Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (13)

  Συνέχεια από: Παρασκευή 17 Ιανουαρίου

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

«ΕΧΘΡΟΣ» ΚΑΙ «ΘΑΝΑΤΟΣ»

Ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος βεβαιώνει μὲ τὴν ἴδια ἐνάργεια καὶ τὴ διαφθορὰ καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς φύσεως. Μόνο μὲ τὴν ἄσκηση, ποὺ εἶναι ἡ συνειδητὴ ἀντίσταση στὴ φυσική διαφθορά, μποροῦμε νὰ μετρήσουμε τὶς πραγματικές διαστάσεις τοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως. Ἡ διατύπωση τῆς Κλίμακος ὅτι τὸ σῶμα εἶναι «ἐχθρὸς» προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄμεση πεῖρα τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως, τῆς παραβάσεως ποὺ εἶναι σπαρμένη στὴν ὑλικὴ μας φύση καὶ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ τὴ Χάρη καὶ τὴ θεία ζωή. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀπέχει ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὴν ὑλικὴ φύση καὶ στὸ Θεὸ μένει ἀγεφύρωτο καὶ ἡ φύση γίνεται θύρα τῆς ἁμαρτίας.

«Εχθραίνων ἔχθραινε σῷ σώματι διαπαντός.
᾿Αγνώμων καὶ δόλιος φίλος ἡ σάρξ·
καὶ θεραπευομένη μειζόνως ἀδικεῖ». 15

Ὡς ὀργανικὸ καὶ οὐσιαστικὸ μέρος τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως ἡ σάρκα εἶναι «φίλος», εἶναι «σύζυγος», εἶναι ἡ «ἡμῶν φύσις»16. ᾿Αλλὰ εἶναι φίλος δόλιος. Ἡ ἄσκηση εἶναι μιὰ τραγικὴ ἐμπειρία αὐτῶν τῶν ἀντιθέσεων. Ἡ «δολιότητα» τῆς σαρκὸς βρίσκεται στὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία περνάει ἀπὸ μιὰ κατάσταση σὲ μιὰν ἄλλη, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ στὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ «κατὰ φύσιν» στὸ «παρὰ φύσιν»:

«Τῇ ξενοδοχείᾳ συμπέπλεκται ἡ γαστριμαργία·
τῇ ἀγάπῃ, ἡ πορνεία·
τῇ διακρίσει, ἡ δεινότης·
τῇ φρονήσει, ἡ πονηρία·
τῇ πραότητι, ἡ ὑπουλότης καὶ νωθρότης καὶ ὀκνηρία...
τῇ χαρᾷ, ἡ οἴησις·
τῇ ἐλπίδι, ἡ ὀκνηρία·
τῇ ἀγάπῃ πάλιν τὸ κατακρίνειν·
τῇ ἡσυχία, ἡ ἀκηδία καὶ ὀκνηρία
τῇ ἁγνείᾳ ἡ πικρία».17

Ἡ διαστροφὴ εἶναι «συμπεπλεγμένη» μὲ τὴ φύση. Ἡ φύση γίνεται ἡ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας, τὸ ἔδαφος ὅπου βλαστάνει ἡ ἁμαρτία.

«Ἡ δὲ (γαστριμαργία) ἀπεκρίνατο...
Κἀγὼ τῇ φύσει συνδέδεμαι.
Ἐμοὶ θύρα, φύσις βρωμάτων».18

Τὶς ἴδιες φυσικές προϋποθέσεις μὲ τὴν γαστριμαργία ἔχει καὶ ἡ πορνεία:
«Μὴ θέλε
δικαιολογίαις καὶ ἀντιρρήσεσιν
ἀνατρέπειν τὸν τῆς πορνείας δαίμονα
διότι ἐκεῖνος τὰ εὔλογα κέκτηται,
ὡς φυσικῶς ἡμῖν μαχόμενος».19

Ὑπάρχει μιὰ ἀφετηριακὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα που συνοδεύει τὴ γαστριμαργία, τὴν πορνεία καὶ κάθε ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀντιμετωπιστῇ αὐτὴ ἡ ἀναγκαιότητα μὲ μιὰ διαλεκτικὴ τῆς διάνοιας ἢ τῆς θελήσεως. Γιατὶ κανένα ἐπιχείρημα δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθῆ μὲ τὴν προτεραιότητα τῆς φύσεως. Εἶναι ἀπόλυτες οἱ ἀπαιτήσεις τῆς φύσεως μετὰ τὴν πτώση, ὄχι μόνο μὲ μιὰ ἔννοια ἐλλείψεως κορεσμοῦ, ἀλλὰ καὶ σὰν δίψα καθολικῆς πληρότητος. Ἡ φύση ζητάει νὰ πετύχη μόνη της ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιήση μόνο σὲ ἑνότητα μὲ τὸν Θεό. Ἡ φύση θέλει νὰ ὑποκαταστήση τὶς δυνατότητες τῆς θείας Χάρης, κάθε πτώση ἀνάγεται τελικὰ στὴν πρώτη ἐκείνη ἀνταρσία τῆς αὐτονομίας: «ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγηται ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, ἔσεσθε ὡς θεοί». Εἴδαμε κιόλας τὴν ἄσκηση ὡς πραγματικὴ ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴ φορὰ ποὺ ἔχει ἡ φύση νὰ ἀπολυτοποιηθῆ, ὡς ἔκφραση ἐνεργητικὴ τῆς θελήσεώς του νὰ ἐπαναφέρη τὴ φύση σὲ κοινωνία μὲ τὴ Χάρη. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐπαναφορὰ καὶ ἡ ἀντίσταση προϋποθέτει τὴν πάλη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, μὲ αὐτὸ ποὺ φυσικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ μιὰ προσπάθεια λογικὰ ἀντινομική. Εἶναι μιὰ βαθειὰ καὶ ἀπερινόητη ἀντίφαση νὰ ἀντιστέκεται ὁ ἄνθρωπος στὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσεώς του, αὐτῆς τῆς φύσεως ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του. Ὁ τραγικὸς αὐτὸς διχασμὸς ἀποκαλύπτεται σὲ κάθε φάση τῆς ἀσκήσεως καὶ εἶναι ἡ ἐμπειρικὴ αὐτογνωσία τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, αὐτογνωσία ποὺ ἀνάγεται σὲ ἕνα πρωταρχικὸ ὑπαρκτικὸ χῶρο, πρὶν ἀπὸ κάθε λογικὸ σχῆμα σκεπτικῆς ἐπεξεργασίας. Ἡ φύση εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ταυτόχρονα δὲν εἶναι αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἡ σάρκα εἶναι φύση του καὶ ταυτόχρονα εἶναι κάτι ξένο πρὸς τὸν «φυσικό» προορισμό του:

«Τὴν ἐμὴν ταύτην καὶ οὐκ ἐμὴν,
ἐχθρὰν φίλην σάρκα...».20


Εἶναι «ἐμὴ» καὶ «οὐκ ἐμὴ» ἡ σάρκα, εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ μιὰ ἀδυσώπητη φορὰ πρὸς τὸ «παρὰ φύσιν», τὴν ἀναγωγὴ τῆς φύσεως σὲ αὐτοσκοπό. Ἡ φύση ἀρνεῖται τὸ «φυσικό» τέλος της, ζητάει νὰ αὐτοπραγματωθῆ ἔξω ἀπὸ τὸν «φυσικό» προορισμό της καὶ ὁδηγεῖται τελικὰ στὴ διάλυση καὶ στὸν θάνατο. Ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία διαπιστώνει καὶ βιώνει αὐτὸ τὸ θάνατο «ἐγκαταμεμειγμένο» στὴν ἀνθρώπινη φύση21, ἡ βία καὶ ὁ ὑποπιασμὸς τοῦ σώματος ἀποβλέπουν στὴν κατάλυση τῆς κυριαρχίας αὐτοῦ τοῦ θανάτου:[ΠΟΙΟΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ; ΟΧΙ ΠΩΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ.ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΩ, ΛΕΕΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. ΠΩΣ ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΟΥΝ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΛΑ; ΓΙΑΤΙ ΥΠΕΡΙΣΧΥΟΥΝ ΤΑ ΠΟΛΛΑ;]

«Δράμωμεν,
μὴ φειδόμενοι ταύτης τῆς ρυπαρᾶς καὶ μοχθηρᾶς σαρκὸς ἡμῶν·
ἀλλ᾽ ἀποκτείνωμεν αὐτήν, ὡς ἀπέκτεινεν ἡμᾶς»22.

Διαγράφεται ἐδῶ μιὰ στάση ἀπέναντι στὸ σῶμα ριζικά διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ στάση ὁποιασδήποτε φιλοσοφικῆς καὶ κοινωνικῆς Ἠθικῆς. Δὲν ὑπάρχει ἡ λογικὰ ἐπιβεβλημένη προτεραιότητα τοῦ πνεύματος ἔναντι τῆς ὕλης, τοῦ νοῦ ἔναντι τῆς θελήσεως, ἀλλὰ μιὰ λογικὰ ἀντινομικὴ καὶ παράδοξη αὐτοαναίρεση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τελικὰ βεβαιώνει αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν». Τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως δὲν εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς διάνοιας πάνω στὴ θέληση καὶ στὰ πάθη, ὁ ἐθισμὸς στὴν τήρηση κάποιου «νόμου» καὶ τὰ παρόμοια παράγωγα τῆς Ἠθικῆς, ἀλλὰ ἡ πάλη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση του, μὲ τὸν «ἐν ἡμῖν θάνατον». Πρέπει νὰ νεκρωθή ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως γιὰ νὰ ζήση ἡ φύση τὸν «κατὰ φύσιν» προορισμό της, νὰ μετάσχη στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐδῶ προστίθεται μιὰ δεύτερη λογικὴ ἀντινομία, ἕνα δεύτερο σκάνδαλο γιὰ τὴν αἰτιοκρατικὴ ἀναγκαιότητα τῆς Ἠθικῆς: ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ νεκρώση τὴν ἐπαναστατημένη φύση του ἐνῶ δὲν ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νὰ κατορθωθῆ αὐτὴ ἡ νέκρωση μὲ τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια.

«Τὴν γὰρ φύσιν ἑαυτοῦ νικῆσαί τινα
τῶν οὐκ ἐνδεχομένων ἐστίν»
23.

Ἐπιμένοντας στὸν ἀντιθετικὸ παραλληλισμὸ τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως πρὸς τὴν ἠθικὴ πράξη θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε νὰ συγκεφαλαιώνεται στὴ φράση αὐτὴ ἡ χρεωκοπία κάθε Ἠθικῆς καὶ κάθε ἰδεαλιστικοῦ Οὐμανισμοῦ. Κάθε προγραμματισμένη ἐπιδίωξη νὰ «βελτιωθῆ» ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ δική του θέληση καὶ προσπάθεια, νὰ τιθασεύση τὴ φύση μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πάψη ἀπό μόνος του νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ φυσικὰ εἶναι.[ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ;] Ἡ προσπάθειά του νὰ νικήση τὴ φύση μὲ τὶς δυνάμεις του τὸν αἰχμαλωτίζει στὴν ἴδια ἐπαναστατημένη αὐτονομία ποὺ προκαλεῖ τὴ διαφθορὰ τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ κάθε ἀνθρωποκεντρική - ἀντικειμενική Ἠθικὴ καταλήγει νὰ εἶναι μιὰ ἀδιέξοδη ἐμμονὴ στὴν ἀνεπαρκέστατη ἀνθρώπινη αὐτάρκεια, μιὰ ἔκφραση τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ, ἀντίθετα, ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση ἀρνεῖται τὴν αἰτιοκρατική διαδοχή προσπάθειας καὶ ἀποτελέσματος, προϋποθέτει τὴν «ἀνελπιστία» στὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ἐκφράζει καὶ πραγματώνει τὴ συμμετοχὴ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στὸ ἔργο τῆς καταστολῆς τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως, τὸ ὁποῖο ἔργο εἶναι κατόρθωμα τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ.[ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ; ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ; ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΟΜΩΣ ΠΟΤΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ! Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΕΧΕΙ ΣΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟ.ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ;ΑΠΛΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΣ;]

«Ὅπου φύσεως ἧττα γέγονεν,
ἐκεῖ τοῦ ὑπὲρ φύσιν παρουσία ἐπέγνωσται»24.
[Όπου συνέβη ήττα της φύσεως,
εκεί αναγνωρίστηκε η παρουσία του υπέρ φύσιν.]

Γι᾿ αὐτὸ καὶ

«μηδεὶς τῶν ἁγνείαν ἐξησκηκότων
ἑαυτῷ τὴν ταύτης κτῆσιν λογιζέσθω»25.
[Κανείς από εκείνους που έχουν ασκηθεί στην αγνότητα
ας μη θεωρεί ότι αυτή η κατάκτηση ανήκει σε αυτόν.]

«Ὅπου γὰρ ἐνδημήσει ὁ ὑπὲρ φύσιν Θεός, ὑπὲρ φύσιν λοιπὸν καὶ τὰ πράγματα γίνονται»26.

Διατυπώνεται ἐδῶ μὲ σαφήνεια ὁ «δυαλισμός» τῆς Κλίμακος. Εἶναι ἡ διαστολὴ καὶ διάκριση τῆς φύσεως ἀπὸ τὸ «ὑπὲρ φύσιν», τοῦ «ἐν ἡμῖν θανάτου» ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση δὲν πραγματοποιεῖται στὰ συμβατικὰ ὅρια τοῦ «νόμου», τῆς σκεπτικῆς - ἀντικειμενικῆς διακρίσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακιοῦ, ἀλλὰ στὰ ὅρια τῆς ἀντιθέσεως τῆς φύσεως καὶ τοῦ «ὑπὲρ φύσιν», τῆς διακρίσεως θανάτου καὶ ζωῆς.[ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΗΡΧΕ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ; ΠΟΙΟΣ ΕΙΧΕ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙ ΤΗΝ ΣΚΛΑΒΙΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ; ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ; Ο ΔΥΑΛΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ;]

Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸς ὁ «δυαλισμός» δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ὑποτίμηση τῆς ὑλικῆς φύσεως καὶ τὸ πρωτεῖο μιᾶς ἰδεαλιστικῆς πνευματικότητος. [ΑΝΙΚΑΝΗΣ ΕΞΑΛΛΟΥ]Ἡ πραγματικότητα τοῦ «ὑπὲρ φύσιν» δὲν ἀναφέρεται σὲ μιὰν ἄύλη πνευματικότητα, ἀλλὰ στὴν «ἐνδημία» τοῦ Θεοῦ, στὴν κοινωνία φύσεως καὶ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ κοινωνία ποὺ μετὰ τὴν πτώση ὁρίζεται ὡς «ὑπὲρ φύσιν», συνιστοῦσε τὴ «φυσική» κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνταρσία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Οἱ ἐκφράσεις τῆς Κλίμακος οἱ ἀρνητικὲς καὶ ἐχθρικὲς γιὰ τὸ σῶμα ἀναφέρονται στὴ μεταπτωτικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ στὸ «παρὰ φύσιν», στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπαναστατημένη αὐτονομία27. [ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ; ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΑΦΗΣΕ;ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΩ ΟΠΩΣ ΗΜΟΥΝ;]

Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ φύση καθεαυτὴν «ἐχθρὸς» καὶ «θάνατος» κάτι –ἀντικειμενικὰ κακό–, ἀλλὰ εἶναι ἡ μεταπτωτική ροπή τῆς φύσεως πρὸς τὴν ἐπαναστατημένη αὐτονομία ποὺ μεταβάλλει τὶς φυσικὲς ἐπιθυμίες σὲ ἐνδεχόμενο θανάτου. Ἡ ἴδια ἡ φύση εἶναι ὁ χῶρος ὅπου δοκιμάζεται ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ ὅπου ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ «ἐπιγιγνώσκεται ἡ παρουσία τοῦ ὑπὲρ φύσιν». Οπωσδήποτε, ἡ ροπὴ τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν νὰ ἀπολυτοποιηθοῦν εἶναι ἕνα νόσημα τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ ἕνας ὑποβιβασμὸς τῆς φύσεως σὲ μιὰ κατάσταση «ψυχική», δηλαδὴ σὲ μιὰ κατάσταση χωρισμοῦ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ προσώπου28. [ΑΥΤΗ Η ΡΟΠΗ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ;Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΡΟΠΗ; ΚΑΙ Η ΙΔΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΠΑΝΟΡΘΩΝΕΙ; ΓΕΥΣΑΣΘΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΗΜΑΣ;]

ΣΧΟΛΙΟ: ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ Η ΨΥΧΗ ΓΕΝΝΑ ΤΕΡΑΤΑ. ΤΟΝ ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΟΡΟΣ.

Ανώνυμος είπε...

Βʹ Κορ 4:6 – 15
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

Λκ 6:17 – 23
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· Mακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.

Σημειώσεις

15. Θ΄ η΄ 74.
16. ΙΕ΄ πγ΄ 97.
17. ΚΣΤ΄ λζ΄ 130.
18. ΙΔ΄ λβ΄ 85.
19. IE΄ κ΄ 87.
20. ΙΕ΄ κθ΄ 89.
21. Ἡ ἔκφραση εἶναι τοῦ ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος Κατηχ. ΛΖ΄ Migne P.G. 46, 93.
22. Ε΄ ε΄ 54.
23. ΙΕ΄ δ΄ 86.
24. IE΄ δ΄ 86.
25. IE΄ δ΄ 86.
26. ΚΣΤ΄ γ΄ 124.
27. Διευκρινίζει πολύ χαρακτηριστικὰ αὐτοὺς τοὺς ὅρους: «κατὰ φύσιν», καὶ «παρὰ φύσιν» ὁ ἅγιος ΙΩΑΝΝΗΣ & ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ. Γράφει : «Μένοντες ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἐν τῇ ἀρετῇ ἐσμέν, ἐκκλίνοντες δὲ ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἐρχόμεθα καὶ ἐν τῇ κακίᾳ γινόμεθα»
[Μένοντας στο κατά φύσιν, βρισκόμαστε στην αρετή· όταν όμως αποκλίνουμε από το κατά φύσιν, οδηγούμαστε στο παρά φύσιν και γινόμαστε έρμαια της κακίας]. (Migne P.G. 94, 976).
28. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει καὶ πάλι νὰ ὑπογραμμιστῆ ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ τῆς διδασκαλίας τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί κάνουν διάκριση τοῦ «κατὰ φύσιν», ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ δημιουργία, καὶ τῆς Χάρης ποὺ προστίθεται ὡς ὑπερφυσικό χάρισμα. Στὸ βιβλίο τῆς Δογματικῆς τοῦ SCHEEBEN, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστική Δογματική, ἡ «καθαρή φύση» (natura pura) ταυτίζεται μὲ τὴ «ζωώδη πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου». Γράφει ὁ Scheeben:
«Η καθολική διδασκαλία στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἡ ἑξῆς: Μολονότι στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς (Lebensprinzip) τοῦ σώματος μετέχει τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεως καὶ γι' αὐτὸ εἶναι οὐσιαστικά διαφορετικὴ ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι στὰ ζῶα, καὶ μὲ τὶς πνευματικές της ἐνέργειες μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀσκῆ μιὰ σταθερή κυριαρχία πάνω στὸ σῶμα καὶ στὴ ζωὴ τοῦ σώματος, ὡστόσο παραμένει στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ζωώδης ἢ βιολογική καὶ αἰσθησιακὴ ζωὴ τοῦ σώματος, μὲ τοὺς ἴδιους νόμους καὶ ὅρους καὶ ταυτόχρονα μὲ τὶς ἴδιες ἀτέλειες που προσδιορίζονται ἀπὸ τὴν ῾Αγία Γραφὴ μὲ τὸν ὅρο infirmitas carnis (ἀσθένεια τῆς σαρκὸς) καὶ ποὺ ὑπάρχουν καὶ στὶς καθαρὰ ζωώδεις ὑποστάσεις» (Handbuch der katholischen Dogmatik, τόμ. III 4, Freiburg 1961, σελ.240). Αὐτὴ ἡ δυαρχία, ἡ ἐπινόηση δυὸ ἀρχῶν ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο προκειμένου νὰ ἑρμηνευθῆ ἡ ἀντίθεση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκὸς πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος, δὲν ἔχει, βέβαια, καμμιὰ σχέση μὲ τὸν «δυαλισμὸν τῆς ἀσκητικῆς ἀνθρωπολογίας. Εἶναι μιὰ καθαρὰ διανοητική προσπάθεια τῆς σχολαστικῆς θεολογίας νὰ ἑρμηνεύση λογικὰ τὴ φορὰ τῆς φύσεως πρὸς τὸ «παρὰ φύσιν», πρὸς τὴν «ἀλογίαν», χωρίς ταυτόχρονα νὰ παραγνωρίση τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ο Scheeben πιστεύει ὅτι βρίσκει τὴ θεμελίωση αὐτῆς τῆς δυαρχίας στη διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Συνδυάζει τὴ διήγηση τῆς Γενέσεως γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴ διάκριση που κάνει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος σὲ «ψυχικό» καὶ «πνευματικό» σῶμα (1 Κορ. 15,44). Τὸ «ψυχικὸ» σῶμα τοῦ Παύλου εἶναι ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος ποὺ δέχθηκε τὴν πνοή τοῦ Θεοῦ «καὶ ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζώσαν» (Γεν. 2,7). Ως σῶμα ζωοποιη μένο ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, δὲν διέφερε ἀπὸ τὰ ἄλλα ζωϊκὰ πλάσματα, ζωοποιημένα ἐπίσης μὲ τρόπο ἀνάλογο πρὸς τὴ φύση τους (SCHEEBEN, σελ. 241). Γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάζει ὁ Scheeben ζωώδες ζωϊκὸ σῶμα (corpus animale) αὐτὸ τὸ «ψυχικό» σῶμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὸ χαρακτηρίζει respirando und darum possibiliter vivens ("αναπνέοντας και έτσι πιθανώς ζώντας") καὶ ταυτόχρονα corpus infirmum und corruptibile ("ασθενές και φθαρτό σώμα"). (Βέβαια, ὁ ὅρος corpus animale δὲν εἶναι τοῦ Scheeben, τὸν χρησιμοποιεῖ ἡ Vulgata μεταφράζοντας τὸ χωρίο 1 Κορ. 15, 44: seminatur corpus animale, surget corpus spirituale. Si est corpus animale, est et spirituale) "σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν".

Τὴν ἀντιθετικὴ διάκριση τοῦ «ψυχικοῦ» καὶ τοῦ «πνευματικοῦ» σώματος ἐνσαρκώνει ὁ ᾿Απ. Παῦλος στις μορφὲς τοῦ πρώτου καὶ τοῦ ἔσχατου ᾿Αδὰμ: «Εγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ᾿Αδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος ᾿Αδάμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν» (1 Κορ. 15, 45). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ BULTMANN, ποὺ θέλει νὰ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, δὲν κατορθώνει νὰ ἀρνηθῆ στὴν ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν χωρίων τὴ διαλεκτικὴ τῶν ἀντιθέσεων. Στὴν ἔκφραση «ψυχὴ ζῶσα», βλέπει μιὰ γνήσια παλαιοδιαθηκικὴ διατύπωση, ποὺ σημαίνει τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο, τὴ ζωντανή καθολικὴ ὑπόσταση. ᾿Αλλὰ στὴ διάκριση τῆς «ζώσης ψυχῆς» πρὸς τὸ «ζωοποιοῦν πνεῦμα» διαπιστώνει μιὰ παρεμβολὴ ξένη πρὸς τὶς παλαιοδιαθηκικὲς ἀντιλήψεις, ἕνα γνωστικὸ ἐπηρεασμὸ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου. Στὴν ὀρολογία τῶν Γνωστικῶν ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς φυσικῆς ζωϊκῆς δυνάμεως, ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴ θεία δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς (Theologie des N. T. σελ. 205).
᾿Αλλὰ ἡ διάκριση τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου σὲ σῶμα «ψυχικὸν» καὶ σῶμα «πνευματικόν» δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαλεκτική, γιατί ἔχει φανερὴ ἐσχατολογικὴ ἀναφορά. Τὸ ψυχικὸ σῶμα ἀναφέρεται στὴν ἀφετηρία καὶ στὴ σημερινή πραγματικότητα, τὸ πνευματικὸ σῶμα στὸ ἔσχατο τέλος τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, στὴν ὥρα τῆς ἔσχατης «ἀλλαγῆς» στὴν ὁποία εἶναι ἀφιερωμένο καὶ ὁλόκληρο τὸ 15ο κεφάλαιο τῆς 1 Κορ. Στὸν δεύτερο ᾿Αδάμ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, βλέπει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος τὴν τελείωση καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς φύσεως, ἐνῶ στὸν πρῶτο ᾿Αδάμ τὴν ἀπαρχὴ καὶ τὴν ἁπλῆ δυνατότητα. Ὅ,τι γιὰ τὸν πρῶτο ᾿Αδὰμ ἦταν μόνο προορισμός, γιὰ τὸν δεύτερο ᾿Αδάμ εἶναι γεγονὸς καὶ πραγματικότητα. Ο «ψυχικός», ἑπομένως, ἄνθρωπος εἶναι μιὰ ὁλοκληρωμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη, μιὰ καθολική ψυχοσωματική ἑνότητα, ἕνα πρόσωπο κατ' εἰκόνα τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ δημιουργημένο, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἔχει ἐνδυθῆ τὴν ἀφθαρσία (1 Κορ. 15, 53), στερεῖται τὴν ἀφθαρτοποιὸ ἐνέρ γεια τοῦ Πνεύματος, «περιπατεῖ κατὰ ἄνθρωπον» καὶ «οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ» (1 Κορ. 2, 14 - 3,3. Βλ. καὶ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Προπ. ἁμάρτημα, σελ. 130 - 131). ᾿Αλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι ἀποτελεῖ μιὰ «ζωώδη ὑπόσταση», ὅμοια ἢ ἀντίστοιχη μὲ τὶς ἄλλες ζωϊκὲς ὑποστάσεις. ᾿Ακόμα καὶ μετὰ τὴν πτώση καὶ στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς καταπτώσεως καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅταν ἔχῃ ἀπορρίψει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχη ὑποταχθῆ στὶς ἀκόρεστὲς φυσικὲς ἐπιθυμίες, ἐξακολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι μιὰ καθολική ψυχοσωματική ἑνότητα, ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνσαρκώνη τὸ μυστήριο τοῦ προσώπου, νὰ τοποθετῆται ὑπεύθυνα – ἔστω καὶ ἀρνητικά – ἀπέναντι στον προσωπικό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει πρόσωπο ἔστω κι ἂν ἀπομακρυνθή θεληματικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γίνη ἀνόμοιος πρὸς Αὐτόν, τεμαχίζοντας καὶ διαιρώντας τη φύση του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄφθαρτη στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ πρωταρχικὴ ὑπαρκτική προϋπόθεση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ δυαλισμὸς τῆς σχολαστικῆς διαλεκτικῆς καὶ ὁ ὑποβιβασμὸς τοῦ σώματος στὸ ἐπίπεδο τῆς ζωώδους ὑποστάσεως εἶναι μιὰ θεωρητική στάση μὲ συνέπειες ἄμεσες στὴ ζωὴ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ F. WALTER ἑρμηνεύοντας τὴν ἀντίληψη τῆς Δύσεως γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἄσκηση : «Στὸν Χριστιανισμὸ τὸ γήϊνο σῶμα βρίσκεται σὲ ὀξύτατη ἀντίθεση πρὸς τὸ ὑπεργήϊνο πνεῦμα, τὸ ὁποῖο πνεῦμα καὶ μόνο ἔχει τὰ σημάδια τῆς ὁμοιότητος μὲ τὸν Θεό. Ὁ ὁρισμὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι : θανάτωση τῆς σαρκός, ἀπόρριψη τῶν αἰσθήσεων, κυριαρχία τοῦ πνεύματος πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ σώματος. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ περιφρόνηση τοῦ σώματος καὶ τῆς φροντίδας γιὰ τὴν ὑγεία, οἱ ταλαιπωρεῖες καὶ οἱ αὐτομαστιγώσεις ποὺ πῆραν τὴ θέση τῆς ἁρμονικῆς ψυχοσωματικῆς ἀναπτύξεως». (Der Leib und sein Recht im Christentum, Donauwörth 1910. σελ. 37). Καὶ ὁ Guardini σημειώνει : «Ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος καὶ ζητάει νὰ τὸ ὑποδουλώση. Τὸ πνεῦμα πρέπει νὰ ἀγωνίζεται νὰ ὑποτάξη τὴ σάρκα καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο βρίσκεται πάντοτε σὲ κίνδυνο νὰ τὴν ἀχρηστέψη καὶ νὰ ἀρνηθῆ ἔτσι τὸ ἴδιο τὸ πνεῦμα τὴ δυνατότητα νὰ ἐνεργῆ». (Liturgische Bildung, σελ. 19 - 20).
᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ᾿Αναγεννήσεως (Renaissance) ἕως τὸν Nietzsche καὶ τὸν γαλλικὸ ἀμοραλισμὸ καὶ ρεαλισμὸ καὶ τὶς σημερινές διαστάσεις ποὺ δίνει ἡ Τεχνικὴ στὴ λεγόμενη «ἠθικὴ κρίση», σ' ἕνα πλήθος μορφὲς τοῦ δυτικοῦ πνευματικοῦ βίου, πραγματώνεται μὲ ὀξύτατες φανερώσεις ἡ ἀντιθετικὴ αὐτὴ διαλεκτική, ποὺ ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὴ σχολαστική ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα. Η ᾿Αναγέννηση πίστεψε ὅτι «ἀνεκάλυψε» τὸ ἀνθρώπινο σώμα, ἀπολυτοποίησε τὶς αἰσθητικὲς ἀξίες τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας καὶ ἐκφράστηκε καλλιτεχνικὰ μὲ ἕνα συνεπέστατο νατουραλισμό. ᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ξεκινάει ἕνα ἱστορικό processus ποὺ βρίσκει τὴ χαρακτηριστική του κορύφωση στὸν NIETZSCHE, στὸ κήρυγμα μιᾶς καινούργιας «θρησκείας», ποὺ καταφάσκει στὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ στὴ βιολογική πληρότητα, συντρίβει τὴν ᾿Ἠθικὴ αὐτὴ τὴ στέρηση τῆς ζωῆς – καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἀρχαῖο Διόνυσο. («Ἡ ἀνακάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν ἔχει τὸ ταῖρι του, εἶναι μιὰ ἀληθινὴ καταστροφή... Επινοήσανε τὴν ἔννοια τῆς ψυχῆς, τὴν ἔννοια τοῦ πνεύματος καὶ στὸ τέλος τὴν ἔννοια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς γιὰ νὰ δώσουν ἐλευθερία στὴν περιφρόνηση τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ κάνουν ἄρρωστο, ἱερό, γιὰ νὰ ἀντιτάξουνε τὴ χειρότερη ἀφροντισιὰ ἀπέναντι σὲ ὅλα τὰ σοβαρὰ ζητήματα τῆς ζωῆς, στὰ ζητήματα τῆς τροφῆς, τῆς κατοικίας, τῆς πνευματικῆς δίαιτας, τῆς ὑγιεινῆς, τῆς ἰατρικῆς, τῆς θερμοκρασίας. Πήρανε τὸ μέρος τῶν φιλάσθενων, τῶν ἀδύνατων, τῶν ἀποτυχημένων, τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν γίνει ἄρρωστοι ἀπὸ μόνοι τους, καὶ ὁποιουδήποτε ἄλλου πράγματος που πρέπει νὰ ἐξαφανιστῆ. ᾿Αντιστρέψανε τὸν νόμο τῆς ἐπιλογῆς, φτιάξανε ἕνα ἰδανικὸ ποὺ τὸ βάλανε ἀντιμέτωπο στὸν καλοφτιασμένο ἄνθρωπο, στὸν ἄνθρωπο ποὺ λέει ναι, στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι σίγουρος γιὰ τὸ αὔριο καὶ ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιὰ τὸ μέλλον – φτιάξανε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κακὸ ἄνθρωπο. Κι᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ πιστέψανε. Καὶ τὰ εἴπανε ᾿Ηθική!» «Ессе Homo», XIV/8). ᾿Απὸ τὸν Nietzsche ὡς σήμερα ἔχουν ἐξαιρετικὰ πληθυνθῆ τὰ κινήματα, οἱ ἰδέες καὶ τὰ ρεύματα ποὺ ἐκφράζουν τὴ βαθύτατη ἀγωνία, τὴ σύγχυση, συχνὰ καὶ τὴ βίαιη ἀντίδραση τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ προβλήματος τοῦ σώματος στὰ διαλεκτικά σχήματα τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ στὴ σφαίρα τῆς ἀντικειμε νικῆς Ἠθικῆς. Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστῆ κανεὶς ὅτι τόσο ὁ Φροϋδισμὸς μὲ τὶς πρακτικές προεκτάσεις τῆς ἐρωτικῆς ἀποδεσμεύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο – καὶ περισσότερο – ὁ Μαρξισμὸς μὲ τὴν ἐπιμονὴ του στην ὑλικὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς, ἦρθαν νὰ χτυπήσουν τὴν θεολογική πλάνη τοῦ «ἀγγελισμοῦ», τὸν ψευτοχριστιανικὸ ἐκεῖνο ἰδεαλισμὸ ποὺ ἀρνεῖται ἡ ὑποτιμάει τὴν ὑλικὴ ὄψη τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀλήθειας. Κάτι ἀντίστοιχο θὰ μποροῦσε σίγουρα νὰ λεχθῆ καὶ γιὰ τὴ σύγχρονη λογοτεχνία, τὶς εἰκαστικές τέχνες, τὸ θέατρο, τὴν ἔβδομη τέχνη. («Ο έρωτισμὸς ποὺ χαρακτηρίζει τὴ μοντέρνα λογοτεχνία ἔχει μιὰ ἐντελῶς δική του μορφή, ποὺ δὲν μοιάζει μὲ καμμιὰ προηγούμενη καί, πολύ περισσότερο, δὲν μοιάζει καθόλου μὲ τὸν ἐρωτισμὸ τῆς παγανιστικῆς λογοτεχνίας. Γιατί, ἐνῶ αὐτὴ ἡ δεύτερη κλείνει μέσα της ὅλον τὸν αὐθορμητισμό καὶ τὴν ἀθωότητα μιᾶς πράξεως φυσιολογικῆς καὶ ὄχι ἀξιοκατάκριτης, στὴν ὁποία δὲν εἶχε εἰσχωρήσει ἀκόμα το μικρόβιο τῆς χριστιανικῆς ἁμαρτίας, ἡ μοντέρνα λογοτεχνία δεσμεύεται στὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία καὶ τὶς προκαταλήψεις της. Καὶ ὁ ἀγώνας ἀκριβῶς τῆς νεώτερης λογοτεχνίας ἐντοπίζει τὴν προσπάθειά του στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ ταμποὺ καὶ τὶς ὑποκριτικὲς ἀπαγορεύσεις τῆς Ἠθικῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐλευθερία αὐτὴ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχη τὴν τεράστια δύναμη μιᾶς ὑποσυνείδητης καταστάσεως, ἀλλὰ κλείνει ὁπωσδήποτε τὴν ἐπίγνωση μιᾶς ἐπανακατακτήσεως. Σὰν κάτι ποὺ τὸ εἴχαμε χαμένο καὶ τὸ ξαναβρίσκουμε». Alberto MORAVIA, L'homme - Editions Ffamarion, Paris 1965, σελ. 322).

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Βʹ Κορ 4:6 – 15

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.


Λκ 6:17 – 23

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· Mακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.