Συνέχεια από: Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
§ 7. Θεσμοποίηση καὶ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας (2η συνέχεια)
Γιατὶ ἡ γνησιότητα ἢ ἡ ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζει ὁπωσδήποτε καὶ μιὰ «ἀντικειμενικὴ» ἱστορικο – κοινωνικὴ ὄψη, μιὰ φαινομενολογία συμπτωμάτων. ᾿Αλλὰ δὲν παύει νὰ παραμένη οὐσιαστικὰ ἕνα πρόβλημα «ἐσωτερικῶν κριτηρίων» τῆς ᾿Εκκλησίας, πρόβλημα πνευματικῆς ταυτότητας, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἑρμηνευθῆ σωστὰ μὲ κριτήρια ξένα πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, κριτήρια μόνο κοινωνιολογικὰ καὶ ἱστορικά.
Τὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο στὸ ἑρμηνευτικὸ αὐτὸ σχῆμα εἶναι ἡ ἀφετηρία του, ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀναγνώρισή της ὡς ἐπίσημης «θρησκείας» τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.[ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΚΑΘΙ ΤΩΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΩΝ, ΤΟ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ] Τὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση δημιούργησε ἄμεσες δυνατότητες ἐκκοσμίκευσης δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῆ κανείς;;;;. ᾿Αλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήση καὶ τὶς ἐσωτερικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, δηλαδὴ τὸ πῶς εἶδε ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία[ΠΟΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΝΟΟΥΜΕ;] τὴν πολιτική της ἀναγνώριση[ΠΟΙΟΣ ΕΙΧΕ ΤΟ ΠΑΝΩ ΧΕΡΙ; ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ ΠΟΙΟΝ;] καὶ πῶς ἐβίωσε ἡ ἴδια τὴ συμπόρευσή της μὲ τὴν πολιτεία, χίλια περίπου χρόνια, τουλάχιστον στὸ χῶρο τῆς ᾿Ανατολῆς.
Μὲ τὴν πολιτικὴ θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζει ἡ περίοδος τῆς μεγάλης θεολογικῆς της ἀκμῆς, ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν κορυφωμάτων τῆς πατερικῆς γραμματείας,[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΗ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. ΔΕΝ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ.ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΗΛΙΟΣ] τῆς ἀφομοίωσης ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλούτου ἀπὸ τὴ βιωματικὴ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ ποὺ ἐκφράζεται στὰ ἐκπληκτικὰ φανερώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας καὶ ἀρχιτεκτονικῆς καὶ ὑμνολογίας καὶ μουσικῆς, ὅπως καὶ στὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ βίου τῶν Βυζαντινῶν.
Δὲν ὑπάρχουν σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες τεκμήρια ποὺ νὰ προδίδουν ὑποψία ἢ ἐπιφύλαξη γιὰ τὴν πολιτικὴ θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὀργανικὴ – ἐσωτερικὴ «ἀλληλοπεριχώρηση» τῶν ὁρίων τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. ᾿Αντίθετα, ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση βλέπει σὲ αὐτὸ τὸ γεγονὸς μιὰ ξεχωριστὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ καθολικοῦ καὶ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα της59. Γι' αὐτὸ καὶ τιμᾶ τὸν πρωτεργάτη τῆς πολιτικῆς ἀναγνώρισης τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, ἀνακηρύσσοντάς τον άγιο καὶ ἰσαπόστολο.[ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΘΕΣΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΑΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ. Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΑΟΡΑΤΩΝ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΩΝ ΟΡΑΤΩΝ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ.ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑΣ ΜΑΣ]
Θὰ πρέπει νὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο σὲ αὐτὴ τὴν τελευταία διαπίστωση. Μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἱστορικο - κοινωνικῆς φαινομενολογίας, ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου θεωρεῖται ὁπωσδήποτε δείγμα καὶ τεκμήριο ἐκκοσμίκευσης, ἂν ὄχι παραβίαση τῆς ἀλήθειας καὶ σκάνδαλο, ἀφοῦ ὁ ἀτομικὸς βίος τοῦ Κωνσταντίνου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προβληθῆ σὰν ὑπόδειγμα ἐνάρετου ἤθους60.
᾿Αλλὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀνακηρύσσει τοὺς ἁγίους της[ΔΕΝ ΑΓΙΟΠΟΙΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΥΠΑΚΟΥΕΙ ΣΤΙΣ ΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.] μὲ μέτρα ἀτομικῆς ἠθικῆς τελειότητας· στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων δὲν βλέπει ἡ Ἐκκλησία τὰ κοσμικά πρότυπα ἑνὸς ἄψογου ἠθικοῦ βίου, ἀλλὰ βλέπει τὴν ἐνσάρκωση τῆς ἀλήθειας της, τὴν ἕνσαρκη μαρτυρία τῆς σωτηρίας, τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὶς «ἀπαρχὲς» τῆς ζωῆς πρὸς τὴν ὁποία ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία ὀδεύει. Ἡ ἀτομικὴ ἀρετὴ δὲν συνιστᾶ ἁγιότητα ἂν δὲν ὑπηρετῆ τὴ φανέρωση καὶ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἡ μετάνοια τοῦ ληστῆ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του, χωρὶς καμιὰ ὀρθολογικὴ ἐπανόρθωση τῶν κακουργημάτων τοῦ βίου του, τὸν ἀναδείχνει ἄγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὑπόδειγμα καὶ μέτρο τοῦ «καινοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως» – τῆς ἐρωτικῆς ἐπιστρεπτικῆς φορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ – πρῶτο πολίτη τῆς Βασιλείας.[ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ, ΑΛΛΟ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ]
Μόνο αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς ἁγιότητος μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀτομική ἀρετή, μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση σὲ μιὰ σωστὴ κατανόηση τοῦ γεγονότος τῆς ἁγιοποίησης τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στὰ πρόσωπα τῶν ᾿Αποστόλων εἶδε ἡ Ἐκκλησία τοὺς «θεμελίους» τῆς θείας οἰκοδομῆς της «ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ»61 – τοὺς θεμελιωτὲς τῆς φανέρωσης - βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ – στὸ πρόσωπο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶδε τὸν Ἰσαπόστολο, τὸν θεμελιωτὴ τῆς ὁρατῆς καθολικότητας καὶ οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν, ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας βιώθηκε περισσότερο σὰν μιὰ ἐσωτερικὴ - πνευματικὴ αὐτοσυνειδησία καθολικότητας, ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία τῆς καθολικότητας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου «ἐν τῷ Χριστῷ» στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ στὸ δυναμισμὸ τῆς ἱεραποστολῆς. Ἡ μαρτυρία αὐτῆς τῆς ἐμπειρικῆς βεβαιότητας γιὰ τὴ μεταμόρφωση τῆς «καθόλου» ζωῆς (πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου) σὲ Εὐχαριστία καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, σφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ διαμορφώνει, στοὺς αἰῶνες αὐτούς, τὸ ἱστορικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας – ἦθος ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ἀπιστία τοῦ κόσμου καὶ τὰ εἴδωλα τοῦ κόσμου, ἦθος ἀσυμβίβαστου ἔρωτα γιὰ τὸν Νυμφίο Χριστό. Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες ἔχουν ξεχωριστὴ σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ στὴ διάρκειά τους τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων ἔδωσε στὴν ἱστορικὴ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας τὴν πνευματική της φυσιογνωμία καὶ ταυτότητα, τὸ ὁριστικό μέτρο γνησιότητας τοῦ βίου της.
᾿Αλλὰ ὁ ἐσωτερικὸς - ὀργανικός προορισμὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν νὰ παραμείνη μιὰ διακεκριμένη «ὁμολογοῦσα» κοινότητα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθῆ τελικὰ σὰν μιὰ σέκτα «καθαρῶν» ἀντικειμενικὰ διαφοροποιημένη ἀπὸ τὸν «κόσμο», μιὰ ἐπιμέρους «θρησκεία», ἰδεολογία καὶ ἠθικὴ ξεχωρισμένη ἀπὸ τὴ σύνολη ζωή του κόσμου, ἀπὸ τὴν καθολικὴ περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθολικὴ ἀνθρώπινη φύση, ὁ «παγγενής ᾿Αδάμ», ἡ ἕνωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου μὲ τὸν ὅλο Θεό, ἡ πρόσληψη τῆς σύνολης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου καὶ ἡ μεταμόρφωσή της σὲ Εὐχαριστία καὶ κοινωνία. Ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν Ἱστορία εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς σαγήνης ποὺ περικλείνει «σαπρὰ καὶ καλὰ ἐκ παντὸς γένους»62, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἀγροῦ ὅπου σίτος καὶ ζιζάνια «συναυξάνονται ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ»63.[ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΜΥΣΤΙΚΑ ΕΝΕΡΓΕΙΤΑΙ ΗΔΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ ΜΟΝΟ Η ΗΡΑ, ΤΟ ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟ.]
Στὸ πρόσωπο λοιπὸν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ στὴν ἀναγνώρισή της ἀπὸ τὴν πολιτεία εἶδε ἡ Ἐκκλησία νὰ παίρνη συγκεκριμένες ἱστορικές διαστάσεις ἡ ἀλήθεια τῆς καθολικότητας τῆς φύσεώς της, ἡ πρόσληψη τοῦ σύνολου «κόσμου» καὶ ἡ μεταμόρφωσή του σὲ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Προσλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη τη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ φύση, δηλαδὴ τὸν καθολικό τρόπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς – τοὺς θεσμούς, τὴν ὀργάνωση, τὴν «πολιτική τέχνη», τὴ θρησκευτικότητα τῶν ἀνθρώπων.[ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΟΧΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΤΟΝ ΑΦΗΝΕΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΝ ΝΑ ΘΕΛΟΥΝ]
Καὶ αὐτὴ ἡ πρόσληψη δὲν εἶναι μιὰ μαγική - αὐτοματικὴ μεταμόρφωση, ἕνας ἀντικειμενικὰ διαπιστούμενος ἐξαγιασμὸς τοῦ κόσμου, γιατί «ή βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ»64. Οἱ ἱστορικὲς διαστάσεις αὐτῆς τῆς πρόσληψης τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μποροῦν μόνο νὰ περιγραφοῦν στὰ ὅρια τοῦ «παραδόξου» τῆς σωτηρίας, τῆς ταυτόχρονης πτώσης καὶ μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου, στὰ μυστικὰ ὅρια ἀλληλοπεριχώρησης τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς τοῦ ἑνὸς σώματος τῆς Ἐκκλησίας.[Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ, Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ]
Γιατὶ ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ μεταμόρφωση καὶ ὁ ἁγιασμός του εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπαρξεως, καὶ ὁ ἱστορικὸς βίος τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως καὶ ὁ προσωπικὸς βίος κάθε πιστοῦ) εἶναι μιὰ δυναμική κίνηση καὶ ἀδιάκοπη δοκιμασία καὶ «κρίση» στὰ ὅρια τῶν δύο αὐτῶν τρόπων ὑπάρξεως – στὰ ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου σὲ Ἐκκλησία.[ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΒΙΩΝΕΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΣΑΝ ΚΟΣΜΗΜΑ]
59. The Byzantines believed that the political organization of this world is part of God's universal plan and is closely bound up with the history of man's salvation… The universal structure of the Roman Empire had providentially paved the way for the victorious advance of the Christian faith... So the pax Romana was equated with the pax Christiana, and the empire's foreign policy became intimately associated with the missionary work of the Byzantine Church. Of this association we have already encountered many examples. {Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι η πολιτική οργάνωση αυτού του κόσμου αποτελεί μέρος του παγκόσμιου σχεδίου του Θεού και είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου... Η παγκόσμια δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε προνοητικά ανοίξει το δρόμο για τη νικηφόρα προέλαση της χριστιανικής πίστης... Έτσι, η pax Romana ταυτίστηκε με την pax Christiana και η εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας συνδέθηκε στενά με το ιεραποστολικό έργο της Βυζαντινής Εκκλησίας. Από αυτή τη σύνδεση έχουμε ήδη συναντήσει πολλά παραδείγματα.} Dimitri OBOLENSKY, The Byzantine Commonwealth, σελ. 356. – Βλ. καὶ Steven RUNCIMAN, Byzantine Style and Civilization, Pelican Books 1975, σελ. 45 κ. ε. – J. M. HUSSEY, The Byzantine World, London (Hutchinson) 1970, σελ. 80. κ. ε. – Hélène AHRWEILER, L' idéologie politique de l'empire byzantin, σελ. 129 κ. ε.
60. Ο ιδιωτικός βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ προσωπική του σχέση μὲ τὴ χριστιανική πίστη εἶναι ἕνα ιστορικό πρόβλημα που έχει πολύ συζητηθή ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο έχουν διατυπωθῆ οἱ πιὸ ἀντιθετικὲς ἀπόψεις, ὅλες κατοχυρωμένες μὲ ἀξιόλογα ἐπιχειρήματα. Μιὰ καταρχήν σχετική βιβλιογραφία θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐξῆς: Georg OSTROGORSKY, Geschichte des byzantinischen Staates, München (Beck) 1963, σελ. 38-39. – E. SCHWARTZ, Kaiser Constantin und die christliche Kirche, Leipzig-Berlin 1936. – N. H. BAYNES, Constantine the Great and the Christian Church, London 1929. – A. PIGANIOL, L' empereur Constantin, Paris 1932. – H. GRÉGOIRE, La sconversions de Constantin, Revue de l' Université de Bruxelles 34 (1930/31), σελ. 231 κ. ε. – K. LIETZMANN, Der Glaube Konstantins des Grossen, SB der Preussischen Akademie 28/29 (1937), σελ. 263 κ.ε. – A. ALFÖLDI, The Conversion of Constantine and Pagan Rome, Oxford 1948.
61. Εφεσ. 2, 20.
60. Ο ιδιωτικός βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ προσωπική του σχέση μὲ τὴ χριστιανική πίστη εἶναι ἕνα ιστορικό πρόβλημα που έχει πολύ συζητηθή ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο έχουν διατυπωθῆ οἱ πιὸ ἀντιθετικὲς ἀπόψεις, ὅλες κατοχυρωμένες μὲ ἀξιόλογα ἐπιχειρήματα. Μιὰ καταρχήν σχετική βιβλιογραφία θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐξῆς: Georg OSTROGORSKY, Geschichte des byzantinischen Staates, München (Beck) 1963, σελ. 38-39. – E. SCHWARTZ, Kaiser Constantin und die christliche Kirche, Leipzig-Berlin 1936. – N. H. BAYNES, Constantine the Great and the Christian Church, London 1929. – A. PIGANIOL, L' empereur Constantin, Paris 1932. – H. GRÉGOIRE, La sconversions de Constantin, Revue de l' Université de Bruxelles 34 (1930/31), σελ. 231 κ. ε. – K. LIETZMANN, Der Glaube Konstantins des Grossen, SB der Preussischen Akademie 28/29 (1937), σελ. 263 κ.ε. – A. ALFÖLDI, The Conversion of Constantine and Pagan Rome, Oxford 1948.
61. Εφεσ. 2, 20.
62. Ματθ. 13, 47-48.
63. Ματθ. 13, 30.
64. Λουκ. 17, 20.
Ανώνυμος είπε...
Γαλ 5:22 – 26; 6:1 – 2
Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.
Λκ 6:17 – 23
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· Mακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.
1 σχόλιο:
Προς Κορινθίους Α
29 Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι,
30 καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες,
31 καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου.
Δημοσίευση σχολίου