Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Άγιος Παΐσιος, Έλεγε πραγματικά ότι θα πάρουμε την Κωνσταντινούπολη και πώς αντιμετώπιζε όσους πήγαιναν να του κάνουν κακό;


(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Πολλές φορές ο Όσιος είχε πει και την προφητεία ότι η Ελλάδα θα ξαναπάρει την Κωνσταντινούπολη. Αυτό σε πολλούς φαινόταν απίστευτο· γι’ αυτό και κάποιοι τον επισκέπτονταν, μόνο και μόνο για να το ακούσουν από το στόμα του.

Μια μέρα που όλοι κάθονταν σιωπηλοί στο υπαίθριο αρχονταρίκι, ο Όσιος είπε: «Ξέρω τι θέλετε να ρωτήσετε, αν θα πάρουμε την Πόλη. Θα τα φέρει ο Θεός έτσι τα πράγματα, που τα συμφέροντα των μεγάλων θα είναι τέτοια, ώστε να μας δώσουν την Πόλη. Υπάρχουν πνευματικοί νόμοι και θα λειτουργήσουν».

Και σε κάποιον που του είπε: «Και να μας την δώσουν, Γέροντα, την Πόλη, τι θα την κάνουμε;», απάντησε αποδοκιμαστικά: «Πα-πα-πα, παιδί μου, μ’ εσένα ούτε μέχρι την Ιερισσό δεν πηγαίνω!».

Πολλοί τον ρωτούσαν:
– Γέροντα, με τόσες αμαρτίες που έχουμε οι Έλληνες, είναι δυνατόν να μας δώσει την Πόλη ο Θεός;
– Πράγματι οι αμαρτίες μας είναι εμπόδιο που καθυστερεί τα γεγονότα, απαντούσε ο Όσιος, αλλά και οι Τούρκοι έχουν διαπράξει μεγάλες αδικίες και βαρβαρότητες απέναντι στους Έλληνες, και γι’ αυτό θα λειτουργήσουν οι πνευματικοί νόμοι.

Αυτό ο Όσιος δεν το έλεγε μόνον ως συμπέρασμα από την πείρα του περί πνευματικών νόμων, αλλά έχοντας λάβει και πληροφορία από τον Θεό, όπως ο ίδιος εκμυστηρεύθηκε.

Σε μερικούς όμως που επίμονα τον ρωτούσαν αν θα πάρουμε την Πόλη και πότε θα γίνει αυτό, απαντούσε: «Εσύ πήρες τον Χριστό μέσα σου; Αυτό να φροντίσεις, και άφησε πότε θα πάρουμε την Πόλη!».

Για όσους πήγαιναν να του κάνουν κακό

Για την Πόλη, καθώς και για άλλα εθνικά θέματα, ο Όσιος Παΐσιος συχνά συζητούσε και με τους στρατιωτικούς που τον επισκέπτονταν. Τους αγαπούσε ιδιαίτερα, και μάλιστα εκείνους που έβλεπε ότι είχαν πίστη, ανιδιοτέλεια, ιδανικά. Και χαιρόταν, όταν τους άκουγε να λένε ότι, αν χρειαζόταν να πολεμήσουν, ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν με χαρά.

«Αυτές οι φιλότιμες ψυχές, έλεγε, είναι σαν να με κερνάνε το καλύτερο γλύκισμα· μου παίρνουν όλη την πίκρα, όλον τον πόνο».

Υπήρχαν όμως και κάποιοι που, είτε από μόνοι τους είτε ως εντεταλμένοι άλλων που δούλευαν εναντίον της Ελλάδος και της Ορθοδοξίας, πήγαιναν στην Παναγούδα, για να κατασκοπεύσουν τον Γέροντα ή για να δημιουργήσουν σύγχυση στις συζητήσεις που γίνονταν εκεί καμμιά φορά ακόμη και για να τον απειλήσουν ή να του κάνουν κακό.

Μια μέρα που αρκετός κόσμος ήταν καθισμένος στα κούτσουρα, ήρθε ένας σωματώδης άνδρας και κάθισε και αυτός σε μια άκρη.

Εκείνη την ώρα ο Πατήρ Παΐσιος έλεγε: «Βρε, μόνο για παρελάσεις είστε, όχι για μάχες. Θυσιάσθηκε ο Χριστός. Έχουμε Ορθοδοξία. Μαρτύρησαν Άγιοι που μας βοηθούν ακόμη. Αν δεν είχαν πέσει αυτοί, ποιός ξέρει τι θα ήμασταν. Και τώρα, θέλει παλληκαριά· αν δεν πέσουν μερικοί, δεν γίνεται τίποτε!».

Ο άνθρωπος αυτός δεν μιλούσε, μόνον παρακολουθούσε. Ο Γέροντας τον ένιωθε «σαν ένα κρύο πράγμα».

Όταν έφυγαν όλοι και έμειναν οι δυο τους, αυτός όρμησε επάνω του, τον άρπαξε από τον λαιμό και του είπε με θυμό: «Ε, βρε συ, με τους θεούς σου».

Ο Γέροντας ένιωσε τότε ότι αυτός έβριζε τον Θεό. «Ποιους θεούς, βρε αθεόφοβε;» φώναξε αγανακτισμένος. «Εγώ έναν Τριαδικό Θεό λατρεύω. Άντε, φύγε από ‘δώ!».

Και του έδωσε μια σπρωξιά. Ο σωματώδης άνδρας σωριάστηκε κάτω και μαζεύτηκε σαν κουβάρι.

Σηκώθηκε μετά και έφυγε φοβισμένος. Άλλη φορά τον επισκέφθηκε ένας γεροδεμένος νέος και του είπε απειλητικά:
– Γέρο, δεν θέλω να σε ξαναδώ στην Θράκη, και να μην ανακατευθείς ξανά εκεί, γιατί…

«Τι λες, βρε παλιάνθρωπε;» απάντησε ο Γέροντας. «Εσύ που ήσουν Γερμανός, κοτζάμ παλληκάρι, με σπουδές και μόρφωση, πήγες στην Μέκκα, σε έκαναν Μουσουλμάνο, και τώρα δουλεύεις για τους Τούρκους στην Κρήτη κάνοντας τον βοσκό και κατασκοπεύεις τις στρατιωτικές βάσεις εκεί. Φύγε από εδώ!».

Δεν πρόλαβε ο Όσιος να αποτελειώσει την φράση αυτή, και ο νέος είχε ήδη φύγει.

«Χαίρομαι», έλεγε ο Γέροντας, «που πολλοί απειλούν να με ξεκάνουν, επειδή μιλώ και τους χαλάω τα σχέδια. Τι μαρξιστές, τι σιωνιστές, τι μασόνοι, τι σατανιστές! Μια που δεν κάνουμε τίποτε άλλο, αν μας αξιώσει ο Θεός για ένα μαρτύριο, καλά δεν θα είναι;».

Κι όταν αργά το βράδυ τύχαινε να πηδήξει κάποιος τα σύρματα, η καρδιά του χτυπούσε γλυκά από την λαχτάρα για το γλυκό μαρτύριο.

Απόσπασμα από το βιβλίο ο «Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Βασιλικά Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: