Συνέχεια από: Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
«ΕΧΘΡΟΣ» ΚΑΙ «ΘΑΝΑΤΟΣ»
Ωστόσο, τὸ σῶμα εἶναι «ἐχθρὸς» καὶ «θάνατος». Αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἀνήκει ὀργανικὰ στὴν καθολικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ μετέχει οὐσιαστικὰ στὸ γεγονὸς τῆς τελειώσεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, εἶναι «τύραννος»1 καὶ «θηρίον»2 καὶ «ἐχθρὸς»3 καὶ «δράκων»4, εἶναι «ὁ ἐν ἡμῖν θάνατος»5. Ἡ ὑλικὴ φύση τοῦ σώματος εἶναι «ἐπίβουλος καὶ ἐχθρά»6, ἡ σάρκα «ρυπαρὰ καὶ μοχθηρά»7 καὶ «λιχνώδης παχύτης»8. Οἱ ἐκφράσεις αὐτὲς βεβαιώνουν τὸν «δυαλισμό» ποὺ διαπιστώσαμε στὴν ἀνθρωπολογία τῆς Κλίμακος, τὴν ἀντίθεση τῆς ὑλικῆς φύσεως στὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό της, τὴ δυσαρμονία ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία στὴ φύση. Τὴ σωστὴ ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν ἀρνητικῶν γιὰ τὸ σῶμα διατυπώσεων πρέπει νὰ τὴ ζητήσουμε μέσα στὸ χῶρο τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας, στὸ χῶρο καὶ πάλι τῆς ἀσκήσεως, καὶ πιὸ συγκεκριμένα, στη σχέση ποὺ ἔχει ὁ ὑποπιασμὸς τοῦ σώματος μὲ μιὰ πραγματικὴ ὑποτίμηση ἢ μὲ μιὰ θεωρητικὴ ἀξιολόγηση ποὺ ὑποβιβάζει ἀντικειμενικὰ τὸ σῶμα[ ΤΗ ΣΑΡΚΑ. ΤΟΥΣ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΣ ΧΙΤΩΝΕΣ].
Θὰ καταλήξουμε, λοιπόν, σὲ λαθεμένη ἑρμηνεία ἂν θεωρήσουμε τὴν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας ὡς συστηματικὴ διατύπωση, ἂν τῆς δώσουμε νόημα καὶ περιεχόμενο φιλοσοφικὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχει.[Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ;] Ἡ ἄσκηση [ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ] εἶναι, βέβαια, ἕνας χῶρος ἀνθρωπολογικῆς σπουδῆς, ἀποβλέπει σὲ μιὰ γνώση, ἀλλὰ ὄχι στὴ μερικὴ καὶ ἀποσπασματική γνώση τῆς φιλοσοφίας· ἀποβλέπει στὴν εὐαγγελικὴ «γνώση» ποὺ εἶναι μετοχὴ καθολικὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν «καινὴ κτίση» τῆς Χάρης. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσουμε στὴ βίωση τῆς καινῆς κτίσεως;;;; χωρὶς ἐπίγνωση τῆς πτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Πτώση καὶ ἀνακαίνιση, διαφθορὰ καὶ μεταμόρφωση εἶναι οἱ δυὸ πόλοι τῆς ἀσκητικῆς ἀνθρωπολογίας. Ἡ ἐναντίωση τῆς φύσεως [ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ] στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ καθημερινὸ βίωμα τοῦ ἀσκητοῦ καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ βίωμα ξεκινᾶνε οἱ ἐκφράσεις οἱ ἐχθρικὲς γιὰ τὸ σῶμα.
Πρέπει νὰ ποῦμε, περισσότερο συγκεκριμένα, ὅτι ἡ ἀφετηριακή προτεραιότητα τῆς ἐμπειρίας στὶς θεολογικές διατυπώσεις τῆς ᾿Ανατολῆς διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη ἀφετηριακὴ θεωρητική προτεραιότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ Δύση. Ἡ διάκριση μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη ἐδῶ, προκειμένου νὰ προσεγγίσουμε σωστὰ τὴ διδασκαλία τῆς Κλίμακος, γιατὶ οἱ δυτικές θεολογικές προϋποθέσεις δημιουργοῦν ἕνα ἀνθρωπολογικό πλαίσιο ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήση σὲ παρερμηνεία ἑνὸς ἀσκητικοῦ κειμένου τῆς ᾿Ανατολῆς. Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἑρμηνεύωνται μὲ δυτικὲς προϋποθέσεις κείμενα τῆς ᾿Ανατολῆς παρακολουθεῖ ἔμμεσα ἢ ἄμεσα πολλοὺς μελετητές.
᾿Αντίστοιχα, λοιπόν, μὲ τὴν ἀφετηριακή προτεραιότητα τῆς ἐμπειρίας στὴν ᾿Ανατολή, ὑπάρχει στὴ Δύση μιὰ ἀφετηριακὴ θεωρητική προτεραιότητα. Ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια ἀποβλέπει συχνὰ – ἴσως καὶ καταρχὴν – σὲ μιὰ συνολική συστηματικὴ σύνθεση. Ἔτσι, τὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς τῆς φύσεως (ἀφετηρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδαχῆς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα), ἑρμηνεύτηκε στὴ Δύση στὰ πλαίσια μιᾶς δικανικῆς σχέσεως ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Μὲ ἀφετηρία τὸν Αὐγουστίνο καὶ χαρακτηριστικοὺς σταθμοὺς τὸν Ἄνσελμο καὶ τὸν ᾿Αβελάρδο10 εἶδε ἡ δυτικὴ Θεολογία τὴ δυσαρμονία καὶ ἀνταρσία τῆς φύσεως σὰν διαταραχὴ μιᾶς ἀντικειμενικῆς σχέσεως, σὰν τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ εἶναι τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἑτοιμάση τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποδεχτοῦν τὴ ζωή, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μέσα δὲν παύουν νὰ ἐκφράζουν τὴ θεία ὀργή. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ σωτηρία καὶ ἡ λύτρωση «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἀνάγεται στὴν ἀποκατάσταση μιᾶς ἀντικειμενικῆς καὶ πάλι σχέσεως, γι᾿ αὐτὸ καὶ περιορίζεται προπάντων στὸ γεγονὸς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο θάνατο ἱκανοποιήθηκε ἡ θεία δικαιοσύνη, ὁ ἄνθρωπος λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ ἐνοχὴ καὶ ἡ θεία ὀργὴ μπορεῖ πιὰ νὰ ἀναστέλλεται11.
Ἡ νομικὴ αὐτὴ θεώρηση τῆς πτώσεως καὶ τῆς σωτηρίας ἔχει ὁπωσδήποτε τὶς ρίζες της σὲ μιὰ λαθεμένη κοσμολογία. Ἡ δυτική Θεολογία δὲν μπόρεσε νὰ δὴ τὴν πτώση τῆς φύσεως ὡς γεγονός καθεαυτό, ἀκριβῶς ἐπειδὴ βλέπει καὶ τὴν ἴδια τὴ φύση μόνο ὡς ἀπεικόνισμα «ἐν χρόνῳ» τῶν ἀγέννητων «ἀρχετύπων» τῆς θείας Οὐσίας. Ἔχοντας ἀρνηθῆ τὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν οἱ δυτικοὶ καμμιὰ πραγματικότητα «ἐκτὸς» τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν πανθεϊστικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀπορροῆς τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ θεία Οὐσία βλέπουν στὴν ὑλικὴ δημιουργία τὶς χρονικὲς «εἰκόνες» τῶν αἰώνιων ἀρχετύπων ποὺ ὑπάρχουν στὸ Θεό12. Ἡ πτώση καὶ ἡ ἁμαρτία καὶ οἱ συνέπειες ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι μιὰ χρονικὴ παραβίαση τῆς τάξεως τῶν ἰδεῶν στὴ θεία Οὐσία ποὺ δὲν ἀλλοιώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο (ἀφοῦ ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀναφέρεται στὰ ἀρχέτυπα τοῦ κόσμου) ἀλλὰ μεταβάλλει τὴ θεία διάθεση γιὰ τὸν κόσμο. Μὲ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἡ θεία δικαιοσύνη δέχεται ἐπαρκῆ, δηλαδὴ ἄπειρη ἱκανοποίηση, καὶ ἡ θεία διάθεση μεταβάλλεται εὐνοϊκὰ καὶ πάλι γιὰ τὸν κόσμο.[ ΜΟΝΟ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΕΣΕΜΕΤΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΟΣ ΣΕ ΥΙΟ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ. Η ΦΥΣΗ ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ.]
᾿Αντίθετα, ἡ ἀνατολικὴ Θεολογία μὲ ἀφετηρία τὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ βλέπει τὸν ὑλικὸ κόσμο ὡς ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς Ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ,[ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ; ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ Ή ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ;;; ]καὶ ἑπομένως ὡς πραγματικότητα καθεαυτήν, ὡς ὑποκείμενο ἀπόλυτα νέο, τέλεια διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ θεία Οὐσία. ᾿Αφοῦ ἡ κτίση δὲν ἔχει τὴν αἰτία της στὸν ἑαυτό της, γιατί δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ μηδέν, οὔτε καὶ στὴ θεία Οὐσία, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν κινήθηκε ἀπὸ ἀνάγκη νὰ δημιουργήση,[Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ, ΜΟΙΡΑΖΟΜΕΝΗ ΤΑ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΑ, ΚΑΘΟΤΙ ΔΥΝΑΜΕΙ Η ΟΠΟΙΑ ΩΡΙΜΑΖΕΙ ΣΕ ΕΝΕΡΓΕΊΑ] γι᾿ αὐτὸ εἶναι μιὰ ὀντότητα μεταβλητή, ποὺ μπορεῖ νὰ περάση ἀπὸ μιὰ κατάσταση σὲ μιὰν ἄλλη13. Επομένως, ἡ πτώση καὶ ἡ διαφθορὰ τῆς φύσεως δὲν εἶναι κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς τιμωρία, μιὰ ἔκφραση τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ ὀργῆς, ἕνα ἀντικειμενικό γεγονός μεταβολῆς τῆς θείας διαθέσεως γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς μεταβολῆς καθεαυτήν, τοῦ χωρισμοῦ τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ θεία ζωή.[ΚΑΜΜΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ] Ὁ ἄνθρωπος καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου ἡ καθολική φύση – ἀρνεῖται τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ζητάει μιὰν ἐπαναστατημένη αὐτάρκεια. Ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀναστέλλει τὴν ἔκχυση τῶν θείων Ἐνεργειῶν ποὺ κάνουν δυνατὴ τὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα «ἐκτὸς» τῆς Φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀποκλείει ὅμως τὴ «μετοχή» τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία ζωὴ καὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἄβυσσο τῆς φυσικῆς ἀποστάσεως ἀνάμεσα στὴν κτίση καὶ στὸν Θεό. Αὐτὸς ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴ θεία ζωὴ εἶναι μιὰ μεταβολή καθεαυτὴν στὴν ὁποία συνεργὸς εἶναι ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος ἔσπειρε τὴν παρακοὴ στὸ ἔδαφος τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ ρίζωσε στὴ φύση ὁ «ἕτερος νόμος, ὁ ἐν τῇ σαρκί». Γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ ἑνός, τοῦ ᾿Αδάμ, – τοῦ πρώτου προσώπου ποὺ συγκεφαλαίωσε καθολικὰ τὴ φύση – βλάστησε ἡ φύση τὴν ἀρρώστεια τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι κληροδοτήθηκε ἡ ἁμαρτία στοὺς ἀνθρώπους, ὄχι γιατὶ ἁμαρτήσανε ὅλοι θεληματικὰ μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αδάμ, ἀλλὰ γιατὶ ἔχουνε τὴν ἴδια φύση – ἡ διεφθαρμένη φύση τοῦ ᾿Ἀδὰμ εἶναι ἡ φύση τους14.[ΕΝ ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ ΕΚΙΣΣΗΣΕ ΜΕ Η ΜΗΤΗΡ ΜΟΥ. ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ.]
Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ νομικὴ εὐθύνη μιᾶς ἐνοχῆς ποὺ μεταβιβάζεται διαδοχικὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀρρωστημένη καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ βλαστάνη τὴν παρακοή.[ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ] Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποβλέπει σὲ μιὰ δικαίωση καὶ καταλλαγὴ μὲ χαρακτήρα δικανικό, ἀλλὰ στὴν ἀνάπλαση τῆς διεφθαρμένης φύσεως, σὲ μιὰ φύση καινούργια, κτίση καινἡ – ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ γενάρχης μιᾶς νέας ἀνθρωπότητος. Μὲ τὸ βάπτισμα ἀποθέτουμε τὴ φθαρμένη φύση τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ καὶ ἐγκεντριζόμαστε στὴν καινούργια φύση τοῦ σαρκωμένου Λόγου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἐγκεντρισμὸς δὲν ἐξαντλεῖ μιὰ ἀντικειμενικὴ σχέση δικαιώσεως, ἡ φύση ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ χῶρος τῆς δοκιμασίας τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ παράβαση συνεχίζει νὰ σπέρνεται στὸ χῶρο τῆς φύσεως ἀπὸ τὸν συνεργὸ τῆς διαφθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν διάβολο. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἐνῶ ἡ φύση τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ ἦταν τελεσίδικα καταδικασμένη στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἡ καινούργια φύση τοῦ βαπτίσματος ὅσο κι ἂν διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δὲν χάνει τὴ δυνατότητα ἀναπλάσεως καὶ ἀνακαινισμοῦ. [ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΛΕΟΝ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ]
Σημειώσεις
1. Z΄ μ΄ 66.
2. ΚΣΤ΄ ιγ΄ 126.
3. Ζ΄ λα΄ 65.
4. KE΄ ξγ΄ 123.
5. IE΄ κη΄ 89.
6. IE΄ οα΄ 24.
7. E΄ ε΄ 54.
8. ΚΣΤβ΄ ιδ΄ 139.
9. Βλ. ἐνδεικτικά : Κ. BARTH, Kirchliche Dogmatik III- 2, σελ. 455-456.
10. Anselm, ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Canterbury, σχολαστικός θεολόγος καὶ φιλόσοφος, 1033-1109. Petrus Abaelardus, ἐπίσης σχολαστικὸς θεολόγος καὶ φιλόσοφος, 1079 – 1142.
11. Ἡ δέσμευση τῆς δυτικῆς θεολογίας, καθολικῆς καὶ προτεσταντικῆς, στὸ σχῆμα τῆς δικανικῆς αὐτῆς σχέσεως ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ ἔχει ἐμπεριστατωμένα ἐκτεθῆ στὴ μελέτη τοῦ Ἰωάννου ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Τὸ Προπατορικὸν Αμάρτημα, ᾿Αθῆναι 1957. Βλ. ἰδιαίτερα στὶς σελίδες 11 – 133. Τὴν τυπικὰ δυτικὴ αὐτὴ ἀντίληψη τῆς σωτηρίας ἐξεπροσώπησαν στὸν ὀρθόδοξο ἑλλαδικό χώρο τόσο ὁ Χρ. ᾿Ανδρούτσος (βλ. Δογματική, σελ. 198 - 207) ὅσο καὶ ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας (βλ. Δογματική, τόμος ΙΙ, σελ. 159 - 160 καὶ 179 – 181) καὶ ὁλόκληρη ή κατηχητική πιετιστική προσπάθεια τῶν τελευταίων ἐτῶν.
12. Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ᾿Αθῆναι 1957, σελ. 66 - 68. Καὶ VI. LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 90-92.
13. LOSSKY, Théologie mystique.. σελ. 89.
14. «Οὕτως ἀνέφυ ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἀγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν ᾿Αδάμ, οὕτως ἀμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ ᾿Αδὰμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ᾿ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπὸ νόμον πεσούσης τὸν τῆς ἁμαρτίας». ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Migne P.G. 74, 788-789.
1. Z΄ μ΄ 66.
2. ΚΣΤ΄ ιγ΄ 126.
3. Ζ΄ λα΄ 65.
4. KE΄ ξγ΄ 123.
5. IE΄ κη΄ 89.
6. IE΄ οα΄ 24.
7. E΄ ε΄ 54.
8. ΚΣΤβ΄ ιδ΄ 139.
9. Βλ. ἐνδεικτικά : Κ. BARTH, Kirchliche Dogmatik III- 2, σελ. 455-456.
10. Anselm, ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Canterbury, σχολαστικός θεολόγος καὶ φιλόσοφος, 1033-1109. Petrus Abaelardus, ἐπίσης σχολαστικὸς θεολόγος καὶ φιλόσοφος, 1079 – 1142.
11. Ἡ δέσμευση τῆς δυτικῆς θεολογίας, καθολικῆς καὶ προτεσταντικῆς, στὸ σχῆμα τῆς δικανικῆς αὐτῆς σχέσεως ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ ἔχει ἐμπεριστατωμένα ἐκτεθῆ στὴ μελέτη τοῦ Ἰωάννου ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Τὸ Προπατορικὸν Αμάρτημα, ᾿Αθῆναι 1957. Βλ. ἰδιαίτερα στὶς σελίδες 11 – 133. Τὴν τυπικὰ δυτικὴ αὐτὴ ἀντίληψη τῆς σωτηρίας ἐξεπροσώπησαν στὸν ὀρθόδοξο ἑλλαδικό χώρο τόσο ὁ Χρ. ᾿Ανδρούτσος (βλ. Δογματική, σελ. 198 - 207) ὅσο καὶ ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας (βλ. Δογματική, τόμος ΙΙ, σελ. 159 - 160 καὶ 179 – 181) καὶ ὁλόκληρη ή κατηχητική πιετιστική προσπάθεια τῶν τελευταίων ἐτῶν.
12. Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ᾿Αθῆναι 1957, σελ. 66 - 68. Καὶ VI. LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 90-92.
13. LOSSKY, Théologie mystique.. σελ. 89.
14. «Οὕτως ἀνέφυ ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἀγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν ᾿Αδάμ, οὕτως ἀμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ ᾿Αδὰμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ᾿ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπὸ νόμον πεσούσης τὸν τῆς ἁμαρτίας». ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Migne P.G. 74, 788-789.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου