PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
28. Φίληβος Φίληβος
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
28. Φίληβος Φίληβος
(Ή περί ηδονής, Ηθικός)
Ι 1b. 14 Β - 18 D. «Η ηδονή είναι ηδονή».
Αυτή είναι η θέση στην οποία ο Πρώταρχος θα ήθελε να καταφύγει. Θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει, όπως στην περίπτωση του Φίληβου, την αρχική ακαμψία της αρχής της ηδονής, αλλά και, όπως στην περίπτωση του Πρώταρχου, την αρχή της λογικής των Κυνικών (η οποία όμως εδώ δεν αναπτύσσεται). Σύμφωνα με αυτή, «κάθε πράγμα είναι όπως ονομάζεται» και πρέπει να ονομάζεται μόνο «με το όνομά του» και όχι με κανένα άλλο κατηγόρημα/χαρακτηριστικό (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, 1024 b 32). Συνεπώς, η ηδονή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή· η ηδονή είναι ηδονή.
Αυτή είναι η θέση στην οποία ο Πρώταρχος θα ήθελε να καταφύγει. Θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει, όπως στην περίπτωση του Φίληβου, την αρχική ακαμψία της αρχής της ηδονής, αλλά και, όπως στην περίπτωση του Πρώταρχου, την αρχή της λογικής των Κυνικών (η οποία όμως εδώ δεν αναπτύσσεται). Σύμφωνα με αυτή, «κάθε πράγμα είναι όπως ονομάζεται» και πρέπει να ονομάζεται μόνο «με το όνομά του» και όχι με κανένα άλλο κατηγόρημα/χαρακτηριστικό (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, 1024 b 32). Συνεπώς, η ηδονή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή· η ηδονή είναι ηδονή.
Ο Σωκράτης δεν αποδέχθηκε αυτήν τη θέση, αλλά ανάγκασε τον συνομιλητή του να παραδεχθεί ότι, μέσα στην φαινομενική ενότητα αυτής της κατηγορίας, υπάρχουν διαφορές. Αντί να συνεχίσει να διερευνά το κεντρικό ζήτημα (ή αυτό που φαίνεται να είναι το κεντρικό ζήτημα), ο Σωκράτης εισέρχεται σε ένα πεδίο προβλημάτων (λόγος) που προκύπτουν από τη θέση της διαφοράς μέσα στην ενότητα – ένα δύσκολο πρόβλημα (14 C 4)!
Για να αντιμετωπίσει τις διαλεκτικά καταστροφικές τάσεις της θέσης του Πρώταρχου, η συζήτηση μετατοπίζεται σε ένα εντελώς νέο επίπεδο με την ερώτηση του Σωκράτη: Μπορεί το Ένα να είναι Πολλά, και μπορούν τα Πολλά να είναι Ένα; Και πώς είναι αυτό δυνατό;
Μια μεγάλη απόσταση χωρίζει στα μάτια μας τα δύο ζητήματα. Από τη μία πλευρά, το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας μεταξύ ηδονής και γνώσης· από την άλλη, το ζήτημα του Ενός και των Πολλών. Η σύνδεση μεταξύ των δύο φαίνεται αυθαίρετη, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να οδηγήσει κανείς στη δεύτερη συζήτηση από οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. Ωστόσο, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, η σύνδεση δεν είναι τυχαία, δεδομένου ότι το ζήτημα του Ενός και των Πολλών είναι το θεμελιώδες ζήτημα του ίδιου του λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι στον Παρμενίδη (129 Β) είναι ένα από τα πρώτα προβλήματα με τα οποία ο νεαρός Σωκράτης έρχεται αντιμέτωπος με τους Ελεάτες.
Ο Πρωταρχος ξεκινά αναπτύσσοντας αμέσως το ζήτημα με εσφαλμένο τρόπο. Εάν στο «Ένα» (και ως παράδειγμα αναφέρει τον εαυτό του, «εγώ, ο Πρωταρχος») αποδοθούν αντιφατικές ιδιότητες, αυτό θα γινόταν πολλαπλό και θα διαλυόταν σε μία πολυπλοκότητα (εδώ είναι απολύτως σαφής η προηγούμενη παρατήρηση για την αναφορά που γενικά αναγνωρίζεται στη λογική των Κυνικών, δηλαδή στη λογική που ο Πλάτωνας θεωρούσε λογική των σοφιστών). Αυτό, όμως, λέει ο Σωκράτης, δεν συνεπάγεται εδώ καμία δυσκολία, όπως ούτε το γεγονός ότι «ένα πράγμα μπορεί ταυτόχρονα να αποτελείται από μια πολλαπλότητα μερών ή στοιχείων».
Έχουμε ήδη περάσει το στάδιο αυτών των ψευδοπροβλημάτων. Στο πλαίσιο των νεανικών διαλόγων, μια διαμάχη αυτού του τύπου θα μας οδηγούσε σε μια μάχη μεταξύ της εριστικής και της σωκρατικής λογικής. Τώρα αναφέρεται μόλις και μετά βίας, καθώς άλλες και πιο αυθεντικές δυσκολίες βρίσκονται μπροστά μας. Με δυο λόγια, δεν πρόκειται πλέον για το ζήτημα του Ενός και των Πολλών στον κόσμο του γίγνεσθαι και του φθαρτού. Πλέον, ασχολούμαστε με την ιδανική ενότητα ή τη νοητική ενότητα. Και ιδού που προκύπτουν τρία ερωτήματα:
Πρέπει να θεωρήσουμε αυτές τις ενότητες (μονάδες) ως πραγματικά υπάρχουσες;
Πώς πρέπει να θεωρούμε αυτές τις πραγματικές ενότητες (μονάδες); Ως αιώνιες και αμετάβλητες, κάθε μία μέρος του Ενός και, επομένως, ενότητα; Με άλλα λόγια: πώς γίνεται να είναι «ιδέες» (μονάδες) ξεχωριστές αλλά και πάλι μία «ιδέα» (μονάδα); Ή, επιπλέον, πώς είναι δυνατόν στο βασίλειο του καθαρού Eίναι η ενότητα και η πολλαπλότητα να είναι συμβατές;
Πώς είναι συμβατή η ενότητα της μορφής (μονάδας) με την πολλαπλότητα των πραγμάτων στον κόσμο των φαινομένων, δεδομένου ότι η μορφή δεν μπορεί να διαιρεθεί ούτε να αποσπαστεί από τον εαυτό της εάν πρόκειται να καθορίσει την πολλαπλότητα;
Μια μεγάλη και δύσκολη μάχη, επισημαίνει ο Σωκράτης (15 D), βρίσκεται σε αυτά τα ερωτήματα. Από πού να ξεκινήσουμε; Από μια κοινή εμπειρία. Είναι χαρακτηριστικό των λόγων (της σκέψης, του λόγου, των προτάσεων) να συγκεντρώνουν μέσα τους το Ένα και τα Πολλά. Εδώ η αλληλεπίδραση είναι εμφανής, διότι σε αυτήν βασίζεται η δυνατότητα οποιουδήποτε λόγου που έχει νόημα. Σε αυτό το χαρακτηριστικό (πάθος) των λόγων αποδίδεται η ομηρική ονομασία «αθάνατο και που ποτέ δεν γίνεται», λόγια μεγάλης σημασίας. Αλλά με αυτή τη σημασία συνδέεται ο κίνδυνος της εριστικής κατάχρησης, για την οποία ευθύνονται ιδιαίτερα οι νέοι (16 AB), λόγια προειδοποίησης που παραπέμπουν σε ένα ανάλογο απόσπασμα από την Πολιτεία (VII 539 B). Εδώ αναφέρονται στην ομάδα ανθρώπων που έχει ως εκπρόσωπο τον Πρωταρχο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Πρωταρχος αποκαλύπτεται, στη συνέχεια (58 A), μαθητής του Γοργία. Η κατάχρηση αυτής της ιδιότητας του λόγου είναι λοιπόν συνηθισμένη στους νέους, στους εριστικούς και στους ρήτορες. Η κατάλληλη χρήση, αντιθέτως, ονομάζεται «διαλεκτική».
Για άλλη μια φορά, η πιθανότητα μιας αντίθεσης υποδεικνύεται χωρίς να διαταράσσεται η δραματική συνοχή του διαλόγου: υπάρχει μόνο ένα σκίτσο αντιτιθέμενων δυνάμεων και έτσι ο Σωκράτης, απολύτως ατάραχος, συνεχίζει να αναπτύσσει τη «διαλεκτική οδό», η οποία είναι η πιο όμορφη αλλά και η πιο δύσκολη (εύκολο να την υποδείξεις, πολύ δύσκολο να την ακολουθήσεις).
Σε αυτή τη «διαλεκτική οδό» ανακαλύφθηκαν όλες εκείνες οι επιστήμες και τέχνες που αποκαλούμε «τέχνες». Γνωρίζουμε ότι αυτή η ευρεία έννοια της τέχνης, περιλαμβάνει κάθε τεχνική και κάθε επιστήμη. Ότι αυτή η οδός οδηγεί στις υψηλότερες σφαίρες το δείχνει μια εισαγωγή με τη μορφή μύθου, που είχε μεγάλο αντίκτυπο στη μεταγενέστερη παράδοση. Αυτή η οδός ήταν ένα δώρο των θεών, μια σπίθα του Προμηθέα, σαν ένα μήνυμα από τους αρχαίους, που, σε σύγκριση με εμάς, ήταν πιο κοντά στους θεούς. Το μήνυμα λέει ότι όλα όσα υπάρχουν είναι αποτέλεσμα της ανάμειξης του Ενός και των Πολλών, του πεπερασμένου και του απείρου.
Ο Πλάτωνας δεν αναφέρεται σε κάποιο πυθαγορείζον κείμενο της Ακαδημίας ή (ή όχι μόνο) στη διατριβή του πυθαγόρειου Φιλόλαου, την οποία είχε αποκτήσει στην Ιταλία, αλλά έχει στο μυαλό του τη σημειολογική μορφή του ημιμυθικού «Πυθαγόρα», στον οποίο αναφέρονται τα πανηγυρικά λόγια που χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή αυτής της διδασκαλίας περί της ενότητας των αντιθέτων.
Η διαλεκτική οδός του πλατωνικού Σωκράτη βασίζεται σε αυτήν την αντιθετική δομή του είναι. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, πρέπει να τίθεται και να αναζητείται μια «ιδέα» για κάθε επιμέρους πράγμα, επειδή αυτή «περιέχεται» σε αυτό, και στη συνέχεια να συνεχίζεται η έρευνα για την πολλαπλότητα, μια πολλαπλότητα ορισμένη, περιγραφόμενη από το «Ένα». Η ίδια διαδικασία πρέπει να επαναλαμβάνεται για καθεμία από τις ενότητες που περιλαμβάνονται σε αυτή την πολλαπλότητα. Με αυτόν τον τρόπο καλύπτεται σταδιακά, χωρίς άλματα, η πρόοδος που εκτείνεται από το Ένα στους Ανώτερους Αριθμούς-Ιδέες, μέχρι που, στο τέλος αυτής της σειράς, πραγματοποιείται, θα λέγαμε, ένα άλμα από το πεπερασμένο στο άπειρο (ἄπειρον). Η ίδια διαδικασία, αν ακολουθηθεί αντίστροφα, οδηγεί από το άπειρο στο Ένα μέσω καθορισμένων αριθμών. Η διαδικασία αυτή εξηγείται με δύο παραδείγματα: το σύστημα των μουσικών ήχων (όπως στην Πολιτεία, VII 530 D και εξής) και το σύστημα των φωνητικών ήχων (όπως στον Κρατύλο). Κάθε ένα από τα δύο συστήματα αποτελείται από ένα σύνολο μερών, τις νότες ή τα γράμματα, τα οποία καθορίζονται αριθμητικά και βρίσκονται μεταξύ τους σε μια απαραίτητη σχέση υπέρτερης ή κατώτερης τάξης.
Αυτή η συστηματική σύνδεση (δεσμός, 18 C 8) εκφράζεται με τα ονόματα «μουσική» και «γραμματική» και το γεγονός ότι υπάρχει κάτι όπως η «μουσική» ή η «γραμματική» επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για πραγματικά αντικείμενα. Όταν ο Πρωταρχος κατέφυγε στη θέση ότι «η ηδονή είναι ηδονή», υπήρχε ο κίνδυνος η συζήτηση να καταρρεύσει, και αυτός ο κίνδυνος παρουσιάστηκε σε αρκετά σημεία. Αντίθετα, στο τέλος αυτής της πρώτης ενότητας, η θεωρία του λόγου τίθεται σε σταθερές βάσεις, οι οποίες αποτελούν την πιο ξεκάθαρη αποκάλυψη της αρχής που ο Πυθαγόρας είχε αναγνωρίσει ως εκείνη που διαπερνά το σύμπαν: την ένωση του Ενός και των Πολλών, του πεπερασμένου και του απείρου.
Η διαλεκτική προέρχεται από αυτή την αρχή και υψώνεται πέρα από αυτήν. Το βασίλειο των αιώνιων μορφών γίνεται ορατό μέσα στην «ενιαία ιδέα» (16 D 1) και στην οργανωμένη πολλαπλότητα των μορφών. Την ίδια στιγμή, γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η συζήτηση έχει επίσης άμεση πρακτική σημασία: στην εριστική των σοφιστών αντιπαρατίθεται η διαλεκτική. Έτσι, το καθήκον του φιλοσόφου είναι να αγωνιστεί εναντίον της εριστικής, όπως κάνει ο Πλάτωνας από τον Πρωταγόρα μέχρι τους ύστερους διαλόγους Σοφιστής και Πολιτικός.
Για να αντιμετωπίσει τις διαλεκτικά καταστροφικές τάσεις της θέσης του Πρώταρχου, η συζήτηση μετατοπίζεται σε ένα εντελώς νέο επίπεδο με την ερώτηση του Σωκράτη: Μπορεί το Ένα να είναι Πολλά, και μπορούν τα Πολλά να είναι Ένα; Και πώς είναι αυτό δυνατό;
Μια μεγάλη απόσταση χωρίζει στα μάτια μας τα δύο ζητήματα. Από τη μία πλευρά, το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας μεταξύ ηδονής και γνώσης· από την άλλη, το ζήτημα του Ενός και των Πολλών. Η σύνδεση μεταξύ των δύο φαίνεται αυθαίρετη, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να οδηγήσει κανείς στη δεύτερη συζήτηση από οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. Ωστόσο, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, η σύνδεση δεν είναι τυχαία, δεδομένου ότι το ζήτημα του Ενός και των Πολλών είναι το θεμελιώδες ζήτημα του ίδιου του λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι στον Παρμενίδη (129 Β) είναι ένα από τα πρώτα προβλήματα με τα οποία ο νεαρός Σωκράτης έρχεται αντιμέτωπος με τους Ελεάτες.
Ο Πρωταρχος ξεκινά αναπτύσσοντας αμέσως το ζήτημα με εσφαλμένο τρόπο. Εάν στο «Ένα» (και ως παράδειγμα αναφέρει τον εαυτό του, «εγώ, ο Πρωταρχος») αποδοθούν αντιφατικές ιδιότητες, αυτό θα γινόταν πολλαπλό και θα διαλυόταν σε μία πολυπλοκότητα (εδώ είναι απολύτως σαφής η προηγούμενη παρατήρηση για την αναφορά που γενικά αναγνωρίζεται στη λογική των Κυνικών, δηλαδή στη λογική που ο Πλάτωνας θεωρούσε λογική των σοφιστών). Αυτό, όμως, λέει ο Σωκράτης, δεν συνεπάγεται εδώ καμία δυσκολία, όπως ούτε το γεγονός ότι «ένα πράγμα μπορεί ταυτόχρονα να αποτελείται από μια πολλαπλότητα μερών ή στοιχείων».
Έχουμε ήδη περάσει το στάδιο αυτών των ψευδοπροβλημάτων. Στο πλαίσιο των νεανικών διαλόγων, μια διαμάχη αυτού του τύπου θα μας οδηγούσε σε μια μάχη μεταξύ της εριστικής και της σωκρατικής λογικής. Τώρα αναφέρεται μόλις και μετά βίας, καθώς άλλες και πιο αυθεντικές δυσκολίες βρίσκονται μπροστά μας. Με δυο λόγια, δεν πρόκειται πλέον για το ζήτημα του Ενός και των Πολλών στον κόσμο του γίγνεσθαι και του φθαρτού. Πλέον, ασχολούμαστε με την ιδανική ενότητα ή τη νοητική ενότητα. Και ιδού που προκύπτουν τρία ερωτήματα:
Πρέπει να θεωρήσουμε αυτές τις ενότητες (μονάδες) ως πραγματικά υπάρχουσες;
Πώς πρέπει να θεωρούμε αυτές τις πραγματικές ενότητες (μονάδες); Ως αιώνιες και αμετάβλητες, κάθε μία μέρος του Ενός και, επομένως, ενότητα; Με άλλα λόγια: πώς γίνεται να είναι «ιδέες» (μονάδες) ξεχωριστές αλλά και πάλι μία «ιδέα» (μονάδα); Ή, επιπλέον, πώς είναι δυνατόν στο βασίλειο του καθαρού Eίναι η ενότητα και η πολλαπλότητα να είναι συμβατές;
Πώς είναι συμβατή η ενότητα της μορφής (μονάδας) με την πολλαπλότητα των πραγμάτων στον κόσμο των φαινομένων, δεδομένου ότι η μορφή δεν μπορεί να διαιρεθεί ούτε να αποσπαστεί από τον εαυτό της εάν πρόκειται να καθορίσει την πολλαπλότητα;
Μια μεγάλη και δύσκολη μάχη, επισημαίνει ο Σωκράτης (15 D), βρίσκεται σε αυτά τα ερωτήματα. Από πού να ξεκινήσουμε; Από μια κοινή εμπειρία. Είναι χαρακτηριστικό των λόγων (της σκέψης, του λόγου, των προτάσεων) να συγκεντρώνουν μέσα τους το Ένα και τα Πολλά. Εδώ η αλληλεπίδραση είναι εμφανής, διότι σε αυτήν βασίζεται η δυνατότητα οποιουδήποτε λόγου που έχει νόημα. Σε αυτό το χαρακτηριστικό (πάθος) των λόγων αποδίδεται η ομηρική ονομασία «αθάνατο και που ποτέ δεν γίνεται», λόγια μεγάλης σημασίας. Αλλά με αυτή τη σημασία συνδέεται ο κίνδυνος της εριστικής κατάχρησης, για την οποία ευθύνονται ιδιαίτερα οι νέοι (16 AB), λόγια προειδοποίησης που παραπέμπουν σε ένα ανάλογο απόσπασμα από την Πολιτεία (VII 539 B). Εδώ αναφέρονται στην ομάδα ανθρώπων που έχει ως εκπρόσωπο τον Πρωταρχο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Πρωταρχος αποκαλύπτεται, στη συνέχεια (58 A), μαθητής του Γοργία. Η κατάχρηση αυτής της ιδιότητας του λόγου είναι λοιπόν συνηθισμένη στους νέους, στους εριστικούς και στους ρήτορες. Η κατάλληλη χρήση, αντιθέτως, ονομάζεται «διαλεκτική».
Για άλλη μια φορά, η πιθανότητα μιας αντίθεσης υποδεικνύεται χωρίς να διαταράσσεται η δραματική συνοχή του διαλόγου: υπάρχει μόνο ένα σκίτσο αντιτιθέμενων δυνάμεων και έτσι ο Σωκράτης, απολύτως ατάραχος, συνεχίζει να αναπτύσσει τη «διαλεκτική οδό», η οποία είναι η πιο όμορφη αλλά και η πιο δύσκολη (εύκολο να την υποδείξεις, πολύ δύσκολο να την ακολουθήσεις).
Σε αυτή τη «διαλεκτική οδό» ανακαλύφθηκαν όλες εκείνες οι επιστήμες και τέχνες που αποκαλούμε «τέχνες». Γνωρίζουμε ότι αυτή η ευρεία έννοια της τέχνης, περιλαμβάνει κάθε τεχνική και κάθε επιστήμη. Ότι αυτή η οδός οδηγεί στις υψηλότερες σφαίρες το δείχνει μια εισαγωγή με τη μορφή μύθου, που είχε μεγάλο αντίκτυπο στη μεταγενέστερη παράδοση. Αυτή η οδός ήταν ένα δώρο των θεών, μια σπίθα του Προμηθέα, σαν ένα μήνυμα από τους αρχαίους, που, σε σύγκριση με εμάς, ήταν πιο κοντά στους θεούς. Το μήνυμα λέει ότι όλα όσα υπάρχουν είναι αποτέλεσμα της ανάμειξης του Ενός και των Πολλών, του πεπερασμένου και του απείρου.
Ο Πλάτωνας δεν αναφέρεται σε κάποιο πυθαγορείζον κείμενο της Ακαδημίας ή (ή όχι μόνο) στη διατριβή του πυθαγόρειου Φιλόλαου, την οποία είχε αποκτήσει στην Ιταλία, αλλά έχει στο μυαλό του τη σημειολογική μορφή του ημιμυθικού «Πυθαγόρα», στον οποίο αναφέρονται τα πανηγυρικά λόγια που χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή αυτής της διδασκαλίας περί της ενότητας των αντιθέτων.
Η διαλεκτική οδός του πλατωνικού Σωκράτη βασίζεται σε αυτήν την αντιθετική δομή του είναι. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, πρέπει να τίθεται και να αναζητείται μια «ιδέα» για κάθε επιμέρους πράγμα, επειδή αυτή «περιέχεται» σε αυτό, και στη συνέχεια να συνεχίζεται η έρευνα για την πολλαπλότητα, μια πολλαπλότητα ορισμένη, περιγραφόμενη από το «Ένα». Η ίδια διαδικασία πρέπει να επαναλαμβάνεται για καθεμία από τις ενότητες που περιλαμβάνονται σε αυτή την πολλαπλότητα. Με αυτόν τον τρόπο καλύπτεται σταδιακά, χωρίς άλματα, η πρόοδος που εκτείνεται από το Ένα στους Ανώτερους Αριθμούς-Ιδέες, μέχρι που, στο τέλος αυτής της σειράς, πραγματοποιείται, θα λέγαμε, ένα άλμα από το πεπερασμένο στο άπειρο (ἄπειρον). Η ίδια διαδικασία, αν ακολουθηθεί αντίστροφα, οδηγεί από το άπειρο στο Ένα μέσω καθορισμένων αριθμών. Η διαδικασία αυτή εξηγείται με δύο παραδείγματα: το σύστημα των μουσικών ήχων (όπως στην Πολιτεία, VII 530 D και εξής) και το σύστημα των φωνητικών ήχων (όπως στον Κρατύλο). Κάθε ένα από τα δύο συστήματα αποτελείται από ένα σύνολο μερών, τις νότες ή τα γράμματα, τα οποία καθορίζονται αριθμητικά και βρίσκονται μεταξύ τους σε μια απαραίτητη σχέση υπέρτερης ή κατώτερης τάξης.
Αυτή η συστηματική σύνδεση (δεσμός, 18 C 8) εκφράζεται με τα ονόματα «μουσική» και «γραμματική» και το γεγονός ότι υπάρχει κάτι όπως η «μουσική» ή η «γραμματική» επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για πραγματικά αντικείμενα. Όταν ο Πρωταρχος κατέφυγε στη θέση ότι «η ηδονή είναι ηδονή», υπήρχε ο κίνδυνος η συζήτηση να καταρρεύσει, και αυτός ο κίνδυνος παρουσιάστηκε σε αρκετά σημεία. Αντίθετα, στο τέλος αυτής της πρώτης ενότητας, η θεωρία του λόγου τίθεται σε σταθερές βάσεις, οι οποίες αποτελούν την πιο ξεκάθαρη αποκάλυψη της αρχής που ο Πυθαγόρας είχε αναγνωρίσει ως εκείνη που διαπερνά το σύμπαν: την ένωση του Ενός και των Πολλών, του πεπερασμένου και του απείρου.
Η διαλεκτική προέρχεται από αυτή την αρχή και υψώνεται πέρα από αυτήν. Το βασίλειο των αιώνιων μορφών γίνεται ορατό μέσα στην «ενιαία ιδέα» (16 D 1) και στην οργανωμένη πολλαπλότητα των μορφών. Την ίδια στιγμή, γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η συζήτηση έχει επίσης άμεση πρακτική σημασία: στην εριστική των σοφιστών αντιπαρατίθεται η διαλεκτική. Έτσι, το καθήκον του φιλοσόφου είναι να αγωνιστεί εναντίον της εριστικής, όπως κάνει ο Πλάτωνας από τον Πρωταγόρα μέχρι τους ύστερους διαλόγους Σοφιστής και Πολιτικός.
Ανώνυμος είπε...
Σολ Παρ. ιʹ 32, καὶ ἐκλογή.
Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν, χείλη δὲ ἀνδρῶν ἐπίστανται χάριτας. Στόμα σοφῶν μελετᾷ σοφίαν, δικαιοσύνη δὲ ῥύεται αὐτοὺς ἐκ θανάτου. Τελευτήσαντος ἀνδρὸς δικαίου, οὐκ ὄλλυται ἐλπίς· υἱὸς γὰρ δίκαιος γεννᾶται εἰς ζωήν, καὶ ἐν ἀγαθοῖς αὐτοῦ καρπὸν δικαιοσύνης τρυγήσει. Φῶς δικαίοις διὰ παντός, καὶ παρὰ Κυρίου εὑρήσουσι χάριν καὶ δόξαν. Γλῶσσα σοφῶν καλὰ ἐπίσταται, καὶ ἐν καρδίᾳ αὐτῶν ἀναπαύσεται σοφία. Ἀγαπᾷ Κύριος ὁσίας καρδίας, δεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες ἄμωμοι ἐν ὁδῷ. Σοφία Κυρίου φωτιεῖ πρόσωπον συνετοῦ· φθάνει γὰρ τοὺς ἐπιθυμοῦντας αὐτήν, πρὸ τοῦ γνωσθῆναι, καὶ εὐχερῶς θεωρεῖται ὑπὸ τῶν ἀγαπώντων αὐτήν. Ὁ ὀρθρίσας πρὸς αὐτήν, οὐ κοπιάσει, καὶ ὁ ἀγρυπνήσας διʼ αὐτήν, ταχέως ἀμέριμνος ἔσται. Ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς αὐτὴ περιέρχεται ζητοῦσα, καὶ ἐν ταῖς τρίβοις φαντάζεται αὐτοῖς εὐμενῶς. Σοφίας οὐ κατισχύσει ποτὲ κακία. Διὰ ταῦτα καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς, καὶ ἐφίλησα ταύτην, καὶ ἐξεζήτησα ἐκ νεότητός μου, καὶ ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ. Ὅτι ὁ πάντων Δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν· μύστις γάρ ἐστι τῆς του Θεοῦ ἐπιστήμης, καὶ αἱρετίς τῶν ἔργων αὐτοῦ, οἱ πόνοι αὐτῆς εἰσὶν ἀρεταί, σωφροσύνην δὲ καὶ φρόνησιν αὕτη διδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις. Εἰ δὲ καὶ πολυπειρίαν ποθεῖ τις, οἶδε τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ μέλλοντα εἰκάζειν, ἐπίσταται στροφὰς λόγων καὶ λύσεις αἰνιγμάτων, σημεῖα καὶ τέρατα προγινώσκει, καὶ ἐκβάσεις καιρῶν καὶ χρόνων, καὶ πᾶσι σύμβουλός ἐστιν ἀγαθή. Ὅτι ἀθανασία ἐστὶν ἐν αὐτῇ, καὶ εὔκλεια ἐν κοινωνίᾳ λόγων αὐτῆς. Διὰ τοῦτο ἐνέτυχον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐδεήθην αὐτοῦ, καὶ εἶπον ἐξ ὅλης μου τῆς καρδίας· Θεὲ Πατέρων, καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου, καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατασκευάσας τὸν ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων, καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ, δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν, καὶ μή με ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου· ὅτι ἐγὼ δοῦλος σός, καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου. Ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου, καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου, ἵνα συμπαροῦσά μοι διδάξῃ με, τί εὐάρεστόν ἐστι παρὰ σοί· καὶ ὁδηγήσει με ἐν γνώσει, καὶ φυλάξει μὲ ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς. Λογισμοὶ γὰρ θνητῶν πάντες δειλοί, καὶ ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι αὐτῶν.
1 σχόλιο:
Σολ Παρ. ιʹ 32, καὶ ἐκλογή.
Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν, χείλη δὲ ἀνδρῶν ἐπίστανται χάριτας. Στόμα σοφῶν μελετᾷ σοφίαν, δικαιοσύνη δὲ ῥύεται αὐτοὺς ἐκ θανάτου. Τελευτήσαντος ἀνδρὸς δικαίου, οὐκ ὄλλυται ἐλπίς· υἱὸς γὰρ δίκαιος γεννᾶται εἰς ζωήν, καὶ ἐν ἀγαθοῖς αὐτοῦ καρπὸν δικαιοσύνης τρυγήσει. Φῶς δικαίοις διὰ παντός, καὶ παρὰ Κυρίου εὑρήσουσι χάριν καὶ δόξαν. Γλῶσσα σοφῶν καλὰ ἐπίσταται, καὶ ἐν καρδίᾳ αὐτῶν ἀναπαύσεται σοφία. Ἀγαπᾷ Κύριος ὁσίας καρδίας, δεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες ἄμωμοι ἐν ὁδῷ. Σοφία Κυρίου φωτιεῖ πρόσωπον συνετοῦ· φθάνει γὰρ τοὺς ἐπιθυμοῦντας αὐτήν, πρὸ τοῦ γνωσθῆναι, καὶ εὐχερῶς θεωρεῖται ὑπὸ τῶν ἀγαπώντων αὐτήν. Ὁ ὀρθρίσας πρὸς αὐτήν, οὐ κοπιάσει, καὶ ὁ ἀγρυπνήσας διʼ αὐτήν, ταχέως ἀμέριμνος ἔσται. Ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς αὐτὴ περιέρχεται ζητοῦσα, καὶ ἐν ταῖς τρίβοις φαντάζεται αὐτοῖς εὐμενῶς. Σοφίας οὐ κατισχύσει ποτὲ κακία. Διὰ ταῦτα καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς, καὶ ἐφίλησα ταύτην, καὶ ἐξεζήτησα ἐκ νεότητός μου, καὶ ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ. Ὅτι ὁ πάντων Δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν· μύστις γάρ ἐστι τῆς του Θεοῦ ἐπιστήμης, καὶ αἱρετίς τῶν ἔργων αὐτοῦ, οἱ πόνοι αὐτῆς εἰσὶν ἀρεταί, σωφροσύνην δὲ καὶ φρόνησιν αὕτη διδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις. Εἰ δὲ καὶ πολυπειρίαν ποθεῖ τις, οἶδε τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ μέλλοντα εἰκάζειν, ἐπίσταται στροφὰς λόγων καὶ λύσεις αἰνιγμάτων, σημεῖα καὶ τέρατα προγινώσκει, καὶ ἐκβάσεις καιρῶν καὶ χρόνων, καὶ πᾶσι σύμβουλός ἐστιν ἀγαθή. Ὅτι ἀθανασία ἐστὶν ἐν αὐτῇ, καὶ εὔκλεια ἐν κοινωνίᾳ λόγων αὐτῆς. Διὰ τοῦτο ἐνέτυχον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐδεήθην αὐτοῦ, καὶ εἶπον ἐξ ὅλης μου τῆς καρδίας· Θεὲ Πατέρων, καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου, καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατασκευάσας τὸν ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων, καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ, δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν, καὶ μή με ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου· ὅτι ἐγὼ δοῦλος σός, καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου. Ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου, καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου, ἵνα συμπαροῦσά μοι διδάξῃ με, τί εὐάρεστόν ἐστι παρὰ σοί· καὶ ὁδηγήσει με ἐν γνώσει, καὶ φυλάξει μὲ ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς. Λογισμοὶ γὰρ θνητῶν πάντες δειλοί, καὶ ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι αὐτῶν.
Δημοσίευση σχολίου