"Προς Μαρίνον, τον οσιότατον Πρεσβύτερον"
Αγίου Μαξίμου τού ΟμολογητούΠηγή Κειμένου: PG: 91.
Πηγή Μετάφρασης: Μαξίμου τού Ομολογητού έργα, θεολογικά και πολεμικά, 15Α. Κείμενο - Μετάφραση - Σχόλια από τον Ιγνάτιο Σακαλή Φιλόλογο.
Φυσικό θέλημα, δηλαδή φυσική θέληση, λένε πως είναι η δύναμη που ορέγεται εκείνο που υπάρχει κατά φύση και που συνέχει όλα τα ιδιώματα που υπάρχουν ουσιωδώς στη φύση. Γιατί, συγκρατούμενη από αυτό η ουσία, επιθυμεί φυσικά να είναι και να ζει και να κινείται με την αίσθηση και το νου, επιθυμώντας τη φυσική και τέλεια οντότητά της. Γιατί η φύση θέλει τον εαυτό της και όσα αποτελούν τη σύστασή της, στηριγμένη επιθυμητικά στο λόγο του "είναι" της, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει κι έχει γίνει.
Γι' αυτό ορίζοντας άλλοι τη φυσική αυτή επιθυμία, λένε πως θέλημα είναι όρεξη λογική και ζωτική, ενώ η προαίρεση όρεξη διασκεπτική για όσα μας αφορούν.
Δεν είναι λοιπόν η θέληση προαίρεση, εφόσον η θέληση είναι απλή όρεξη λογική και ζωτική, ενώ η προαίρεση είναι συνεργασία όρεξης και σκέψης και κρίσης. Όταν δηλαδή επιθυμούμε, πρώτα σκεπτόμαστε, και αφού σκεφτούμε κρίνομε, κι αφού κρίνομε προτιμούμε από το χειρότερο αυτό που η κρίση μας έδειξε καλύτερο. Και η όρεξη εξαρτάται μόνο από τα φυσικά, ενώ η προαίρεση αναφέρεται σε όσα εξαρτώνται από εμάς και μπορεί να γίνουν από μας. Δεν είναι λοιπόν η προαίρεση θέληση.
2. Περί Βουλήσεως
Αλλά η προαίρεση δεν είναι ούτε βούληση. Γιατί βούληση είναι φανταστική όρεξη εκείνων που εξαρτώνται και δεν εξαρτώνται από εμάς· δηλαδή διαμορφώνεται μόνο με τη διάνοια. Ενώ η όρεξη φαντάζεται μόνο τη διανοητική δύναμη, χωρίς διασκεπτικό λόγο όσων εξαρτώνται από εμάς, ή αλλιώς είναι κάποια φυσική θέληση. Η προαίρεση όμως είναι όρεξη διασκεπτική εκείνων που είναι στην εξουσία μας να πράττομε.
Έφτανε λοιπόν και η περιγραφή μόνο, δείχνοντας τη διαφορά τους, να κάνει εκείνους που φιλολογούν περισσά να σταματήσουν τη φιλονεικία τους, και είναι σαφώς αντίθετοι στις ορθές αποφάσεις (δεν γνωρίζω πως να το πω ευγενικά). Επειδή όμως οι φιλοπερίεργοι ποθούν κατά κάποιο τρόπο να τους δοθούν περισσότερες εξηγήσεις για τα ζητήματα αυτά, θα μιλήσομε κι αλλιώς.
Λένε όσοι έχουν ασχοληθεί και μιλήσει γι' αυτά, ότι σε όσους αρμόζει να προαιρώνται δεν αρμόζει οπωσδήποτε σε όλους και το να βούλονται. Λέμε δηλαδή ότι θέλομε να έχομε υγεία και να είμαστε πλούσιοι και αθάνατοι, δεν λέμε όμως ότι προαιρούμαστε να είμαστε πλούσιοι και υγιείς και αθάνατοι, επειδή η βούληση εκδηλώνεται στα δυνατά και στα αδύνατα, ενώ η προαίρεση μόνο σε όσα είναι δυνατά και μπορούν να γίνουν από μας. Και πάλι· η βούληση αναφέρεται στο τέλος, η προαίρεση σε όσα μας οδηγούν στο τέλος.
Τέλος λοιπόν λένε πως είναι αυτό που θέλομε, όπως η υγεία· ενώ οδηγεί στο τέλος αυτό για το οποίο διασκεπτόμαστε, όπως ο τρόπος της υγείας. Την ίδια λοιπόν αναλογία που έχει το αντικείμενο της βούλησης προς το αντικείμενο της διάσκεψης λένε πως έχει η βούληση προς την προαίρεση, εφόσον προαιρούμαστε αυτά μονάχα, όσα νομίζομε ότι μπορούν να γίνουν από μας. Θέλομε όμως και όσα δεν μπορούν να γίνουν από μας. Αποδείξαμε λοιπόν ότι δεν είναι ούτε βούληση η προαίρεση, και θ’ αποδειχθεί πάλι ότι δεν είναι ούτε διάσκεψη, δηλαδή σκέψη.
3. Περί Βουλής, δηλαδή Βουλεύσεως
Η σκέψη, δηλαδή η διάσκεψη, λένε πως είναι όρεξη που εκδηλώνεται κι εξετάζει κάτι από αυτά που μπορούμε να πράξομε, κι αυτό που κρίνει η σκέψη είναι το προαιρετό. Είναι λοιπόν από αυτό φανερό ότι η σκέψη (η βούλευση) γίνεται γι' αυτά που ακόμη αναζητούμε, ενώ η προαίρεση για όσα έχουν ήδη προκριθεί. Και γίνεται φανερό όχι μόνο από τον ορισμό αλλά κι από την ετυμολογία.2
Προαιρετό είναι εκείνο που εκλέγομε (αιρετό) πριν από κάποιο άλλο, και κανένας δεν προκρίνει κάτι, αν δεν σκεφτεί, ούτε διαλέγει, αν δεν κρίνει. Η προαίρεση λοιπόν δεν είναι σκέψη, δηλαδή διάσκεψη.
4. Περί Προαιρέσεως
Την προαίρεση ορίζουν ως όρεξη διασκεπτική για όσα εμείς μπορούμε να πράξομε. Γιατί η προαίρεση είναι κάτι μικτό και κράμα από πολλά, αποτελούμενη από όρεξη και σκέψη και κρίση. Κανένα από αυτά δηλαδή καθεαυτό δεν είναι η προαίρεση. Ούτε μόνο όρεξη καθεαυτή είναι ούτε σκέψη ούτε κρίση, αλλ' είναι ένα κράμα από αυτά, όπως η ανθρώπινη υπόστασή μας είναι σύνθετη από ψυχή και σώμα. Επειδή αυτό που προκρίθηκε από τη σκέψη, στο οποίο αναφέρεται η προαίρεση, τότε γίνεται προαίρεση και προαιρετό, όταν προσλάβει την όρεξη.
Αναγκαστικά λοιπόν η προαίρεση σχετικά με αυτά εκδηλώνεται μετά την κρίση, για τα οποία λειτουργεί η σκέψη πριν από την κρίση. Εκείνα δηλαδή προαιρούμαστε, για τα οποία σκεπτόμαστε
5. Για ποια σκεπτόμαστε
Σκεπτόμαστε για όσα εξαρτώνται από εμάς και μπορούν να γίνουν από μας και που το τέλος τους δεν είναι φανερό. Το "εξαρτώνται από μάς" το είπαμε, επειδή σκεφτόμαστε μόνο για όσα μπορούμε να πράξομε. Γιατί αυτά είναι στην εξουσία μας.
Δεν σκεφτόμαστε βέβαια για την αυτοϋπόσταση σοφία ούτε για τον Θεό ούτε για όσα γίνονται κατ’ ανάγκη και πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, όπως είναι η κυκλική κίνηση των χρόνων, ούτε για όσα δεν υπάρχουν αδιάκοπα, επαναλαμβάνονται όμως όμοια, όπως η ανατολή και η δύση του ηλίου, ούτε για όσα συμβαίνουν βέβαια μέσα στη φύση, όμως δεν γίνονται όμοια πάντοτε, αλλά τις περισσότερες φορές, όπως το να γίνονται άσπρα τα μαλλιά εκείνου που γίνεται εξήντα ετών, ή να βγάζει γένια οποίος μπαίνει στα είκοσι, ούτε για τα φυσικά φαινόμενα που γίνονται διαφορετικά και άτακτα σε διάφορους χρόνους, όπως είναι οι βροχές, οι ξηρασίες και το χαλάζι.
Γι' αυτά λοιπόν έχει λεχθεί το: "είναι στην εξουσία μας", ενώ το: "που μπορούν να γίνουν από εμάς" λέγεται επειδή δεν σκεφτόμαστε για όλους τους ανθρώπους ούτε για όλα τα πράγματα, ούτε βέβαια και για όλα όσα είναι στην εξουσία μας και μπορούν να γίνουν από εμάς, αλλά πρέπει να είναι κοντά μας και να έχουν άδηλο τέλος. Αν δηλαδή είναι φανερό το πράγμα και το ομολογούμε δεν σκεφτόμαστε πλέον γι' αυτό, έστω κι αν είναι στην εξουσία μας και γίνεται από μας.
Δείξαμε ακόμα ότι η σκέψη δεν εκδηλώνεται για το τέλος, αλλά για όσα συντελούν στο τέλος. Σκεφτόμαστε δηλαδή όχι να πλουτίσουμε, αλλά πώς και με τι. Και για να μιλήσομε με συντομία, σκεφτόμαστε μόνο για όσα η πράξη τους είναι ενδεχόμενη· ενδεχόμενο είναι επίσης αυτό που και το ίδιο μπορούμε να σκεφτούμε και το αντίθετό του. Αν δηλαδή δεν ήμαστε ικανοί και για τα δύο, δεν θα σκεφτόμαστε για τα δύο. Γιατί όσα ομολογούνται και είναι φανερά ή είναι αδύνατα και όχι ενδεχόμενα κανένας δεν τα σκέφτεται. Κι αν μπορούσαμε το ένα μονάχα από ένα ζεύγος αντίθετο, αυτό θα ήταν το ομολογούμενο, επειδή θα ήταν έξω από αμφιβολία, ενώ το αντίθετό του θα ήταν αδύνατο. Όταν για παράδειγμα βρίσκονται μπροστά μας ψωμί κι ένα λιθάρι, κανένας δεν εξετάζει ποιο να κάνει τροφή του· γιατί το ένα είναι ομολογούμενο, ενώ το άλλο είναι αναντίρρητα αδύνατο.
Αυτά λοιπόν προαιρούμαστε, όσα είναι εξίσου ενδεχόμενα, και αυτά είναι εκείνα που σκεφτόμαστε.
6. Περί Γνώμης
Ούτε βέβαια η προαίρεση είναι κάποια γνώμη, κι ας το πιστεύουν αυτό έτσι επιπόλαια οι πολλοί, αλλά αναφέρεται στη γνώμη, αν βέβαια δέχονται ότι η γνώμη είναι όρεξη ενδιάθετη για όσα εξαρτώνται από εμάς, από την οποία προέρχεται η προαίρεση, ή είναι διάθεση για όσα εξαρτημένα από εμάς σκεφτήκαμε, επειδή τα ορεγόμαστε. Γιατί όταν η όρεξη δεχθεί όσα έκρινε η σκέψη, γίνεται γνώμη, κι έπειτα από αυτήν, ή για να το πούμε πιο κυριολεκτικά, από την οποία προέρχεται η προαίρεση.
Επομένως η γνώμη ως προς την προαίρεση έχει το λόγο τής έξης ως προς την ενέργεια.
7. Περί Εξουσίας
Ούτε όμως και εξουσία είναι η προαίρεση. Γιατί η προαίρεση, όπως είπα πολλές φορές, είναι όρεξη που εξετάζει όσες πράξεις είναι στην εξουσία μας, η εξουσία πάλι είναι έννομη κυριότητα των πράξεων που είναι στην εξουσία μας, ή κυριότητα ακώλυτη να χρησιμοποιούμε όσα είναι στην εξουσία μας, ή όρεξη αδούλωτη για όσα είναι στην εξουσία μας.
Δεν είναι λοιπόν το ίδιο εξουσία και προαίρεση, εφόσον είναι στην εξουσία μας να προαιρούμαστε, άλλα δεν εξουσιάζομε σύμφωνα με την προαίρεσή μας. Ακόμα, η προαίρεση κάνει μόνο την εκλογή, ενώ η άλλη χρησιμοποιεί όσα είναι στην εξουσία μας και όσα συντελούν σ’ αυτά, δηλαδή την προαίρεση, την κρίση και τη σκέψη. Σκεφτόμαστε δηλαδή επειδή έχομε την εξουσία γι' αυτό, και κρίνομε και προαιρούμαστε και ριχνόμαστε στην πράξη και χρησιμοποιούμε όσα είναι στην εξουσία μας
8. Περί Δόξης (Γνώμης)
Ούτε όμως η προαίρεση είναι κάποια γνώμη. Γιατί η γνώμη είναι διπλή, λογική και άλογη, ενώ η προαίρεση μεταβάλλεται.
Η άλογη λοιπόν γνώμη λένε πως είναι απλή κι επιπόλαιη γνώση, όπως όταν κάποιος λέγει τη γνώμη ενός άλλου αγνοώντας την αίτια της, όπως για παράδειγμα όταν λέγει την ψυχή αθάνατη χωρίς να δίνει την αίτια που αποδεικνύει την αθανασία της. Ενώ η λογική γνώμη λένε πως είναι γνώση έπειτα από ολοκληρωμένη διανοητική διαδικασία, όπως όταν κάποιος εξετάσει κάτι λογικά και διατυπώσει την αιτία του. Γιατί η διάνοια είναι εκείνη που διέρχεται μέσα από όλα και ενεργεί με διαστήματα, αρχίζοντας από μια πρόταση και καταλήγοντας σ’ ένα συμπέρασμα.
Για παράδειγμα, προτίθεται κάποιος να δείξει την ψυχή αθάνατη και λέγει· επειδή η ψυχή κινείται από τον εαυτό της, κι ό,τι κινείται από τον εαυτό του είναι αεικίνητο, και το αεικίνητο είναι αθάνατο, άρα η ψυχή είναι αθάνατη. Ή πάλι, επειδή η ψυχή είναι ασύνθετη και το ασύνθετο είναι αδιάλυτο και το αδιάλυτο αθάνατο, άρα η ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί χαρακτηριστικό γνώρισμα της διάνοιας είναι να διανύει κάποιο δρόμο που οδηγεί στη γνώση ενός πράγματος, και προχωρεί από τις προτάσεις με τους συλλογισμούς στα συμπεράσματα και σχηματίζει τη λογική γνώμη.
Και πάλι, η γνώμη δεν είναι μόνο από όσα είναι στην εξουσία μας, άλλα κι από όσα δεν είναι στην εξουσία μας, ενώ η προαίρεση είναι από εκείνα που είναι στην εξουσία μας. Και γνώμη βέβαια διακρίνομε αληθινή και ψευδή, προαίρεση όμως δεν λέμε αληθινή και ψευδή, άλλα καλή και κακή. Επίσης η γνώμη είναι από τα καθόλου, ενώ η προαίρεση από τα καθέκαστα. Καθόσον η προαίρεση αναφέρεται σε όσα πράττονται γιατί αυτά είναι τα καθέκαστα.
Έγινε φανερό, νομίζω, με πολλούς τρόπους, ότι η προαίρεση δεν είναι γνώμη. Γιατί, αν η γνώμη είναι γνώση που ολοκληρώνεται με διανοητική διαδικασία, ενώ η προαίρεση είναι όρεξη που διασκέπτεται για όσα πραττόμενα είναι στην εξουσία μας, τότε η προαίρεση δεν είναι το ίδιο με τη γνώμη.
9. Περί Φρονήματος, δηλαδή Φρονήσεως
Αλλά η προαίρεση δεν είναι ούτε φρόνημα, δηλαδή φρόνηση, εφόσον βέβαια λένε ότι η φρόνηση είναι θεωρητική όρεξη λογικών και γνωστικών μαθημάτων, η ικανότητα που αντιπαλεύει την έλλειψη και την υπερβολή του νου, ενώ η προαίρεση, όπως διαφορετικά την όρισε ο λόγος, είναι όρεξη που εξετάζει όσα είναι στην εξουσία μας. Και λένε ότι η φρόνηση σχηματίζεται με τον εξής τρόπο. Για παράδειγμα την πρώτη κίνηση του νου την καλούν νόηση, ενώ τη νόηση για κάτι την λένε έννοια, η οποία, απομένοντας στην ψυχή και διαμορφώνοντας την ψυχή σύμφωνα με το νοούμενο, καλείται ενθύμηση.
Η ενθύμηση πάλι παραμένοντας ίδια κι αυτοελεγχόμενη, ονομάζεται φρόνηση, και η φρόνηση αν διευρυνθεί κάνει το διαλογισμό, που οι δεινοί σ’ αυτά τον ονομάζουν ενδιάθετο λόγο, τον οποίο περιγράφοντάς τον, τον χαρακτηρίζουν ολοκληρωμένη λειτουργία της ψυχής που διεξάγεται στο συλλογιστικό μέρος της ψυχής χωρίς να εκφωνείται, και από τον οποίο λένε προέρχεται ο προφορικός λόγος.
Φρόνημα πάλι λένε είναι η γνώση που αποκτά από τη φρόνηση αυτός που φρονεί για κάτι που φρονεί. Γιατί χρησιμοποιούν τις λέξεις φρόνηση και φρονητό και φρονητικός και φρόνημα. Και φρόνηση είναι η σχέση, φρονητό είναι αυτό που φρονούμε (το αντικείμενο της φρόνησης), φρονητικός αυτός που φρονεί (το υποκείμενο που φρονεί), και φρόνημα είναι η γνώση που αποκτά το υποκείμενο που φρονεί από τη φρόνηση για το αντικείμενό της. Αν λοιπόν είναι έτσι αυτά, και η προαίρεση δεν σημαίνει κάτι τέτοιο, άρα το φρόνημα δεν είναι προαίρεση.
Φάνηκε λοιπόν, νομίζω, σαφώς ότι δεν είναι ίδια μεταξύ τους τα προτεθέντα, σύμφωνα με τους υποστηριχτές της άποψης. Κι αν ισχυριστούν ότι είναι οπωσδήποτε ίδια μεταξύ τους, επειδή όλα δέχονται ως κατηγορούμενό τους την όρεξη, δηλαδή την ορεκτική δύναμη της φύσης, επειδή είναι το γένος τους, ας υποστηρίξουν ότι είναι ίδια μεταξύ τους και όλα τα είδη τα χερσαία και τα φτερωτά και τα υδρόβια, επειδή σε όλα ως έννοια γενικότερη αποδίδεται ως κατηγορούμενο το γένος ζώο, και θα χάσουν από τα μάτια τους την ποικίλη διακόσμηση του παντός, αφού δεν θα είναι αυτό ένα υπαρκτό σύνολο από διάφορα πράγματα, αλλά μια φαινομενική σύνθεση κενών μόνο ονομάτων.
10. Ότι με κανένα απολύτως τρόπο δεν θα είναι μετά την ανάσταση ένα τα θέλημα των Αγίων μεταξύ τους και προς τον Θεό, έστω κι αν είναι ένα σε όλους εκείνο που θέλησαν, όπως λένε μερικοί
Η προαίρεση λοιπόν, αφού προσέλαβε την ορμή και τη χρήση εκείνων που είναι στην εξουσία μας, είναι το πέρας της ορεκτικής λογικής κίνησής μας.
Γιατί το φυσικό λογικό, επειδή έχει δύναμη φυσική και λογική όρεξη, που τη λένε και θέληση της νοερής ψυχής, ορέγεται και διαλογίζεται, κι αφού διαλογιστεί βούλεται. Γιατί βούληση λένε όχι την απλώς φυσική κίνηση, άλλα τη συγκεκριμένη, δηλαδή τη θέληση για κάτι. Κι όταν αρχίσει να βούλεται ζητά, και όταν ζητά σκέπτεται, κι όταν σκέπτεται εξετάζει, κι εξετάζοντας κρίνει, και κρίνοντας προαιρείται κάτι, και όταν προαιρείται ορμά, και ορμώντας σ’ αυτό το χρησιμοποιεί, και όταν το χρησιμοποιεί σταματά να κινείται προς αυτό ορεκτικά. Κανένας δηλαδή δε χρησιμοποιεί κάτι αν δεν κινηθεί πρωτύτερα προς αυτό· και κανένας δεν κινείται προς κάτι, αν δεν προαιρείται· και κανένας δεν προαιρείται, αν δεν έχει κρίνει· και κανένας δεν κρίνει, αν δεν εξετάσει· και κανένας δεν εξετάζει, αν δεν σκεφτεί· και κανένας δεν σκέπτεται, αν δεν επιζητήσει· και κανένας δεν επιζητεί, αν δεν θέλει· και κανένας δεν θέλει, αν δεν διαλογιστεί· και κανείς δεν διαλογίζεται, αν δεν ορέγεται· και κανένας δεν ορέγεται λογικά, αν δεν είναι λογικός από τη φύση του. Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο λογικό, γι' αυτό και ορέγεται και διαλογίζεται και θέλει και επιζητεί και σκέπτεται και προαιρείται και ορμά σε κάτι και χρησιμοποιεί αυτό.
Κι αν εκτός από τα άλλα ο άνθρωπος είναι από τη φύση του και ζώο που προαιρείται και η προαίρεση είναι για όσα είναι στην εξουσία μας και μπορούν να γίνουν από μας κι έχουν το τέλος τους άδηλο, και είναι στην εξουσία μας κι ο λόγος των αρετών, που είναι ο ενεργούμενος νόμος των φυσικών δυνάμεων, όπως είναι (στην εξουσία μας) και ο τρόπος τής κακής χρήσης αυτών των δυνάμεων, που δίνει μια παρα-υπόσταση στα παραφύση πάθη, άρα καθένας που προαιρείται από τη φύση του είναι επιδεκτικός και κριτικός των αντιθέτων (επιδέχεται και διακρίνει τα αντίθετα). Κι αν ξεχωρίζει τα αντίθετα, οπωσδήποτε και προαιρείται· κι αν προαιρείται, επειδή είναι στην εξουσία του η κίνηση και προς τα δύο (αντίθετα), δεν είναι αμετάβλητος από τη φύση του.
Επομένως, επειδή είναι από τα αμφίβολα, αφού είναι στην εξουσία μας και η σκέψη και η κρίση και η προαίρεση, αν δεν υπάρχουν τα αμφίβολα, με το να γίνει φανερή σ’ όλους η αυτοϋπόστατη αλήθεια, δεν υπάρχει προαίρεση που να λειτουργεί με τα πράγματα που είναι ενδιάμεσα και στην εξουσία μας, επειδή δεν υπάρχει ούτε κρίση που να κάνει τη διάκριση των αντιθέτων, από τα οποία προτιμούμε το καλύτερο αντί το χειρότερο.
Κι αν τότε, σύμφωνα με το νόμο της φύσης που ισχύει τώρα, δεν υπάρχει προαίρεση, επειδή εξαφανίζεται κάθε διπλή εκδοχή των όντων, θα ισχύει μόνο ενεργής όρεξη νοερή, σ’ αυτούς που είναι έτσι ορεκτικοί από τη φύση τους, που με τρόπο άφραστο γίνεται μόνο με τη μυστική απόλαυση του κατά φύση ορεκτού, προς την οποία έχει κινηθεί με όσα απαριθμήθηκαν, και της οποίας απόλαυσης κόρος είναι η επίταση στο άπειρο της ίδιας της όρεξης εκείνων που την απολαμβάνουν (που ο καθένας θα μεθέξει με τρόπο υπερφυή τόσο, όσο έχει ποθήσει), και η άμεση συνανάμιξη με αυτό που κατά φύση ποθείται.
Κι αν όσο κανένας πόθησε, τόσο θα μεθέξει αυτό που ποθεί, με το λόγο της φύσης θ’ αποδειχθεί μία θέληση όλων, ενώ με τον τρόπο της κίνησής τους παρουσιάζεται διαφορετική.
Κι αν κατά τον τρόπο της κίνησής τους δεν είναι μία η θέληση των ανθρώπων, ποτέ δεν θα γίνει μία, όπως πίστεψαν μερικοί, με κανένα τρόπο η θέλησή του Θεού και εκείνων που σώζονται, έστω κι αν είναι κοινό στον Θεό και στους Αγίους το αντικείμενο της θέλησής τους, δηλαδή η σωτηρία εκείνων που σώζονται, που είναι θείος σκοπός, σαν κατάληξη όλων, που επινοήθηκε πριν από τους αιώνες, γύρω από το οποίο θα επιτευχθεί η σύμπτωση της θέλησης εκείνων που σώζονται μεταξύ τους και με τον Θεό που σώζει, οπότε θα εισχωρήσει όλος σε όλους γενικά και στον καθένα ιδιαίτερα ο Θεός, που με το μέτρο της χάριτός του γεμίζει τα πάντα3 και τα πάντα συμπληρώνουν αυτόν σα να ’ναι μέλη του, ενωμένα μαζί του κατά την αναλογία της πίστεως του καθενός.
Αν δηλαδή το θέλημα του Θεού σώζει από τη φύση του και των ανθρώπων από τη φύση τους είναι να σώζονται, δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο αυτό που από τη φύση του σώζει μ' εκείνο που από τη φύση του σώζεται, έστω κι αν είναι και των δύο κοινός ο σκοπός, η σωτηρία των όλων4, που ο Θεός την προβάλλει και οι Άγιοι την εκλέγουν με τη θέλησή τους.
Κι αν είναι το ίδιο και ένα στον αριθμό το θείο και το ανθρώπινο θέλημα, σύμφωνα με εκείνους που υποστηρίζουν την άποψη ότι, επειδή ο Θεός με το θέλημά του θεμελίωσε όλους τους αιώνες, θα είναι δημιουργός με το ίδιο θέλημα, είτε φυσικό είτε γνωμικό, και ο χορός των Αγίων, και απλώς με αυτό που από τη φύση τους ταυτίζονται με το θείο, πράγμα που, νομίζω, είναι άτοπο κι έργο διάνοιας που πλανάται. Γιατί, εφόσον δεν είναι όλοι δημιουργοί, ή μόνο Απόστολοι ή μόνο Προφήτες5, και αυτοί πάλι δεν είναι ή μόνο Πέτρος ή μόνο Μωυσής, και δεν υπάρχει μονάχα μία αλλά πολλές διαμονές για τους Αγίους κοντά στον Θεό6 και Πατέρα, και με το φυσικό αγαθό θέλημα θα είναι το ίδιο στη φυσική ποιότητα και ποσότητα το ανθρώπινο θέλημα που λειτούργησε κατά μίμησή του, πράγμα που είναι αδύνατο (πώς δηλαδή θα είναι το ίδιο αυτό που από τη φύση του μετέχει μ’ αυτό που μετέχεται, το μεθεκτικό με το μεθεκτό;), είναι αδύνατο με κάθε τρόπο να είναι ίδια η γνώμη του Θεού και του χορού των Αγίων, έστω κι αν, όπως είπα, είναι ένα το αντικείμενο της θέλησης και των δύο, η σωτηρία όλων, γύρω από την οποία γίνεται η ένωση των θελημάτων.
Αλλά, όπως φαίνεται, αγνοώντας τι λογής αντίφαση αναφύεται από το λεγόμενό τους, επιτρέπουν στη σκέψη τους να προχωρεί άσκοπα σ’ εκείνα που δεν πρέπει. Γιατί, αν δεν είναι θέλημα, άσχετο με ποιο τρόπο νοείται ή λέγεται, και δεν έχει ως κατηγορούμενό του το σχετικό γένος, είναι ποιότητα, αλλά όχι από τα καθεαυτά, ως θεωρούμενο δηλαδή σ’ ένα άλλο. Αν όμως το θέλημα είναι από εκείνα που θεωρούνται σε ένα άλλο, είναι οπωσδήποτε συμβεβηκός. Κι αν είναι συμβεβηκός, θα είναι χαρακτηριστικό είτε ουσίας είτε υπόστασης (γιατί σ’ αυτά δεν υπάρχει κανένα που να θεωρείται καθεαυτό ενδιάμεσο, δηλαδή που ούτε να μετέχει το ένα ή το άλλο ή να μην είναι σύνθετο από τα δύο). Κι αν είναι γνώρισμα ουσίας, θα αποδώσουν μία φύση στον Θεό και στους Αγίους, επειδή έπαθαν όλοι με το ένα θέλημα τη συναίρεση σε μία ουσία. Γιατί το γενικό κατηγορούμενο εξίσου σε κάποια, είναι δηλωτικό της ουσίας τους.
Αν όμως είναι γνώρισμα υπόστασης, θα είναι μία η υπόσταση του Θεού και των Αγίων, επειδή έχουν συγχωνευθεί σε ένα όλοι μεταξύ τους. Ό,τι δηλαδή υπάρχει έμφυτο στην υπόσταση κάποιου, όταν αποδίδεται απαράλλαχτο σε άλλους, τους συγχέει όλους μεταξύ τους και κάνει εντελώς αδύνατη τη διάγνωση του λόγου της ύπαρξης του καθενός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου