Συνέχεια από: Tετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025
Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας γ
Του Friedrich Schelling
Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997
Ἂν τώρα κανεὶς συνεχίζοντας προσδιόριζε ὡς ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τοῦ πανθεϊσμοῦ τὴν ἄρνηση – ὄχι τῆς ἀτομικότητας [Individualität], ἀλλὰ – τῆς ἐλευθερίας, ἕνα πλῆθος συστημάτων, ποὺ ἐντούτοις εἶναι οὐσιωδῶς διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτό, θὰ συνέπιπταν ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτή. Διότι ὡς τὴν ἀνακάλυψη τοῦ ἰδεαλισμοῦ, ἡ καθαυτὸ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας λείπει ἀπὸ ὅλα τὰ νεότερα συστήματα, ἀπὸ τοῦ Λάιμπνιτς τόσο, ὅσο καὶ ἀπὸ τοῦ Σπινόζα· καὶ μιὰ ἐλευθερία σὰν αὐτὴ ποὺ πολλοὶ ἀνάμεσά μας ἐννοοῦν, ἡ ὁποία νὰ ἔγκειται γιὰ τὴν ἀκρίβεια στὴν ἁπλῆ κυριαρχία τῆς νοητικῆς ἀρχῆς πάνω στὸ αἰσθητὸ καὶ τὶς ἐπιθυμίες, μιὰ τέτοια ἐλευθερία θὰ μπορούσαμε, ὄχι βεβιασμένα, παρὰ εὔκολα καὶ ἀσφαλέστερα μάλιστα, νὰ τὴν συναγάγωμε ἀπὸ τὸν Σπινόζα. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἡ ἄρνηση ἢ ἡ κατάφαση τῆς ἐλευθερίας γενικὰ ἑδράζεται σὲ κάτι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν παραδοχὴ ἢ μὴ τοῦ πανθεϊσμοῦ (τῆς ἐνυπάρξεως τῶν πραγμάτων στὸν θεό). Διότι, ἄν, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἡ ἐλευθερία, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διατηρηθῆ ἀντιτιθέμενη στὸν θεό, μοιάζει νὰ ὑποχωρῆ στὴν ταυτότητα, ἐντούτοις μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ὅτι αὐτὸ εἶναι συνέπεια ἁπλῶς τῆς ἀτελοῦς καὶ κενῆς ἰδέας ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν νόμο τῆς ταυτότητας. Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ δὲν ἐκφράζει κάποιαν ἑνότητα, ἡ ὁποία, στριφογυρνώντας στὸν κύκλο τῆς ἑνιαιότητας [Einerleiheit], θὰ ἦταν μὴ προχωρητικὴ καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἀναίσθητη καὶ νεκρή. Ἡ ἑνότητα τοῦ νόμου αὐτοῦ εἶναι ἑνότητα ἄμεσα δημιουργική. Ἤδη στὴ σχέση (346) ὑποκειμένου πρὸς κατηγορούμενο ἀναγνωρίσαμε τὴ σχέση αἰτίου [Grund] πρὸς ἀποτέλεσμα [Folge], καὶ ὁ νόμος τῆς αἰτιότητας εἶναι ἐξίσου πρωταρχικὸς μὲ τὸν νόμο τῆς ταυτότητας. Συνεπῶς τὸ αἰώνιο πρέπει νὰ εἶναι ἄμεσα, ὡς αὐτὸ ποὺ εἶναι καθ' ἑαυτό, ἐπίσης καὶ ἀρχή [Grund]. Αὐτὸ τοῦ ὁποίου εἶναι διὰ τῆς οὐσίας του ἀρχή, εἶναι κατὰ τοῦτο ἐξαρτημένο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη ἐπίσης τῆς ἐνύπαρξης κάτι ποὺ περιέχεται στὸ αἰώνιο. Ἀλλὰ ἡ ἐξάρτηση δὲν αἴρει τὴν αὐτοτελῆ ὑπόσταση [Selbständigkeit], οὔτε καὶ τὴν ἐλευθερία του. Δὲν καθορίζει τὴ φύση [Wesen] του, λέει μόνο ὅτι τὸ ἐξαρτημένο, ὅ,τι κι ἂν ἑκάστοτε εἶναι, μπορεῖ νὰ ὑπάρχη μόνο ὡς συνέπεια αὐτοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶναι ἐξαρτημένο· δὲν λέει τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι. Κάθε ὀργανικὸ ἄτομο, ὡς γεννημένο, ὑπάρχει μόνο μέσῳ ἑνὸς ἄλλου, καὶ σ' αὐτὸ τὸ μέτρο εἶναι ἐξαρτημένο ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄλλο κατὰ τὴ γέννηση, ὄχι ὅμως κατὰ τὸ Εἶναι. Δὲν εἶναι παράλογο, λέει ὁ Λάιμπνιτς, αὐτὸς ποὺ εἶναι θεὸς νὰ εἶναι καὶ γεννημένος, ἢ ἀντιστρόφως, – ὅπως δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση στὸ νὰ εἶναι, ὅποιος εἶναι γιὸς ἀνθρώπου, ἄνθρωπος καὶ ὁ ἴδιος. ᾿Αντιθέτως, ἂν τὸ ἐξαρτημένο ἢ συνεπόμενο δὲν εἶχε αὐτοτέλεια, αὐτὸ θὰ ἦταν πολὺ πιὸ ἀντιφατικό. Θὰ εἴχαμε ἐξάρτηση χωρὶς ἐξαρτώμενο, συνέπεια χωρὶς συνεπόμενο [Consequentia absque Consequente), καὶ ἑπομένως συνέπεια ὄχι πραγματική, δηλ. ἡ ὅλη ἔννοια θὰ αὐτοαναιρεῖτο. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ μὲ τὸ περιέχεσθαι ἐν ἄλλῳ. Κάθε ξεχωριστὸ μέλος, ὅπως τὸ μάτι, εἶναι δυνατὸ μόνο στὸ ὅλον ἑνὸς ὀργανισμοῦ· κι ἐντούτοις δὲν παύει νὰ ἔχη μιὰ δική του ζωή, ἕνα εἶδος ἐλευθερίας μάλιστα, ποὺ τὴν φανερώνει μέσῳ τῆς ἀρρώστιας γιὰ τὴν ὁποία εἶναι ἱκανό. Ἂν αὐτὸ ποὺ περιέχεται σὲ κάτι ἄλλο δὲν ἦταν τὸ ἴδιο ζωντανό, θὰ ὑπῆρχε ἕνα περιέχειν χωρίς περιεχόμενο, δὲν θὰ περιεχόταν τίποτε. Μιὰ πολὺ ἀνώτερη ὀπτικὴ μᾶς παρέχει ἡ θεώρηση τοῦ ἴδιου τοῦ θείου ὄντος, τοῦ ὁποίου ἡ ἰδέα θὰ ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ μιὰ συνέπεια ποὺ νὰ μὴν εἶναι γέννηση, θέσις δηλαδὴ κάτινος αὐτοτελοῦς. Ὁ θεὸς δὲν εἶναι θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. Δὲν βλέπει κανεὶς πῶς τὸ ἀπόλυτα τέλειο ὂν θὰ ἦταν ἱκανοποιημένο μὲ μιὰ μηχανή , ἔστω τὴν τελειότερη δυνατή. Μ᾿ ὅποιον τρόπο κι ἂν σκεφτῆ κανεὶς τὴν ἐκπόρευση τῶν ὄντων ἀπὸ τὸν θεό, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι μηχανική, μιὰ ἁπλῆ παραγωγή, [Bewirken], μιὰ κατασκευή [Hinstellen] (347), ὅπου τὸ παραγόμενο δὲν εἶναι τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του [für sich selbst]· ἐπίσης οὔτε ἀπορροή, μὲ τὴν ὁποία τὸ ἀπορρέον θὰ ἔμενε τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπορρέει, καὶ δὲν θὰ ἦταν ἄρα κάτι ἰδιαίτερο, αὐτοτελές [Selbständiges]. Ἡ ἐκπόρευση τῶν πραγμάτων ἀπὸ τὸν θεὸ εἶναι μιὰ αὐτοαποκάλυψη τοῦ θεοῦ. Ὁ θεὸς ὅμως μπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθῆ στὸν ἑαυτό του μόνο μέσα σ' αὐτὸ ποὺ τοῦ μοιάζει, σὲ ἐλεύθερα, αὐτενεργὰ ὄντα· τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἀρχὴ ἄλλη ἀπὸ τὸν θεό, ἀλλὰ τὰ ὁποῖα εἶναι ὑπαρκτά, ὅπως ὑπαρκτὸς εἶναι καὶ ὁ θεός. Μιλᾶ καὶ ὑπάρχουν. Καὶ μόνο σκέψεις νὰ ἦταν τῆς θεϊκῆς ψυχῆς ὅλα τὰ ὄντα μέσα στὸν κόσμο, ἤδη γιὰ τοῦτο θὰ ἦταν κατ᾿ ἀνάγκην ζωντανά. Οἱ σκέψεις γεννιοῦνται βέβαια ἀπὸ τὴν ψυχή· ἀλλά, μὲ τὸ ποὺ θὰ γεννηθῆ, μιὰ σκέψη εἶναι μιὰ δύναμη ἀνεξάρτητη, ποὺ ἐξελίσσεται μόνη της, καὶ μάλιστα στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀναπτύσσεται μέχρι σημείου κυριαρχίας πάνω της. ᾿Αλλά ἡ θεία φαντασία [Imagination] ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῆς εἰδοποίησης [Spezifikation] τῶν ὄντων δὲν εἶναι σὰν τὴν ἀνθρώπινη ὥστε νὰ κοινωνῆ στὰ δημιουργήματά της μόνο ἰδεατὴ πραγματικότητα [idealische Wirklichkeit]. Οἱ παραστάσεις [Repräsentationen] τῆς θεότητας δὲν μποροῦν παρὰ νὰ εἶναι αὐτοτελῆ ὄντα· διότι τί ἄλλο περιορίζει τὶς δικές μας παραστάσεις, παρὰ ὅτι βλέπουμε κάτι μὴ αὐτοτελές; Ὁ θεὸς θεᾶται τὰ πράγματα καθ' ἑαυτά. Καθ' ἑαυτὸ εἶναι μόνο τὸ αἰώνιο, αὐτὸ ποὺ ἀναπαύεται στὸν ἑαυτό του, ἡ βούληση [Wille], ἡ ἐλευθερία. Ἡ ἔννοια ἑνὸς παράγωγου ἀπολύτου, ἢ ἑνὸς παράγωγου θεοῦ, ὄχι μόνο ἀντιφατικὴ δὲν εἶναι, παρὰ εἶναι ἡ κεντρικὴ ἔννοια ὅλης τῆς φιλοσοφίας. Μιὰ τέτοια θεϊκότητα παραχωρεῖται στὴ φύση. Ἐνύπαρξη στὸν θεὸ καὶ ἐλευθερία εἶναι τόσο λίγο ἀντίθετα ποὺ ἀκριβῶς τὸ ἐλεύθερο καὶ μόνο, καὶ στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἐλεύθερο, εἶναι ἐν θεῷ, τὸ δὲ ἀνελεύθερο, καὶ στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἀνελεύθερο, κατ᾿ ἀνάγκην ἐκτὸς θεοῦ.
Ὅσο ἀνεπαρκὲς καὶ ἂν εἶναι ἕνα τέτοιο γενικό συμπέρασμα [Deduktion] γιὰ ὅποιον βλέπει βαθύτερα, ἐντούτοις καθιστᾶ σαφὲς ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς τυπικῆς ἐλευθερίας δὲν συνοδεύει ἀναγκαστικὰ τὸν πανθεϊσμό.
Δὲν ἀναμένουμε νὰ μᾶς ἀντιτάξουν τὸν σπινοζισμό. Θέλει πολύ κουράγιο ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἕνα σύστημα, τέτοιο ποὺ συναρμολογήθηκε στὸ κεφάλι ἑνὸς ἀνθρώπου, εἶναι τὸ *κατ᾿ ἐξοχὴν** σύστημα τοῦ λόγου [Vernunftsystem], τὸ αἰώνιο καὶ ἀναλλοίωτο. Τί ἐννοεῖ κανεἰς τότε σπινοζισμό; Μήπως τὴν ὅλη θεωρία, ὅπως τὴν βρίσκουμε στὰ ἔργα τοῦ ἀνδρός, ἑπομένως π.χ. καὶ (348) τὴν μηχανικὴ φυσική του; Εἰδάλλως σύμφωνα μὲ ποιάν ἀρχὴ θὰ διακρίνουμε καὶ θὰ ἐπιμερίσουμε σὲ ἕνα ζήτημα ὅπου ὅλα πρέπει νὰ ἔχουν τόσο ἐξαιρετικὴ καὶ μοναδικὴ συνοχή; Μέσα στὴν πνευματικὴ πορεία τῆς Γερμανίας θὰ μείνη ἐσαεὶ ὡς ἀλλόκοτο φαινόμενο τὸ ὅτι μπόρεσε κάποτε νὰ προβληθῆ ὁ ἰσχυρισμὸς πὼς τὸ σύστημα ποὺ συγχέει τὸν θεὸ μὲ τὰ πράγματα, τὸ δημιούργημα μὲ τὸν δημιουργό, (γιατὶ ἔτσι τὸ κατάλαβαν), καὶ ποὺ ὑποτάσσει τὰ πάντα σὲ μιὰ τυφλή, χωρίς σκέψη [Gedankenlose] ἀναγκαιότητα, θὰ ἦταν τὸ μόνο δυνατὸ σύστημα τοῦ λόγου – τὸ μόνο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναπτυχθῆ μὲ βάση τὸν καθαρὸ λόγο! Πρέπει νὰ ἀνακαλέση κανεὶς μὲ τὸν νοῦ του τὸ κυρίαρχο πνεῦμα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς γιὰ νὰ κατανοήση τὸν ἰσχυρισμὸ αὐτόν. Εἶχε κυριεύσει τότε σχεδὸν ὅλα τὰ πνεύματα ὁ μηχανιστικός τρόπος σκέψης, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀνοσιότητάς του μὲ τὸν γαλλικὸ ἀθεϊσμό· ἀκόμη καὶ στὴν Γερμανία εἶχαν φτάσει νὰ θεωροῦν αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ νὰ βλέπης καὶ νὰ ἐξηγῆς τὰ πράγματα ὡς τὴν αὐθεντικὴ καὶ μόνη φιλοσοφία. Καθὼς ἐντούτοις πρωταρχικῶς ἡ γερμανική ψυχὴ δὲν μποροῦσε νὰ συμφιλιώση τὸν ἑαυτό της μὲ τὶς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ τρόπου σκέψης, προέκυψε ἀρχικὰ ὁ χαρακτηριστικὸς γιὰ τὴν φιλοσοφική παραγωγὴ τῆς νεότερης ἐποχῆς διχασμὸς κεφαλιοῦ καὶ καρδιᾶς: ἀποστρεφόταν κανεὶς τὶς συνέπειες, χωρὶς νὰ μπορῆ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ [Grund] αὐτοῦ τοῦ τρόπου σκέψης, ἢ νὰ ὑψωθῆ σὲ ἕναν καλλίτερο. Θέλησαν νὰ καταστήσουν σαφεῖς αὐτὲς τὶς συνέπειες· καὶ καθὼς τὸ γερμανικὸ πνεῦμα δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ καταπιαστῆ μὲ τὴν μηχανιστική φιλοσοφία μόνο στὴν (ὑποτιθέμενη) ἀνώτερη ἔκφρασή της, ἔφτασαν ν᾿ ἀναγγείλουν τὴ φριχτὴ ἀλήθεια: κάθε φιλοσοφία, ἀπολύτως κάθε φιλοσοφία, ποὺ νὰ εἶναι στηριγμένη μόνο στὸν λόγο, εἶναι σπινοζισμὸς ἢ καταλήγει στὸ σπινοζισμό! Ὁ καθένας τώρα ἦταν εἰδοποιημένος μπροστὰ στὸν γκρεμό· ὁ ὁποῖος ἐφανερώθηκε χαίνων σὲ ὅλους: τὸ μοναδικό μέσο σωτηρίας ποὺ ἔμοιαζε ἀκόμη δυνατὸ εἶχε βρεθῆ· ἐτοῦτος ὁ τολμηρός λόγος μποροῦσε νὰ προκαλέση κρίση καὶ νὰ ἀποστρέψη φοβισμένους τοὺς Γερμανοὺς ἀπὸ τὴν ὀλέθρια φιλοσοφία, νὰ τοὺς ὁδηγήση ξανὰ στὴν καρδιά, τὸ ἐσώτερο αἴσθημα καὶ τὴν πίστη. Σήμερα ποὺ αὐτὸς ὁ τρόπος σκέψεως εἶναι παρωχημένος, καὶ μᾶς φωτίζει τὸ δυνατότερο φῶς τοῦ ἰδεαλισμοῦ, ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι στὸν ἴδιο βαθμό κατανοητός, οὔτε μπορεῖ νὰ ἐγγυηθῆ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα.
(Σημείωση: Ο όρος Grund, έχει στο παρόν έργο τη σημασία έδαφος ή βάση)
Συνεχίζεται
"Αν ρωτήσουμε περεταίρω για τη διαφορά μεταξύ των θεωρητικών στοιχείων που προέρχονται από τον Böhme και από τον Oetinger, ισχύει γενικά (έστω και αν ο Oetinger δρα κυρίως ως εξηγητής και υπερασπιστής του Böhme εναντίον της διανοητικής φιλοσοφίας), πως η γενική ιδέα μιας αιώνιας αυτογέννησης του Θεού, και με τον τρόπο αυτό μιας «φύσης» μέσα στο Θεό, από την οποία είναι δυνατή η δημιουργία όντων ανεξάρτητων από τον Θεό, πηγάζει από τον Böhme. Επίσης η ιδέα περί του αδιαμφισβήτητου χαρακτήρα του Θεού, ακόμα και από την «φωνασκούσα» αιωνιότητα, είναι επί της αρχής μη δυνάμενο να εξερευνηθεί «απόν θεμέλιο» (Ungrund). O Oetinger από την άλλη, από όλο αυτό το θεωρητικό οικοδόμημα, ξεχώρισε την ιδέα της ζωτικότητας, το ότι αυτή δεν διαλύεται μέσα στο Θεό και το ότι αυτή μπορεί να διαχωριστεί από τον άνθρωπο, και την ανέπτυξε φιλοσοφικά πολύ πιο εκλεπτυσμένα και σαφέστερα ως προς τις εννοιολογικές της συνέπειες. Έχει επίσης χαρακτηρίσει την πτώση του ανθρώπου στο κακό -πιο αυστηρά από τον Böhme- μόνο ως έργο της ελεύθερης βούλησης του, και υπερασπίστηκε εκτεταμένα και επανειλημμένως την θεωρία του πνευματικού κακού, για το οποίο είναι υπεύθυνος μόνο ο άνθρωπος, ενάντια στην ξεπερασμένη φιλοσοφική θεωρία τής στερήσεως".
"Πρώτον, το κακό δεν πρέπει να θεωρείται στέρηση ή έλλειψη κυριαρχίας της λογικής επί των ορμών των αισθήσεων, αλλά μια θετική αντιστροφή της λογικής μέσα στον εαυτό της, έτσι ώστε το κακό δεν εμφανίζεται πια ώς ένα έλλειμμα πνεύματος, αλλά ως ένα μέγιστο του πνεύματος-απλώς με την καταστροφική του δύναμη. Δεύτερον: η θεωρητική συνάφεια επίδρασης μεταξύ του ανώτερου και του υποκείμενου (υποταγμένου) σε αυτό (για παράδειγμα, το φως και ο φορέας του). Πρέπει δηλαδή να γίνει διάκριση, εάν το υποκείμενο βρίσκεται απλώς μέσα, ή μήπως έχει μέσα του το υπερκείμενο, έτσι ώστε το ανώτερο να μην το φωτίζει απλώς απ’ έξω (όπως στην περίπτωση της απλής παρουσίας μέσα), αλλά να μπορεί να αναδυθεί (το ανώτερο) μέσα σε αυτό (το υποκείμενο) και με τον τρόπο αυτό σε όλη την υποκείμενη σφαίρα. Ο Baader εκφράζει την τελευταία αυτή περίπτωση ως εξής: το υποκείμενο (das Untergeordnete, και το κατονομάζει τώρα: das Subjekt) καθιστά τον εαυτό του μέσο (Mitte, Medium) ή κέντρο του ανώτερου, ενώ η απόκλιση από τον κεντρικό τόπο, δηλαδή η άρνηση της υποχρέωσης οι δυνάμεις του (κατώτερου) να βρίσκονται στο κέντρο, είναι το βήμα που οδηγεί στο κακό. Τρίτον: από εδώ προκύπτει μια ιδιαίτερη έννοια της ενότητας ως της αλληλοδιείσδυσης (Wechseldurchdringung) μεταξύ, επι της αρχής, ανεξάρτητων, καθώς το καθένα μπορεί με τον τρόπο του να γίνει το κέντρο του άλλου και με τον τρόπο αυτό αναδύεται μια κοινή παραγωγικότητα, η οποία εξαφανίζεται, μόλις οι συμμετέχοντες αποστραφούν ο ένας τον άλλο (δηλαδή ‘φαντάζονται’ εσφαλμένα)."
4 σχόλια:
Αμέθυστε προκρινεις δημοσίευση της μετάφρασης του Μαρσελλου έναντι του Πενολιδη (2020). Διότι είναι καλύτερη; (δεν είμαι από το συναφι τους).
Eίναι πιό παληά καί δέν θά θέλαμε νά διαμαρτυρηθεί ο Πενολίδης ότι τόν ζημιώνουμε. Ισως τήν χρησιμοποιήσουμε σέ κάποια δύσκολα περάσματα.Η μετάφραση είναι δύσκολη δουλειά.Ευχαριστούμε φίλε. Ελπίζουμε νά κάνουμε τό σωστό.
Ευχαριστώ Αμέθυστε. Η εργασία του Πενολιδη γενικά είναι καλή. Την μτφρ του Μαρσελλου δεν την είχα υπόψη. Πάντως πρόκειται για ένα έργο του Schelling που αποτελεί σταθμό. Πολύ μεστό. Αξίζει να διαβαστεί. Ο Πενολιδης είναι λίγο δύσκολος είναι αλήθεια. Αμέθυστε σε σεβόμαστε και σε αγαπάμε.
Καί εμείς στήν μετάφραση πνιγμένοι, στήν προσπάθειά μας νά ξεφύγουμε από τήν υποκειμενική οικειοποίηση πού καταλήγει στό αφήγημα, όπως συνηθίζεται σήμερα εν πολλοίς. Γιά νά ευνοηθεί κάποια διάκριση στίς προθέσεις, κάποιος στοχασμός, κάποια σκέψη. Η αναμασημένη τροφή δέν βοηθάει τήν γνώση αλλά τήν αυτοσυνειδησία, τήν επιβαβαίωση ότι υπάρχω. Πώς λέμε, τό ήξερα. Ευχαριστούμε.
Δημοσίευση σχολίου