Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ; (10)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Του Enrico Berti.

6. Η κλασική μεταφυσική στην πιο αυθεντική αριστοτελική της διατύπωση

Ο M. Gentile επίσης θεωρεί ότι η λογική δομή του φιλοσοφικού λόγου είναι η «διαλεκτική» απόδειξη. Επεξεργάστηκε αυτή τη θέση κυρίως στα τελευταία του έργα, κάτι που πιθανώς οφείλεται και στην προθυμία του να δεχτεί τις προτροπές και τις παροτρύνσεις που του έκαναν προς αυτή την κατεύθυνση οι μαθητές και οι συνεργάτες του. Σύμφωνα με τον Gentile, η φιλοσοφική απόδειξη διαφέρει από εκείνη των ειδικών επιστημών, διότι δεν είναι, όπως η επιστημονική, υποθετική-παραγωγική, δηλαδή δεν περιορίζεται στο να αντλεί αναγκαία συμπεράσματα από υποθέσεις που δεν αμφισβητούνται, αλλά είναι ανυποθετική-διαλεκτική, με την έννοια ότι προβληματοποιεί τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του σημείου εκκίνησής της, και μάλιστα του ίδιου του εαυτού της· και σε αυτή την ολική προβληματοποίηση βρίσκει τη διαλεκτική ένδειξη (ή μαρτυρία), δηλαδή μια ένδειξη που θεμελιώνεται στην αναίρεση της ίδιας της άρνησής της, της ανάγκης για μια ανυποθετική αρχή  (M. Gentile, Breve trattato di filosofia, Padova, Cedam, 1974, σσ. 35, 73, 88, και εξής). Σε αυτές τις δύο διαφορετικές διαδικασίες, η θεωρία των οποίων ανάγεται στον Αριστοτέλη —αντίστοιχα στα Αναλυτικά ύστερα και στη Μεταφυσική— ο Gentile αντιστοιχεί δύο διαφορετικούς τύπους λογικής, για την ονομασία των οποίων χρησιμοποιεί τη διάσημη πλατωνική διάκριση μεταξύ της διανοίας, ή λογικής που περιορίζεται στην εξαγωγή συμπερασμάτων από υποθέσεις, και του νου, ή νοός (ο Gentile προτιμά να μιλά για «νοημοσύνη»), που είναι ικανός να αμφισβητεί τις υποθέσεις για να καταλήξει μέσω μιας διαδικασίας αναίρεσης σε μια ανυποθετική αρχή: η πρώτη αντιστοιχεί, προφανώς, σε αυτό που εδώ ονομάσαμε επιστημονική λογική και η δεύτερη στην καθαρά φιλοσοφική λογική.

Η διάκριση μεταξύ των δύο τύπων λογικής, που αναφέρθηκε από τον ίδιο τον M. Gentile στο Come si pone il problema metafisico (Πώς τίθεται το μεταφυσικό πρόβλημα), Πάδοβα, Liviana, 1955, σ. 36-43, αναπτύχθηκε και εμβαθύνθηκε σχεδόν ταυτόχρονα από τους G.R. Bacchin, Originarietà e mediazione nel discorso filosofico (Η πρωτοτυπία και η μεσολάβηση στον φιλοσοφικό λόγο), Ρώμη, Jandi Sapi, 1963. F. Chieteghin, Storicità e originarietà nell'idea platonica (Ιστορικότητα και πρωτοτυπία στην πλατωνική ιδέα), Padova, Cedam, 1963; P. Faggiotto, Itinerario metafisico (Μεταφυσική διαδρομή), Πάδοβα, Gregoriana, 1964, και Domanda totale e sapere metafisico (Ολοκληρωμένο ερώτημα και μεταφυσική γνώση), Gregoriana, 1964. Στην προσπάθεια αυτή εμβάθυνσης συμμετείχα και εγώ με το άρθρο Dimostrazione e metafisica in Aristotele (Απόδειξη και μεταφυσική στον Αριστοτέλη), σε AA.VV. (συλλογικό έργο), Teoria della dimostrazione (Θεωρία της απόδειξης), Πάδοβα, Gregoriana, 1963, σ. 21-25 (ανατυπώθηκε στο Studi aristotelici (Αριστοτελικά μελετήματα), L'Aquila, Japadre, 1975) και κυρίως με το βιβλίο L'unità del sapere in Aristotele (Η ενότητα της γνώσης στον Αριστοτέλη), Πάδοβα, Cedam (Casa Editrice Dott. Antonio Milani).

Και στον Gentile, όπως και στον Bontadini, η διαλεκτική επαναλαμβάνεται πρώτα απ' όλα με τη έννοια του Ζήνωνα, δηλαδή ως μείωση σε αντίφαση της θέσης που είναι αντίθετη με αυτή που θέλουμε να αποδείξουμε, και ως επακόλουθη άρση της αντίφασης. Μόνο που για τον Gentile, σε αντίθεση με τον Bontadini, η αντίφαση που πρέπει να αρθεί δεν έγκειται στο γίγνεσθαι ή την εμπειρία καθεαυτή, αλλά στην εμπειρία «μετρημένη με βάση τη λογική που είναι εν δυνάμει παρούσα στην ίδια την εμπειρία». Δηλαδή, η αντίφαση προκύπτει όταν η αρχή της μη αντίφασης, που είναι εγγενής στην εμπειρία, δεν γίνεται κατανοητή με εκείνη την ευρύτερη έννοιά της που είναι η αρχή της αιτιότητας. Συνοψίζοντας, ο Gentile υποστηρίζει ότι «η αρχή της αιτιότητας είναι αυτή που επιτρέπει στην εμπειρία να μην είναι πλέον αντιφατική, καθώς καθιστά ενεργή τη λογική που περιέχεται στην ίδια την εμπειρία», αναδεικνύοντας την ανάγκη για μια υπερβατική αρχή (M. Gentile, Come si pone il problema metafisico, Πάδοβα, Liviana, 1955, σ. 128-129).

Η προσφυγή σε αυτή την αρχή της αιτιότητας δεν πρέπει να εκληφθεί ως οπισθοδρόμηση σε δογματικές θέσεις προ-χιουμιανές ή προ-καντιανές, χάρη στην ερμηνεία που της δίνει ο Gentile υπό όρους «καθαρής προβληματικότητας». Η εμπειρία, νομίζω ότι μπορώ να ερμηνεύσω, απαιτεί μια αιτία επειδή είναι προβληματική — όχι με την έννοια ότι εμείς θέτουμε το ερώτημα αν έχει ή όχι θεμέλιο, αλλά επειδή η ίδια, εφόσον περιλαμβάνει μέσα της τη διαδικασία του προβληματισμού μας και μάλιστα συγκροτείται κατεξοχήν από αυτή, είναι πρόβλημα, δηλαδή είναι ερώτηση που ζητά θεμελίωση. Αυτή η έννοια της καθαρής προβληματικότητας, την οποία ανέπτυξε ο M. Gentile πριν από πάνω από σαράντα χρόνια, δεν έχει ακόμη κατανοηθεί σωστά από όλους και συχνά συγχέεται με την προβληματικότητα υπό ψυχολογική και υποκειμενική έννοια — δηλαδή με την απλή πράξη του να θέτει κανείς ερωτήματα. (Σε αυτή τη σύγχυση, λυπάμαι που το λέω, φαίνεται να πέφτει και ο G. Bontadini, Ancora conversando di metafisica classica, ό.π., σ. 332.) Δεν αρνούμαι ότι η έννοια αυτή απαιτεί περαιτέρω εμβάθυνση, μέρος της οποίας έχει ήδη επιχειρηθεί μέσω της ταύτισης της προβληματικότητας της εμπειρίας με την αρχή της επαρκούς αιτίας, όπως την πρότεινε ο Pietro Faggiotto (βλ., για παράδειγμα, P. Faggiotto, Η οντολογική αξία της αρχής της επαρκούς αιτίας, στο Rivista di filosofia neo-scolastica, 72, 1980, σσ. 341–344). Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο η πειστικότητα της απόδειξης που προτείνεται μέσα από αυτή τη θέση, όσο η λογική της δομή ως παράδειγμα φιλοσοφικής ορθολογικότητας. Τώρα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λογική αυτή δομή είναι διαλεκτικού τύπου, όπως και αυτή της απόδειξης που προτείνει ο Bontadini, υπό την έννοια ότι συνίσταται στην ανάδειξη μιας αντίφασης (της εμπειρίας όταν θεωρείται ανεξάρτητη από μία αιτία, ήτοι από μια επαρκή αιτία) και στην άρση αυτής (μέσω της διατύπωσης μιας αρχής ή αιτίας, που υπερβαίνει την εμπειρία).

Μάλιστα, η ίδια η αρχή της αιτιότητας ή της επαρκούς αιτίας αποδεικνύεται μέσω διαλεκτικού επιχειρήματος, απολύτως ανάλογου με εκείνο με το οποίο ο Αριστοτέλης αποδεικνύει την αρχή της μη αντίφασης (όπως, εξάλλου, είναι εύλογο, δεδομένου ότι η εν λόγω αρχή αποτελεί επέκταση της προηγούμενης και ότι αυτός ο τύπος επιχειρηματολογίας είναι ο μόνος δυνατός στη φιλοσοφία). Πράγματι, αν τεθεί υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι για καθετί πρέπει να υπάρχει μια αιτία ή λόγος, τότε ζητείται έμμεσα μια αιτία γι’ αυτό το ίδιο το γεγονός — και έτσι δεν αναιρείται, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνεται η ίδια η αρχή της αιτίας (ή του λόγου). Η ίδια υπεράσπιση μπορεί να διατυπωθεί και σε σχέση με την προβληματικότητα, της οποίας η αμφισβήτηση καταλήγει φανερά σε μια επανάληψη της ίδιας. (Αυτά τα επιχειρήματα έχουν αναπτυχθεί με αυστηρό τρόπο αντίστοιχα από τον P. Faggiotto και τον G.R. Bacchin στα προαναφερθέντα έργα).

Αυτή η διατύπωση της κλασικής μεταφυσικής διακρίνεται από εκείνη του Bontadini, διότι δεν στηρίζει την ανάδειξη της αντίφασης στην αποδοχή της «αρχής του Παρμενίδη», δηλαδή στην αναγκαιότητα (και μονοσημία) του είναι, αλλά στην αποδοχή της καθαρής και απλής αρχής της μη αντίφασης, όπως τη διατύπωσε ο Αριστοτέλης· ως εκ τούτου, μπορεί δικαίως να θεωρηθεί ως μια πιο γνήσια αριστοτελική διατύπωση. Αλλά ο αριστοτελικός χαρακτήρας της προκύπτει και από δύο άλλες πτυχές της, οι οποίες εμπλέκονται και οι δύο στην έννοια της προβληματικότητας της εμπειρίας: τη πολυσημία του είναι και τη δομή της αιτιότητας.

Στην αριστοτελική σύλληψη, πράγματι, το είναι «μπορεί και να μην είναι», διότι δεν υπάρχει το «είναι» ως ενιαία οντότητα, αλλά υπάρχουν τα πολλαπλά και διαφορετικά όντα, καθένα από τα οποία είναι (το ίδιο, ο εαυτός του) και ταυτόχρονα δεν είναι (το άλλο), έτσι ώστε η διαφορά να είναι εξίσου ουσιώδης για το είναι όσο και η ταυτότητα. Το είναι λέγεται με πολλούς τρόπους —δηλώνει ο Αριστοτέλης— και κατά ανάλογο τρόπο λέγεται και το μη είναι, χωρίς αυτό να οδηγεί σε κάποια αντίφαση.

Υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν αυτή τη θέση ως έναν γνήσιο μηδενισμό· όμως αυτό ισχύει μόνο υπό το φως της αρχής του Παρμενίδη, η οποία δεν είναι η αρχή της μη αντίφασης, αλλά απλώς μια περιοριστική ερμηνεία αυτής, βασισμένη σε εκείνη την προϋπόθεση της μονοσημίας του είναι, η οποία διαψεύδεται από την εμπειρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: