πράττοντα όσο και για τους υπόλοιπους. Αυτό θα συνεπαγόταν ότι η δημιουργία κάποιας κοινωνικής δομής που το λιγότερο θα απέφευγε τις ηθικά απαράδεκτες λύσεις και το περισσότερο θα προήγαγε την ενεργητική αλληλεγγύη για την επιδίωξη κοινών αντικειμενικών σκοπών, ίσως είναι το καλύτερο που οι άνθρωποι μπορούν να ελπίζουν ότι θα επιτύχουν, εφόσον βέβαια δεν θα καταπνιγούν πάρα πολλά είδη θετικής δράσης, εφόσον δεν θα ματαιωθούν πάρα πολλοί εξίσου έγκυροι ανθρώπινοι στόχοι.

Ωστόσο, μια διαδικασία που απαιτεί τέτοια επιδεξιότητα και τέτοια πρακτική ευφυΐα -η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο εξαρτάται από τη διάσωση εκείνου του στόχου που πρόκειται να αποβεί ασταθές ισοζύγιο το οποίο χρειάζεται συνεχή φροντίδα και βελτίωση- αναμφίβολα, δεν εμπνέει αρκετά την πλειονότητα των ανθρώπων, οι οποίοι επιθυμούν έντονα κάποια εντυπωσιακή, οικουμενική πανάκεια. Ίσως οι άνθρωποι να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, ή το ανοιχτό μέλλον, δίχως κάποια εγγύηση για το ευτυχές τέλος - τη θεία πρόνοια, την αυτοπραγμάτωση του πνεύματος, το αόρατο χέρι, την πανουργία του Λόγου ή της ιστορίας ή κάποιας παραγωγικής και δημιουργικής τάξης. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνουν τα κοινωνικά και πολιτικά δόγματα που αποδείχτηκαν σημαντικά για την εποχή μας, Παρά ταύτα η ρομαντική επίθεση στους κατασκευαστές συστημάτων -τους σεναριογράφους των μεγάλων ιστορικών μελοδραμάτων- δεν ήταν εντελώς άνευ σημασίας. Οτιδήποτε και αν δίδασκαν οι πολιτικοί θεωρητικοί του 19ου αιώνα, η φανταστική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, καθώς και του δικού μας, που εκφράζει την ενσυνείδητη και ασυνείδητη ηθική νοοτροπία της εποχής, παρέμεινε (παρά τις αποκαλυπτικές στιγμές του Ντοστογιέφσκι ή του Walt Whitman) κατά κύριο λόγο ανεπηρέαστη από ουτοπικά όνειρα. Δεν υπάρχει κάποιο όραμα απόλυτης τελειότητας στον Τολστόι, στον Τουργκένιεφ, στον Balzac ή στον Flaubert, στον Baudelaire και στον Carducci. Ο Manzoni είναι μάλλον ο τελευταίος μείζων συγγραφέας ο οποίος ζει ακόμη στο λυκαυγές μιας χριστιανοφιλελεύθερης αισιόδοξης εσχατολογίας. Η γερμανική ρομαντική σχολή και όσοι επηρεάστηκαν από αυτήν, έμμεσα και άμεσα, όπως ο Schopenhauer, o Nietzsche, o Wagner, o Ibsen, o Joyce, o Kafka, o Becket, οι υπαρξιστές, οποιεσδήποτε φαντασιώσεις κι αν δημιούργησαν οι ίδιοι, δεν εμμένουν στον μύθο ενός ιδεώδους κόσμου. Ούτε και ο Freud από την εντελώς διαφορετική προοπτική του. Ελάχιστα εκπλήσσει το γεγονός ότι όλοι τους απορρίφθηκαν ως παρακμιακοί αντιδραστικοί από μαρξιστές κριτικούς. Ορισμένοι βέβαια, και όχι οι λιγότερο χαρισματικοί ή διορατικοί, δικαίως περιγράφονται έτσι. Άλλοι ήταν, και είναι, το ακριβώς αντίθετο: ανθρώπινοι, γενναιόδωροι, ζωογονητικοί, νεωτεριστές.

Δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να επιδοκιμάζει ή έστω να παραβλέπει τις υπερβολές του ρομαντικού ανορθολογισμού επειδή παραδέχεται ότι οι ρομαντικοί, με το να αποκαλύπτουν πως οι σκοποί των ανθρώπων είναι πολλοί, συχνά απρόβλεπτοι, και μερικοί απ' αυτούς αμοιβαία ασυμβίβαστοι, επέφεραν μοιραίο πλήγμα στην απόφανση ότι, παρά τα φαινόμενα, μια τελεσίδικη λύση στον γόρδιο δεσμό είναι, τουλάχιστον κατ' αρχήν, εφικτή· ότι η ισχύς στην υπηρεσία του λόγου μπορεί να την επιτύχει, ότι η ορθολογική οργάνωση θα έχει ως αποτέλεσμα την τέλεια συνένωση αντίθετων αξιών, όπως ατομική ελευθερία και κοινωνική ισότητα, αυθόρμητη αυτοέκφραση και οργανωμένη, κοινωνικά κατευθυνόμενη αποδοτικότητα, τέλεια γνώση και τέλεια ευτυχία, οι απαιτήσεις του προσωπικού βίου και οι απαιτήσεις των κομμάτων, των τάξεων, των εθνών, του δημόσιου συμφέροντος. Αν κάποιοι σκοποί που θεωρούνταν εντελώς ανθρώπινοι είναι ταυτοχρόνως απόλυτοι και αλληλοαποκλειόμενοι, τότε η ιδέα περί χρυσής εποχής, περί τέλειας κοινωνίας που συντίθεται από το σύνολο των ορθών λύσεων σε όλα τα θεμελιώδη προβλήματα της ανθρώπινης ζωής, φαίνεται να είναι κατ' αρχήν ασυνάρτητη. Αυτή είναι η προσφορά του ρομαντισμού και ιδίως του δόγματος που αποτελεί τον πυρήνα του, δηλαδή ότι η ηθικότητα πλάθεται από τη βούληση και ότι οι σκοποί δημιουργούνται, δεν ανακαλύπτονται. Αυτό το κίνημα δικαίως καταδικάζεται για την τερατώδη πλάνη ότι η ζωή είναι, ή μπορεί να γίνει, έργο τέχνης, ότι το αισθητικό υπόδειγμα ισχύει και στην πολιτική, ότι ο πολιτικός ηγέτης είναι ανυπέρβλητος καλλιτέχνης που διαμορφώνει ανθρώπους σύμφωνα με το δημιουργικό σχέδιό του, αφού αυτή η πλάνη οδηγεί σε επικίνδυνους παραλογισμούς στη θεωρία και σε κτηνώδη ωμότητα στην πράξη. Ωστόσο, θα πρέπει να του αναγνωριστεί κάτι: ότι κλόνισε ανεπανόρθωτα την πίστη σε κάποια οικουμενική, αντικειμενική αλήθεια όσον αφορά ζητήματα συμπεριφοράς, γέννησε αμφιβολίες για την πιθανότητα μιας τέλειας και αρμονικής κοινωνίας, παντελώς απαλλαγμένης από συγκρούσεις, αδικίες ή καταπίεση – ένας στόχος για τον οποίο καμία θυσία δεν είναι πολύ μεγάλη αν οι άνθρωποι πρόκειται να υλοποιήσουν το όραμα του Condorcet για ένα βασίλειο αλήθειας, ευτυχίας και αρετής που θα συνέχεται «από έναν αξεδιάλυτο δεσμό» – ένα ιδεώδες για το οποίο έγιναν τόσες ανθρωποθυσίες στην εποχή μας όσες ποτέ άλλοτε, ίσως, στην ανθρώπινη ιστορία.


Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΕΤΥΧΕ!
Ὅταν ἐσύ, ἂνθρωπε, ἐρευνᾶς τὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου μὲ τὴν δύναμη, τὴν σοφία καὶ τὴν κρίση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τότε βρίσκεις τόσο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο ὅσο καὶ τὸν ἐξωτερικό, ὅτι εἶναι ὅλος ζυμωμένος μὲ τὰ πάθη καὶ ὅτι κλίνει πάντοτε πρὸς τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἐμποδίζεις μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν συγκρατεῖς μὲ τὴν ἐνθύμηση τῆς φρικτῆς κόλασης. Ὅσο πλησιάζεις τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν, τόσο βλέπεις τὸν ἑαυτό σου ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὸν Θεό, (είναι χαρακτηριστικόν τής αγιότητος των Πατέρων μας, ότι όσον έπλησίαζαν ως καθαροί τον καθαρώτατον Κύριον, τόσον αισθάνονταν την μικρότητα της ανθρωπίνης φύσεως. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η σχετική κατήχησις του Αββά Δωροθέου. Αυτή είναι «το συντετριμμένον πνεύμα» και η θεία ταπείνωσις), καὶ ὅσο καθαρίζεται ἡ καρδιά σου μὲ τὴν εὐχὴ καὶ φωτίζεται ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὰ ἀένναα δάκρυα, τόσο σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἄσωτος.
Ἀλλὰ γιατί, πρὶν καθαριστεῖ ἡ καρδιά σου καὶ φωτιστεῖ ἡ διάνοιά σου, δὲν ἔβλεπες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου; Καὶ πρῶτα μὲν δὲν ἔβλεπες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου, διότι δὲν ἤξερες τί πρᾶγμα εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ ὁ Παράδεισος, τώρα ὅμως ποὺ τὰ ἀντίκρυσε κάπως ἡ καρδιά σου, ἀναλόγως μὲ τὴν καθαρότητά της, καὶ τὰ εἶδε ἡ διάνοιά σου, ἀναλόγως μὲ τὴν φώτισή της, βλέπεις τὸν ἑαυτό σου τόσο ἄχρηστο καὶ ἄσωτο, καὶ βεβαιώνεσαι πόσο μεγάλη καθαρότητα ἔχουν οἱ ἄγγελοι καὶ πόσο ἀκατανόητη καὶ ἄρρητη ὡραιότητα καὶ καθαρότητα ἔχει ὁ Κύριος. 
Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, λέγουμε ὅτι ἐκεῖνο τὸ παραπέτασμα (ο μπερτές) εἶναι τὸ δοχεῖο τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου, ἐκεῖνο εἶναι τὸ θησαυροφυλάκιό του· διότι ἐκεῖ ὁ σατανᾶς ἔχει μαζεμένα ὅλα τὰ σπέρματα τῆς πονηρίας.
Εἶδες λοιπὸν ἀγαπητέ, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιά, ποὺ ἔγινε φωλιὰ καὶ κατοικία τοῦ σατανᾶ; Ἐκεῖ ἔχει ὁ σατανᾶς θησαυρισμένα ὅλα τὰ πονηρὰ σπέρματα τῆς πονηρίας του καὶ ὅλες τὶς φθοροποιὲς ἐφευρέσεις τῆς πανουργίας καὶ κακίας του, πάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύεται αὐτός, σὰν σὲ κάποιο μαλακὸ στρῶμα βάλε ΛΟΠΌΝ ὅλη σου τὴν δύναμη στὴν εὐχὴ τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ ξεσχίσεις αὐτὸ τὸ παραπέτασμα τοῦ σατανᾶ. Διότι αὐτὸ τὸ παραπέτασμα εἶναι τὸ χειρόγραφο τοῦ διαβόλου, αὐτὸ εἶναι τὸ ἔγγραφο τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸ εἶναι ἡ ἔγγραφη ὁμολογία τοῦ ἑωσφόρου, στὴν ὁποία ἔχει ὁ διάβολος γραμμένες ὅλες τὶς ἁμαρτίες. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: