Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης - Χρήστος Γιανναράς (10)

  Συνέχεια από: Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού


A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

2. 
Τὸ ἱστορικό κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» [ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ]

Ἡ «ἐσωτερικὴ κρίση» τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς –ὁ προοδευτικός μηδενισμὸς τοῦ Θεοῦ ὡς ὑπαρκτῆς πραγματικότητας– γίνεται ἱστορικὴ συνείδηση μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Νίτσε γιὰ τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ».[ΚΑΘΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΤΟ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ] Ὁ Νίτσε δὲν κηρύττει ἕναν θεωρητικό μηδενισμό, ἀλλὰ τὴν πιστοποίηση τοῦ κενοῦ χώρου τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ κήρυγμά του εἶναι μιὰ πρόκληση γιὰ συνειδητή στάση ἀπέναντι σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἱστορικὴ εὐθύνη. Ὄχι μιὰ φιλοσοφική θέση, οὔτε ἰδεολογικὴ ἀφετηρία γιὰ ἕνα καινούργιο φιλοσοφικό σύστημα, ἀλλὰ ἱστορικὴ διαπίστωση καὶ ἑρμηνεία ἑνὸς γεγονότος ποὺ ἔχει ὁριστικά συντελεστεῖ. Τὸ κήρυγμα τοῦ Νίτσε τίθεται ὡς ὅριο τέλους τῆς εὐρωπαϊκῆς μεταφυσικῆς καὶ ἀποκαλύπτει τὶς πραγματικές διαστάσεις μιᾶς ἱστορικῆς διαφοροποίησης. Ἔγραφε ὁ ἴδιος τὸ 1886: «Τὸ μέγιστο καινούργιο γεγονός –ὅτι ὁ Θεὸς πέθανε, ὅτι ἡ πίστη στὸν χριστιανικὸ Θεὸ δὲν εἶναι πιὰ πιστευτή– ἄρχισε νὰ ρίχνει πάνω στὴν Εὐρώπη τὶς πρῶτες σκιές του»27.[ΚΑΘΟΤΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ. ΑΛΛΑ Η ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΟΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΕΝΔΟΓΕΝΗΣ]

Ὁ λόγος γιὰ τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ» εἶχε ἀκουστεῖ στὴν Εὐρώπη ἕναν αἰώνα περίπου πρὶν ἀπὸ τὸν Νίτσε, ἀπὸ τὶς σελίδες ἑνὸς μυθιστορήματος τοῦ Ζὰν Πώλ (Jean-Paul, Sieben-käs, 1796-97). Ὁ Ἕγελος, ὅπως εἶδαμε, εἶχε ἐπαναλάβει τὸν λόγο, μὲ ἀναφορὰ στὸν «ἀφηρημένο Θεό» (abstrakter Gott) τῆς νοησιαρχικῆς μεταφυσικῆς. Ὁ Χάϊνριχ Χάϊνε (Heinrich Heine, †1856) εἶχε ἐπίσης μιλήσει γιὰ τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ» ἐνῶ ὁ Γιακόμπι (Fr. H. Jacobi) γιὰ «μηδενισμό» (Jacobi an Fichte, 1799). Στὸν Ντοστογιέφσκυ ὀφείλουμε τη συστηματικότερη διερεύνηση τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς μέσα στὸν κενὸ χῶρο τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ τὴν προφητικὴ ἀνατομία τοῦ ρωσικοῦ μηδενισμοῦ ποὺ ἦταν καρπός τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῶν μορφωμένων τάξεων τῆς Ρωσίας (Οι Δαιμονισμένοι, 1871 – Λόγος γιὰ τὸν Πούσκιν, 1880)28.

᾿Αλλὰ στὸ κήρυγμα τοῦ Νίτσε μοιάζει νὰ ὑπάρχει ἕνα ἀνεπανάληπτο στοιχεῖο ἱστορικῆς πρωτοτυπίας, κι αὐτὸ εἶναι ή θελημένη πρόκληση στὴν ἱστορικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Εὐρώπης. Ἡ συνείδηση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου εἶναι μεταφυσική, προϋποθέτει τὸν Θεὸ ὡς νοητὴ «Πρώτη Αἰτία» τῆς κοσμολογίας καὶ ὡς ἀξιωματικὴ «᾿Αρχὴ» τῆς κατηγορικῆς ἠθικῆς. Τὸ κήρυγμα ἑπομένως τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» ἦταν ἡ ἄρνηση τῶν προϋποθέσεων τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ εὐρω παίου, πρόκληση ἐπίγνωσης τοῦ παραλόγου τῆς ὕπαρξης, ὑπονόμευση καὶ τῆς ἴδιας τῆς χρηστικῆς λογικῆς τοῦ κοινωνικού βίου. Ὁ Νίτσε εἶχε συνείδηση ὅτι ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» σημαίνει τὴν «ἀνατροπὴ ὅλων τῶν ἀξιῶν».

Στὸ περίφημο ἀπόσπασμα τοῦ τρίτου βιβλίου τῆς Εὐφρόσυνης ἐπιστήμης (Die fröhliche Wissenschaft, 1882) τὸ μήνυμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» κομίζει ἕνας «τρελὸς ἄνθρωπος» (§ 125: Der tolle Mensch):

«Δὲν ἀκούσατε τίποτα γιὰ τὸν τρελὸ ἐκεῖνον ἄνθρωπο που μέρα-μεσημέρι ἄναψε ἕνα λαδοφάναρο, ἔτρεξε στὴν ἀγορὰ καὶ φώναζε ἀκατάπαυστα: “Ψάχνω τὸν Θεό! Ψάχνω τὸν Θεό!” Καὶ μιὰ καὶ βρίσκονταν ἐκεῖ μαζεμένοι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν πίστευαν στὸν Θεό, προκάλεσε ὁ τρελός μεγάλο γέλιο. Δηλαδή χάθηκε; ἔλεγε ὁ ἕνας. Το 'σκασε σὰν παιδί; ἔλεγε ὁ ἄλλος. Ή μᾶς παίζει κρυφτούλι; Μπὰς καὶ μᾶς φοβᾶται; Ἔφυγε μὲ καράβι; περπατώντας; – ἔτσι φώναζαν καὶ γελοῦσαν συναμεταξύ τους. Ο τρελός ἄνθρωπος πήδησε ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς κάρφωσε μὲ τὴ ματιά του. “Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; φώναξε – θὰ σᾶς τὸ πῶ ἐγώ! Ἐμεῖς τὸν σκοτώσαμε – ἐσεῖς κι ἐγώ! Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του! Όμως, πῶς τὸ κάναμε αὐτό; Πῶς τολμήσαμε νὰ πιοῦμε ὡς τὸν πάτο τὴ θάλασσα; Ποιὸς μᾶς ἔδωσε τὸ σφουγγάρι νὰ σβήσουμε ολάκαιρο τὸν ὁρίζοντα; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάναμε, ξεκόβοντας τὴ γῆ ἀπὸ τὸν ἥλιο της; Πρὸς τὰ ποῦ τρέχει ἡ γῆ τώρα; Ποῦ πᾶμε ἐμεῖς; Πέρα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἥλιους; Δὲν γκρεμιζόμαστε ἀσταμάτητα; Πίσω, μονόπατα, μπροστά, πρὸς κάθε μεριά; Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα πάνω κι ἕνα κάτω; Δὲν μᾶς φεύγει ὁ νοῦς σὰ νὰ διασχίζουμε ἕνα ἀτέλειωτο τίποτα; Δὲν μᾶς ξερνάει ὁ ἀδειανὸς χῶρος; Δὲν ἔγινε περισσότερο τὸ κρύο; Δὲν ἔρχεται ἀκατάπαυστα νύχτα, κι ὅλο περισσότερη νύχτα; Δὲν πρέπει ν' ἀνάψουμε φανάρια πρὶν ἀπὸ τὸ μεσημέρι; Δὲν ἀκοῦμε ἀκόμα τίποτα ἀπὸ τὸν θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ νεκροθάφτες θάβοντας τὸν Θεό; Δὲν ὀσφραινόμαστε τίποτα ἀπὸ τὴ θεϊκιὰ σήψη; – σαπίζουν κι οἱ θεοί. Ὁ Θεὸς πέθανε! Ὁ Θεὸς θὰ μείνει νεκρός! Καὶ εἴμαστε μεῖς ποὺ τὸν σκοτώσαμε! Πῶς θὰ βροῦμε παρηγόρια ἐμεῖς οἱ φονιάδες ὅλων τῶν φόνων; Τὸ ἁγιότατο καὶ τὸ ὑπέρτατο ποὺ κατεῖχε ὡς τώρα τὸν κόσμο, πνίγηκε στὸ αἷμα του κάτω ἀπὸ τὰ μαχαίρια μας – ποιὸς θὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ αἷμα; Μὲ ποιὸ νερὸ θὰ μπορούσαμε νὰ καθαρθοῦμε; Ποιὲς καθαρτήριες τελετές, ποιὰ ἱερὰ παίγνια θὰ πρέπει νὰ σοφιστοῦμε; Δὲν εἶναι τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς πράξης ὑπερβολικά μεγάλο γιὰ μᾶς; Δὲν θὰ πρέπει νὰ γίνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θεοί, μόνο γιὰ νὰ φανοῦμε ἰσάξιοι μὲ αὐτοὺς; Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μιὰ μεγαλύτερη πράξη κι ὅποιος θὰ γεννιέται μετὰ ἀπὸ μᾶς, ἀνήκει, στὸ ὄνομα αὐτῆς τῆς πράξης, σὲ μιὰ ἀνώτερη Ἱστορία ἀπὸ κάθε ἄλλη ως τώρα Ἱστορία!” Ἐδῶ σώπασε ὁ τρελὸς ἄνθρωπος καὶ κοίταξε γύρω του αὐτοὺς ποὺ τὸν ἄκουγαν: κι αὐτοὶ σώπαιναν καὶ τὸν κοιτοῦσαν περίτρομοι. Τέλος, πέταξε χάμω τὸ φανάρι του ποὺ ἔσβησε κι ἔγινε κομμάτια. Έρχομαι πάρα πολύ πρόωρα, εἶπε, δὲν εἶμαι στὸν κατάλληλο καιρό. Αὐτὸ τὸ πελώριο γεγονὸς εἶναι ἀκόμα στὸ δρόμο καὶ βαδίζει – δὲν ἔφτασε ἀκόμα νὰ μπεῖ στ' αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀστραπή καὶ ἡ βροντὴ χρειάζονται χρόνο, τὸ φῶς ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια χρειάζεται χρόνο, οἱ πράξεις χρειάζονται χρόνο, ἔστω κι ἂν ἔχουν διαπραχθεῖ, γιὰ νὰ γίνουν ὁρατὲς καὶ ἀκουστές. Τούτη ἡ πράξη εἶναι γι' αὐτοὺς ἀκόμα πιὸ μακρινὴ κι ἀπὸ τὰ πιὸ μακρινὰ ἀστέρια – κι ὅμως αὐτοὶ οἱ ἴδιοι τὴ διαπράξανε!» [ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ]

Ο λόγος τοῦ «τρελοῦ ἀνθρώπου» δὲν εἶναι ἐξαγγελία μιᾶς προσωπικῆς ἀπόρριψης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει τὸν χαρακτήρα τοῦ παραλόγου, ἐπειδὴ εἶναι αὐθαίρετη. Τὸ παράλογο δὲν βρίσκεται στὴν ἐξαγγελία, ἀλλὰ σὲ αὐτὸ ποὺ ἐξαγγέλλεται: στὴν ἄρνηση τῆς βάσης ἢ τοῦ θεμέλιου ὅπου ἡ Εὐρώπη ἔχει οἰκοδομήσει τόσο τὴν πολιτιστικὴ ὅσο καὶ τὴ μεταφυσική της αὐτοσυνειδησία. Ο Νίτσε ἐξαγγέλλει αὐτὴ τὴν ἄρνηση ὡς συντελεσμένο ἱστορικὸ γεγονός, ὡς τὴν κρίσιμη ἐσωτερικὴ ἀντίφαση τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Ο λόγος του ὑποχρεώνει σὲ ἱστορικὴ αὐτογνωσία, ποὺ εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴ συνείδηση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου. Τὸ κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» εἶναι γιὰ τοὺς πολλοὺς μιὰ ἀκατανόητη βλασφημία ἢ καὶ μωρία. Δὲν ἔχουν μάτια νὰ δοῦν τὸ γεγονὸς οὔτε αὐτιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν – «κι ὅμως οἱ ἴδιοι τὸ ἔχουν διαπράξει».[Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΑΝ ΘΕΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΝΤΥΜΕΝΗΣ ΕΝΕΚΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟ ΕΩΣΦΟΡΙΚΟ ΕΝΔΥΜΑ ΦΩΤΟΣ]

Ὑπεύθυνη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς μεταφυσικῆς παράδοσης, εἶναι ἡ ἴδια ἡ χριστιανοσύνη τῆς Δύσης. Αὐτὴ κυοφόρησε ὄχι μόνο τὴ μεταφυσικὴ ἄρνηση τῆς θεότητας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ ἴδιου τοῦ μεταφυσικοῦ προβλήματος – τὴν ἀπώθηση ἢ ἀδιαφορία γιὰ ὁποιαδήποτε μεταφυσικὴ ἀναζήτηση, δηλαδὴ τὸ πρωτοφανέρωτο μέσα στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία γεγονὸς τοῦ θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ τῶν εὐρύτατων μαζῶν, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν δικό μας αἰώνα. Ὁ Νίτσε εἶχε ἐπίγνωση ὅτι τὸ κήρυγμά του ἦταν ὁ καταλύτης ποὺ θὰ διαφοροποιοῦσε προοδευτικὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο: «Αὐτὸ ποὺ ἐξαγγέλλω εἶναι ἡ ἱστορία τῶν δυὸ ἑπόμενων αἰώνων»29. Οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες εἶδαν στὸ κήρυγμα τοῦ Νίτσε μόνο τὴ βλάσφημη μανία ἑνὸς ἀθέου30, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν θέλησε παρὰ νὰ βεβαιώσει αὐτὸ ποὺ οἱ ἐκκλησίες ἀπὸ μόνες τους εἶχαν διαπράξει: «Τί ἄλλο εἶναι πιὰ αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες, παρὰ οἱ τάφοι καὶ τὰ μνήματα τοῦ Θεοῦ»31.[ΠΡΟΣ ΤΙ Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ;]

Σημειώσεις

27. Die frühliche Wissenschaft, V, § 343.
28. Γιὰ πληρέστερα Ιστορικά στοιχεῖα σχετικά μὲ τὴν ἔκφραση Gott ist tot (Ο Θεός είναι νεκρός), βλ. R. BULTMANN, Der Gottesgedanke und der moderne Mensch, στον τόμος Diskussionen zu Bischof Robinsons, Gott ist anders, München (Kaiser Verl.) 1965, σελ. 104, 105. – HEIDEGGER, Nietzsche, 1, σελ. 31-33. – Gabriel MARCEL, Der Mensch vor dem vermeintlichen Tod Gottes, στὸ περιοδικό Wissenschaft und Weltbild, 11 (1958), σελ. 1-12. - Henri de LUBAC, Die Tragödie des atheistischen Humanismus, σελ. 42-44, – Nikolai BERDJAIEW, Wahrheit und Lüge des Kommunismus, Baden-Baden (Holle Verl.) 1957, σελ. 56 κ.Ε.
29. Der Wille zur Macht, Vorrede, 2.
30. Ελάχιστο ἀλλὰ χαρακτηριστικό δείγμα τῆς ἀφέλειας καὶ τοῦ φανατισμοῦ μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουν τὸν Νίτσε -ως σήμερα ἀκόμη- ορισμένοι ρωμαιοκαθολικοί κυρίως μελετητές, εἶναι οἱ κρίσεις τοῦ Joh. HIRSCHBERGER γιὰ τὸν Νίτσε στὸ ἔργο του Geschichte der Philosophie, τόμος 11, σελ. 501-527.
31. Die fröhliche Wissenschaft, τέλος τῆς § 125.

Δεν υπάρχουν σχόλια: