Συνέχεια από: Κεφάλαιο V
Giovanni Reale ΠΛΑΤΩΝ
VΙ
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ «ΚΩΜΙΚΟ» ΚΑΙ «ΤΡΑΓΙΚΟ» ΠΟΙΗΤΗ
Η ριζική καινοτομία
με την οποία ο Πλάτωνας αποδέχεται την ποίηση
και τη εκπαιδευτική της λειτουργία
στην Ιδανική Πολιτεία
Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ, η οποία από ορισμένες απόψεις είναι πραγματικά εξαιρετική, δεν οφείλεται μόνο στη φιλοσοφική του σκέψη, αλλά και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στην ομορφιά των έργων του, στην εξαιρετική αποτελεσματικότητα της γραφής του και, συνεπώς, στην ποιητικότητά του.
Κανένας άνθρωπος μέχρι τώρα δεν τον έχει ισοφαρίσει στη μεγαλειώδη σύνθεση φιλοσοφίας και ποίησης που κατόρθωσε να επιτύχει.
Και ακριβώς αυτό θέλουμε τώρα να καταδείξουμε: όπως ο Πλάτωνας παρουσιάστηκε στην αρένα της ρητορικής και απέδειξε ότι ήταν ο σπουδαιότερος συγγραφέας της εποχής του, με παρόμοιο τρόπο συμπεριφέρθηκε και απέναντι στην ποίηση. Τη στιγμή που η κωμωδία και η τραγωδία είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, απέδειξε με διάφορους τρόπους ότι ήταν ο ίδιος ο μεγάλος ποιητής της εποχής, ικανός να δώσει νέα μορφή τόσο στην κωμωδία όσο και στην τραγωδία με θαυμαστό τρόπο. Και δεν μας το είπε μόνο μέσω των ίδιων των έργων του, που αποτελούν απτή απόδειξη, αλλά το δήλωσε ρητά και στο τέλος του Συμποσίου, με εκλεπτυσμένη ειρωνεία και μεγάλη καλλιτεχνική λεπτότητα.
Αλλά ακόμα και οι αρχαίοι είχαν διακρίνει καλά αυτό το στοιχείο και είχαν δημιουργήσει έναν υπέροχο μύθο: μια μέρα, ο Σωκράτης ονειρεύτηκε ότι είχε στα γόνατά του έναν νεαρό κύκνο, ο οποίος αμέσως πέταξε και τραγούδησε γλυκά· την αμέσως επόμενη ημέρα, παρουσιάστηκε μπροστά του ο νεαρός Πλάτωνας, και ο Σωκράτης είπε ότι ο κύκνος που είχε εμφανιστεί στο όνειρό του και είχε πετάξει αμέσως τραγουδώντας γλυκά ήταν ο ίδιος ο Πλάτωνας . Και τα γόνατα του Σωκράτη και ο κύκνος που πετά αμέσως τραγουδώντας απαλά είναι θαυμάσιες εικόνες που αποτυπώνουν μια ιστορική αλήθεια: στον Πλάτωνα συνυπάρχουν η φιλοσοφία, που διδάχθηκε από τον Σωκράτη, και η ποίηση, που του χάρισε η φύση.
Αλλά οι αρχαίοι μας διέσωσαν και έναν άλλο μύθο, ο οποίος πιθανότατα αντανακλά ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός, έστω και αν έχει εξιδανικευθεί μέσα από τη φαντασία της ποίησης. Ο Διογένης Λαέρτιος αφηγείται:
Ενώ ο Πλάτωνας ετοιμαζόταν να συμμετάσχει σε διαγωνισμό με μια τραγωδία, άκουσε τη φωνή και τη διδασκαλία του Σωκράτη και, μπροστά στο θέατρο του Διονύσου, έκαψε το έργο του αναφωνώντας: «Έλα εδώ Ήφαιστε· σε χρειάζεται ο Πλάτων τούτη τη στιγμή»(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι των φιλοσόφων, III 5).
Έτσι, ο Πλάτωνας απαρνήθηκε τον δρόμο της ποίησης και αγκάλιασε τη φιλοσοφία: από εκείνη τη φωτιά όπου έριξε την τραγωδία του, ο θεός Ήφαιστος του επέτρεψε να ανασύρει το καθαρό χρυσάφι της φιλοσοφικής ποίησης. Όπως θα δούμε, οι πλατωνικοί «διάλογοι» είναι ουσιαστικά η αττική κωμωδία και τραγωδία μετασχηματισμένες σε διαλεκτικούς διαλόγους, όπου τα ποιητικά στοιχεία του κωμικού και του τραγικού τίθενται στην υπηρεσία της αναζήτησης της Αλήθειας.
Ήδη ο Νίτσε παρατηρούσε στη Γέννηση της τραγωδίας ότι στον Πλάτωνα «ανίκητες κλίσεις μάχονταν ενάντια στις σωκρατικές αρχές: η ισχύς των τελευταίων, μαζί με το πάθος εκείνης της θαυμαστής προσωπικότητας, ήταν πάντα αρκετά μεγάλη ώστε να ωθήσει και την ίδια την ποίηση σε νέες, μέχρι τότε άγνωστες θέσεις» (Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, § 14).
Η ποίηση, νοούμενη ως επιμέρους έμπνευση που προέρχεται από τις Μούσες ή ως ένθεη κατοχή που δίνεται ως «θείος κλήρος», είναι για τον Πλάτωνα εντελώς διαφορετική από την τέχνη και την επιστήμη.
ΕΧΟΥΜΕ ΗΔΗ ΔΕΙ, σε προηγούμενο κεφάλαιο, πώς ο Πλάτωνας θεωρεί την ποίηση μια μορφή «μίμησης της μίμησης», τριπλά απομακρυσμένη από την αλήθεια και, συνεπώς, εντελώς απατηλή από γνωσιολογική άποψη. Ωστόσο, έχουμε ήδη αναφέρει ότι, παρά ταύτα, της εκφράζει —και ιδίως στον ανώτατο εκπρόσωπό της, δηλαδή στον Όμηρο— όχι μικρό σεβασμό και ότι της αποδίδει τιμές, όπως θα έκανε με έναν μεγάλο εχθρό. Για τον Όμηρο, ο Πλάτωνας λέει ότι «είχε εξαιρετικά ποιητικά χαρίσματα και ήταν ο μέγιστος των τραγικών» (Πολιτεία, X 607 A.).
Και, ολοκληρώνοντας τον λόγο του για την ποίηση στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας, ο Πλάτωνας αποκαλύπτει πλήρως τα αισθήματά του απέναντί της, με λόγια που θυμίζουν τη διήγηση των αρχαίων σχετικά με την επίκληση του Ηφαίστου, θεού της φωτιάς, ώστε, καταστρέφοντας την τραγωδία που είχε συνθέσει για να διαγωνιστεί στον ποιητικό αγώνα, να μπορέσει να ακολουθήσει τον δρόμο της φιλοσοφίας. Ας διαβάσουμε τη θαυμάσια αυτή σελίδα, η οποία είναι ουσιώδης για την εις βάθος κατανόηση του θέματος που μας απασχολεί σε αυτό το κεφάλαιο, καθώς ο Πλάτωνας μάς αποκαλύπτει ότι υπήρξε ερωτευμένος με την ποίηση και ότι την εγκατέλειψε όχι δίχως μεγάλο πόνο και κόπο:
Θα ήμασταν μάλιστα διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε στους υποστηρικτές της ποίησης —εφόσον δεν είναι οι ίδιοι ποιητές αλλά φίλοι των ποιητών που αγαπούν την ποίηση— το δικαίωμα να υπερασπιστούν την ποίηση όχι έμμετρα αλλά με πεζό λόγο, αρκεί να αποδείξουν ότι αυτή δεν είναι απλώς ευχάριστη, αλλά ότι είναι και ωφέλιμη για τις πολιτείες και τη ζωή του ανθρώπου· σε αυτή την περίπτωση, βεβαίως, θα τους ακούγαμε με ευχαρίστηση στις πολιτείες. Πράγματι, θα ήταν για εμάς μεγάλο όφελος αν η ποίηση αποδεικνυόταν όχι μόνο γλυκιά, αλλά και ωφέλιμη. [...] Αν όμως δεν είναι, φίλε μου, τότε θα φερόμασταν όπως εκείνοι οι ερωτευμένοι που θεωρούν επιβλαβή τον έρωτά τους και, αν και με μεγάλη προσπάθεια και δυσκολία, αποστασιοποιούνται από αυτόν. Και εμείς προς χάρη του παλαιού μας έρωτα για την ποίηση, που τον χρωστούμε στην ανατροφή που πήραμε από τα λαμπρά μας πολιτεύματα, θα ήμασταν ευτυχείς αν η ποίηση αποδεικνυόταν, στην πράξη, άριστη και αληθέστατη [...], αλλά, εφόσον δεν μπορεί να αποκρούσει τις κατηγορίες και ν᾽ απολογηθεί όπως πρέπει, ασφαλώς θα την ακούμε, αλλά θα επαναλαμβάνουμε στον εαυτό μας, σαν εξορκισμό στις μαγγανείες της, τη συζήτηση που διεξάγουμε και τα επιχειρήματα που είπαμε, ελπίζοντας να μην υποκύψουμε ξανά σε αυτή τη μορφή παιδικού και λαϊκού έρωτα. Θα λέμε λοιπόν ότι δεν πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά μια τέτοια ποίηση, σα να ᾽χει τάχα σχέση με την αλήθεια και να ᾽ναι αξιόλογη, και ότι κάθε άνθρωπος που φοβάται για το μέσα στην ψυχή του πολίτευμα πρέπει να την ακούει παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις και να θεωρεί σωστά όσα είπαμε για την ποίηση. (Πολιτεία X 607 E-608 A).
Αν όμως ο ποιητής είναι μιμητής που δεν γνωρίζει τίποτα από αυτά που λέει μέσω της μίμησης, και αν η ποίηση δεν είναι ούτε αληθινή τέχνη ούτε επιστήμη, τότε πώς έχει αυτή τη μιμητική δύναμη και πώς κατορθώνει να παράγει τα επιβλητικά —αν και απατηλά— αποτελέσματά της;
Η απάντηση δίνεται ήδη από τον Πλάτωνα στον νεανικό Ίωνα, έναν εξαίρετο διάλογο, ο οποίος όμως παρερμηνεύτηκε ξεκινώντας από τους ίδιους τους ποιητές, με προεξάρχοντα τον μεγάλο Γκαίτε.
Η ποίηση δεν είναι τέχνη, αλλά «θεία δύναμη», ανάλογη με εκείνη του μαγνήτη, που όχι μόνο έλκει προς αυτόν τους σιδερένιους κρίκους, αλλά και τους μεταδίδει τη δύναμη να έλκουν άλλους κρίκους, σχηματίζοντας έτσι μια μακρά αλυσίδα. Αυτή η μαγνητική δύναμη είναι η μεταφορά της έμπνευσης από τη Μούσα· οι πρώτοι κρίκοι είναι οι ποιητές, και οι υπόλοιποι κρίκοι είναι όλοι όσοι εξαρτώνται από την ποίηση: ραψωδοί, ερμηνευτές, ηθοποιοί, χορευτές κ.λπ. Ο Πλάτωνας γράφει:
Έτσι και η Μούσα καθιστά τους ποιητές εμπνευσμένους και, μέσω αυτών, δημιουργείται μια μακρά αλυσίδα από άλλους που καταλαμβάνονται από τον θεό. Πράγματι, όλοι οι μεγάλοι επικοί ποιητές δεν συνθέτουν τα ωραία ποιήματά τους βάσει τεχνικών κανόνων, αλλά επειδή είναι εμπνευσμένοι και κατεχόμενοι από τον θεό· το ίδιο ισχύει και για τους καλούς λυρικούς ποιητές: όπως οι Κορύβαντες χορεύουν εκστασιασμένοι και δεν είναι στα λογικά τους, έτσι και οι λυρικοί ποιητές/μουσικοί συνθέτουν τους ύμνους τους εκστασιασμένοι και περιδεείς από θείο πάθος, και όταν τους αγγίζει η αρμονία και ο ρυθμός κυριεύονται και συγκλονίζονται από διονυσιακή μανία. Και όπως οι Βάκχες, όταν είναι εκστασιασμένες, αντλούν από τα ποτάμια μέλι και γάλα, ενώ όταν είναι λογικές δεν μπορούν να το κάνουν, έτσι λειτουργεί και η ψυχή των λυρικών ποιητών, όπως οι ίδιοι λένε. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι ποιητές μάς λένε ότι αντλούν τα τραγούδια τους από πηγές που ρέουν μέλι και από κήπους και άλση ιερά στις Μούσες, και μας τα προσφέρουν όπως κάνουν οι μέλισσες, και αυτοί πετώντας σαν τις μέλισσες. Κι είναι αληθινά όσα λένε! Διότι ο ποιητής είναι κάτι ανάλαφρο, φτερωτό και ιερό, και ανίκανος να ποιήσει και να δημιουργήσει αν δεν έχει πρώτα εμπνευστεί από τον θεό και δεν έχει βρεθεί εκτός λογικής, αν το μυαλό του δεν έχει εντελώς αιχμαλωτιστεί. Όσο παραμένει στην κατοχή των λογικών του ικανοτήτων, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ποιήσει ή να προφητεύσει. (Ίων, 533 E-534 B).
Αυτή η ποιητική έμπνευση υπάρχει μόνο «δια θείας δυνάμεως»(Ίων, 534 C) και επιτρέπει στους ποιητές να κάνουν μόνο αυτό που οι Μούσες τους ωθούν να κάνουν, και τίποτα άλλο.
Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Πλάτων αναφέρει την αναλογία των Βακχών. Οι Βάκχες ή Μαινάδες, ας το θυμηθούμε, ήταν ομάδες γυναικών που συγκεντρώνονταν κάθε δύο χρόνια και στα μέσα του χειμώνα, και τη νύχτα πραγματοποιούσαν οργιαστικές τελετές που περιλάμβαναν εκστατικές εμπειρίες και καταλήψεις από θεϊκές δυνάμεις, που τις οδηγούσαν εκτός λογικής. Ο Dodds, που έχει μελετήσει σε βάθος το ζήτημα, γράφει: «Πρέπει να υπήρχε μια εποχή που οι Μαινάδες ή Τίαιδες ή Βάκχες πραγματικά, για λίγες ώρες ή για μερικές μέρες, αποκτούσαν τα χαρακτηριστικά που υποδηλώνονται από το όνομά τους: άγριες γυναίκες, που έχαναν την ανθρώπινη προσωπικότητά τους για να υιοθετήσουν προσωρινά μια άλλη».
Για να ενισχύσει την ιδέα της έμπνευσης των ποιητών που τους αφαιρεί τη λογική και τους οδηγεί «εκτός εαυτού», ο Πλάτων στο «Ίων» κάνει επίσης αναφορά στις εμπειρίες των μάντεων και των προφητών:
Πράγματι, οι ποιητές δεν συνθέτουν τα τραγούδια τους λόγω γνώσης, αλλά λόγω θείας δυνάμεως, γιατί αν μπορούσαν να μιλήσουν καλά για κάτι μέσω της τέχνης, θα μπορούσαν να μιλήσουν καλά και για όλα τα άλλα. Και ο θεός τους αφαιρεί τη λογική και τους χρησιμοποιεί ως υπηρέτες, όπως κάνει με τους μάντεις και τους προφήτες, ώστε εμείς, ακούγοντάς τους, να καταλάβουμε ότι δεν είναι αυτοί που λένε τόσο θαυμαστά πράγματα, αφού νου δεν έχουν, αλλά ότι είναι ο ίδιος ο θεός που τα λέει και μας μιλάει διαμέσου αυτών (Ίων, 534 C-D).
Το ίδιο επιχείρημα αναπτύσσεται, με έναν πιο εκτενή και βαθύτερο τρόπο, στο «Φαίδρο», όπου ο Πλάτων διατυπώνει την Ιδέα της «θείας μανίας», η οποία, όπως αναφέραμε ήδη, χωρίζεται σε τέσσερις μορφές: της μαντικής (ή προφητείας), της τελεστικής, της ποιητικής και της ερωτικής. Ο Πλάτων τονίζει ότι αυτή η θεία μανία σε όλες τις συγκεκριμένες μορφές της λειτουργεί στον άνθρωπο οδηγώντας τον «εκτός λογικής». Ειδικά για την ποίηση γράφει:
Τρίτη είναι η κατάληψη από τη μανία που προέρχεται από τις Μούσες, η οποία, όταν καταλαμβάνει μια τρυφερή και καθαρή ψυχή, την ξυπνά και την εξάγει από τον εαυτό της σε βακχική έμπνευση, σε τραγούδια και άλλα ποιήματα, και, εξυμνώντας τα αμέτρητα έργα των προγόνων, διδάσκει τους μεταγενέστερους. Αλλά αυτός που φτάνει στις πύλες της ποίησης χωρίς τη μανία των Μουσών, σκεπτόμενος ότι θα γίνει άξιος ποιητής χάρη στην τέχνη, παραμένει ατελής, και η ποίηση αυτού που παραμένει λογικός επισκιάζεται από εκείνους που είναι κυριευμένοι από μανία (Φαίδρος, 245 Α).
Το πρόβλημα που θέσαμε παραπάνω λύνεται πλήρως βάσει αυτών των κειμένων: ο ποιητής δεν ενεργεί με δική του δύναμη, αλλά με δύναμη που προέρχεται από τη θεία έμπνευση· επιπλέον, αυτή η θεία έμπνευση προϋποθέτει «να βρίσκεται εκτός των αισθήσεών του». Πρόκειται για μια δύναμη που δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη και την επιστήμη και, συνεπώς, δεν μπορεί ούτε να μαθευτεί ούτε να διδαχτεί.
Από αυτό προκύπτει, χρησιμοποιώντας ισχυρές μεταφορές, η απόδοση τιμής στον εχθρό και, ταυτόχρονα, η αναγνώριση της ποίησης ως ενός εχθρού, αν και αξιοσέβαστου, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
Αλλά ο Πλάτων κάνει ακόμα μία παραχώρηση στην ποίηση, συχνά παραμελημένη και σε κάθε περίπτωση ελάχιστα κατανοητή, και της παραχωρεί έναν χώρο, αν και σε μια νέα διάσταση, στην Ιδανική Πολιτεία, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ανάκτηση της αξίας μιας ανανεωμένης ποίησης, εμπνευσμένης από αξιολογικά κριτήρια στην Ιδανική Πολιτεία.
Ο Τζοβάνι Τσέρι επεσήμανε σωστά το εξής σημείο: «Ο Πλάτων καταδικάζει τον μύθο και την ποίηση της ομηρικής και ησιόδειας παράδοσης, όχι όμως τον μύθο και την ποίηση καθαυτά· αντιθέτως, προϋπόθεση και φυσικό επακόλουθο ολόκληρης της συλλογιστικής του είναι ότι ακριβώς ο μύθος, και η ποίηση που τον αφηγείται, αποτελούν τη μόνη εφαρμόσιμη οδό για τη βασική διαμόρφωση του πολίτη. Η διαλεκτική αλήθεια παρεμβαίνει μόνο σε δεύτερο στάδιο και αντιπροσωπεύει το ανώτερο και μεταγενέστερο επίπεδο της παιδαγωγικής εκπαίδευσης, που μάλιστα προορίζεται αποκλειστικά για εκείνη την ελίτ ανθρώπων που θα έχουν δείξει δεκτικότητα να την λάβουν».Ο Cerri διευκρινίζει περαιτέρω ότι οι σελίδες των βιβλίων Β’ και Γ’ της Πολιτείας, στις οποίες εξετάζεται αυτό το ζήτημα, δεν έχουν κατανοηθεί σωστά, αφού τις περισσότερες φορές έχουν ερμηνευτεί ως επίθεση κατά της ποίησης υπέρ της φιλοσοφίας, με σχεδόν ολοκληρωτικό αποκλεισμό του χώρου που κατείχε η ποίηση, με σχεδόν πλήρη περιθωριοποίηση της ποίησης. Όμως δεν είναι έτσι, καθώς η εκτενής αυτή πραγματεία περιέχει όχι μόνο αρνητικό αλλά και θετικό μήνυμα: «Είναι, πρώτα απ’ όλα, ανάλυση της ψυχολογικής και ιδεολογικής επιρροής που ασκεί ο αφηγηματικός λόγος στη νοοτροπία της κοινωνίας· έπειτα είναι αρνητική κριτική, από αυτή τη σκοπιά, του μεγαλύτερου μέρους της μυθικο-ποιητικής κληρονομιάς που παραδόθηκε από τον ελληνικό πολιτισμό· και τέλος είναι σχεδιασμός ενός νέου μύθου και μιας νέας ποίησης, ικανής πραγματικά να εμπνεύσει στους νέους και σε ολόκληρη την κοινότητα ένα σύστημα αξιών και βαθιά ριζωμένων ιδεών, που η πολιτική σκέψη θεωρεί λειτουργικό και απαραίτητο για τη συνοχή και τη ζωτικότητα του κοινωνικού σώματος».
Πράγματι, τα παραμύθια και οι μύθοι που λέγονται στα παιδιά, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι ποιητικές δημιουργίες τις οποίες το έπος και η τραγωδία απλώς παρουσιάζουν μεγεθυμένες. Και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των νέων ακόμη και στην Ιδανική Πολιτεία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω αυτών των εργαλείων – και όχι άλλων. Διότι η νεότητα αποτελεί τη θεμελιώδη στιγμή για τη διαμόρφωση, δηλαδή την ιδανική χρονική περίοδο για να πλαστούν οι μελλοντικοί πολίτες «και να διαμορφωθούν σύμφωνα με το αποτύπωμα που επιθυμούμε να τους δώσουμε» (Πολιτεία, II 377 B).
- Δε γνωρίζεις πως διηγούμαστε πρώτα πρώτα στα παιδιά μύθους, που στο σύνολό τους τίποτ᾽ άλλο δεν είναι παρά ένα ψέμα, έχουν όμως και κάποιες αλήθειες μέσα; Πρώτα λοιπόν αρχίζομε τα παιδιά με μύθους, πριν τους αρχίσομε τη γυμναστική.
- Έτσι είναι.
- Γι᾽ αυτό λοιπόν έλεγα πως πρέπει να πιάσομε τη μουσική πρώτα από τη γυμναστική.
- Σωστά.
- Γνωρίζεις όμως, βέβαια, πως η αρχή είναι το σπουδαιότερο σε κάθε δουλειά, μάλιστα όταν πρόκειται για ό,τι πράγμα νεαρό και τρυφερό· γιατί τότε προπάντων πλάθεται και μπαίνει μέσα βαθιά ο χαρακτήρας που θα ήθελε κανείς να χαράξει στον καθένα.
- Δεν υπάρχει αντίρρησις.
- Θα επιτρέψομε λοιπόν έτσι εύκολα ν᾽ ακούουν τα παιδιά τούς όποιους λάχει μύθους, που τους έπλασαν όποιοι λάχουν, και να δέχουνται μες στη ψυχή των εντυπώσεις ως επί το πλείστον αντίθετες από τις ιδέες που θα παραδεχτούμε πως πρέπει να έχουν, όταν γίνουν τέλειοι άντρες;
- Διόλου μάλιστα δε θα το επιστρέψομε.
- Πρώτα λοιπόν πρέπει να δώσομε όλη την προσοχή μας στους μυθοποιούς και να εγκρίνομε βέβαια όποιο καλό μύθο κάμουν, να πετάξομε όμως κάθε άλλον. Και τους μύθους που εγκρίνομε θα υποχρεώσομε τις παραμάνες και τις μητέρες να τους διηγούνται στα παιδιά και να πλάθουν μ᾽ αυτούς τις ψυχές των, πολύ περισσότερο παρότι τα σώματά των με τα χέρια των· τους περισσότερους βέβαια απ᾽ αυτούς που τους διηγούνται σήμερα πρέπει να τους βγάλομ᾽ έξω.
- Ποιούς δηλαδή;
- Από τους μεγαλυτέρους θα καταλάβομε και τους μικρότερους, γιατί όλοι πρέπει να είναι χυμένοι πάνω στον ίδιο τον τύπο και να έχουν την ίδια τη δύναμη, και οι μεγαλύτεροι και οι μικρότεροι. Ή δεν το νομίζεις;
- Πολύ ωραία, αλλά δεν εννοώ και ποιοί είναι αυτοί οι μεγαλύτεροι που λες.
- Εκείνοι που μας έλεγαν ο Ησίοδος και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιηταί. Γιατί αυτοί είναι που συνθέτουν τους ψεύτικους μύθους, που έλεγαν κι εξακολουθούν να λέγουν στους ανθρώπους.
- Ποιούς μύθους και τί έχεις να τους κατηγορήσεις μ᾽ αυτά που λες;
- Εκείνο που αξίζει πρώτα και κύριο ν᾽ ακούσει ένας που δε γνωρίζει καν να λέγει έμορφα ψέματα.
- Τί θέλεις να πεις;
- Όταν κανείς με το λόγο εικονίζει άσχημα και όχι καθώς πραγματικώς είναι τους θεούς και τους ήρωες, καθώς έξαφνα ένας ζωγράφος που δεν αποδίδει την ομοιότητα εκείνου που θέλει να ζωγραφίσει. [Πολιτεία (377B-377D)]
Ιδού, λοιπόν, το πρόγραμμα που ορίζει ο Πλάτων:
Η πρώτη δουλειά φαίνεται πως είναι να παρακολουθούμε τους δημιουργούς των παραμυθιών: όταν επινοούν ένα καλό παραμύθι, να το εγκρίνουμε· σε αντίθετη περίπτωση, να το απορρίπτουμε. Έπειτα, θα χρειαστεί να πείσουμε τις μητέρες και τις τροφούς να αφηγούνται στα μικρά παιδιά μόνο τα εγκεκριμένα παραμύθια, έτσι ώστε να πλάθουν με αυτά τις ψυχές τους, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πλάθουν με τα χέρια τα σώματά τους. Αντιθέτως, από τα σημερινά παραμύθια, πολλά θα έπρεπε να πεταχτούν.
Θα πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια τακτική και με τους «μεγάλους μύθους», στους οποίους περιλαμβάνονται και οι μικροί που λέγονται στα παιδιά, δηλαδή με εκείνους του Ομήρου και του Ησιόδου (Πολιτεία, II 377 D).:
Είναι εκείνοι οι δημιουργοί αυτών των φανταστικών μύθων, και πάλι εκείνοι που τους διέδωσαν και εξακολουθούν να τους διαδίδουν στον λαό.
Συγκεκριμένα, οι ποιητές στην Ιδανική Πολιτεία θα πρέπει να συνεχίσουν το έργο τους, αλλά θα πρέπει να πειστούν να τηρούν ορισμένους κανόνες, καθώς τα μηνύματά τους εξακολουθούν να αφήνουν καθοριστικά αποτυπώματα στην ανθρώπινη ψυχή.
Αναμφίβολα, οι πολυάριθμοι κανόνες που θα έπρεπε να τηρούν οι ποιητές στην πλατωνική Ιδανική Πολιτεία κρίνονται σήμερα ως μια σοβαρή μορφή «περιορισμού» και έντονου «ηθικισμού». Όμως, αν ληφθεί υπόψη ο ρόλος της ποίησης, ο οποίος στην αρχαιότητα ήταν τελείως διαφορετικός απ’ ό,τι σήμερα – δηλαδή το γεγονός ότι η ποίηση ήταν ένα πρώτης τάξεως παιδαγωγικό και διαμορφωτικό εργαλείο και όχι μια πνευματική απόλαυση κυρίως αισθητικής φύσεως, όπως είδαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια – τότε η κριτική αυτή δεν ευσταθεί. Η μεταρρύθμιση των μύθων και της ποίησης που τους εκφράζει δεν αποσκοπούσε στην εξάλειψή τους, αλλά στον απεγκλωβισμό και τον εξαγνισμό τους από τα «βαριά ψεύδη» που μετέφεραν και από τις επιβλαβείς ηθικές συνέπειες που προκαλούσαν στις ψυχές των νέων και των ανθρώπων γενικότερα, συνηθίζοντάς τους να πιστεύουν πως είναι θεμιτό να διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα και αδικίες, εφόσον τέτοιες ήταν οι ίδιες συμπεριφορές των θεών και των ηρώων που αναπαριστούν οι μύθοι και η ποίηση.
Οι κανόνες στους οποίους θα έπρεπε να εμπνέεται η δημιουργία των μύθων και της ποίησης στην Ιδανική Πολιτεία είναι περίπου δεκαπέντε, όλοι εξαιρετικά ουσιώδεις:
1) πρέπει να εξαλειφθούν εντελώς από τους θεούς οι συγκρούσεις παιδιών με τους γονείς τους·
2) «όπως είναι ο θεός, έτσι πρέπει πάντοτε να παριστάνεται, είτε σε έπος, είτε σε λυρική ποίηση, είτε στο πλαίσιο τραγωδίας»: αφού ο θεός είναι αγαθός, δεν θα πρέπει ποτέ να παρουσιάζεται ως αιτία κακού·
3) ο θεός δεν πρέπει να απεικονίζεται ως ικανός να αλλάζει μορφή, αφού «ο θεός και το θείο είναι, από κάθε άποψη, τα πιο τέλεια όντα [...]. Για τον λόγο αυτό, ο θεός είναι το ον που λιγότερο από όλα τα άλλα θα μπορούσε να λαμβάνει πολλές μορφές»·
4) οι θεοί δεν μπορούν να παρουσιάζονται με απατηλές μορφές και να παραπλανούν·
5) για να διαμορφώσουμε θαρραλέους νέους, πρέπει να αποφύγουμε να τους κάνουμε να φοβούνται τον θάνατο, διηγούμενοι τρομακτικά πράγματα για τον Άδη·
6) για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση όρων για τον Άδη που προκαλούν τρόμο·
7) δεν πρέπει να παρουσιάζονται επιφανείς άνδρες να παραδίδονται σε κλάματα και θρήνους, ώστε να προετοιμαστούν οι νέοι να αντέχουν με αξιοπρέπεια τις συμφορές της ζωής·
8) για τον ίδιο λόγο, δεν θα πρέπει να αποδίδονται θρήνοι και μοιρολόγια/οιμωγές σε θεούς και ήρωες·
9) δεν θα πρέπει να παρουσιάζονται θεοί και ήρωες να γελούν ανεξέλεγκτα, για να μην μάθουν οι νέοι να γελούν με τα πάντα και να γίνονται υπερβολικά επιρρεπείς στο γέλιο·
10) δεν πρέπει να συνηθίζει ο νέος στο ψεύδος, διότι αυτό ανατρέπει και καταστρέφει την Πόλη·
11) δεν πρέπει να παρουσιάζονται θεοί και ήρωες να παρασύρονται από αχαλίνωτα πάθη και ασυγκράτητες επιθυμίες (δεν πρέπει να αποδίδονται θεοί και ήρωες ως έρμαια παθών και ασυγκράτητης συμπεριφοράς)·
12) δεν πρέπει να προβάλλονται παραδείγματα που συνηθίζουν τους νέους να διαφθείρονται από το χρήμα και να γίνονται άπληστοι·
13) δεν πρέπει να παρουσιάζονται εγκληματικές και αποτρόπαιες πράξεις των ηρώων απέναντι σε θεούς ή σε νεκρούς·
14) δεν πρέπει να αποδίδονται σε παιδιά θεών ληστείες ή τρομερές πράξεις, διότι «αυτά τα πράγματα βλάπτουν εκείνον που τα ακούει, αφού κάθε αχρείος θα έχει έτοιμη τη δικαιολογία του, αν πιστέψει ότι και οι συγγενείς των θεών διέπραξαν ή διαπράττουν τέτοια εγκλήματα»·
15) τέλος, «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι ποιητές και οι μυθολόγοι κάνουν μεγάλο λάθος για τους ανθρώπους, όταν λένε πως πολλοί άδικοι είναι ευτυχισμένοι και, αντίθετα, πολλοί δίκαιοι είναι δυστυχείς· ότι, στην πράξη, η αδικία – εφόσον παραμένει κρυφή – είναι ωφέλιμη, ενώ η δικαιοσύνη υπηρετεί τους άλλους και όχι τον εαυτό της».
Αυτές τις δοξασίες, καταλήγει ο Πλάτων, πρέπει να τις απαγορεύσουμε, ενώ θα πρέπει να υποχρεώσουμε τους ποιητές να υμνούν και να μυθοποιούν τις αντίθετες αξίες (Πολιτεία, Γ΄ 391 Ε, το χωρίο στο σημείο 14 και 392 Α-Β, τα δύο χωρία του σημείου 15).
Συνέπειες και επιπτώσεις αυτής της αποκατάστασης της ποίησης στην Ιδανική Πολιτεία
ΦΥΣΙΚΑ, ΑΥΤΗ Η ΘΕΣΗ που υιοθετεί ο Πλάτων σχετικά με τη μεταρρύθμιση της δημιουργίας των μύθων και της ποίησης εγείρει πολύπλοκα ζητήματα. Πρώτον, γίνεται λόγος για την ποίηση όσον αφορά τη διαμόρφωση της τάξης των «φυλάκων» της Πολιτείας, ενώ οι άρχοντες πρέπει να έχουν εντελώς διαφορετική παιδεία, μαθηματική και φιλοσοφική· δεύτερον, ακόμη κι αν μεταρρυθμιστεί με αυτόν τον τρόπο, η ποίηση συνεπάγεται τη «μίμηση», δηλαδή την απομίμηση τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης όσο και στο επίπεδο της επικοινωνίας· τρίτον, φαίνεται να μην ευσταθεί πλέον η ερμηνεία της ποίησης ως έμπνευση και θείο παραλήρημα που οδηγεί έξω από τα λογικά πλαίσια· σε κάθε περίπτωση, παραμένει το γεγονός ότι, με την ποίηση, θα παραμέναμε πάντα στο επίπεδο της γνώμης. Αλλά με ποια έννοια;Η απάντηση που δίνεται σε αυτά τα προβλήματα μέσα από τα πλατωνικά κείμενα είναι πολύ σαφής.
Πρώτον, είναι αλήθεια ότι γίνεται λόγος για την ποίηση σε σχέση με τη διαπαιδαγώγηση των φυλάκων και όχι των κυβερνητών της Πολιτείας· αλλά είναι εξίσου αληθές ότι γίνεται λόγος για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των νέων, από τους οποίους θα προκύψουν οι ίδιοι οι κυβερνήτες, και συνεπώς όλων των τάξεων που έχουν σημασία στην ιδανική Πολιτεία. Η παιδαγωγική αξία της ποίησης παραμένει γενικά έγκυρη.
Δεύτερον, είναι αλήθεια ότι το εργαλείο της δημιουργίας και της μετάδοσης της ποίησης παραμένει πάντοτε η «μίμηση», αλλά πρόκειται για μια μίμηση του αληθινού, δηλαδή μια αξιολογική μίμηση προτύπων που εκφράζουν τις προτεινόμενες αξίες.
Συγκεκριμένα, ο Πλάτων αντιτίθεται στη μορφή μίμησης της παραδοσιακής ποίησης που προτείνει πολλά πρότυπα και συνεπάγεται τη μίμηση αυτών των ποικίλων προτύπων, που δημιουργούν ανθρώπους διττούς ή πολυσχιδείς, ενώ στην Ιδανική Πολιτεία δεν πρέπει να υπάρχει «άνθρωπος διττής ή πολυσχιδούς δραστηριότητας», καθώς ο καθένας πρέπει να έχει μια καθορισμένη λειτουργία και επάγγελμα, με τον αντίστοιχο χαρακτήρα.
Ο Πλάτων γράφει:
Οι φύλακές (φρουροί) μας θα πρέπει να απαλλαγούν από κάθε άλλο έργο και ν᾽ αφήνουν κάθε άλλη ενασχόληση, ώστε να αφοσιωθούν με τη μέγιστη αφοσίωση στην εξασφάλιση της ελευθερίας της Πόλης, παραμερίζοντας κάθε άλλη ενασχόληση που δεν αποσκοπεί σε αυτόν τον σκοπό, και πρέπει να μην κάνουν ούτε να μιμούνται πρότυπα διαφορετικά από αυτό. Κι αν παρ' όλα αυτά ήθελαν οπωσδήποτε να πάρουν κάποιο πρότυπο, θα έπρεπε να μιμούνται εκείνους με τα οποίους έχουν εξοικειωθεί από την παιδική τους ηλικία: δηλαδή τους ανδρείους και σώφρονες, τους ευσεβείς, τους ελεύθερους, με λίγα λόγια, όσους διαθέτουν κάθε αρετή παρόμοια με αυτές. (Πολιτεία, III 395 B-C, πρβλ. 397 E).
Και για τους ποιητές, ο Πλάτων διευκρινίζει με τρόπο ξεκάθαρο τα εξής:
Μου φαίνεται πως ένας άξιος ποιητής, όταν στη σύνθεση του έργου του φτάνει στο σημείο να παραθέσει κάποιο λόγο ή κάποια πράξη ενός ενάρετου ανθρώπου, θα έπρεπε να επιθυμεί να ταυτιστεί μαζί του στην αφήγηση και να μην αισθάνεται ντροπή που συμμορφώνεται με ένα τέτοιο πρότυπο· μάλιστα, θα πρέπει να αποδέχεται αυτή τη ταύτιση όταν πρόκειται για έναν γενναίο χαρακτήρα που δρα με αποφασιστικότητα και φρόνηση· και αντίθετα, να την μετριάζει και να την περιορίζει όταν ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεται είναι χτυπημένος από ασθένεια ή κυριεύεται από ερωτικό πάθος ή μέθη ή άλλες παρόμοιες ατυχίες. Αν, ωστόσο, συναντήσει κάποιον χαρακτήρα ανάξιο του, δεν θα θελήσει σοβαρά να τον μιμηθεί και να παρομοιάσει στα σοβαρά τον εαυτό του με τον χειρότερό του, παρά μόνο για μια στιγμή, στην περίπτωση που εκείνος, για καλή του τύχη, πράξει κάτι σωστό. (Πολιτεία, III 396 C-D).
Και να οι καταληκτικές σκέψεις και τα συμπεράσματα:
Αν παρουσιαζόταν στην Πολιτεία μας ένας ποιητής που, χάρη στην τέχνη του, θα ήξερε να ενσαρκώνει όλους τους ρόλους και να μιμείται κάθε είδους πρότυπο για να επιδειχτεί και ο ίδιος και τα έργα του να επιδείξει, δεν θα παραλείπαμε βέβαια να τον τιμήσουμε ως θεϊκό και θαυμαστό άνθρωπο, γεμάτο γοητεία. Ωστόσο, θα του λέγαμε συγχρόνως ότι δεν υπάρχει θέση για έναν τέτοιο άνθρωπο στην Πόλιν μας, ούτε και θα μπορούσε να υπάρξει, και θα τον κατευθύναμε προς άλλες Πολιτείες, αφού θα του ραίναμε το κεφάλι με μύρα και τον στεφανώναμε με μάλλινες κορδέλες. Η αλήθεια είναι ότι σε εμάς, που αποβλέπουμε στο ωφέλιμο, μας χρειάζεται ένας ποιητής ή ένας μυθοπλάστης, ίσως λιγότερο ευχάριστος, αλλά πιο σοβαρός, που να απαγγέλλει τον ρόλο του ενάρετου ανθρώπου και να λέει όσα πρέπει να ειπωθούν, σύμφωνα με τον τύπο που έχουμε καθορίσει. (Πολιτεία, III 398 A-B).
Για να κατανοηθεί σε βάθος αυτός ο πλατωνικός λόγος, πρέπει να αντιληφθούμε καλά ότι η «μίμηση» σε διάφορα επίπεδα αποτελεί βασικό άξονα της πλατωνικής σκέψης, πολύ πέρα από ό,τι πίστεψαν επ' αυτού ο Χάβελοκ και οι οπαδοί του, όπως θα δούμε αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια.
Όσον αφορά το τρίτο ζήτημα, η απάντηση είναι πιο σύνθετη, καθώς προϋποθέτει μια πραγματική μεταρρύθμιση στον τρόπο παραγωγής της ποίησης, την οποία ο Πλάτων θέτει σε εφαρμογή.
Μπορούμε, καταρχάς, να πούμε με βεβαιότητα ότι μύθος και ποίηση παραμένουν στο επίπεδο της δόξας, της γνώμης· όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι η γνώμη μπορεί να είναι είτε «ψευδής» είτε «αληθινή», και ότι η γνώμη που συνδέεται με τη μίμηση πολλών προτύπων, και ιδιαίτερα ψευδών προτύπων, δεν μπορεί παρά να είναι ψευδής, ενώ εκείνη που συνδέεται με ένα ενιαίο και αληθινό πρότυπο δεν μπορεί παρά να είναι αληθινή. Η δυσκολία έγκειται στο να κατασκευαστούν μύθοι και ποιήματα με αυτή τη λογική, αποφεύγοντας τη μίμηση του πολλαπλού, το οποίο είναι από κάθε άποψη χαοτικό και ασύντακτο.
Αλλά η μίμηση των πολλαπλών και ασύντακτων προτύπων είναι εύκολη, ενώ η μίμηση του ενιαίου και αληθινού προτύπου είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Ο Πλάτων γράφει:
Ακριβώς αυτές οι ακατάστατες διαθέσεις και συμπεριφορές προσφέρονται ως πρότυπα για ποικίλες και πολυειδείς μιμήσεις. Αντίθετα, ο τρόπος ζωής που εμφορείται από φρόνηση και μετριοπάθεια, επειδή είναι σχεδόν πάντα ίδιος με τον εαυτό του, δεν είναι εύκολο να αποδοθεί μέσω μίμησης, και, ακόμη κι αν αποδοθεί, δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί σε δημόσια συγκέντρωση και ανάμεσα σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης που συγκεντρώνονται στα θέατρα· διότι σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για την αναπαράσταση και τη μίμηση συναισθημάτων ξένων προς τη δική τους ευαισθησία και διάθεση. (Πολιτεία, X 604 E).
Και ακόμη:
Να γνωρίζεις, ωστόσο, ότι στην Πολιτεία μας δεν θα γίνει δεκτή καμία άλλη μορφή ποίησης εκτός από ύμνους στους θεούς και εγκώμια στους ενάρετους ανθρώπους· γιατί, αν επρόκειτο να υποδεχτείς τη γλυκιά Μούσα, εκείνη της λυρικής ή της επικής ποίησης, τότε η ηδονή ή η λύπη θα έπαιρναν την εξουσία στην Πόλη αντί για τον νόμο και τον λόγο, που πάντοτε και από όλους θεωρείται το καλύτερο μέρος της ψυχής (Πολιτεία, X 607 Α).
Αλλά μήπως δεν είναι ο ίδιος ο Πλάτων ο δημιουργός αυτής της νέας ποίησης;
Στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας γράφει:
Αγαπητέ Αδείμαντε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε ποιητές, αλλά ιδρυτές μιας Πολιτείας· και όποιος ιδρύει Πολιτεία δεν υποχρεούται να επινοήσει ο ίδιος τους μυθικούς λόγους, αλλά να έχει σαφώς κατά νου τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες οι ποιητές θα πρέπει να κατασκευάσουν τους μύθους τους. (Πολιτεία, II 378 E-379 A).
Αλλά αυτή η φράση —«τουλάχιστον μέχρι σήμερα ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε ποιητές»— είναι ένα εμβληματικό ειρωνικό μήνυμα: ο Πλάτων, με τα γραπτά του, παρουσιαζόταν με προκλητικό τρόπο ως ο νέος ποιητής, ο μέγας ποιητής της εποχής, τόσο στην κωμωδία όσο και στην τραγωδία. Θα δούμε τώρα πως αυτό ο Πλάτων μάς το αποκαλύπτει ήδη από το Συμπόσιο.
Πώς ο Πλάτων έδειξε με τους διαλόγους του ότι ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής «κωμικός» και «τραγικός» της εποχής του και πώς το απέδειξε ρητά στο Συμπόσιο
Στον Φαίδρο, όπως προκύπτει από το προηγούμενο κεφάλαιο, ο Πλάτων «έδειξε» και «απέδειξε» ότι είναι ο ίδιος —και όχι κάποιος από τους φημισμένους ρήτορες— ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας της εποχής (ο δάσκαλος της ρητορικής ως αληθινής τέχνης του λόγου και της γραφής). Κατά ανάλογο τρόπο, μετακινούμενος σε ένα άλλο επίπεδο και κάνοντας χρήση διαφορετικών κριτηρίων και δραματουργικών τεχνασμάτων, στο Συμπόσιο «δείχνει» και «αποδεικνύει», με εξαιρετική καλλιτεχνική δεξιοτεχνία και με παιγνιώδη, προκλητικά ειρωνικά τεχνάσματα εξαιρετικής λεπτότητας, ότι είναι ο ίδιος ο μεγαλύτερος «κωμικός» και «τραγικός» ποιητής της εποχής του, καθώς είχε εισαγάγει στην ποιητική τέχνη επαναστατικές καινοτομίες.Δεν μου φαίνεται πως οι μελετητές έχουν εκτιμήσει επαρκώς το Συμπόσιο ως μια «αυτομαρτυρία» του Πλάτωνα, με την οποία δηλώνει ότι είναι ο αληθινός ποιητής της εποχής, και γι’ αυτό θεωρώ σκόπιμο να προσφέρω μια επαρκή —αν και συνοπτική— απόδειξη, παραπέμποντας τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στην αναλυτική μου μελέτη και ερμηνεία του διαλόγου που περιλαμβάνεται στον τόμο μου Έρως, ο δαίμων μεσολαβητής. Το παιχνίδι των μασκών στο Συμπόσιο του Πλάτωνα (Εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Rizzoli, Μιλάνο 1997).
Ας διαβάσουμε όμως πρώτα ένα απόσπασμα του Νίτσε, όπου αναγνωρίζεται ότι ο Πλάτων δημιούργησε μια νέα μορφή τέχνης με το εξαιρετικό, αιχμηρό του ύφος: Ο Πλάτων, «ο οποίος ασφαλώς δεν υστερούσε από τον αφελώς κυνικό δάσκαλό του στην καταδίκη της τραγωδίας και της τέχνης εν γένει, όφειλε ωστόσο, από απόλυτη καλλιτεχνική αναγκαιότητα, να δημιουργήσει μια μορφή τέχνης που είναι εσωτερικά συγγενής προς τις υπάρχουσες και απ’ αυτόν απορριπτόμενες. Η κύρια μομφή που είχε να προσάψει στην αρχαία τέχνη —ότι επρόκειτο για μίμηση μιας απατηλής εικόνας (ενός ομοιώματος) και, επομένως, ανήκε σε ακόμη κατώτερη μορφή κι από τον εμπειρικό κόσμο— δεν μπορούσε να απευθυνθεί στη νέα μορφή τέχνης· κι έτσι βλέπουμε τον Πλάτωνα να προσπαθεί να υπερβεί την πραγματικότητα και να αναπαραστήσει την ιδέα που βρίσκεται στη βάση αυτής της ψευδοπραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτόν, ο στοχαστής Πλάτων είχε φτάσει, μέσα από μια δαιδαλώδη πορεία, ακριβώς εκεί όπου ως ποιητής ανήκε ανέκαθεν, και από όπου ο Σοφοκλής και όλη η αρχαία τέχνη διαμαρτύρονταν εντόνως απέναντι σε εκείνη τη μομφή. Αν η τραγωδία είχε ενσωματώσει όλα τα προηγούμενα καλλιτεχνικά είδη, αυτό ισχύει, με έναν έκκεντρο τρόπο (με εκκεντρική έννοια), και για τον πλατωνικό διάλογο, που, ως προϊόν της ανάμειξης όλων των υπαρχόντων ειδών ύφους και μορφών, αιωρείται ανάμεσα στην αφήγηση, το λυρισμό, το δράμα, ανάμεσα στην πρόζα και τη ποίηση, και έτσι έχει παραβιάσει τον αυστηρό αρχαίο νόμο της ενιαίας γλωσσικής μορφής [...]. Ο πλατωνικός διάλογος υπήρξε, τρόπον τινά, η βάρκα στην οποία σώθηκε η ναυαγισμένη αρχαία ποίηση μαζί με όλα τα τέκνα της: στριμωγμένα σε έναν στενό χώρο και φοβερά υποταγμένα στον μοναδικό τιμονιέρη, τον Σωκράτη, εισέρχονται τώρα σε έναν νέο κόσμο, που ποτέ δεν χόρτασε να κοιτάζει την φαντασμαγορική εικόνα αυτής της πομπής. Πράγματι, ο Πλάτων προσέφερε στην ανθρωπότητα το πρότυπο μιας μορφής τέχνης, το πρότυπο του μυθιστορήματος: αυτό μπορεί να οριστεί ως ένας απείρως τελειοποιημένος αισώπειος μύθος, όπου η ποίηση βρίσκεται σε σχέση υποταγής προς τη διαλεκτική φιλοσοφία, παρόμοια με εκείνη που επί πολλούς αιώνες η ίδια η φιλοσοφία βίωσε σε σχέση με τη θεολογία: δηλαδή ως υπηρέτρια (θεραπαινίδα). Αυτή υπήρξε η νέα θέση της ποίησης, στην οποία την ώθησε ο Πλάτων υπό την πίεση του δαιμονικού Σωκράτη» (Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, § 14).
Ο Πλάτων, πράγματι, δημιούργησε μια νέα μορφή ποίησης, θεμελιωμένη στην αναζήτηση και γνώση της αλήθειας και προσανατολισμένη στην προτρεπτική και πειστική επικοινωνία αυτής της αλήθειας, και, με αυτή την έννοια, βαθιά φιλοσοφική
Και να πώς, στο Συμπόσιο —έργο που συντέθηκε ανάμεσα στο 387 και το 377 π.Χ., δηλαδή στο άνθος της δεκαετίας των σαράντα του— ο Πλάτων αυτοπαρουσιάζεται ως ο νέος ποιητής.
Όπως είναι γνωστό, ο διάλογος εκτυλίσσεται στο σπίτι του ποιητή Αγάθωνα, ο οποίος προσφέρει στους φίλους του ένα συμπόσιο για να γιορτάσει τη νίκη που πέτυχε με την πρώτη του τραγωδία (που παρουσιάστηκε το 416 π.Χ.). Οι λόγοι που αποφασίζεται να εκφωνηθούν, στο τέλος του γεύματος, είναι προς τιμήν του Έρωτα, με σκοπό να τον εγκωμιάσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η αφήγηση παρουσιάζεται με έμμεσο τρόπο από τον Απολλόδωρο, μαθητή του Σωκράτη, ο οποίος δεν είχε συμμετάσχει στο συμπόσιο, αλλά είχε πληροφορηθεί για αυτό από τον Αριστόδημο, έναν άλλον μαθητή του Σωκράτη: πρόκειται, λοιπόν, για μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση. Επιπλέον, τονίζεται η χρονική απόσταση από τη στιγμή που συνέβη το συμπόσιο, ώστε να δοθεί στο γεγονός μια μυθική χροιά, εντάσσοντάς το έτσι στη διάσταση ενός θρύλου.
Οι λόγοι που εκφωνούνται υπέρ του Έρωτα είναι εκείνοι του ρήτορα Φαίδρου, του σοφιστή Παυσανία, του γιατρού Ερυξίμαχου, του κωμικού ποιητή Αριστοφάνη, του τραγικού ποιητή Αγάθωνα, του φιλοσόφου Σωκράτη. Σε αυτούς προστίθεται και ένας λόγος του Αλκιβιάδη, ο οποίος φτάνει στο τέλος του συμποσίου, και ο οποίος αναπτύσσει το θέμα όχι προς τιμήν του Έρωτα, αλλά του «ερωτικού» Σωκράτη.
Με εξαιρετική δεξιοτεχνία, ο Πλάτων δείχνει πως είναι ικανός να μιμηθεί τέλεια τα στυλ του λογοτέχνη, του ρήτορα-σοφιστή-πολιτικού, του γιατρού-επιστήμονα, του νεαρού μεθυσμένου Αλκιβιάδη — αλλά ιδίως ξεχωρίζει στις μιμήσεις του κωμικού ποιητή Αριστοφάνη (ορισμένοι μελετητές θεωρούν αυτές τις σελίδες απολύτως αριστουργηματικές) και του τραγικού ποιητή Αγάθωνα.
Μάλιστα, όπως θα δούμε, ο Πλάτων παίζει με τη «μάσκα» του Αριστοφάνη με πραγματικά εξαιρετική δεξιοτεχνία: επιστρατεύοντας την κωμική τέχνη, βάζει στο στόμα του Αριστοφάνη υπέροχες εικόνες, τις οποίες μόνο ένας κωμωδιογράφος τέτοιου βεληνεκούς θα μπορούσε να εκφωνήσει — και επιπλέον τις φορτίζει με βαθύτερα νοήματα, υπαινικτικά των «άγραφων δογμάτων» του: με την τέχνη του γέλιου, ο Πλάτων ειρωνεύεται και χλευάζει εκείνους που δεν τον κατανοούσαν και τον περιγελούσαν γι’ αυτές τις δοξασίες.
Ο λόγος του Αγάθωνα, πάλι, μιμείται το ιδιαίτερο στυλ του, επηρεασμένο από τον Γοργία, με διάφορα παιχνίδια μεταφορών και εκλεπτυσμένων όρων, με έναν πραγματικό πανηγυρισμό εκλεπτυσμένων εκφράσεων, και με ένα μεγαλειώδες πυροτεχνικό παιχνίδι λέξεων. Και, ως σχόλιο, ο Πλάτων, παίζοντας κατά το γοργιανό ύφος με την ηχητική ομοιότητα του ονόματος Γοργίας με τη Γοργώ (το μυθικό τέρας που απολίθωνε όποιον το κοίταζε), βάζει τον Σωκράτη να λέει:
«Ο λόγος του Αγάθωνα μου θύμισε τον Γοργία, τόσο που ένιωσα αυτό που περιγράφει ο Όμηρος: με κυρίευσε ο φόβος μήπως στο τέλος του λόγου του ο Αγάθων μου εκσφενδονίσει το κεφάλι εκείνου του τρομερού ρήτορα, του Γοργία, και με μεταμορφώσει σε πέτρα, αφαιρώντας μου τη φωνή» (Συμπόσιο, 198 C).
Ε λοιπόν, ο Πλάτων όχι μόνο έδειξε ότι μπορεί να μιμηθεί τέλεια τον κωμικό και τον τραγικό ποιητή, αλλά, στο τέλος του συμποσίου, όταν πια όλοι είχαν φύγει ή είχαν αποκοιμηθεί, αφήνει ξύπνιους ακριβώς τον Αριστοφάνη, τον Αγάθωνα και τον Σωκράτη, να συζητούν για την τέχνη της ποίησης. Και, σαν μια υπογραφή του δημιουργού, κλείνει το έργο ως εξής:
Ο Σωκράτης συζητούσε μαζί τους. Για τα υπόλοιπα, ο Αριστοφάνης έλεγε πως δεν θυμόταν καλά όσα έλεγαν, γιατί δεν τους παρακολουθούσε από την αρχή και νύσταζε. Έλεγε όμως πως το ουσιώδες ήταν το εξής: ότι ο Σωκράτης τους υποχρέωνε να παραδεχτούν ότι είναι ίδιο πράγμα να ξέρει κανείς να συνθέτει κωμωδίες και τραγωδίες, και ότι αυτός που είναι τραγικός ποιητής από τέχνη είναι και κωμικός ποιητής. Εκείνοι, αναγκασμένοι να παραδεχτούν αυτά χωρίς να τον παρακολουθούν και πολύ, κουνούσαν το κεφάλι τους από τη νύστα, και πρώτος αποκοιμήθηκε ο Αριστοφάνης, και ύστερα, όταν πια ξημέρωσε, κι ο Αγάθωνας (Συμπόσιο, 223 C-D).
Έτσι, είχαν απομείνει στη σκηνή μόνο ο «κωμικός ποιητής», ο «τραγικός ποιητής» και ο «φιλόσοφος»: και ο τελευταίος τούς ανάγκαζε να παραδεχτούν πως ο αληθινός ποιητής, αυτός που είναι ποιητής από τέχνη, είναι ταυτόχρονα τραγικός και κωμικός. Το μήνυμα του Πλάτωνα είναι ξεκάθαρο: ο αληθινός ποιητής είναι ο φιλόσοφος, και η αληθινή τέχνη είναι αυτή που συνδέεται με την αναζήτηση της αλήθειας, η οποία, ακριβώς επειδή είναι αλήθεια, εμπεριέχει και τη διάσταση του κωμικού και του τραγικού και τις εκφράζει επαρκώς.
Αξίζει επίσης να προσέξουμε την επισήμανση ότι οι δύο δεν ήταν και πολύ πεπεισμένοι από τον λόγο του Σωκράτη: έτσι ο Πλάτων φροντίζει να καταστήσει σαφές ότι, προφανώς, ούτε ο Αριστοφάνης θα μπορούσε να γράψει τραγωδίες, ούτε ο Αγάθωνας κωμωδίες, ενώ ο φιλόσοφος, χάρη στη δική του αναζήτηση της αλήθειας, μπορούσε να εκφραστεί και στις δύο διαστάσεις, του κωμικού και του τραγικού.
Εξάλλου, ορισμένα από τα αριστουργήματα του Πλάτωνα είναι πράγματι υπέροχες κωμωδίες, όπως ο Πρωταγόρας, ή τραγωδίες όπως ο Γοργίας ή ο Φαίδων.
Αλλά ειδικά ο λόγος για τον Έρωτα που ο Πλάτων βάζει στο στόμα του Σωκράτη είναι μια υπέροχη «κωμωδία μέσα στην κωμωδία»: ο Σωκράτης πρώτα αντικρούει τον Αγάθωνα, μετά επικαλείται την ιέρεια και μάντισσα Διοτίμα και προσποιείται ότι εκείνη τον είχε αντικρούσει όπως εκείνος είχε αντικρούσει τον Αγάθωνα, και ότι είχε διδαχθεί απ’ αυτήν. Και όλος ο λόγος παρουσιάζεται μέσα από ένα παιχνίδι με τρεις μάσκες — τη μάσκα του Σωκράτη που άλλοτε καλύπτεται από της Διοτίμας και άλλοτε καλύπτει εκείνη του Αγάθωνα— με μια δραματουργική δυναμική εξαιρετικής επινοητικότητας.
Και υπάρχει ακόμη κάτι παραπάνω. Όλος αυτός ο λόγος δομείται και αναπτύσσεται μετατρέποντας σε ποίηση τα στάδια των ιερών μυστηρίων, μέχρι να φτάσει στη τελική κορύφωση: την ενατένιση του υπέρτατου Κάλλους, ανεβαίνοντας βαθμίδα τη βαθμίδα τη σκάλα του έρωτα, όπως θα δούμε. Πρόκειται για σελίδες που θεωρούνται όχι μόνο από τις πιο υψηλές του Πλάτωνα, αλλά και από τις υψηλότερες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Και με αυτό είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε και ένα ακόμα κρυφό μήνυμα: ο Αλκιβιάδης, ο οποίος είχε έρθει για να στεφανώσει τον Αγάθωνα με αφορμή τη νίκη της πρώτης του τραγωδίας, μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία του Σωκράτη, αναφωνεί:
Αγαπημένε Αγάθων, δώσε μου μερικές κορδέλες, για να στεφανώσω κι αυτό το θαυμαστό κεφάλι, μην μου προσάψει ύστερα ότι στεφάνωσα εσένα και όχι εκείνον, που στους λόγους νικάει όλους, όχι μία φορά όπως εσύ προχθές, αλλά πάντοτε (Συμπόσιο, 213 Ε).
Έτσι, στη γιορτή του τραγικού ποιητή, στο σπίτι του, για τη νίκη της πρώτης του τραγωδίας, όχι μόνο ο φιλόσοφος νικά όλους με τον λόγο του, αλλά και στεφανώνεται, γιατί κερδίζει όχι μόνο μια φορά, αλλά πάντα: είναι η διακήρυξη της νίκης της νέας φιλοσοφικής ποίησης, που είναι ταυτόχρονα κωμική και τραγική.
Ο Πλάτων στους «Νόμους» επιβεβαιώνει ότι θεωρεί τους διαλόγους του ως τη νέα μορφή ποίησης και ως σημείο αναφοράς για την εκπαίδευση/αγωγή των νέων.
Μια επιβεβαίωση αυτού που λέχθηκε βρίσκεται στο έβδομο βιβλίο των «Νόμων», όπου συζητείται ποια κείμενα πρέπει να χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση των νέων, ώστε να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν, και τι πρέπει να αποστηθίζουν, λαμβάνοντας υπόψη το εκπαιδευτικό τους περιεχόμενο.
Αξίζει να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο, καθώς προκύπτει με σαφήνεια ότι ο Πλάτων (μέσω του Αθηναίου, που είναι η δραματουργική μάσκα πίσω από την οποία κρύβεται) υποδεικνύει τους διαλόγους του ως πρότυπα αληθινής εκπαιδευτικής ποίησης, λέγοντας ότι πρέπει να καταγραφούν γραπτώς, ώστε να παραμείνουν στη διάθεση των δασκάλων για την εκπαίδευση των νέων.
Αθηναίος: – Νομίζω ότι, έχοντας στη διάθεσή μας πολλούς συγγραφείς εξάμετρων, τριμερών και άλλων πολύ γνωστών μέτρων, που μερικές φορές έχουν ασχοληθεί με σοβαρά θέματα, άλλες φορές με κωμικά, δεν λείπουν, αλλά είναι αμέτρητοι, εκείνοι οι δάσκαλοι που θεωρούν απαραίτητο, για την καλή εκπαίδευση ενός νέου, να τον γεμίζουν με τέτοια έργα, θεωρώντας τον πολύ μορφωμένο λόγω της ανάγνωσής τους και επίσης πολύ ενημερωμένο, επειδή έχει απομνημονεύσει ολόκληρο το έργο των ποιητών. Κάποιοι άλλοι δάσκαλοι, αντίθετα, επιλέγοντας από το σύνολο των γραπτών ορισμένα βασικά αποσπάσματα και συγκεντρώνοντας σε ανθολογία πλήρη κείμενα, υποστηρίζουν ότι αυτά πρέπει να απομνημονευτούν, αν πραγματικά θέλουμε να γίνουμε ενάρετοι και σοφοί χάρη σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία και μια πλούσια κουλτούρα. Δεν είναι λοιπόν αυτοί οι δάσκαλοι στους οποίους με παρακινείς να απευθυνθώ, ώστε να υπογραμμίσω, χωρίς περιστροφές, τι λένε σωστά και τι λανθασμένα;
Κλινίας: – Αυτοί είναι ακριβώς.
Αθηναίος: – Ας δούμε πώς μπορώ να είμαι περιεκτικός για όλα αυτά, εντάσσοντάς τα σε ένα ενιαίο κριτήριο. Πιστεύω ότι αυτό το κριτήριο, εύκολα αποδεκτό από όλους, συνοψίζεται στη διαπίστωση ότι κάθε ένας από αυτούς τους ποιητές λέει και καλά και αντίθετης αξίας πράγματα. Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, η γνώμη μου είναι πως αποτελεί μεγάλο ρίσκο να προτείνονται στους νέους ανεξέλεγκτα έργα αυτών των συγγραφέων.
Κλινίας: – Ποια λοιπόν συμβουλή θα έδινες στον Φύλακα των Νόμων;
Αθηναίος: – Για ποιο θέμα;
Κλίνιας: – Σχετικά με το ιδανικό πρότυπο στο οποίο πρέπει να ανατρέξουμε για να αποφασίσουμε ποια είναι τα πράγματα που μπορούν να μάθουν όλοι οι νέοι και ποια είναι αυτά που πρέπει να απαγορευτούν. Έλα, πες μας χωρίς δισταγμό.
Αθηναίος: – Αγαπητέ Κλίνια, πιστεύω ότι κατά κάποιον τρόπο έχω ήδη επιτύχει στο εγχείρημα αυτό.
Κλινίας: – Σε τι ακριβώς;
Αθηναίος – Στο ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα ως προς το πρότυπο. Αναφερόμενος τώρα στους λόγους που ανταλλάξαμε από την αυγή μέχρι τώρα –λόγους που δεν μου φαίνονται καθόλου στερημένοι θείας έμπνευσης–, διαπιστώνω πως η δομή τους δεν διαφέρει από εκείνη ενός ποιητικού έργου. Ίσως το συναίσθημα που με διαπέρασε να μην είναι παρά η ευχαρίστηση αυτού που βλέπει αγαπημένες σκέψεις ενωμένες σε ένα όλο. Αυτές οι σκέψεις, από όλες όσες έμαθα ή άκουσα να εκφέρονται σε πρόζα ή ποίηση, μου φάνηκαν οι πιο ισορροπημένες και οι πιο κατάλληλες για τους νέους ακροατές. Συνεπώς, μη γνωρίζοντας άλλο καλύτερο πρότυπο να προτείνω στον Φύλακα των Νόμων ή στον παιδαγωγό, θα υποχρεωνόμουν να συστήσω στους δασκάλους να μεταδώσουν στους μαθητές τους αυτούς τους λόγους, ή άλλους παρόμοιους, εκτός αν εντοπίσουν έργα που περιέχουν παρόμοιες ιδέες με τις δικές μας, σε ποίηση, πρόζα ή και σε προφορικό λόγο· τότε δεν πρέπει να τους αφήνουν να χαθούν, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να τα καταγράψουμε.
Έτσι, ο πλατωνικός διάλογος αναφέρεται ως βασικό «πρότυπο» και σημείο αναφοράς, αλλά και ως οδηγός για την επιλογή άλλων κατάλληλων έργων. Ο Πλάτων αναφέρεται στον διάλογο που εκτείνεται «από την αυγή» –δηλαδή από την αρχή των «Νόμων» μέχρι αυτό το σημείο– αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους διαλόγους του. Επιβεβαιώνεται έτσι η θέση του Gaiser: «Η σύσταση των "Νόμων" να θεωρείται ο διάλογος ως φιλοσοφική ποίηση, μπορεί τελικά να επεκταθεί στο σύνολο του λογοτεχνικού έργου του Πλάτωνα».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η δήλωση του Πλάτωνα σχετικά με τη μορφή των διαλόγων, η οποία δεν διαφέρει από αυτή της ποιητικής σύνθεσης, καθώς και αυτή δεν στερείται «θεϊκής έμπνευσης». Επομένως, υπάρχει και η αναφορά σε αυτή την «ποιητική έμπνευση», η οποία συνδέεται με τη γνώση (άλλωστε, ο Πλάτωνας συνδέει στενά τον λόγο και την έμπνευση). Ο Gaiser επισημαίνει επίσης σωστά ότι αυτό που κάνει τους διαλόγους «μια μορφή ποίησης είναι η θεϊκή έμπνευση που αισθάνεται κανείς σε αυτούς, δηλαδή ένας ποιητικός ενθουσιασμός. Αυτό που τους κάνει, σε αντίθεση με την κοινή ποίηση, ένα παράδειγμα λογοτεχνίας χρήσιμο για την εκπαίδευση είναι ο προσανατολισμός τους προς μια φιλοσοφική γνώση της αλήθειας».
Εδώ πρέπει να αναφερθεί ένα τελευταίο σημείο, που επίσης εντοπίστηκε από τον Gaiser. Πάντα στους «Νόμους», σε μερικές σελίδες μετά από αυτές που διαβάσαμε παραπάνω, γίνεται αναφορά στις τραγωδίες και καθορίζεται ότι πρέπει να επιτρέπονται μόνο αν τηρούν τους κανόνες της φιλοσοφικής ποίησης, και διευκρινίζεται, ως απάντηση που πρέπει να δοθεί στους τραγικούς ποιητές, το εξής:
«Εντιμότατοι άρχοντες, εμείς οι ίδιοι είμαστε συγγραφείς μιας τραγωδίας και, στο μέτρο του δυνατού, της πιο όμορφης και ανώτερης, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή το πολίτευμά μας έχει καθοριστεί ως μίμηση της πιο όμορφης και ευγενικής ζωής, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι το έργο μας είναι μια τραγωδία στον υψηλότερο βαθμό, αληθινή και αυθεντική».
Δηλαδή, η νομοθετική οργάνωση της Πόλης παρουσιάζεται ως τραγωδία με την έννοια της μίμησης, ως «μίμηση της καλύτερης και ευγενέστερης ζωής» και ως ποίηση του ιδανικού πολιτικού βίου. Ο Gaiser συμπεραίνει εύστοχα: «Το πολίτευμα, αντίθετο προς την παραδοσιακή τραγωδία ως η αληθέστερη τραγική ποίηση, παρουσιάζεται με δύο μορφές: αφενός ως η πολιτική ζωή στο καλά οργανωμένο κράτος, και αφετέρου ως η λογοτεχνική απεικόνιση αυτής της τάξης – δηλαδή ως πολιτεία, έργο πολιτικής νομοθεσίας. Έτσι, το "ωραιότερο δράμα" είναι το παρόν λογοτεχνικό έργο του Πλάτωνα, στο οποίο περιγράφεται το φιλοσοφικά θεμελιωμένο πολίτευμα».
Οι παρατηρήσεις του Gaiser μπορούν να συμπληρωθούν με την αναφορά στο απόσπασμα της Πολιτείας που διαβάσαμε παραπάνω, όπου ο Πλάτωνας λέει:
«Αγαπητέ Αδείμαντε, τουλάχιστον ως τώρα, ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε ποιητές, αλλά ιδρυτές ενός κράτους. Και όποιος ιδρύει κράτος δεν είναι ανάγκη να επινοεί ο ίδιος μυθοπλασίες, αλλά να έχει σαφώς κατά νου τις κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες οι ποιητές θα πρέπει να συνθέτουν τους μύθους τους» (Πολιτεία, II 378 E-379 A).
Εδώ πρέπει να αναφερθεί ένα τελευταίο σημείο, που επίσης εντοπίστηκε από τον Gaiser. Πάντα στους «Νόμους», σε μερικές σελίδες μετά από αυτές που διαβάσαμε παραπάνω, γίνεται αναφορά στις τραγωδίες και καθορίζεται ότι πρέπει να επιτρέπονται μόνο αν τηρούν τους κανόνες της φιλοσοφικής ποίησης, και διευκρινίζεται, ως απάντηση που πρέπει να δοθεί στους τραγικούς ποιητές, το εξής:
«Εντιμότατοι άρχοντες, εμείς οι ίδιοι είμαστε συγγραφείς μιας τραγωδίας και, στο μέτρο του δυνατού, της πιο όμορφης και ανώτερης, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή το πολίτευμά μας έχει καθοριστεί ως μίμηση της πιο όμορφης και ευγενικής ζωής, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι το έργο μας είναι μια τραγωδία στον υψηλότερο βαθμό, αληθινή και αυθεντική».
Δηλαδή, η νομοθετική οργάνωση της Πόλης παρουσιάζεται ως τραγωδία με την έννοια της μίμησης, ως «μίμηση της καλύτερης και ευγενέστερης ζωής» και ως ποίηση του ιδανικού πολιτικού βίου. Ο Gaiser συμπεραίνει εύστοχα: «Το πολίτευμα, αντίθετο προς την παραδοσιακή τραγωδία ως η αληθέστερη τραγική ποίηση, παρουσιάζεται με δύο μορφές: αφενός ως η πολιτική ζωή στο καλά οργανωμένο κράτος, και αφετέρου ως η λογοτεχνική απεικόνιση αυτής της τάξης – δηλαδή ως πολιτεία, έργο πολιτικής νομοθεσίας. Έτσι, το "ωραιότερο δράμα" είναι το παρόν λογοτεχνικό έργο του Πλάτωνα, στο οποίο περιγράφεται το φιλοσοφικά θεμελιωμένο πολίτευμα».
Οι παρατηρήσεις του Gaiser μπορούν να συμπληρωθούν με την αναφορά στο απόσπασμα της Πολιτείας που διαβάσαμε παραπάνω, όπου ο Πλάτωνας λέει:
«Αγαπητέ Αδείμαντε, τουλάχιστον ως τώρα, ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε ποιητές, αλλά ιδρυτές ενός κράτους. Και όποιος ιδρύει κράτος δεν είναι ανάγκη να επινοεί ο ίδιος μυθοπλασίες, αλλά να έχει σαφώς κατά νου τις κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες οι ποιητές θα πρέπει να συνθέτουν τους μύθους τους» (Πολιτεία, II 378 E-379 A).
Αυτό που στην «Πολιτεία» ειρωνεύεται ως άρνηση, στους «Νόμους» το θεμελιώνει ρητά.
Κατά συνέπεια, ο Πλάτων δεν ήταν απλώς δημιουργός της νέας φιλοσοφικής ποίησης, αλλά είχε πλήρη συνείδηση αυτού: η ποίηση αυτή ενσωμάτωνε την κωμωδία και την τραγωδία, μετατρέποντας τον μιμητικό-δοξαστικό διάλογο σε διαλεκτικό, φιλοσοφικό και ταυτόχρονα ποιητικό. (Από μια ορισμένη άποψη, το Συμπόσιο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πραγματικό προγραμματικό μανιφέστο του Πλάτωνα ως νέου ποιητή-φιλοσόφου. Όλοι οι πλατωνικοί διάλογοι μπορούν να διαβαστούν υπό το πρίσμα αυτού του μανιφέστου.)
ΗΜΙΜΑΘΕΙΣ ΕΓΧΩΡΙΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΝ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΤΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΔΙΕΣΩΣΕ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου