Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (14)

 Συνέχεια από: Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

§ 6. Ἐκκλησία καὶ αἵρεση: Δυὸ ἀσύμπτωτες ὀντολογίες

Στὰ ὅρια τοῦ κοινωνικοπολιτικοῦ οἰκοδομήματος ποὺ θεμελιώνουν οἱ ὀντολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καλοῦνται σήμερα οἱ ᾿Ορθόδοξες τουλάχιστον Ἐκκλησίες νὰ βιώσουν καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου που ὡς προσωπικὴ ἑτερότητα, δηλαδὴ ὡς γεγονὸς κοινωνίας καὶ σχέσης, καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου ὡς δυναμικὰ ἐνεργούμενη ἐρωτικὴ κλήση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ γιὰ κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο: Νὰ φανερώσουν οἱ Ὀρθόδοξες Εκκλησίες μιὰν ὀντολογία, δηλαδὴ ἕνα τρόπο ὑπάρξεως, ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀτομοκρατίας καὶ τῆς ἀντικειμενοποίησης, καὶ ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ Εἶναι, τὴν ἀλήθεια καὶ γνησιότητα τῆς ὕπαρξης, στὸν ἔρωτα τῆς τριαδικής κοινωνίας καὶ στὴ δυναμική πραγμάτωσή του στὰ ὅρια τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, στὸ γεγονὸς τῆς σχέσης τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου.[ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ, ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ]

Οπωσδήποτε, δὲν εἶναι τὸ θέμα αὐτῆς ἐδῶ τῆς συγγραφῆς νὰ ἀναλύση εὐρύτερα τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν ὀντολογία ποὺ προϋποθέτει ὁ δυτικὸς ἢ καταναλωτικός πολιτισμὸς καὶ στὴν ὀντολογία ποὺ προϋποθέτει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια καὶ ζωή[ΒΛΕΠΕ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]49. Τὸ θέμα ἐδῶ εἶναι νὰ δοῦμε κυρίως τὶς συνέπειες ποὺ ἔχει ἡ ἱστορικὴ συνύπαρξη αὐτῶν τῶν ἀσύμπτωτων ὀντολογιῶν, συνέπειες στὸ συγκεκριμένο θέμα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, στη συγκεκριμένη φανέρωση, μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων, τὸν τριαδικό τρόπο τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου.[Η ΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ, ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. ΓΥΡΙΣΤΕ ΠΙΣΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. ΞΕΧΝΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΣΕΛΘΟΥΝ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ]
Αν όμως δεχόμαστε πὼς μιὰ ὀντολογία[ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ] δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύστημα ἀφηρημένων ἰδεῶν καὶ ἀπόψεων, ἀλλὰ ἀφετηριακὴ ἐκδοχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ἀποδοχή της διαμορφώνει ἕνα τρόπο ζωῆς καὶ ἑπομένως ἕνα πολιτισμό, τότε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἱστορικο - κοινωνικὴ συνύπαρξη δυὸ ἀσύμπτωτων ὀντολογιῶν; [ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΣΑΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ . Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΗΔΗ ΤΟΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟ ΛΑΚΑΝΟΝΤΟΛΜΑ]. Αν ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεγονός κοινωνίας καὶ δημιουργία κοινωνίας, ἂν ἡ ἀλήθεια της ἀντιπροσωπεύει τὶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις ἑνὸς συγκεκριμένου τρόπου ὑπάρξεως ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀτομοκρατίας καὶ τῆς ἀντικειμενοποίησης, τότε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ συνύπαρξη κοινωνικό - ιστορικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας μὲ τὴν καταναλωτική κοινωνία, μὲ τὴν ὀρθολογική ρύθμιση δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων στὰ ὅρια τῆς συμβατικής συμβίωσης ἀπρόσωπων ἀτόμων; [ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΗΣ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ]

᾿Ακριβῶς ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἡ ἀδιάκοπη πρόσληψη τῆς σάρκας τοῦ κόσμου καὶ ἡ μεταμόρφωση αὐτοῦ τοῦ προσλήμματος σὲ θεανθρώπινη σάρκα τοῦ Χριστοῦ[ΘΕΟΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ], γι' αὐτὸν τὸ λόγο ἡ ὀντολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ κοινωνίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ «συνυπάρχη» παθητικὰ μὲ ἕνα πολιτισμὸ ἀτομοκεντρισμοῦ καὶ ἀντικειμενοποίησης. Ἡ Ἐκκλησία ζῆ καὶ λειτουργεῖ μόνο ἐφόσον προσλαμβάνει ἀδιάκοπα καὶ δυναμικὰ τίς ἀτομοκεντρικὲς καὶ ἀντικειμενοποιημένες ὑπάρξεις γιὰ νὰ τὶς μεταμορφώση σὲ ἑνότητα ζωῆς, προσωπικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας.[ΣΕ ΠΟΙΜΝΙΟ] ᾿Αλλὰ αὐτὸ σημαίνει ὅτι σὲ ἱστορικο - κοινωνικὸ ἐπίπεδο ἡ ζωὴ καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ σὰν ριζικὴ καὶ ἄμεση ἄρνηση ἡ ὑπονόμευση τοῦ πολιτιστικοῦ «συστήματος» τῆς ἀτομοκρατίας καὶ τῆς ἀντικειμενοποίησης.[ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ] Διαφορετικά, ὑποτάσσεται ἡ Ἐκκλησία στὸν τρόπο ζωῆς ποὺ ἐπιβάλλει τὸ «σύστημα», γιὰ νὰ ἀλλοτριωθῆ ἡ ἴδια καὶ σὰν γεγονὸς ἀλήθειας καὶ σωτηρίας, καὶ σὰν θεσμικὴ ἔκφραση καὶ φανέρωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.[ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. ΑΡΚΕΙ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΟΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΕΣ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΡΟΒΑΤΑ]

Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς ὅτι ὁ τρόπος λειτουργίας τῶν θεσμῶν καὶ δομῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἶναι ἕνας ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητος δείκτης τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κοσμικοῦ προσλήμματος ἢ τῆς ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὸ κοσμικό πρόσλημμα. Στὴ διάρκεια τῶν ὀκτὼ πρώτων αἰώνων ἡ ὀντολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ κοινωνίας βρῆκε τὴ συγκεκριμένη ἱστορικὴ (θεσμικὴ καὶ ὀργανωτική) φανέρωσή της «ἐπὶ τῇ βάσει τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς, ἤτοι τῆς ἀρχῆς τῆς προσαρμογῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικητικῶν ἑνοτήτων πρὸς τὰς ἀντιστοίχους πολιτικάς»50. Ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῆς «κατὰ τὴν οἰκουμένην καθολικῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἡ ὁρατὴ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πραγματοποιήθηκε πάνω στὴ βάση τῆς πολιτικῆς ἑνότητας τοῦ ρωμαϊκοῦ imperium.

Οπωσδήποτε, ἡ ἀντίληψη τῆς οἰκουμενικῆς πολιτικῆς ἑνότητας ποὺ ἐνσάρκωνε τὸ ρωμαϊκὸ imperium ὡς τὸν 13ο περίπου αἰώνα, ἀντιπροσώπευε μιὰ ἐκδοχὴ τῆς «οἰκουμένης» κυρίως ποιοτική, δηλαδὴ μιὰ ὁρισμένη τάξη πραγμάτων, ἕνα τρόπο πολιτιστικῆς συνύπαρξης ποὺ ἔβρισκε τὴν ἔκφρασή του ἀρχικὰ στὴν pax romana καὶ ἀργότερα στὴν pax christiana51. Ἡ ποιοτικὴ ἐκδοχὴ τῆς οἰκουμένης διέσωζε ἀκόμα τότε τὴν ἀρχαϊκὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο (τὸ φυσικό κόσμο καὶ τῶν ἀνθρώπων τὸν κόσμο) ὡς κόσμημα ἁρμονίας καὶ τάξης – τὸ ἀντίθετο τῆς ἀκοσμίας, ἀμορφίας καὶ ἀταξίας ποὺ εἶναι ἡ ἐκτὸς τῆς «οἰκουμένης» βαρβαρότητα, ἀναιρετικὴ τῶν δυνατοτήτων τῆς «κατ᾿ ἀλήθειαν» ζωῆς52.

Ἡ ἱεράρχηση καὶ διοικητικὴ διάρθρωση τῆς «κατὰ τὴν οἰκουμένην καθολικῆς Ἐκκλησίας» βασίστηκε στὴν ἱεράρχηση τῶν διοικητικῶν καὶ πολιτιστικῶν κέντρων τοῦ imperium. Ἔτσι προέκυψε τὸ μητροπολιτικό σύστημα καὶ ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν53, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξαντλῆται τὸ περιεχόμενο τῶν θεσμῶν στὶς ἱστορικὲς καὶ πολιτικές συγκυρίες. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑποτάχθηκε στὸ πρόσλημμα τῆς πολιτικῆς διάρθρωσης τοῦ imperium, ἀλλὰ μεταμόρφωσε τὸ πρόσλημμα σὲ δική της ἀλήθεια καὶ ἀποκάλυψη.[ΜΕ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΖΗΣΕ ΕΝΩΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. ΑΠΟ ΔΩ ΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ ΑΠΟ ΔΩ Ο ΤΑΦΟΣ] Ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας βασίστηκε στὴν ἱεράρχηση τῶν ἐπαρχιακῶν πολιτικῶν κέντρων στὰ ὁποῖα συγκεντρωνόταν ὁ πολιτικός, οἰκονομικός καὶ πνευματικὸς βίος τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ σάρκα τοῦ θεσμοῦ ταυτίστηκε μὲ τὸ λόγο καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς βιώσεως τῆς Ἱεραρχίας. Γιατὶ ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ τῶν πρωτείων τιμῆς, ποὺ εἶναι πρωτεία θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ εὐθύνης γιὰ τὴν ἑνότητα στὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία πρόβλημα ἁπλῶς ὀργανωτικό, ἀλλὰ πρόβλημα ἀλήθειας καὶ πίστεως. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία «ἱεραρχία ἐστὶ τάξις ἱερὰ καὶ ἐπιστήμη καὶ ἐνέργεια πρὸς τὸ θεοειδές ὡς ἐφικτὸν ἀφομοιουμένη καὶ ἀναλόγως ἐπὶ τὸ θεομίμητον ἀναγομένη»54. Καὶ «τάξις ἱεραρχίας ἐστὶ τὸ τοὺς μὲν καθαίρεσθαι, τοὺς δὲ καθαίρειν καὶ τοὺς μὲν φωτίζεσθαι, τοὺς δὲ φωτίζειν καὶ τοὺς μὲν τελεῖσθαι, τοὺς δὲ τελεσιουργεῖν»55.[ΕΜΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΙΝΗΣΑΜΕ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΠΗΓΕ. ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΑΝ ΑΡΧΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΠΕΛΩΝΕΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ Η ΕΙΔΩΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟΝΟΜΙΟ]

Ἡ ἱεραρχικὴ αὐτὴ ἄρθρωση τῆς ἀγαπητικῆς-κενωτικῆς ἀντιμεταδόσεως τῆς ἀλήθειας ὑπερβαίνει οὐσιαστικὰ τὴ διοικητική-ὀργανωτική σκοπιμότητα καὶ συνιστᾶ τὴν ὀντολογική φανέρωση τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν τρόπο ὑπάρξεώς της - ἀποκαλύπτει τὴν ᾿Εκκλησία ὡς εἰκόνα τῆς τριαδικῆς «θεαρχικῆς ὡραιότητος», φανερώνει «τὴν θειοτάτην εὐπρέπειαν» τῆς «οὐρανίου ἱεραρχίας»[ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΔΕΝ ΡΙΣΚΑΡΕΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ]. Καὶ ἀποτυπώθηκε ἡ «ἱερὰ τάξις» καὶ «καθόλου διακόσμησις» τῆς θεοειδοῦς ἱεραρχίας στη συμβολικὴ τῆς λατρείας καὶ στὶς «κανονικές» προϋποθέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐρυθμίας καὶ στὴν κοσμολογική σύνθεση ποὺ ἐκφράζει ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ναῶν καὶ ἡ διάρθρωση τῶν ζωνῶν τῆς εἰκονογραφίας56. Κυρίως ὅμως ἀποτυπώθηκε στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτούργησε ἡ διοικητικὴ ἐκ-κλησιαστικὴ ἱεραρχία στὴν πράξη τῶν ἑπτὰ Οικουμενικῶν Συνόδων που παραμένουν μέτρο καὶ ὁρισμὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας. Οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι δὲν ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος ἀντικειμενοποιημένου ἀλάθητου κώδικα διατυπώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ συνιστοῦν τὸν πάντοτε παρόντα στὴν Ἐκκλησία τρόπο «ὁρισμοῦ» τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ψευδωνύμου γνώσεως καὶ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας ἀποτελεῖ τὴν ἱστορικὴ σάρκα. Καὶ ἂν ἀκόμη πάψουν νὰ ὑφίστανται σὰν πόλεις ἡ Ρώμη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ᾿Αλεξάνδρεια καὶ ἡ ᾿Αντιόχεια καὶ ἡ Ἱερουσαλήμ, δὲν θὰ πάψουν ὡστόσο νὰ ἀποτελοῦν παρούσα καὶ ζωντανὴ ἐκκλησιαστική πραγματικότητα, νὰ συνιστοῦν τὶς συντεταγμένες λειτουργίας τοῦ τρόπου «ὁρισμοῦ» τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ὅπως φανέρωσαν αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. [ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΝΟΜΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΘΑ ΠΛΑΣΣΑΡΟΥΝ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ]



Σημειώσεις

49. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, ἰδιαίτερα τις §§ 7, 9, 22, 34, 35, 71.
50. Βλ. Βλασ. ΦΕΙΔΑ, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, ᾿Αθῆναι 1969, σελ. 37 κ. έ 96 κ.ε.
51. Βασικά βοηθήματα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας τοῦ ρωμαϊκοῦ καὶ βυζαντινοῦ imperium θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι τὰ ἐξῆς: -Hélène AHRWEILER, L' idéologie politique de l'empire byzantin, Paris (P.U.F.) 1975. - E. BACH, Imperium Romanum, Etude sur l'idéologie politique du XIIe siècle, στο περιοδικό Classica et Medievalia, τόμος 7, 1945. - Κ. LECHNER, Hellenen und Barbaren im Weltbild der Byzantiner, München 1955. - Dimitri OBOLENSKY, The Byzantine Commonwealth, London (Cardinal Edition) 1974. - E. BARKER, Social and political thought in Byzantinum, Oxford 1957.
52. Βλ. Christos YANNARAS, Le cauchemar de la mondialité, περιοδ. Contacts, No 95, 1976/3, σελ. 233 - 237.
53. Βλ. Βλασ. ΦΕΙΔΑ, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας, σελ. 51 κ.ε. - 168 κ.ε.
54. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ οὐρανίου ἱεραρχίας III 1, Ἔκδοση Sources Chrétiennes, τόμος 58, σελ. 87.
55. Στὸ ἴδιο βιβλίο, ΙΙΙ. 2, σελ. 90.

Δεν υπάρχουν σχόλια: