SUMPHILOSOPHEIN 9
H ζωή στην Ακαδημία του Πλάτωνος.
Του Enrico Berti.
H ζωή στην Ακαδημία του Πλάτωνος.
Του Enrico Berti.
Tα πράγματα όπως φαίνονται
3. Αριστοτέλης: οι ανάδρομες σφαίρες
Είναι πιθανό ότι και ο Αριστοτέλης συμμετείχε, ή τουλάχιστον παρακολούθησε, τη συζήτηση που προκλήθηκε στο εσωτερικό της Ακαδημίας σχετικά με το πρόβλημα, που έθεσε ο Πλάτωνας, για το πώς να «σωθούν τα φαινόμενα» των κινήσεων των άστρων. Πράγματι, όχι μόνο υπήρξε μέλος της Ακαδημίας για είκοσι χρόνια, δηλαδή από το 367 π.Χ., έτος κατά το οποίο εισήλθε σε αυτήν σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, έως το 347, έτος θανάτου του Πλάτωνα· αλλά υπήρξε μέλος, σύμφωνα με ορισμένες βιογραφίες, ακόμα και μετά, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία στο εσωτερικό της Ακαδημίας βρισκόταν και ο Εύδοξος. Η αποκαλούμενη Vita Aristotelis Marciana, έτσι ονομαζόμενη επειδή περιέχεται σε ένα χειρόγραφο που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη Marciana της Βενετίας, αναφέρει πράγματι ότι ο Αριστοτέλης εισήλθε στην Ακαδημία επί Εύδοξου. Μια άλλη αρχαία βιογραφία, η αποκαλούμενη Vita Latina, έτσι ονομαζόμενη επειδή δεν είναι τίποτε άλλο από μια μετάφραση της προηγούμενης, αποδίδει στα λατινικά αυτή την έκφραση με το tempore Eudoxi, «τον καιρό του Εύδοξου». Η Vita Marciana ανάγεται στην ύστερη αρχαιότητα και πιθανότατα είναι νεοπλατωνικής προέλευσης, αλλά η χρονολογία της βασίζεται ρητά στις πληροφορίες ενός Αθηναίου ιστορικού του 4ου αιώνα π.Χ., του Φιλόκορου, ο οποίος, επειδή έζησε λίγο μετά τον Αριστοτέλη, όφειλε να είναι καλά πληροφορημένος για τη ζωή του. Κάποιοι έχουν σκεφτεί ακόμη και ότι, κατά το δεύτερο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες, η Ακαδημία διοικείτο από τον Εύδοξο, αλλά δεν είναι απαραίτητο να καταφύγουμε σε αυτή την υπόθεση· αρκεί να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης βρέθηκε στην Ακαδημία «τον καιρό του Εύδοξου», δηλαδή την ίδια εποχή που βρισκόταν εκεί και ο Εύδοξος.
Ωστόσο, ακόμα κι αν ο Αριστοτέλης ήταν παρών στη συζήτηση για τις κινήσεις των άστρων, δεν συνέβαλε στη λύση του προβλήματος με πρωτότυπο τρόπο, διότι πιθανότατα ήταν ακόμα πολύ νέος, καθώς τα ενδιαφέροντά του δεν προσανατολίζονταν πρωτίστως στα μαθηματικά, αλλά στρέφονταν, όπως προκύπτει από αποσπάσματα έργων του που χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο, σε όλους τους άλλους τομείς της γνώσης, διαλεκτική και ρητορική, φυσική και μεταφυσική, ηθική και πολιτική, ποιητική²⁷. Από τις μεταγενέστερες πηγές προκύπτει πράγματι ότι ο Αριστοτέλης βασίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στην υπόθεση του Εύδοξου, διορθωμένη από τον Κάλλιππο, για να προσθέσει στη συνέχεια περαιτέρω διορθώσεις, πάντοτε, όπως θα δούμε αμέσως, στο ίδιο φιλοσοφικό σύστημα.
Αυτό, για το κοσμολογικό μέρος, εντασσόταν τέλεια στο μοντέλο του «σύμπαντος των δύο σφαιρών», που είδαμε να έχει εισαχθεί και τελειοποιηθεί από τον Πλάτωνα στον Τίμαιο, υπέρ του οποίου έφερε περαιτέρω επιχειρήματα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης έλαβε υπόψη τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η Γη θα κινούνταν πραγματοποιώντας μια περιστροφή γύρω από μια εστία τοποθετημένη στο κέντρο του σύμπαντος, που ξέρουμε πως είχε υποστηριχθεί από τον Πυθαγόρειο Φιλόλαο, και τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η Γη θα περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της, η οποία, όπως θα δούμε σε λίγο, είχε υποστηριχθεί από τον Ηράκλειτο τον Ποντικό. Εναντίον της πρώτης, αυτός φέρει ως απόδειξη της ακινησίας της Γης στο κέντρο του σύμπαντος το γεγονός ότι, εάν αυτή κινούνταν, «θα παρήγαγε αναγκαστικά αποκλίσεις ή εκτροπές στην πορεία των απλανών άστρων, και όμως δεν βλέπουμε να συμβαίνει αυτό, αφού τα ίδια άστρα ανατέλλουν και δύουν πάντοτε στα ίδια σημεία της Γης»²⁸. Αυτά τα λόγια μοιάζουν να υπαινίσσονται το φαινόμενο που είναι γνωστό ως «αστρική παράλλαξη», δηλαδή την αμοιβαία μετατόπιση θέσης που παρατηρείται στα άστρα όταν μετακινείται το σημείο παρατήρησης. Ε, λοιπόν, η αστρική παράλλαξη, η οποία στο σύστημα του Κοπέρνικου αποτελεί πειραματική απόδειξη της κίνησης της Γης, ανακαλύφθηκε μόνο τον 18ο αιώνα, επομένως δεν παρατηρήθηκε ούτε από τον Γαλιλαίο, ούτε από τον Κέπλερ, ούτε από τον Νεύτωνα, οι οποίοι δεν διέθεταν κατάλληλα όργανα. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να την παρατηρήσει ο Αριστοτέλης; Μπορούμε συνεπώς να καταλάβουμε γιατί είπε ότι, εφόσον δεν παρατηρήθηκε ένα ανάλογο φαινόμενο, έπρεπε να υποτεθεί ότι η Γη δεν μετακινείται σε σχέση με τα απλανή άστρα.
Εναντίον της θεωρίας του Ηράκλειτου, αντίθετα, ο Αριστοτέλης προβάλλει το επιχείρημα ότι «τα βαριά σώματα εκτοξευμένα με δύναμη προς τα πάνω πέφτουν κατακόρυφα στο ίδιο σημείο»²⁹, πράγμα που δεν λαμβάνει υπόψη τη σχετικότητα της κίνησης, η οποία ανακαλύφθηκε μόνο από τον Γαλιλαίο. Αλλά έχει επίσης ειπωθεί ότι είναι εξίσου εσφαλμένο το επιχείρημα που προέβαλε ο Γαλιλαίος υπέρ της κίνησης της Γης γύρω από τον εαυτό της, δηλαδή το φαινόμενο των παλιρροιών, διότι αυτό παράγεται από την έλξη που ασκείται στη Γη από τη Σελήνη.
Ας δούμε όμως ποια θέση υιοθετεί ο Αριστοτέλης σχετικά με τις κινήσεις των πλανητών. «Εμείς βλέπουμε – δηλώνει – ότι, πέρα από την απλή μετατόπιση του “σύμπαντος”, δηλαδή την περιστροφή της σφαίρας των απλανών άστρων γύρω από τον εαυτό της, “συμβαίνουν και άλλες μετατοπίσεις, όπως εκείνες των άστρων”». Και ιδού πώς αυτός εργάζεται για να «σώσει τα φαινόμενα» αυτών των κινήσεων:
Η μελέτη του αριθμού των μετατοπίσεων πρέπει να παραπεμφθεί σε εκείνην, που μεταξύ των μαθηματικών επιστημών, πλησιάζει περισσότερο προς τη φιλοσοφία, δηλαδή την αστρονομία· αυτή, πράγματι, έχει ως αντικείμενο της έρευνάς της μια ουσία που είναι αισθητή αλλά αιώνια, ενώ οι άλλες μαθηματικές επιστήμες – όπως, για παράδειγμα, η αριθμητική και η γεωμετρία – δεν έχουν να κάνουν με καμία ουσία³⁰.
Σε αυτά τα λόγια εκδηλώνεται μια σημαντική πτυχή της αριστοτελικής επιστημολογίας. Διότι για τον Αριστοτέλη η αστρονομία είναι, ναι, μια μαθηματική επιστήμη, αλλά είναι μια εφαρμοσμένη μαθηματική επιστήμη, δηλαδή μια εφαρμοσμένη μαθηματική στην αστρονομία, στην μελέτη των άστρων, τα οποία είναι αισθητές ουσίες, δηλαδή σώματα. Ο Αριστοτέλης επιπλέον πίστευε ότι τα άστρα είναι αιώνια και γι’ αυτό τα θεωρούσε αποτελούμενα από ένα στοιχείο διαφορετικό από τα τέσσερα γήινα στοιχεία (νερό, αέρα, γη και φωτιά), δηλαδή από τον αιθέρα, στοιχείο άφθαρτο και αμετάβλητο, αλλά αυτό προς το παρόν δεν μας ενδιαφέρει. Οι μαθηματικές επιστήμες όμως, όπως η αριθμητική και η γεωμετρία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν έχουν ως αντικείμενο ουσίες, διότι τα αντικείμενά τους, δηλαδή αντίστοιχα οι αριθμοί και τα σχήματα, δεν είναι σώματα, αλλά είναι αντίστοιχα τα μέρη και τα όρια των σωμάτων. Γι’ αυτό η αστρονομία, παρόλο που είναι μια μαθηματική επιστήμη, «πλησιάζει περισσότερο προς τη φιλοσοφία», η οποία κατά τον Αριστοτέλη έχει ως αντικείμενο τις ουσίες. Άρα ο αριθμός των κινήσεων, δηλαδή των σφαιρών, που είναι αναγκαίος για να εξηγηθεί η κίνηση των άστρων πρέπει να υπολογιστεί από τα μαθηματικά, και συγκεκριμένα από τη γεωμετρία, αλλά στη συνέχεια πρέπει να εφαρμοστεί στα άστρα, τα οποία είναι σώματα, και μπορούν να μεταφέρονται μόνο από σώματα, οπότε και οι σφαίρες που τα μεταφέρουν πρέπει να είναι σώματα, δηλαδή πρέπει να αποτελούνται και αυτές από αιθέρα.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτή η διάκριση μεταξύ των μαθηματικών, που ασχολούνται μόνο με αριθμούς και σχήματα, και της φιλοσοφίας, που ασχολείται με ουσίες, επανέρχεται επίσης και στον Γαλιλαίο, όταν, θέλοντας να μετακινηθεί από το πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου ήταν καθηγητής μαθηματικών, στο πανεπιστήμιο της Πίζας, εκφράζει την επιθυμία να ονομαστεί όχι μόνο «μαθηματικός», αλλά και «φιλόσοφος» του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης, από τον οποίο εξαρτιόταν το πανεπιστήμιο της Πίζας³¹. Αυτό σημαίνει, όπως εξηγούν όλοι οι μελετητές, ότι ο Γαλιλαίος θεωρούσε τις αστρονομικές του ανακαλύψεις, που έγιναν στην Πάδοβα με το τηλεσκόπιο, όχι απλές μαθηματικές θεωρίες, δηλαδή «υποθέσεις», όπως ο καρδινάλιος Μπελλαρίνο θεωρούσε τη θεωρία του Κοπέρνικου³², αλλά αληθινές και αυθεντικές φιλοσοφικές γνώσεις, δηλαδή γνώσεις για το πώς έχουν τα πράγματα στη φυσική πραγματικότητα (τότε λεγόταν: in rerum natura), ακόμη και αν η «φιλοσοφία» αυτή ήταν εκείνη που τότε λεγόταν «φυσική φιλοσοφία», δηλαδή η φυσική.
Για τον υπολογισμό του αριθμού των σφαιρών που είναι αναγκαίες για να εξηγηθούν οι κινήσεις των πλανητών, ο Αριστοτέλης εμπιστεύεται τα μαθηματικά, δηλαδή τους ειδικούς αυτής της επιστήμης, που είναι ο Εύδοξος και ο Κάλλιππος, με τα εξής λόγια:
Αλλά ότι ο αριθμός των κινήσεων μετατόπισης υπερβαίνει εκείνον των σωμάτων που μετακινούνται τοπικά, είναι κάτι προφανές ακόμη και σε όποιον έχει μια μέτρια επάρκεια σε αυτό το πεδίο σπουδών· (πράγματι καθένα από τα μη σταθερά άστρα κινείται με περισσότερες από μία μετατοπίσεις)· συνεπώς, για να υπολογίσουμε τον αριθμό αυτών των μετατοπίσεων, είναι ορθό, ακόμη και για να διαμορφώσουμε μια ιδέα (ennoias charin), να στηριχθούμε στο έργο κάποιων μαθηματικών, προκειμένου να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τον αριθμό αυτό, έστω και κατά προσέγγιση· όσον αφορά το υπόλοιπο, στο οποίο πρέπει να ερευνήσουμε τα αίτια, στο μέρος αυτό πρέπει να στηριχθούμε στην εκτίμηση των ειδικών, και αν οι ειδικοί σε αυτό το πεδίο φτάσουν σε κάποιο συμπέρασμα που διαφέρει από εκείνο που τώρα διατυπώνουμε, πρέπει να θρέψουμε μεγαλύτερο σεβασμό (philein) για τις αντίθετες απόψεις, αλλά πρέπει να ακολουθήσουμε εκείνες που είναι πιο ακριβείς³³.
Ας σημειωθεί πώς από τη μια ο Αριστοτέλης ομολογεί τη μικρή του επάρκεια στα μαθηματικά («όσον αφορά τον αριθμό»), και από την άλλη («όσον αφορά το υπόλοιπο») διεκδικεί για τον εαυτό του το φιλοσοφικό, ακριβώς, μέρος του ζητήματος, για να φτάσει έτσι, υπό αυτή την οπτική, σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα των προκατόχων του. Είναι ενδιαφέρον, σε σχέση με τους τελευταίους, η δήλωσή του περί «σεβασμού», ή μάλλον φιλίας (philein), προς εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη από τη δική του. Αυτή η δήλωση θυμίζει εκείνη τη διάσημη της Ηθικής Νικομαχείου σε σχέση με τον Πλάτωνα και τους άλλους Ακαδημικούς, τους οποίους ο Αριστοτέλης αποκαλεί «φίλους» (philoi), αλλά δηλώνοντας ότι προτιμά από αυτούς την αλήθεια³⁴. Η σύμπτωση των δύο δηλώσεων οδηγεί στο να σκεφτούμε ότι, ακόμη και σε σχέση με την κίνηση των πλανητών, ο Αριστοτέλης σκέφτεται τους Ακαδημικούς, και ότι επομένως αναφέρεται συγκεκριμένα στη συζήτηση που προκλήθηκε από τον Πλάτωνα στη σχολή του με την προτροπή να «σωθούν τα φαινόμενα».
Αυτό επιβεβαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο, αφού ανέφερε τη θεωρία του Εύδοξου και του Κάλλιππου («των μαθηματικών») που είδαμε παραπάνω και της οποίας είναι οπωσδήποτε ο πιο αρχαίος μάρτυρας, ο Αριστοτέλης εισάγει τη δική του άποψη με μια έκφραση παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποίησε ο Πλάτων σε εκείνη την περίσταση:
Αλλά, για να μπορέσει να δοθεί πραγματικά λογαριασμός των φαινομένων (ta phainomena apodosein) μέσω του συνδυασμού όλων των σφαιρών, πρέπει να υπάρχουν, για καθεμία από τις πέντε πλανητικές σφαίρες, και άλλες σφαίρες, σε σχέση με εκείνες που αναφέρθηκαν πριν, εξίσου πολλές ή και περισσότερες, και πρέπει να περιστρέφονται σε αντίθετη φορά (antilelixotas) από εκείνες και να επαναφέρουν στην ίδια θέση την πρώτη από τις σφαίρες του άστρου, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι διατεταγμένη κάτω από τη σφαίρα κάποιου άλλου· μόνο έτσι ο συνδυασμός όλων των σφαιρών μπορεί να επιτελέσει τη μετάθεση των πλανητών³⁵.
Στο απόσπασμα αυτό αναδύεται η συνέπεια της ουσιοποίησης, που πραγματοποίησε ο Αριστοτέλης, των σφαιρών που μεταφέρουν τους πλανήτες, ουσιοποίηση όχι ρητή, όσο μπορούμε να ξέρουμε, στις θεωρίες του Εύδοξου και του Κάλλιππου – οι οποίοι ήταν μαθηματικοί, και δεν ήταν υποχρεωμένοι να την εξηγήσουν –, αλλά πάντως απαραίτητη για να είναι αποτελεσματικές οι εξηγήσεις τους. Για να είναι, πράγματι, η κίνηση κάθε πλανήτη αποτέλεσμα του αθροίσματος των κινήσεων τριών ή τεσσάρων ή πέντε σφαιρών που πρέπει να την εξηγήσουν, είναι αναγκαίο οι σφαίρες αυτές να είναι επιβιβασμένες η μία μέσα στην άλλη, έτσι ώστε να μπορούν να μεταδίδουν τις αντίστοιχες κινήσεις τους, δηλαδή μόνον εάν είναι διαδοχικά εξωτερικές μεταξύ τους, και άρα μόνον εάν είναι και οι ίδιες υλικά σώματα, όπως είναι και οι πλανήτες που αυτές πρέπει να μεταφέρουν. Αλλά, αν καθεμία από τις σφαίρες είναι στερεωμένη σε εκείνη που είναι εξωτερική ως προς αυτήν – εξαιρουμένης, προφανώς, της πρώτης, δηλαδή της σφαίρας των απλανών –, η καθεμία κινδυνεύει να μεταδώσει την κίνησή της στην επόμενη, παράγοντας σε όλο το σύστημα μια και μόνη κίνηση, η οποία θα είναι το άθροισμα των κινήσεων όλων των είκοσι έξι ή τριάντα τεσσάρων σφαιρών που το αποτελούν. Με αυτόν τον τρόπο η κίνηση κάθε πλανήτη, που είναι αποτέλεσμα των σφαιρών που είναι αναγκαίες για να την εξηγήσουν, θα παραμορφωνόταν και δεν θα ανταποκρινόταν πλέον στα «φαινόμενα», δηλαδή σε αυτό που παρατηρείται.
Για να αποφύγει αυτό το μειονέκτημα, ο Αριστοτέλης εισάγει, ανάμεσα στη μία σφαίρα και στην άλλη, μια σφαίρα που περιστρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση από την ανώτερη και έτσι αναιρεί το αποτέλεσμα που προκαλεί η κίνησή της στην κατώτερη. Οι νέες σφαίρες που εισάγονται για αυτόν τον λόγο ονομάζονται από τον Αριστοτέλη αντιελιτούσες, που στα ελληνικά σημαίνει ότι περιστρέφονται σε αντίθετη κατεύθυνση και μπορούμε να τις ονομάσουμε «ανάδρομες». Αυτές, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι σε κατώτερο αριθμό από μία ανά σύνθετη, δηλαδή ανά πλανήτη, επειδή για τον Εύδοξο, όπως είδαμε, ήταν 26 και για τον Κάλλιππο 33, χωρίς να υπολογίζεται η σφαίρα των απλανών. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να προτιμά την υπόθεση του Κάλλιππου από εκείνη του Εύδοξου, αφού προσθέτει 32 ανάδρομες σφαίρες στις 33 που παραδέχεται ο Κάλλιππος και φτάνει έτσι στον συνολικό αριθμό των 55 σφαιρών, πάντα χωρίς να υπολογίζεται η σφαίρα των απλανών. Αλλά έπειτα δείχνει κάποιον ενδοιασμό και παραδέχεται ότι τέσσερις σφαίρες που προστίθενται από τον Κάλλιππο, δηλαδή οι δύο για τον Ήλιο και οι δύο για τη Σελήνη, δεν είναι αναγκαίες, με αποτέλεσμα, αφαιρώντας αυτές τις τέσσερις ανάδρομες σφαίρες από το συνολικό αριθμό των 55, να απομένουν 51 ή 47. Επομένως για τον Αριστοτέλη οι σφαίρες που είναι αναγκαίες για να εξηγηθούν οι κινήσεις των πλανητών είναι συνολικά 55 ή 47, στις οποίες προστίθεται η σφαίρα των απλανών³⁶.
Παρατηρούμε ωστόσο ότι ο αριθμός των ανάδρομων σφαιρών που εισήγαγε ο Αριστοτέλης φαίνεται να είναι υπερβολικός. Διότι, εάν για κάθε ουράνια σφαίρα εισάγεται μία ανάδρομη σε σχέση με αυτήν, η οποία να εξουδετερώνει την κίνησή της, δεν θα προκύπτει πλέον καμία κίνηση ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της κίνησης περισσοτέρων σφαιρών.
Οι μόνες ανάδρομες σφαίρες που είναι απαραίτητες είναι εκείνες που χρησιμεύουν στο να εξουδετερώνουν τα αποτελέσματα της κίνησης ενός πλανήτη επί των κινήσεων του συστήματος στο οποίο αυτός ανήκει, με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε ομάδα, ή σύστημα, από σφαίρες που είναι απαραίτητες για να εξηγήσουν την κίνηση ενός πλανήτη, να είναι ανεξάρτητη από τους άλλους. Μέσα σε κάθε ομάδα, ή σύστημα, δεν πρέπει να υπάρχει καμία ανάδρομη σφαίρα, διότι αυτή θα εμπόδιζε τη μεγαλύτερη σφαίρα από το να εμπλέξει στην κίνησή της τη σφαίρα αμέσως επόμενη, μετακινώντας τους πόλους της τελευταίας οι οποίοι δεν είναι σταθεροί μέσα σε αυτήν. Εν συντομία, η διόρθωση που εισήγαγε ο Αριστοτέλης, αν και απαραίτητη εξαιτίας της ουσιοποίησης ολόκληρου του συστήματος των σφαιρών, αφήνει αρκετά περιθώρια βελτίωσης από μαθηματική άποψη. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, άλλωστε, όπως είδαμε, θεωρούσε τον εαυτό του μη ειδικό σε αυτόν τον τομέα, και παρουσίαζε όλη τη συζήτηση ως κατά προσέγγιση, δηλαδή απλώς «τόσο για να δοθεί μια ιδέα» (ennoias charin)³⁷.
Αλλά ο Αριστοτέλης δεν αρκείται στο ότι με αυτόν τον τρόπο περιέπλεξε το σύστημα του Εύδοξου και του Κάλλιππου – περιπλοκή πάντως αναγκαία, όπως είδαμε, για να περάσει από μια καθαρά μαθηματική εξήγηση σε μια φυσική εξήγηση –· θέλει να προσδώσει σε αυτήν μια «φιλοσοφική» εξήγηση, βασισμένη στο γεγονός ότι η σφαίρα των απλανών άστρων διαθέτει μία μόνο κίνηση, οι πλανήτες πολλές, και ότι από αυτούς, οι πιο κοντινοί στη σφαίρα των απλανών είναι και οι λιγότερο απομακρυσμένοι από τον σκοπό τους, δηλαδή ο Ήλιος και η Σελήνη, ενώ η Γη δεν διαθέτει καμία. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης παρομοιάζει τα άστρα με ζωντανά όντα, τα οποία με τις κινήσεις τους επιδιώκουν έναν σκοπό, που είναι και δικός τους. Τα πιο τέλεια άστρα, δηλαδή τα απλανή, φτάνουν στον δικό τους σκοπό με μία μόνο κίνηση – την περιστροφή της δικής τους σφαίρας γύρω από τον εαυτό της· τα άστρα που βρίσκονται πιο κοντά στα απλανή, δηλαδή οι πέντε πλανήτες, όντας λιγότερο τέλεια, χρειάζονται πολλές κινήσεις για να φτάσουν στον σκοπό τους· τα άστρα που βρίσκονται πιο κοντά στη Γη, δηλαδή ο Ήλιος και η Σελήνη, δεν καταφέρνουν να φτάσουν πλήρως στον σκοπό τους, παρότι τον επιδιώκουν με λίγες κινήσεις· τέλος, η Γη δεν προσπαθεί να φτάσει στον σκοπό της μέσω της κίνησης, γι’ αυτό και μένει ακίνητη³⁸.
Πρόκειται για μια εξήγηση καθαρά ανθρωπομορφική, που τοποθετείται εντελώς εκτός επιστημονικής οπτικής.
5. Ηρακλείδης ο Ποντικός: η περιστροφή της Γης
Η ευδοξιανή θεωρία των ομοκέντρων σφαιρών, όσο ιδιοφυής κι αν ήταν, δεν κατόρθωσε ωστόσο να «σώσει» πλήρως τα φαινόμενα, δηλαδή να εξηγήσει όλα τα γεγονότα που προκύπτουν από την παρατήρηση της κίνησης των πλανητών, ακόμη και με τις διορθώσεις και τις συμπληρώσεις που έκανε ο Κάλλιππος από μαθηματική άποψη και ο Αριστοτέλης από φυσική άποψη. Ο Σιμπλίκιος, ο οποίος, όπως είδαμε, την αποδίδει στη μαρτυρία του Σωσιγένη, αστρονόμου του 2ου αιώνα π.Χ., αναφέρει επίσης τις κριτικές που της απέδωσε ο ίδιος ο Σωσιγένης, αλλά οι οποίες ανάγονται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., δηλαδή λίγα χρόνια μετά τη διατύπωση της θεωρίας των ομοκέντρων σφαιρών.
Ωστόσο, οι θεωρίες του Εύδοξου και των οπαδών του δεν σώζουν τα φαινόμενα, και όχι μόνο εκείνα που αποκαλύφθηκαν μεταγενέστερα, αλλά ούτε και εκείνα που ήδη γνώριζαν οι ίδιοι οι συγγραφείς. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αναφερθούν και άλλα φαινόμενα, μερικά από τα οποία, σύμφωνα με τον Κάλλιππο τον Κυζικηνό, ο Εύδοξος δεν είχε μπορέσει να τα εξηγήσει, γνωρίζοντάς τα (αν πράγματι είναι αληθές ότι τα γνώριζε); Αναφέρεται το φαινόμενο ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη δεν απομακρύνονται ποτέ πολύ από τον Ήλιο· ο Αυτολύκος του Πιτάνα προσπάθησε να το εξηγήσει μέσω της υπόθεσης (που αργότερα υιοθετήθηκε από τους πτολεμαϊκούς, όπως θα δούμε), ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο, ενώ ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη Γη (και αυτός θεωρήθηκε κάποτε Αριστοτελικός). Θυμάμαι επίσης το φαινόμενο ότι ο Άρης μερικές φορές φαίνεται εγγύτερα, άλλοτε πιο μακριά. Ο Ερμής και η Αφροδίτη φαίνονται πάντοτε φωτισμένοι κατά το ήμισυ: στην πραγματικότητα το άστρο του Ερμή εμφανίζεται πάντοτε στο τέλος της ημέρας ή στην αρχή της νύχτας κοντά στη Σελήνη ώστε τα σώματα να ρίχνουν σκιές³⁹.
Για τον Αυτολύκο τον Πιταναίο γνωρίζουμε μόνο ότι έζησε στα τέλη του 4ου αιώνα και για τη διαμάχη του με τον Αριστοτέλη δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Αλλά είναι σημαντικό το γεγονός ότι ήδη στα τέλη του 4ου αιώνα είχε τεθεί το πρόβλημα της εξήγησης των μεταβολών στο μέγεθος που παρατηρούνται σε ορισμένους πλανήτες, μεταβολές που δίνουν την εντύπωση προσέγγισης ή απομάκρυνσης των πλανητών σε σχέση με τη Γη, κάτι που δεν συμφιλιώνεται καθόλου με την υπόθεση ότι αυτοί μεταφέρονται από σφαίρες που έχουν κέντρο τη Γη και συνεπώς αποτελούνται από σημεία εξίσου απομακρυσμένα από τη Γη. Ο Σιμπλίκιος επιμένει στην ένταση αυτών των κριτικών, παρατηρώντας ότι η εντύπωση που μεταφέρεται σχετικά με την Αφροδίτη και τον Άρη, δηλαδή η μεταβολή στο μέγεθός τους, παρατηρείται επίσης και στην περίπτωση της Σελήνης και του Ήλιου, αν και αυτοί οι αστέρες δεν παρουσιάζουν ανάδρομες κινήσεις, και είναι πιθανό ότι παρατηρείται επίσης και για τους άλλους πλανήτες, οι οποίοι είναι πιο μακρινοί και για τους οποίους είναι πιο δύσκολο να παρατηρηθούν ενδεχόμενες μεταβολές. Προσθέτει ακόμη ότι αυτών των γεγονότων είχε γνώση και ένας άμεσος μαθητής του Εύδοξου, δηλαδή ο Πολέμαρχος ο Κυζικηνός, ο οποίος όμως τα παρέβλεψε, επειδή δεν επιχείρησε καν να τα εξηγήσει, έχοντας πεισθεί, όπως και ο Εύδοξος, για τη θεωρία των ομοκέντρων σφαιρών.
Ο Σιμπλίκιος, επιπλέον, δηλώνει ότι για τις μεταβολές στο μέγεθος των πλανητών θα είχε απογοητευτεί, όπως θα προέκυπτε από τα Φυσικά Προβλήματα, ακόμη και ο Αριστοτέλης, ο οποίος ωστόσο δεν θα ήταν εντελώς ανικανοποίητος από τη θεωρία του Εύδοξου για τις ομοκεντρικές σφαίρες, αν και θα είχε ελκυστεί κυρίως από την κανονικότητα και τη συμμετρία της. Στην πραγματικότητα τα Φυσικά Προβλήματα, αν και μεταβιβάστηκαν από τη χειρόγραφη παράδοση μαζί με τα έργα του Αριστοτέλη, δεν είναι δικά του, αλλά πιθανότατα κάποιου Περιπατητικού ή μεταγενέστερου, γι’ αυτό δεν υπάρχουν σίγουρα σημάδια δυσαρέσκειας του Αριστοτέλη απέναντι στη θεωρία του Εύδοξου. Γνωρίζουμε ότι η μεταβολή στο μέγεθος των πλανητών, για την οποία μιλά ο Σιμπλίκιος, εξηγήθηκε ήδη κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. με δύο τρόπους: στην περίπτωση των πλανητών που παρουσιάζουν ανάδρομες κινήσεις, αυτή εξηγήθηκε μέσω των λεγόμενων «επιγύκλων», δηλαδή μέσω της υπόθεσης ότι οι πλανήτες περιέγραφαν κυκλικές τροχιές που είχαν ως κέντρο ένα σημείο τοποθετημένο πάνω σε έναν κύκλο που περιστρεφόταν γύρω από τη Γη («επι-κύκλιο» σημαίνει πράγματι «επάνω σε» έναν «κύκλο»). Στην περίπτωση της Σελήνης και του Ήλιου αυτή εξηγήθηκε μέσω των λεγόμενων «εκκέντρων», δηλαδή μέσω της υπόθεσης ότι τα άστρα αυτά περιέγραφαν κυκλικές τροχιές που είχαν ως κέντρο ένα σημείο διαφορετικό από τη Γη. Η πρώτη υπόθεση επέτρεπε να εξηγηθεί τόσο η μεταβολή της απόστασης από τη Γη όσο και η ανάδρομη κίνηση, ενώ η δεύτερη επέτρεπε να εξηγηθεί μόνο η μεταβολή της απόστασης από τη Γη.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις καθιστούσαν άχρηστη την παραδοχή ότι το κάθε άστρο μεταφερόταν από ένα σύστημα περισσότερων σφαιρών, όπως υπέθετε ο Εύδοξος, και συνεπώς απλοποιούσαν σημαντικά τη δομή του σύμπαντος, αν και χωρίς να τηρούν την πλατωνική αρχή της εξήγησης των κινήσεων των άστρων μόνο μέσω κυκλικών κινήσεων. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα πότε αυτές εισήχθησαν, ίσως από τον μαθηματικό Απολλώνιο τον Περγαίο, ο οποίος έζησε στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. Είναι βέβαιο ότι οι επιγύκλοι και οι έκκεντροι έγιναν δεκτοί από τον Ίππαρχο της Νίκαιας, ο οποίος έζησε γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., και ότι αυτοί έγιναν δεκτοί στο συνολικό σύστημα του κόσμου που εκπόνησε ο Κλαύδιος Πτολεμαίος στο περίφημο έργο του Αλμαγέστη (2ος αιώνας μ.Χ.), το οποίο ο Γαλιλαίος συνέκρινε με το κοπερνίκειο σύστημα στον Διάλογο για τα δύο μέγιστα συστήματα του κόσμου (1632). Παρατηρούμε ότι οι τόσοι πολλοί επιγύκλοι και έκκεντροι όχι μόνο δεν έγιναν ποτέ δεκτοί από τον Αριστοτέλη, αλλά ήταν ασυμβίβαστοι με το αριστοτελικό σύστημα του σύμπαντος, σύμφωνα με το οποίο οι πλανήτες μεταφέρονται από σφαίρες αιθέρα, οι οποίες, ακριβώς επειδή είναι στερεές, θα έπρεπε να διαπερνώνται μεταξύ τους, και η Γη έπρεπε να καταλαμβάνει το κέντρο του σύμπαντος, επειδή αυτό είναι το «φυσικό της μέρος». Για αυτόν τον λόγο μεγάλοι αριστοτελικοί φιλόσοφοι όπως ο Αβερόης και ο Θωμάς ο Ακινάτης θεώρησαν το πτολεμαϊκό μαθηματικό σύστημα όχι ως μια φυσική περιγραφή της πραγματικής δομής του σύμπαντος αλλά μόνο ως ένα εργαλείο υπολογιστικό⁴⁰.
Αλλά ήδη την εποχή του Εύδοξου, πιθανότατα στο πλαίσιο της συζήτησης που προκάλεσε ο Πλάτωνας εντός της Ακαδημίας για το «σώζεσθαι τα φαινόμενα» των ουρανίων σωμάτων, ένα άλλο μέλος της σχολής του Πλάτωνα, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, διατύπωσε μια εναλλακτική υπόθεση σε εκείνη του Εύδοξου, η οποία παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον διότι, ενώ παραμένει εντός του πλατωνικού μοντέλου του σύμπαντος με τις δύο σφαίρες, ανατρέπει πλήρως το πεδίο της αντίληψης και ανοίγει το δρόμο για μια εντελώς νέα δυνατότητα εξήγησης. Ένας όψιμος μαρτυρας, ο χριστιανός επίσκοπος Ευσέβιος Καισαρείας (4ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος όμως αντλεί τις πληροφορίες του από έναν παλαιότερο δοξογράφο, τον Αέτιο (1ος αιώνας μ.Χ.), αναφέρει ότι:
Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός και ο πυθαγόρειος Εκφάντης κινούν τη Γη, όχι μετατοπίζοντάς την, αλλά κάνοντάς την να περιστρέφεται, όπως ένας τροχός στερεωμένος σε άξονα, από τη δύση προς την ανατολή γύρω από το δικό της κέντρο⁴¹.
Και ο Σιμπλίκιος επαναλαμβάνει:
Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός πίστευε ότι, αν η Γη βρίσκεται στο κέντρο και περιστρέφεται και ο ουρανός παραμένει ακίνητος, τότε σώζονται τα φαινόμενα⁴².
Η αναφορά στον Πυθαγόρειο Εκφάντη από τις Συρακούσες, ο οποίος μαζί με τον Ίκετα, επίσης από τις Συρακούσες, θεωρείται από τη δοξογραφία ως η παλαιότερη πηγή αυτής της θεωρίας που αποδίδεται στον Ηρακλείδη, πιθανότατα σημαίνει ότι η υπόθεση για την κίνηση της Γης, όπως την προώθησε ο Ηρακλείδης, ήταν μια παραλλαγή της θεωρίας του Πυθαγόρειου Φιλόλαου από τον Κρότωνα, σύγχρονου του Σωκράτη, κατά την οποία η Γη, μαζί με τον Ήλιο και τους άλλους πλανήτες, κινούνταν με μια περιστροφή γύρω από μια κεντρική εστία, δείχνοντας πάντοτε το ίδιο πρόσωπο, εκείνο όπου βρίσκονται οι άνθρωποι, προς το εξωτερικό αυτής της περιστροφής. Δεδομένου ότι η απόσταση ανάμεσα στη Γη και στην κεντρική εστία ήταν η ίδια με την απόσταση του Ήλιου και των άλλων πλανητών από τη Γη, ήταν εύκολο να μεταβούμε από αυτή τη θεωρία – η οποία θεωρούσε ότι η Γη περιστρεφόταν γύρω από την κεντρική εστία και γύρω από τον λεγόμενο Αντίχθονα, ένα ουράνιο σώμα τοποθετημένο από τους Πυθαγορείους ως περιστρεφόμενο γύρω από μια εστία σε θέση αντίθετη προς τη Γη – στη θεωρία ότι η Γη πραγματοποιούσε μία μόνο περιστροφή γύρω από τον άξονά της. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η υπόθεση του Ηρακλείδη ήταν πυθαγόρειας προέλευσης και ετίθετο απέναντι στο μοντέλο των δύο σφαιρών του Πλάτωνα, ως ικανή να εξηγήσει εξίσου καλά τα ουράνια φαινόμενα⁴³.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Πρόκλος, σχολιάζοντας τον Τίμαιο του Πλάτωνα, προτείνει με κάποιον τρόπο ότι ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θα μπορούσε να έχει αντλήσει τη δική του υπόθεση για την περιστροφή της Γης ακριβώς από το σημείο όπου, όπως είδαμε, ο Πλάτων αναφέρει ότι η Γη είναι «υποχρεωμένη (illomenē) να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της στο κέντρο του σύμπαντος». Ο Πρόκλος θεωρεί, σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ότι είναι πιο λογικό (eulogon) να ερμηνευτεί το μετοχικό «illomenē» ως «τυλιγμένη» και «συμπιεσμένη», αφού αυτή – λέει – «είναι η άποψη του Πλάτωνα». Ο Ηρακλείδης – προσθέτει – «ο οποίος δεν ήταν ακροατής του Πλάτωνα», ήταν της γνώμης ότι η Γη κινείται κυκλικά, ενώ ο Πλάτων την έθετε ως ακίνητη⁴⁴. Εν ολίγοις, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο ίδιος ο Πλάτων έκανε τη Γη να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, αλλά δεν συμφωνούσε μαζί του· ο Ηρακλείδης αποδίδει στον Πλάτωνα την ίδια γνώμη, την οποία συμμερίζεται, ενώ ο Πρόκλος, πλατωνικός ορθόδοξος, αποκλείει ότι αυτή η ερμηνεία θα μπορούσε να είναι η άποψη του Πλάτωνα, επειδή θα ήταν σε αντίθεση με τη γενική του αντίληψη για το σύμπαν, όπως αυτή διατυπώθηκε στον Τίμαιο. Στη βάση αυτής της διαμάχης, όπως βλέπουμε, βρίσκεται πάντα ο Πλάτων⁴⁵.
Είναι επίσης ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Σιμπλίκιος, αφού ανέφερε την άποψη του Ηρακλείδη, την επικρίνει, παρατηρώντας ότι, εάν η Γη κινούνταν προς τη δύση, τα άστρα θα φαίνονταν να ανατέλλουν από εκείνη την πλευρά· αντίθετα, εάν η Γη κινούνταν προς την ανατολή, θα έπρεπε να περιστρέφεται είτε γύρω από τον άξονα του ισημερινού είτε γύρω από τους πόλους του ζωδιακού, αλλά στην πρώτη περίπτωση ο Ήλιος και οι πλανήτες, σύμφωνα με τα άστρα, δεν θα ανέτειλαν πάντοτε από τον ορίζοντα στα ίδια σημεία, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, και επομένως αυτό θα έπρεπε να εξηγηθεί – λέει ο Σιμπλίκιος – όπως, ακριβώς, είναι δυνατόν να εξηγηθούν οι ίδιες κινήσεις των πλανητών στα διάφορα ζώδια, μόνο υποθέτοντας την εξήγηση του Πτολεμαίου, την οποία ο Σιμπλίκιος απορρίπτει ως άποψη της σχολής του⁴⁶.
Ο ίδιος ο Σιμπλίκιος, η κύρια πηγή μας για τη συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των αρχαίων αστρονόμων, παραβάλλει την άποψη του Ηρακλείδη με εκείνη του Αρίσταρχου του Σαμίου (3ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος, πάντα για να «σωθούν τα φαινόμενα», όχι μόνο θα είχε παραδεχτεί την περιστροφή της Γης γύρω από τον εαυτό της, αλλά θα είχε επίσης προτείνει την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, τον οποίο είχε τοποθετήσει στο κέντρο του σύμπαντος, δηλαδή στο κέντρο της σφαίρας των απλανών⁴⁷. Με αυτήν την πρώτη εμφάνιση, στην ιστορία της αστρονομίας, ενός πραγματικά ηλιοκεντρικού συστήματος, βρίσκεται αυτό που θα προταθεί ξανά στην Αναγέννηση από τον Κοπέρνικο. Τέτοιο δεν ήταν ακόμη, στην πραγματικότητα, το σύστημα των Πυθαγορείων, που προέβλεπε ένα κέντρο του σύμπαντος σε εστία διαφορετική από τον Ήλιο. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε τίποτα για τους λόγους για τους οποίους ο Αρίσταρχος το είχε συλλάβει, ούτε με ποιον τρόπο είχε φτάσει σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η πρόταση αυτή δεν είχε επιτυχία, διότι τα φαινόμενα που επρόκειτο να «σωθούν» εξηγήθηκαν από τον Ίππαρχο μέσω της θεωρίας των επιγύκλων και των εκκέντρων, που έγινε δεκτή από τον Πτολεμαίο και τελειοποιήθηκε περαιτέρω από αυτόν, σε τέτοιο βαθμό που παρέμεινε η πιο εξελιγμένη μέχρι τον Μεσαίωνα. Ακόμη και ο μεγάλος Αρχιμήδης, τον οποίο τόσο θαύμαζε ο Γαλιλαίος, απέρριψε εξάλλου την ηλιοκεντρική υπόθεση του Αρίσταρχου ως αδύνατη⁴⁸.
Ακόμη, σε σχέση με τις αστρονομικές θεωρίες του Ηρακλείδη του Ποντικού, υπάρχει μια μαρτυρία του Χαλκιδίου (5ος αιώνας μ.Χ.), στο σχόλιό του στον Τίμαιο του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία ο Ηρακλείδης, περιγράφοντας την τροχιά της Αφροδίτης (Αυγερινού) και του Ήλιου, θα είχε αποδείξει ότι η Αφροδίτη είναι πότε ανώτερη και πότε κατώτερη από τον Ήλιο⁴⁹. Κατόπιν ο Χαλκίδιος κάνει τον ίδιο λόγο και για τον Ερμή, γι’ αυτό και αρκετοί μελετητές της αρχαίας αστρονομίας απέδωσαν στον Ηρακλείδη τη θέση σύμφωνα με την οποία ορισμένοι πλανήτες, συγκεκριμένα η Αφροδίτη και ο Ερμής, θα περιστρέφονταν γύρω από τον Ήλιο, ο οποίος με τη σειρά του θα περιστρεφόταν γύρω από τη Γη⁵⁰. Για τον λόγο αυτό, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θεωρήθηκε ως ένα είδος προδρόμου του Τύχωνος Μπράχε (1546–1601), του Δανού αστρονόμου, υπέρμαχου ενός «μικτού» συστήματος ανάμεσα στο γεωκεντρικό μοντέλο του Πτολεμαίου και το ηλιοκεντρικό του Κοπέρνικου, ο οποίος, παρότι αναγνώρισε τα πλεονεκτήματα της ηλιοκεντρικής υπόθεσης του Κοπέρνικου, μην έχοντας καταφέρει να παρατηρήσει την αστρική παράλλαξη – η οποία θα ήταν η αληθινή απόδειξη της κίνησης της Γης – διατήρησε τη Γη ακίνητη στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά έκανε όλους τους πλανήτες να περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο, ο οποίος φανταζόταν ότι περιφερόταν με τη σειρά του γύρω από τη Γη⁵¹.
Στην πραγματικότητα η μαρτυρία του Χαλκιδίου δεν επιτρέπει αυτή την ερμηνεία, διότι αναφέρεται ξεκάθαρα σε ένα και μόνο κέντρο για την τροχιά της Αφροδίτης και για την τροχιά του Ήλιου, κέντρο που δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η Γη, επομένως δεν μπορούμε να αποδώσουμε στην Αφροδίτη μια περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Επομένως, το σύστημα του Ηρακλείδη παραπέμπει στον γεωκεντρισμό της πυθαγόρειας παράδοσης, καθώς και ο Ηρακλείδης, βάσει της εν λόγω μαρτυρίας του Χαλκιδίου, θα είχε δείξει πώς ένα σταθερό αστερισμικό σύνολο, για παράδειγμα εκείνο που σχηματίζεται από τον Ήλιο και την Αφροδίτη, μπορεί να φαίνεται μεταβαλλόμενο όταν παρατηρείται από διαφορετικά σημεία της Γης⁵².
Τέλος, από μια μαρτυρία του Γέμινος (αστρονόμος του 1ου αιώνα π.Χ.), που αναφέρεται από τον Σιμπλίκιο, συνάγεται ότι ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θα είχε εξηγήσει την «ανωμαλία του Ήλιου», δηλαδή το γεγονός ότι ο Ήλιος φαίνεται άλλοτε πιο κοντά και άλλοτε πιο μακριά από τη Γη, κάνοντάς τον έργο ενός προσώπου «που παρενέβη» (parelthṓn tis) στη Γη «με κάποιο τρόπο» (pṓs) κινείται και ο Ήλιος «με κάποιο τρόπο» σταματά⁵³. Ο Γέμινος, ο οποίος με τη σειρά του εξηγούσε αυτή την ανωμαλία παραδεχόμενος ότι ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη Γη κατά μήκος μιας εκκεντρικής τροχιάς σε σχέση με τη Γη, δεν αποδεχόταν την εξήγηση του Ηρακλείδη, διότι δεν ανήκει – έλεγε – στον αστρονόμο να πει τι πραγματικά κινείται και τι πραγματικά είναι ακίνητο στη φύση, αλλά στον αστρονόμο ανήκει να διατυπώνει υποθέσεις, από τις οποίες να «σώζει» τα ουράνια φαινόμενα. Αυτό που μας ενδιαφέρει από αυτή τη μαρτυρία, ωστόσο, είναι ότι αυτή φαίνεται να αναφέρεται σε έναν διάλογο που συνέθεσε ο Ηρακλείδης, στον οποίο ενδέχεται να ανασυγκροτείται η συζήτηση που διεξήχθη στη σχολή του Πλάτωνα με σκοπό το «σώζεσθαι τὰ φαινόμενα», αποδίδοντας την άποψη αυτή σε έναν ανώνυμο χαρακτήρα, ο οποίος την παρουσίασε «παρεμβαίνοντας» (parelthṓn) σε μια δεδομένη στιγμή της συζήτησης⁵⁴.
Σύμφωνα με ορισμένους, αυτός ο ανώνυμος χαρακτήρας θα ήταν ο Πυθαγόρειος Εκφάντης, τον οποίο εισήγαγε στο διάλογο ο Ηρακλείδης επειδή τον θεωρούσε πρόδρομο της δικής του θεωρίας για την περιστροφή της Γης⁵⁵.
Πολλές άλλες δοξασίες για τα άστρα αποδόθηκαν από τους αρχαίους στον Ηρακλείδη, όπως η θεοποίηση των πλανητών (που ο Κικέρων θεωρεί ως «ποιητικό παραμύθι»), η απειρότητα του σύμπαντος, η σύλληψη των άστρων ως ισάριθμων κόσμων από γη και αέρα τοποθετημένων στο άπειρο αιθέρα, η αντίληψη της Σελήνης ως μιας Γης περιβαλλόμενης από ατμούς (και επομένως κατοικημένης), η επακόλουθη δήλωση ότι ο άνθρωπος θα είχε πέσει από τη Σελήνη στη Γη (που κατά τον Διογένη Λαέρτιο θα έκανε τον Ηρακλείδη έναν «παραδοξολόγο»)⁵⁶. Αλλά του αξίζει να τον θυμόμαστε ως επιστήμονα, ίσως, αλλά και ως φανταστικό συμμετέχοντα στη συζήτηση που πυροδοτήθηκε από τον Πλάτωνα, ως μαρτυρία της πολλαπλότητας των υποθέσεων που μπορούν να διατυπωθούν για να εξηγηθεί ένα φαινόμενο και του βαθμού της επιστημολογικής επίγνωσης που κατείχε η σχολή του Πλάτωνα όσον αφορά την αστρονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στις υποθέσεις που προτάθηκαν για να «σωθούν τα φαινόμενα» των ουρανών, σχεδόν όλες, ή και όλες, επρόκειτο να ξαναληφθούν κατά τη διάρκεια της ιστορίας της επιστήμης.
Συνεχίζεται με
6. Ο ύστερος Πλάτων και ο Φίλιππος ο Όπούντιος: η έμψυχος φύση των άστρων
Είναι πιθανό ότι και ο Αριστοτέλης συμμετείχε, ή τουλάχιστον παρακολούθησε, τη συζήτηση που προκλήθηκε στο εσωτερικό της Ακαδημίας σχετικά με το πρόβλημα, που έθεσε ο Πλάτωνας, για το πώς να «σωθούν τα φαινόμενα» των κινήσεων των άστρων. Πράγματι, όχι μόνο υπήρξε μέλος της Ακαδημίας για είκοσι χρόνια, δηλαδή από το 367 π.Χ., έτος κατά το οποίο εισήλθε σε αυτήν σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, έως το 347, έτος θανάτου του Πλάτωνα· αλλά υπήρξε μέλος, σύμφωνα με ορισμένες βιογραφίες, ακόμα και μετά, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία στο εσωτερικό της Ακαδημίας βρισκόταν και ο Εύδοξος. Η αποκαλούμενη Vita Aristotelis Marciana, έτσι ονομαζόμενη επειδή περιέχεται σε ένα χειρόγραφο που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη Marciana της Βενετίας, αναφέρει πράγματι ότι ο Αριστοτέλης εισήλθε στην Ακαδημία επί Εύδοξου. Μια άλλη αρχαία βιογραφία, η αποκαλούμενη Vita Latina, έτσι ονομαζόμενη επειδή δεν είναι τίποτε άλλο από μια μετάφραση της προηγούμενης, αποδίδει στα λατινικά αυτή την έκφραση με το tempore Eudoxi, «τον καιρό του Εύδοξου». Η Vita Marciana ανάγεται στην ύστερη αρχαιότητα και πιθανότατα είναι νεοπλατωνικής προέλευσης, αλλά η χρονολογία της βασίζεται ρητά στις πληροφορίες ενός Αθηναίου ιστορικού του 4ου αιώνα π.Χ., του Φιλόκορου, ο οποίος, επειδή έζησε λίγο μετά τον Αριστοτέλη, όφειλε να είναι καλά πληροφορημένος για τη ζωή του. Κάποιοι έχουν σκεφτεί ακόμη και ότι, κατά το δεύτερο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες, η Ακαδημία διοικείτο από τον Εύδοξο, αλλά δεν είναι απαραίτητο να καταφύγουμε σε αυτή την υπόθεση· αρκεί να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης βρέθηκε στην Ακαδημία «τον καιρό του Εύδοξου», δηλαδή την ίδια εποχή που βρισκόταν εκεί και ο Εύδοξος.
Ωστόσο, ακόμα κι αν ο Αριστοτέλης ήταν παρών στη συζήτηση για τις κινήσεις των άστρων, δεν συνέβαλε στη λύση του προβλήματος με πρωτότυπο τρόπο, διότι πιθανότατα ήταν ακόμα πολύ νέος, καθώς τα ενδιαφέροντά του δεν προσανατολίζονταν πρωτίστως στα μαθηματικά, αλλά στρέφονταν, όπως προκύπτει από αποσπάσματα έργων του που χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο, σε όλους τους άλλους τομείς της γνώσης, διαλεκτική και ρητορική, φυσική και μεταφυσική, ηθική και πολιτική, ποιητική²⁷. Από τις μεταγενέστερες πηγές προκύπτει πράγματι ότι ο Αριστοτέλης βασίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στην υπόθεση του Εύδοξου, διορθωμένη από τον Κάλλιππο, για να προσθέσει στη συνέχεια περαιτέρω διορθώσεις, πάντοτε, όπως θα δούμε αμέσως, στο ίδιο φιλοσοφικό σύστημα.
Αυτό, για το κοσμολογικό μέρος, εντασσόταν τέλεια στο μοντέλο του «σύμπαντος των δύο σφαιρών», που είδαμε να έχει εισαχθεί και τελειοποιηθεί από τον Πλάτωνα στον Τίμαιο, υπέρ του οποίου έφερε περαιτέρω επιχειρήματα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης έλαβε υπόψη τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η Γη θα κινούνταν πραγματοποιώντας μια περιστροφή γύρω από μια εστία τοποθετημένη στο κέντρο του σύμπαντος, που ξέρουμε πως είχε υποστηριχθεί από τον Πυθαγόρειο Φιλόλαο, και τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η Γη θα περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της, η οποία, όπως θα δούμε σε λίγο, είχε υποστηριχθεί από τον Ηράκλειτο τον Ποντικό. Εναντίον της πρώτης, αυτός φέρει ως απόδειξη της ακινησίας της Γης στο κέντρο του σύμπαντος το γεγονός ότι, εάν αυτή κινούνταν, «θα παρήγαγε αναγκαστικά αποκλίσεις ή εκτροπές στην πορεία των απλανών άστρων, και όμως δεν βλέπουμε να συμβαίνει αυτό, αφού τα ίδια άστρα ανατέλλουν και δύουν πάντοτε στα ίδια σημεία της Γης»²⁸. Αυτά τα λόγια μοιάζουν να υπαινίσσονται το φαινόμενο που είναι γνωστό ως «αστρική παράλλαξη», δηλαδή την αμοιβαία μετατόπιση θέσης που παρατηρείται στα άστρα όταν μετακινείται το σημείο παρατήρησης. Ε, λοιπόν, η αστρική παράλλαξη, η οποία στο σύστημα του Κοπέρνικου αποτελεί πειραματική απόδειξη της κίνησης της Γης, ανακαλύφθηκε μόνο τον 18ο αιώνα, επομένως δεν παρατηρήθηκε ούτε από τον Γαλιλαίο, ούτε από τον Κέπλερ, ούτε από τον Νεύτωνα, οι οποίοι δεν διέθεταν κατάλληλα όργανα. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να την παρατηρήσει ο Αριστοτέλης; Μπορούμε συνεπώς να καταλάβουμε γιατί είπε ότι, εφόσον δεν παρατηρήθηκε ένα ανάλογο φαινόμενο, έπρεπε να υποτεθεί ότι η Γη δεν μετακινείται σε σχέση με τα απλανή άστρα.
Εναντίον της θεωρίας του Ηράκλειτου, αντίθετα, ο Αριστοτέλης προβάλλει το επιχείρημα ότι «τα βαριά σώματα εκτοξευμένα με δύναμη προς τα πάνω πέφτουν κατακόρυφα στο ίδιο σημείο»²⁹, πράγμα που δεν λαμβάνει υπόψη τη σχετικότητα της κίνησης, η οποία ανακαλύφθηκε μόνο από τον Γαλιλαίο. Αλλά έχει επίσης ειπωθεί ότι είναι εξίσου εσφαλμένο το επιχείρημα που προέβαλε ο Γαλιλαίος υπέρ της κίνησης της Γης γύρω από τον εαυτό της, δηλαδή το φαινόμενο των παλιρροιών, διότι αυτό παράγεται από την έλξη που ασκείται στη Γη από τη Σελήνη.
Ας δούμε όμως ποια θέση υιοθετεί ο Αριστοτέλης σχετικά με τις κινήσεις των πλανητών. «Εμείς βλέπουμε – δηλώνει – ότι, πέρα από την απλή μετατόπιση του “σύμπαντος”, δηλαδή την περιστροφή της σφαίρας των απλανών άστρων γύρω από τον εαυτό της, “συμβαίνουν και άλλες μετατοπίσεις, όπως εκείνες των άστρων”». Και ιδού πώς αυτός εργάζεται για να «σώσει τα φαινόμενα» αυτών των κινήσεων:
Η μελέτη του αριθμού των μετατοπίσεων πρέπει να παραπεμφθεί σε εκείνην, που μεταξύ των μαθηματικών επιστημών, πλησιάζει περισσότερο προς τη φιλοσοφία, δηλαδή την αστρονομία· αυτή, πράγματι, έχει ως αντικείμενο της έρευνάς της μια ουσία που είναι αισθητή αλλά αιώνια, ενώ οι άλλες μαθηματικές επιστήμες – όπως, για παράδειγμα, η αριθμητική και η γεωμετρία – δεν έχουν να κάνουν με καμία ουσία³⁰.
Σε αυτά τα λόγια εκδηλώνεται μια σημαντική πτυχή της αριστοτελικής επιστημολογίας. Διότι για τον Αριστοτέλη η αστρονομία είναι, ναι, μια μαθηματική επιστήμη, αλλά είναι μια εφαρμοσμένη μαθηματική επιστήμη, δηλαδή μια εφαρμοσμένη μαθηματική στην αστρονομία, στην μελέτη των άστρων, τα οποία είναι αισθητές ουσίες, δηλαδή σώματα. Ο Αριστοτέλης επιπλέον πίστευε ότι τα άστρα είναι αιώνια και γι’ αυτό τα θεωρούσε αποτελούμενα από ένα στοιχείο διαφορετικό από τα τέσσερα γήινα στοιχεία (νερό, αέρα, γη και φωτιά), δηλαδή από τον αιθέρα, στοιχείο άφθαρτο και αμετάβλητο, αλλά αυτό προς το παρόν δεν μας ενδιαφέρει. Οι μαθηματικές επιστήμες όμως, όπως η αριθμητική και η γεωμετρία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν έχουν ως αντικείμενο ουσίες, διότι τα αντικείμενά τους, δηλαδή αντίστοιχα οι αριθμοί και τα σχήματα, δεν είναι σώματα, αλλά είναι αντίστοιχα τα μέρη και τα όρια των σωμάτων. Γι’ αυτό η αστρονομία, παρόλο που είναι μια μαθηματική επιστήμη, «πλησιάζει περισσότερο προς τη φιλοσοφία», η οποία κατά τον Αριστοτέλη έχει ως αντικείμενο τις ουσίες. Άρα ο αριθμός των κινήσεων, δηλαδή των σφαιρών, που είναι αναγκαίος για να εξηγηθεί η κίνηση των άστρων πρέπει να υπολογιστεί από τα μαθηματικά, και συγκεκριμένα από τη γεωμετρία, αλλά στη συνέχεια πρέπει να εφαρμοστεί στα άστρα, τα οποία είναι σώματα, και μπορούν να μεταφέρονται μόνο από σώματα, οπότε και οι σφαίρες που τα μεταφέρουν πρέπει να είναι σώματα, δηλαδή πρέπει να αποτελούνται και αυτές από αιθέρα.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτή η διάκριση μεταξύ των μαθηματικών, που ασχολούνται μόνο με αριθμούς και σχήματα, και της φιλοσοφίας, που ασχολείται με ουσίες, επανέρχεται επίσης και στον Γαλιλαίο, όταν, θέλοντας να μετακινηθεί από το πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου ήταν καθηγητής μαθηματικών, στο πανεπιστήμιο της Πίζας, εκφράζει την επιθυμία να ονομαστεί όχι μόνο «μαθηματικός», αλλά και «φιλόσοφος» του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης, από τον οποίο εξαρτιόταν το πανεπιστήμιο της Πίζας³¹. Αυτό σημαίνει, όπως εξηγούν όλοι οι μελετητές, ότι ο Γαλιλαίος θεωρούσε τις αστρονομικές του ανακαλύψεις, που έγιναν στην Πάδοβα με το τηλεσκόπιο, όχι απλές μαθηματικές θεωρίες, δηλαδή «υποθέσεις», όπως ο καρδινάλιος Μπελλαρίνο θεωρούσε τη θεωρία του Κοπέρνικου³², αλλά αληθινές και αυθεντικές φιλοσοφικές γνώσεις, δηλαδή γνώσεις για το πώς έχουν τα πράγματα στη φυσική πραγματικότητα (τότε λεγόταν: in rerum natura), ακόμη και αν η «φιλοσοφία» αυτή ήταν εκείνη που τότε λεγόταν «φυσική φιλοσοφία», δηλαδή η φυσική.
Για τον υπολογισμό του αριθμού των σφαιρών που είναι αναγκαίες για να εξηγηθούν οι κινήσεις των πλανητών, ο Αριστοτέλης εμπιστεύεται τα μαθηματικά, δηλαδή τους ειδικούς αυτής της επιστήμης, που είναι ο Εύδοξος και ο Κάλλιππος, με τα εξής λόγια:
Αλλά ότι ο αριθμός των κινήσεων μετατόπισης υπερβαίνει εκείνον των σωμάτων που μετακινούνται τοπικά, είναι κάτι προφανές ακόμη και σε όποιον έχει μια μέτρια επάρκεια σε αυτό το πεδίο σπουδών· (πράγματι καθένα από τα μη σταθερά άστρα κινείται με περισσότερες από μία μετατοπίσεις)· συνεπώς, για να υπολογίσουμε τον αριθμό αυτών των μετατοπίσεων, είναι ορθό, ακόμη και για να διαμορφώσουμε μια ιδέα (ennoias charin), να στηριχθούμε στο έργο κάποιων μαθηματικών, προκειμένου να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τον αριθμό αυτό, έστω και κατά προσέγγιση· όσον αφορά το υπόλοιπο, στο οποίο πρέπει να ερευνήσουμε τα αίτια, στο μέρος αυτό πρέπει να στηριχθούμε στην εκτίμηση των ειδικών, και αν οι ειδικοί σε αυτό το πεδίο φτάσουν σε κάποιο συμπέρασμα που διαφέρει από εκείνο που τώρα διατυπώνουμε, πρέπει να θρέψουμε μεγαλύτερο σεβασμό (philein) για τις αντίθετες απόψεις, αλλά πρέπει να ακολουθήσουμε εκείνες που είναι πιο ακριβείς³³.
Ας σημειωθεί πώς από τη μια ο Αριστοτέλης ομολογεί τη μικρή του επάρκεια στα μαθηματικά («όσον αφορά τον αριθμό»), και από την άλλη («όσον αφορά το υπόλοιπο») διεκδικεί για τον εαυτό του το φιλοσοφικό, ακριβώς, μέρος του ζητήματος, για να φτάσει έτσι, υπό αυτή την οπτική, σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα των προκατόχων του. Είναι ενδιαφέρον, σε σχέση με τους τελευταίους, η δήλωσή του περί «σεβασμού», ή μάλλον φιλίας (philein), προς εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη από τη δική του. Αυτή η δήλωση θυμίζει εκείνη τη διάσημη της Ηθικής Νικομαχείου σε σχέση με τον Πλάτωνα και τους άλλους Ακαδημικούς, τους οποίους ο Αριστοτέλης αποκαλεί «φίλους» (philoi), αλλά δηλώνοντας ότι προτιμά από αυτούς την αλήθεια³⁴. Η σύμπτωση των δύο δηλώσεων οδηγεί στο να σκεφτούμε ότι, ακόμη και σε σχέση με την κίνηση των πλανητών, ο Αριστοτέλης σκέφτεται τους Ακαδημικούς, και ότι επομένως αναφέρεται συγκεκριμένα στη συζήτηση που προκλήθηκε από τον Πλάτωνα στη σχολή του με την προτροπή να «σωθούν τα φαινόμενα».
Αυτό επιβεβαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο, αφού ανέφερε τη θεωρία του Εύδοξου και του Κάλλιππου («των μαθηματικών») που είδαμε παραπάνω και της οποίας είναι οπωσδήποτε ο πιο αρχαίος μάρτυρας, ο Αριστοτέλης εισάγει τη δική του άποψη με μια έκφραση παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποίησε ο Πλάτων σε εκείνη την περίσταση:
Αλλά, για να μπορέσει να δοθεί πραγματικά λογαριασμός των φαινομένων (ta phainomena apodosein) μέσω του συνδυασμού όλων των σφαιρών, πρέπει να υπάρχουν, για καθεμία από τις πέντε πλανητικές σφαίρες, και άλλες σφαίρες, σε σχέση με εκείνες που αναφέρθηκαν πριν, εξίσου πολλές ή και περισσότερες, και πρέπει να περιστρέφονται σε αντίθετη φορά (antilelixotas) από εκείνες και να επαναφέρουν στην ίδια θέση την πρώτη από τις σφαίρες του άστρου, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι διατεταγμένη κάτω από τη σφαίρα κάποιου άλλου· μόνο έτσι ο συνδυασμός όλων των σφαιρών μπορεί να επιτελέσει τη μετάθεση των πλανητών³⁵.
Στο απόσπασμα αυτό αναδύεται η συνέπεια της ουσιοποίησης, που πραγματοποίησε ο Αριστοτέλης, των σφαιρών που μεταφέρουν τους πλανήτες, ουσιοποίηση όχι ρητή, όσο μπορούμε να ξέρουμε, στις θεωρίες του Εύδοξου και του Κάλλιππου – οι οποίοι ήταν μαθηματικοί, και δεν ήταν υποχρεωμένοι να την εξηγήσουν –, αλλά πάντως απαραίτητη για να είναι αποτελεσματικές οι εξηγήσεις τους. Για να είναι, πράγματι, η κίνηση κάθε πλανήτη αποτέλεσμα του αθροίσματος των κινήσεων τριών ή τεσσάρων ή πέντε σφαιρών που πρέπει να την εξηγήσουν, είναι αναγκαίο οι σφαίρες αυτές να είναι επιβιβασμένες η μία μέσα στην άλλη, έτσι ώστε να μπορούν να μεταδίδουν τις αντίστοιχες κινήσεις τους, δηλαδή μόνον εάν είναι διαδοχικά εξωτερικές μεταξύ τους, και άρα μόνον εάν είναι και οι ίδιες υλικά σώματα, όπως είναι και οι πλανήτες που αυτές πρέπει να μεταφέρουν. Αλλά, αν καθεμία από τις σφαίρες είναι στερεωμένη σε εκείνη που είναι εξωτερική ως προς αυτήν – εξαιρουμένης, προφανώς, της πρώτης, δηλαδή της σφαίρας των απλανών –, η καθεμία κινδυνεύει να μεταδώσει την κίνησή της στην επόμενη, παράγοντας σε όλο το σύστημα μια και μόνη κίνηση, η οποία θα είναι το άθροισμα των κινήσεων όλων των είκοσι έξι ή τριάντα τεσσάρων σφαιρών που το αποτελούν. Με αυτόν τον τρόπο η κίνηση κάθε πλανήτη, που είναι αποτέλεσμα των σφαιρών που είναι αναγκαίες για να την εξηγήσουν, θα παραμορφωνόταν και δεν θα ανταποκρινόταν πλέον στα «φαινόμενα», δηλαδή σε αυτό που παρατηρείται.
Για να αποφύγει αυτό το μειονέκτημα, ο Αριστοτέλης εισάγει, ανάμεσα στη μία σφαίρα και στην άλλη, μια σφαίρα που περιστρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση από την ανώτερη και έτσι αναιρεί το αποτέλεσμα που προκαλεί η κίνησή της στην κατώτερη. Οι νέες σφαίρες που εισάγονται για αυτόν τον λόγο ονομάζονται από τον Αριστοτέλη αντιελιτούσες, που στα ελληνικά σημαίνει ότι περιστρέφονται σε αντίθετη κατεύθυνση και μπορούμε να τις ονομάσουμε «ανάδρομες». Αυτές, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι σε κατώτερο αριθμό από μία ανά σύνθετη, δηλαδή ανά πλανήτη, επειδή για τον Εύδοξο, όπως είδαμε, ήταν 26 και για τον Κάλλιππο 33, χωρίς να υπολογίζεται η σφαίρα των απλανών. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να προτιμά την υπόθεση του Κάλλιππου από εκείνη του Εύδοξου, αφού προσθέτει 32 ανάδρομες σφαίρες στις 33 που παραδέχεται ο Κάλλιππος και φτάνει έτσι στον συνολικό αριθμό των 55 σφαιρών, πάντα χωρίς να υπολογίζεται η σφαίρα των απλανών. Αλλά έπειτα δείχνει κάποιον ενδοιασμό και παραδέχεται ότι τέσσερις σφαίρες που προστίθενται από τον Κάλλιππο, δηλαδή οι δύο για τον Ήλιο και οι δύο για τη Σελήνη, δεν είναι αναγκαίες, με αποτέλεσμα, αφαιρώντας αυτές τις τέσσερις ανάδρομες σφαίρες από το συνολικό αριθμό των 55, να απομένουν 51 ή 47. Επομένως για τον Αριστοτέλη οι σφαίρες που είναι αναγκαίες για να εξηγηθούν οι κινήσεις των πλανητών είναι συνολικά 55 ή 47, στις οποίες προστίθεται η σφαίρα των απλανών³⁶.
Παρατηρούμε ωστόσο ότι ο αριθμός των ανάδρομων σφαιρών που εισήγαγε ο Αριστοτέλης φαίνεται να είναι υπερβολικός. Διότι, εάν για κάθε ουράνια σφαίρα εισάγεται μία ανάδρομη σε σχέση με αυτήν, η οποία να εξουδετερώνει την κίνησή της, δεν θα προκύπτει πλέον καμία κίνηση ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της κίνησης περισσοτέρων σφαιρών.
Οι μόνες ανάδρομες σφαίρες που είναι απαραίτητες είναι εκείνες που χρησιμεύουν στο να εξουδετερώνουν τα αποτελέσματα της κίνησης ενός πλανήτη επί των κινήσεων του συστήματος στο οποίο αυτός ανήκει, με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε ομάδα, ή σύστημα, από σφαίρες που είναι απαραίτητες για να εξηγήσουν την κίνηση ενός πλανήτη, να είναι ανεξάρτητη από τους άλλους. Μέσα σε κάθε ομάδα, ή σύστημα, δεν πρέπει να υπάρχει καμία ανάδρομη σφαίρα, διότι αυτή θα εμπόδιζε τη μεγαλύτερη σφαίρα από το να εμπλέξει στην κίνησή της τη σφαίρα αμέσως επόμενη, μετακινώντας τους πόλους της τελευταίας οι οποίοι δεν είναι σταθεροί μέσα σε αυτήν. Εν συντομία, η διόρθωση που εισήγαγε ο Αριστοτέλης, αν και απαραίτητη εξαιτίας της ουσιοποίησης ολόκληρου του συστήματος των σφαιρών, αφήνει αρκετά περιθώρια βελτίωσης από μαθηματική άποψη. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, άλλωστε, όπως είδαμε, θεωρούσε τον εαυτό του μη ειδικό σε αυτόν τον τομέα, και παρουσίαζε όλη τη συζήτηση ως κατά προσέγγιση, δηλαδή απλώς «τόσο για να δοθεί μια ιδέα» (ennoias charin)³⁷.
Αλλά ο Αριστοτέλης δεν αρκείται στο ότι με αυτόν τον τρόπο περιέπλεξε το σύστημα του Εύδοξου και του Κάλλιππου – περιπλοκή πάντως αναγκαία, όπως είδαμε, για να περάσει από μια καθαρά μαθηματική εξήγηση σε μια φυσική εξήγηση –· θέλει να προσδώσει σε αυτήν μια «φιλοσοφική» εξήγηση, βασισμένη στο γεγονός ότι η σφαίρα των απλανών άστρων διαθέτει μία μόνο κίνηση, οι πλανήτες πολλές, και ότι από αυτούς, οι πιο κοντινοί στη σφαίρα των απλανών είναι και οι λιγότερο απομακρυσμένοι από τον σκοπό τους, δηλαδή ο Ήλιος και η Σελήνη, ενώ η Γη δεν διαθέτει καμία. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης παρομοιάζει τα άστρα με ζωντανά όντα, τα οποία με τις κινήσεις τους επιδιώκουν έναν σκοπό, που είναι και δικός τους. Τα πιο τέλεια άστρα, δηλαδή τα απλανή, φτάνουν στον δικό τους σκοπό με μία μόνο κίνηση – την περιστροφή της δικής τους σφαίρας γύρω από τον εαυτό της· τα άστρα που βρίσκονται πιο κοντά στα απλανή, δηλαδή οι πέντε πλανήτες, όντας λιγότερο τέλεια, χρειάζονται πολλές κινήσεις για να φτάσουν στον σκοπό τους· τα άστρα που βρίσκονται πιο κοντά στη Γη, δηλαδή ο Ήλιος και η Σελήνη, δεν καταφέρνουν να φτάσουν πλήρως στον σκοπό τους, παρότι τον επιδιώκουν με λίγες κινήσεις· τέλος, η Γη δεν προσπαθεί να φτάσει στον σκοπό της μέσω της κίνησης, γι’ αυτό και μένει ακίνητη³⁸.
Πρόκειται για μια εξήγηση καθαρά ανθρωπομορφική, που τοποθετείται εντελώς εκτός επιστημονικής οπτικής.
5. Ηρακλείδης ο Ποντικός: η περιστροφή της Γης
Η ευδοξιανή θεωρία των ομοκέντρων σφαιρών, όσο ιδιοφυής κι αν ήταν, δεν κατόρθωσε ωστόσο να «σώσει» πλήρως τα φαινόμενα, δηλαδή να εξηγήσει όλα τα γεγονότα που προκύπτουν από την παρατήρηση της κίνησης των πλανητών, ακόμη και με τις διορθώσεις και τις συμπληρώσεις που έκανε ο Κάλλιππος από μαθηματική άποψη και ο Αριστοτέλης από φυσική άποψη. Ο Σιμπλίκιος, ο οποίος, όπως είδαμε, την αποδίδει στη μαρτυρία του Σωσιγένη, αστρονόμου του 2ου αιώνα π.Χ., αναφέρει επίσης τις κριτικές που της απέδωσε ο ίδιος ο Σωσιγένης, αλλά οι οποίες ανάγονται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., δηλαδή λίγα χρόνια μετά τη διατύπωση της θεωρίας των ομοκέντρων σφαιρών.
Ωστόσο, οι θεωρίες του Εύδοξου και των οπαδών του δεν σώζουν τα φαινόμενα, και όχι μόνο εκείνα που αποκαλύφθηκαν μεταγενέστερα, αλλά ούτε και εκείνα που ήδη γνώριζαν οι ίδιοι οι συγγραφείς. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αναφερθούν και άλλα φαινόμενα, μερικά από τα οποία, σύμφωνα με τον Κάλλιππο τον Κυζικηνό, ο Εύδοξος δεν είχε μπορέσει να τα εξηγήσει, γνωρίζοντάς τα (αν πράγματι είναι αληθές ότι τα γνώριζε); Αναφέρεται το φαινόμενο ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη δεν απομακρύνονται ποτέ πολύ από τον Ήλιο· ο Αυτολύκος του Πιτάνα προσπάθησε να το εξηγήσει μέσω της υπόθεσης (που αργότερα υιοθετήθηκε από τους πτολεμαϊκούς, όπως θα δούμε), ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο, ενώ ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη Γη (και αυτός θεωρήθηκε κάποτε Αριστοτελικός). Θυμάμαι επίσης το φαινόμενο ότι ο Άρης μερικές φορές φαίνεται εγγύτερα, άλλοτε πιο μακριά. Ο Ερμής και η Αφροδίτη φαίνονται πάντοτε φωτισμένοι κατά το ήμισυ: στην πραγματικότητα το άστρο του Ερμή εμφανίζεται πάντοτε στο τέλος της ημέρας ή στην αρχή της νύχτας κοντά στη Σελήνη ώστε τα σώματα να ρίχνουν σκιές³⁹.
Για τον Αυτολύκο τον Πιταναίο γνωρίζουμε μόνο ότι έζησε στα τέλη του 4ου αιώνα και για τη διαμάχη του με τον Αριστοτέλη δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Αλλά είναι σημαντικό το γεγονός ότι ήδη στα τέλη του 4ου αιώνα είχε τεθεί το πρόβλημα της εξήγησης των μεταβολών στο μέγεθος που παρατηρούνται σε ορισμένους πλανήτες, μεταβολές που δίνουν την εντύπωση προσέγγισης ή απομάκρυνσης των πλανητών σε σχέση με τη Γη, κάτι που δεν συμφιλιώνεται καθόλου με την υπόθεση ότι αυτοί μεταφέρονται από σφαίρες που έχουν κέντρο τη Γη και συνεπώς αποτελούνται από σημεία εξίσου απομακρυσμένα από τη Γη. Ο Σιμπλίκιος επιμένει στην ένταση αυτών των κριτικών, παρατηρώντας ότι η εντύπωση που μεταφέρεται σχετικά με την Αφροδίτη και τον Άρη, δηλαδή η μεταβολή στο μέγεθός τους, παρατηρείται επίσης και στην περίπτωση της Σελήνης και του Ήλιου, αν και αυτοί οι αστέρες δεν παρουσιάζουν ανάδρομες κινήσεις, και είναι πιθανό ότι παρατηρείται επίσης και για τους άλλους πλανήτες, οι οποίοι είναι πιο μακρινοί και για τους οποίους είναι πιο δύσκολο να παρατηρηθούν ενδεχόμενες μεταβολές. Προσθέτει ακόμη ότι αυτών των γεγονότων είχε γνώση και ένας άμεσος μαθητής του Εύδοξου, δηλαδή ο Πολέμαρχος ο Κυζικηνός, ο οποίος όμως τα παρέβλεψε, επειδή δεν επιχείρησε καν να τα εξηγήσει, έχοντας πεισθεί, όπως και ο Εύδοξος, για τη θεωρία των ομοκέντρων σφαιρών.
Ο Σιμπλίκιος, επιπλέον, δηλώνει ότι για τις μεταβολές στο μέγεθος των πλανητών θα είχε απογοητευτεί, όπως θα προέκυπτε από τα Φυσικά Προβλήματα, ακόμη και ο Αριστοτέλης, ο οποίος ωστόσο δεν θα ήταν εντελώς ανικανοποίητος από τη θεωρία του Εύδοξου για τις ομοκεντρικές σφαίρες, αν και θα είχε ελκυστεί κυρίως από την κανονικότητα και τη συμμετρία της. Στην πραγματικότητα τα Φυσικά Προβλήματα, αν και μεταβιβάστηκαν από τη χειρόγραφη παράδοση μαζί με τα έργα του Αριστοτέλη, δεν είναι δικά του, αλλά πιθανότατα κάποιου Περιπατητικού ή μεταγενέστερου, γι’ αυτό δεν υπάρχουν σίγουρα σημάδια δυσαρέσκειας του Αριστοτέλη απέναντι στη θεωρία του Εύδοξου. Γνωρίζουμε ότι η μεταβολή στο μέγεθος των πλανητών, για την οποία μιλά ο Σιμπλίκιος, εξηγήθηκε ήδη κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. με δύο τρόπους: στην περίπτωση των πλανητών που παρουσιάζουν ανάδρομες κινήσεις, αυτή εξηγήθηκε μέσω των λεγόμενων «επιγύκλων», δηλαδή μέσω της υπόθεσης ότι οι πλανήτες περιέγραφαν κυκλικές τροχιές που είχαν ως κέντρο ένα σημείο τοποθετημένο πάνω σε έναν κύκλο που περιστρεφόταν γύρω από τη Γη («επι-κύκλιο» σημαίνει πράγματι «επάνω σε» έναν «κύκλο»). Στην περίπτωση της Σελήνης και του Ήλιου αυτή εξηγήθηκε μέσω των λεγόμενων «εκκέντρων», δηλαδή μέσω της υπόθεσης ότι τα άστρα αυτά περιέγραφαν κυκλικές τροχιές που είχαν ως κέντρο ένα σημείο διαφορετικό από τη Γη. Η πρώτη υπόθεση επέτρεπε να εξηγηθεί τόσο η μεταβολή της απόστασης από τη Γη όσο και η ανάδρομη κίνηση, ενώ η δεύτερη επέτρεπε να εξηγηθεί μόνο η μεταβολή της απόστασης από τη Γη.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις καθιστούσαν άχρηστη την παραδοχή ότι το κάθε άστρο μεταφερόταν από ένα σύστημα περισσότερων σφαιρών, όπως υπέθετε ο Εύδοξος, και συνεπώς απλοποιούσαν σημαντικά τη δομή του σύμπαντος, αν και χωρίς να τηρούν την πλατωνική αρχή της εξήγησης των κινήσεων των άστρων μόνο μέσω κυκλικών κινήσεων. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα πότε αυτές εισήχθησαν, ίσως από τον μαθηματικό Απολλώνιο τον Περγαίο, ο οποίος έζησε στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. Είναι βέβαιο ότι οι επιγύκλοι και οι έκκεντροι έγιναν δεκτοί από τον Ίππαρχο της Νίκαιας, ο οποίος έζησε γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., και ότι αυτοί έγιναν δεκτοί στο συνολικό σύστημα του κόσμου που εκπόνησε ο Κλαύδιος Πτολεμαίος στο περίφημο έργο του Αλμαγέστη (2ος αιώνας μ.Χ.), το οποίο ο Γαλιλαίος συνέκρινε με το κοπερνίκειο σύστημα στον Διάλογο για τα δύο μέγιστα συστήματα του κόσμου (1632). Παρατηρούμε ότι οι τόσοι πολλοί επιγύκλοι και έκκεντροι όχι μόνο δεν έγιναν ποτέ δεκτοί από τον Αριστοτέλη, αλλά ήταν ασυμβίβαστοι με το αριστοτελικό σύστημα του σύμπαντος, σύμφωνα με το οποίο οι πλανήτες μεταφέρονται από σφαίρες αιθέρα, οι οποίες, ακριβώς επειδή είναι στερεές, θα έπρεπε να διαπερνώνται μεταξύ τους, και η Γη έπρεπε να καταλαμβάνει το κέντρο του σύμπαντος, επειδή αυτό είναι το «φυσικό της μέρος». Για αυτόν τον λόγο μεγάλοι αριστοτελικοί φιλόσοφοι όπως ο Αβερόης και ο Θωμάς ο Ακινάτης θεώρησαν το πτολεμαϊκό μαθηματικό σύστημα όχι ως μια φυσική περιγραφή της πραγματικής δομής του σύμπαντος αλλά μόνο ως ένα εργαλείο υπολογιστικό⁴⁰.
Αλλά ήδη την εποχή του Εύδοξου, πιθανότατα στο πλαίσιο της συζήτησης που προκάλεσε ο Πλάτωνας εντός της Ακαδημίας για το «σώζεσθαι τα φαινόμενα» των ουρανίων σωμάτων, ένα άλλο μέλος της σχολής του Πλάτωνα, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, διατύπωσε μια εναλλακτική υπόθεση σε εκείνη του Εύδοξου, η οποία παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον διότι, ενώ παραμένει εντός του πλατωνικού μοντέλου του σύμπαντος με τις δύο σφαίρες, ανατρέπει πλήρως το πεδίο της αντίληψης και ανοίγει το δρόμο για μια εντελώς νέα δυνατότητα εξήγησης. Ένας όψιμος μαρτυρας, ο χριστιανός επίσκοπος Ευσέβιος Καισαρείας (4ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος όμως αντλεί τις πληροφορίες του από έναν παλαιότερο δοξογράφο, τον Αέτιο (1ος αιώνας μ.Χ.), αναφέρει ότι:
Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός και ο πυθαγόρειος Εκφάντης κινούν τη Γη, όχι μετατοπίζοντάς την, αλλά κάνοντάς την να περιστρέφεται, όπως ένας τροχός στερεωμένος σε άξονα, από τη δύση προς την ανατολή γύρω από το δικό της κέντρο⁴¹.
Και ο Σιμπλίκιος επαναλαμβάνει:
Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός πίστευε ότι, αν η Γη βρίσκεται στο κέντρο και περιστρέφεται και ο ουρανός παραμένει ακίνητος, τότε σώζονται τα φαινόμενα⁴².
Η αναφορά στον Πυθαγόρειο Εκφάντη από τις Συρακούσες, ο οποίος μαζί με τον Ίκετα, επίσης από τις Συρακούσες, θεωρείται από τη δοξογραφία ως η παλαιότερη πηγή αυτής της θεωρίας που αποδίδεται στον Ηρακλείδη, πιθανότατα σημαίνει ότι η υπόθεση για την κίνηση της Γης, όπως την προώθησε ο Ηρακλείδης, ήταν μια παραλλαγή της θεωρίας του Πυθαγόρειου Φιλόλαου από τον Κρότωνα, σύγχρονου του Σωκράτη, κατά την οποία η Γη, μαζί με τον Ήλιο και τους άλλους πλανήτες, κινούνταν με μια περιστροφή γύρω από μια κεντρική εστία, δείχνοντας πάντοτε το ίδιο πρόσωπο, εκείνο όπου βρίσκονται οι άνθρωποι, προς το εξωτερικό αυτής της περιστροφής. Δεδομένου ότι η απόσταση ανάμεσα στη Γη και στην κεντρική εστία ήταν η ίδια με την απόσταση του Ήλιου και των άλλων πλανητών από τη Γη, ήταν εύκολο να μεταβούμε από αυτή τη θεωρία – η οποία θεωρούσε ότι η Γη περιστρεφόταν γύρω από την κεντρική εστία και γύρω από τον λεγόμενο Αντίχθονα, ένα ουράνιο σώμα τοποθετημένο από τους Πυθαγορείους ως περιστρεφόμενο γύρω από μια εστία σε θέση αντίθετη προς τη Γη – στη θεωρία ότι η Γη πραγματοποιούσε μία μόνο περιστροφή γύρω από τον άξονά της. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η υπόθεση του Ηρακλείδη ήταν πυθαγόρειας προέλευσης και ετίθετο απέναντι στο μοντέλο των δύο σφαιρών του Πλάτωνα, ως ικανή να εξηγήσει εξίσου καλά τα ουράνια φαινόμενα⁴³.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Πρόκλος, σχολιάζοντας τον Τίμαιο του Πλάτωνα, προτείνει με κάποιον τρόπο ότι ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θα μπορούσε να έχει αντλήσει τη δική του υπόθεση για την περιστροφή της Γης ακριβώς από το σημείο όπου, όπως είδαμε, ο Πλάτων αναφέρει ότι η Γη είναι «υποχρεωμένη (illomenē) να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της στο κέντρο του σύμπαντος». Ο Πρόκλος θεωρεί, σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ότι είναι πιο λογικό (eulogon) να ερμηνευτεί το μετοχικό «illomenē» ως «τυλιγμένη» και «συμπιεσμένη», αφού αυτή – λέει – «είναι η άποψη του Πλάτωνα». Ο Ηρακλείδης – προσθέτει – «ο οποίος δεν ήταν ακροατής του Πλάτωνα», ήταν της γνώμης ότι η Γη κινείται κυκλικά, ενώ ο Πλάτων την έθετε ως ακίνητη⁴⁴. Εν ολίγοις, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο ίδιος ο Πλάτων έκανε τη Γη να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, αλλά δεν συμφωνούσε μαζί του· ο Ηρακλείδης αποδίδει στον Πλάτωνα την ίδια γνώμη, την οποία συμμερίζεται, ενώ ο Πρόκλος, πλατωνικός ορθόδοξος, αποκλείει ότι αυτή η ερμηνεία θα μπορούσε να είναι η άποψη του Πλάτωνα, επειδή θα ήταν σε αντίθεση με τη γενική του αντίληψη για το σύμπαν, όπως αυτή διατυπώθηκε στον Τίμαιο. Στη βάση αυτής της διαμάχης, όπως βλέπουμε, βρίσκεται πάντα ο Πλάτων⁴⁵.
Είναι επίσης ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Σιμπλίκιος, αφού ανέφερε την άποψη του Ηρακλείδη, την επικρίνει, παρατηρώντας ότι, εάν η Γη κινούνταν προς τη δύση, τα άστρα θα φαίνονταν να ανατέλλουν από εκείνη την πλευρά· αντίθετα, εάν η Γη κινούνταν προς την ανατολή, θα έπρεπε να περιστρέφεται είτε γύρω από τον άξονα του ισημερινού είτε γύρω από τους πόλους του ζωδιακού, αλλά στην πρώτη περίπτωση ο Ήλιος και οι πλανήτες, σύμφωνα με τα άστρα, δεν θα ανέτειλαν πάντοτε από τον ορίζοντα στα ίδια σημεία, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, και επομένως αυτό θα έπρεπε να εξηγηθεί – λέει ο Σιμπλίκιος – όπως, ακριβώς, είναι δυνατόν να εξηγηθούν οι ίδιες κινήσεις των πλανητών στα διάφορα ζώδια, μόνο υποθέτοντας την εξήγηση του Πτολεμαίου, την οποία ο Σιμπλίκιος απορρίπτει ως άποψη της σχολής του⁴⁶.
Ο ίδιος ο Σιμπλίκιος, η κύρια πηγή μας για τη συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των αρχαίων αστρονόμων, παραβάλλει την άποψη του Ηρακλείδη με εκείνη του Αρίσταρχου του Σαμίου (3ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος, πάντα για να «σωθούν τα φαινόμενα», όχι μόνο θα είχε παραδεχτεί την περιστροφή της Γης γύρω από τον εαυτό της, αλλά θα είχε επίσης προτείνει την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, τον οποίο είχε τοποθετήσει στο κέντρο του σύμπαντος, δηλαδή στο κέντρο της σφαίρας των απλανών⁴⁷. Με αυτήν την πρώτη εμφάνιση, στην ιστορία της αστρονομίας, ενός πραγματικά ηλιοκεντρικού συστήματος, βρίσκεται αυτό που θα προταθεί ξανά στην Αναγέννηση από τον Κοπέρνικο. Τέτοιο δεν ήταν ακόμη, στην πραγματικότητα, το σύστημα των Πυθαγορείων, που προέβλεπε ένα κέντρο του σύμπαντος σε εστία διαφορετική από τον Ήλιο. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε τίποτα για τους λόγους για τους οποίους ο Αρίσταρχος το είχε συλλάβει, ούτε με ποιον τρόπο είχε φτάσει σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η πρόταση αυτή δεν είχε επιτυχία, διότι τα φαινόμενα που επρόκειτο να «σωθούν» εξηγήθηκαν από τον Ίππαρχο μέσω της θεωρίας των επιγύκλων και των εκκέντρων, που έγινε δεκτή από τον Πτολεμαίο και τελειοποιήθηκε περαιτέρω από αυτόν, σε τέτοιο βαθμό που παρέμεινε η πιο εξελιγμένη μέχρι τον Μεσαίωνα. Ακόμη και ο μεγάλος Αρχιμήδης, τον οποίο τόσο θαύμαζε ο Γαλιλαίος, απέρριψε εξάλλου την ηλιοκεντρική υπόθεση του Αρίσταρχου ως αδύνατη⁴⁸.
Ακόμη, σε σχέση με τις αστρονομικές θεωρίες του Ηρακλείδη του Ποντικού, υπάρχει μια μαρτυρία του Χαλκιδίου (5ος αιώνας μ.Χ.), στο σχόλιό του στον Τίμαιο του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία ο Ηρακλείδης, περιγράφοντας την τροχιά της Αφροδίτης (Αυγερινού) και του Ήλιου, θα είχε αποδείξει ότι η Αφροδίτη είναι πότε ανώτερη και πότε κατώτερη από τον Ήλιο⁴⁹. Κατόπιν ο Χαλκίδιος κάνει τον ίδιο λόγο και για τον Ερμή, γι’ αυτό και αρκετοί μελετητές της αρχαίας αστρονομίας απέδωσαν στον Ηρακλείδη τη θέση σύμφωνα με την οποία ορισμένοι πλανήτες, συγκεκριμένα η Αφροδίτη και ο Ερμής, θα περιστρέφονταν γύρω από τον Ήλιο, ο οποίος με τη σειρά του θα περιστρεφόταν γύρω από τη Γη⁵⁰. Για τον λόγο αυτό, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θεωρήθηκε ως ένα είδος προδρόμου του Τύχωνος Μπράχε (1546–1601), του Δανού αστρονόμου, υπέρμαχου ενός «μικτού» συστήματος ανάμεσα στο γεωκεντρικό μοντέλο του Πτολεμαίου και το ηλιοκεντρικό του Κοπέρνικου, ο οποίος, παρότι αναγνώρισε τα πλεονεκτήματα της ηλιοκεντρικής υπόθεσης του Κοπέρνικου, μην έχοντας καταφέρει να παρατηρήσει την αστρική παράλλαξη – η οποία θα ήταν η αληθινή απόδειξη της κίνησης της Γης – διατήρησε τη Γη ακίνητη στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά έκανε όλους τους πλανήτες να περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο, ο οποίος φανταζόταν ότι περιφερόταν με τη σειρά του γύρω από τη Γη⁵¹.
Στην πραγματικότητα η μαρτυρία του Χαλκιδίου δεν επιτρέπει αυτή την ερμηνεία, διότι αναφέρεται ξεκάθαρα σε ένα και μόνο κέντρο για την τροχιά της Αφροδίτης και για την τροχιά του Ήλιου, κέντρο που δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η Γη, επομένως δεν μπορούμε να αποδώσουμε στην Αφροδίτη μια περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Επομένως, το σύστημα του Ηρακλείδη παραπέμπει στον γεωκεντρισμό της πυθαγόρειας παράδοσης, καθώς και ο Ηρακλείδης, βάσει της εν λόγω μαρτυρίας του Χαλκιδίου, θα είχε δείξει πώς ένα σταθερό αστερισμικό σύνολο, για παράδειγμα εκείνο που σχηματίζεται από τον Ήλιο και την Αφροδίτη, μπορεί να φαίνεται μεταβαλλόμενο όταν παρατηρείται από διαφορετικά σημεία της Γης⁵².
Τέλος, από μια μαρτυρία του Γέμινος (αστρονόμος του 1ου αιώνα π.Χ.), που αναφέρεται από τον Σιμπλίκιο, συνάγεται ότι ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θα είχε εξηγήσει την «ανωμαλία του Ήλιου», δηλαδή το γεγονός ότι ο Ήλιος φαίνεται άλλοτε πιο κοντά και άλλοτε πιο μακριά από τη Γη, κάνοντάς τον έργο ενός προσώπου «που παρενέβη» (parelthṓn tis) στη Γη «με κάποιο τρόπο» (pṓs) κινείται και ο Ήλιος «με κάποιο τρόπο» σταματά⁵³. Ο Γέμινος, ο οποίος με τη σειρά του εξηγούσε αυτή την ανωμαλία παραδεχόμενος ότι ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη Γη κατά μήκος μιας εκκεντρικής τροχιάς σε σχέση με τη Γη, δεν αποδεχόταν την εξήγηση του Ηρακλείδη, διότι δεν ανήκει – έλεγε – στον αστρονόμο να πει τι πραγματικά κινείται και τι πραγματικά είναι ακίνητο στη φύση, αλλά στον αστρονόμο ανήκει να διατυπώνει υποθέσεις, από τις οποίες να «σώζει» τα ουράνια φαινόμενα. Αυτό που μας ενδιαφέρει από αυτή τη μαρτυρία, ωστόσο, είναι ότι αυτή φαίνεται να αναφέρεται σε έναν διάλογο που συνέθεσε ο Ηρακλείδης, στον οποίο ενδέχεται να ανασυγκροτείται η συζήτηση που διεξήχθη στη σχολή του Πλάτωνα με σκοπό το «σώζεσθαι τὰ φαινόμενα», αποδίδοντας την άποψη αυτή σε έναν ανώνυμο χαρακτήρα, ο οποίος την παρουσίασε «παρεμβαίνοντας» (parelthṓn) σε μια δεδομένη στιγμή της συζήτησης⁵⁴.
Σύμφωνα με ορισμένους, αυτός ο ανώνυμος χαρακτήρας θα ήταν ο Πυθαγόρειος Εκφάντης, τον οποίο εισήγαγε στο διάλογο ο Ηρακλείδης επειδή τον θεωρούσε πρόδρομο της δικής του θεωρίας για την περιστροφή της Γης⁵⁵.
Πολλές άλλες δοξασίες για τα άστρα αποδόθηκαν από τους αρχαίους στον Ηρακλείδη, όπως η θεοποίηση των πλανητών (που ο Κικέρων θεωρεί ως «ποιητικό παραμύθι»), η απειρότητα του σύμπαντος, η σύλληψη των άστρων ως ισάριθμων κόσμων από γη και αέρα τοποθετημένων στο άπειρο αιθέρα, η αντίληψη της Σελήνης ως μιας Γης περιβαλλόμενης από ατμούς (και επομένως κατοικημένης), η επακόλουθη δήλωση ότι ο άνθρωπος θα είχε πέσει από τη Σελήνη στη Γη (που κατά τον Διογένη Λαέρτιο θα έκανε τον Ηρακλείδη έναν «παραδοξολόγο»)⁵⁶. Αλλά του αξίζει να τον θυμόμαστε ως επιστήμονα, ίσως, αλλά και ως φανταστικό συμμετέχοντα στη συζήτηση που πυροδοτήθηκε από τον Πλάτωνα, ως μαρτυρία της πολλαπλότητας των υποθέσεων που μπορούν να διατυπωθούν για να εξηγηθεί ένα φαινόμενο και του βαθμού της επιστημολογικής επίγνωσης που κατείχε η σχολή του Πλάτωνα όσον αφορά την αστρονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στις υποθέσεις που προτάθηκαν για να «σωθούν τα φαινόμενα» των ουρανών, σχεδόν όλες, ή και όλες, επρόκειτο να ξαναληφθούν κατά τη διάρκεια της ιστορίας της επιστήμης.
Συνεχίζεται με
6. Ο ύστερος Πλάτων και ο Φίλιππος ο Όπούντιος: η έμψυχος φύση των άστρων
"Η μελέτη του αριθμού των μετατοπίσεων πρέπει να παραπεμφθεί σε εκείνην, που μεταξύ των μαθηματικών επιστημών, πλησιάζει περισσότερο προς τη φιλοσοφία, δηλαδή την αστρονομία· αυτή, πράγματι, έχει ως αντικείμενο της έρευνάς της μια ουσία που είναι αισθητή αλλά αιώνια, ενώ οι άλλες μαθηματικές επιστήμες – όπως, για παράδειγμα, η αριθμητική και η γεωμετρία – δεν έχουν να κάνουν με καμία ουσία³⁰.
Σε αυτά τα λόγια εκδηλώνεται μια σημαντική πτυχή της αριστοτελικής επιστημολογίας. Διότι για τον Αριστοτέλη η αστρονομία είναι, ναι, μια μαθηματική επιστήμη, αλλά είναι μια εφαρμοσμένη μαθηματική επιστήμη, δηλαδή μια εφαρμοσμένη μαθηματική στην αστρονομία, στην μελέτη των άστρων, τα οποία είναι αισθητές ουσίες, δηλαδή σώματα. Ο Αριστοτέλης επιπλέον πίστευε ότι τα άστρα είναι αιώνια και γι’ αυτό τα θεωρούσε αποτελούμενα από ένα στοιχείο διαφορετικό από τα τέσσερα γήινα στοιχεία (νερό, αέρα, γη και φωτιά), δηλαδή από τον αιθέρα, στοιχείο άφθαρτο και αμετάβλητο, αλλά αυτό προς το παρόν δεν μας ενδιαφέρει. Οι μαθηματικές επιστήμες όμως, όπως η αριθμητική και η γεωμετρία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν έχουν ως αντικείμενο ουσίες, διότι τα αντικείμενά τους, δηλαδή αντίστοιχα οι αριθμοί και τα σχήματα, δεν είναι σώματα, αλλά είναι αντίστοιχα τα μέρη και τα όρια των σωμάτων. Γι’ αυτό η αστρονομία, παρόλο που είναι μια μαθηματική επιστήμη, «πλησιάζει περισσότερο προς τη φιλοσοφία», η οποία κατά τον Αριστοτέλη έχει ως αντικείμενο τις ουσίες."
Σε αυτά τα λόγια εκδηλώνεται μια σημαντική πτυχή της αριστοτελικής επιστημολογίας. Διότι για τον Αριστοτέλη η αστρονομία είναι, ναι, μια μαθηματική επιστήμη, αλλά είναι μια εφαρμοσμένη μαθηματική επιστήμη, δηλαδή μια εφαρμοσμένη μαθηματική στην αστρονομία, στην μελέτη των άστρων, τα οποία είναι αισθητές ουσίες, δηλαδή σώματα. Ο Αριστοτέλης επιπλέον πίστευε ότι τα άστρα είναι αιώνια και γι’ αυτό τα θεωρούσε αποτελούμενα από ένα στοιχείο διαφορετικό από τα τέσσερα γήινα στοιχεία (νερό, αέρα, γη και φωτιά), δηλαδή από τον αιθέρα, στοιχείο άφθαρτο και αμετάβλητο, αλλά αυτό προς το παρόν δεν μας ενδιαφέρει. Οι μαθηματικές επιστήμες όμως, όπως η αριθμητική και η γεωμετρία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν έχουν ως αντικείμενο ουσίες, διότι τα αντικείμενά τους, δηλαδή αντίστοιχα οι αριθμοί και τα σχήματα, δεν είναι σώματα, αλλά είναι αντίστοιχα τα μέρη και τα όρια των σωμάτων. Γι’ αυτό η αστρονομία, παρόλο που είναι μια μαθηματική επιστήμη, «πλησιάζει περισσότερο προς τη φιλοσοφία», η οποία κατά τον Αριστοτέλη έχει ως αντικείμενο τις ουσίες."
ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΤΤΟΝΤΑ ΑΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΟΤΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΣΩΜΑ. ΑΓΡΙΟ ΜΑΥΡΟ ΑΔΑΜΑΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΑΛΙΣΤΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου