Συνέχεια από: Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
«ΕΧΘΡΟΣ» ΚΑΙ «ΘΑΝΑΤΟΣ»
Τὸ ἰδανικὸ τῆς ἀσκήσεως ἀποβλέπει στὸ «ἡγεμονικόν» τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως, στὴν κυριαρχία τοῦ θελήματος τοῦ προσώπου πάνω στὸ θέλημα τῆς φύσεως. [ΚΑΙ ΣΩΘΗΚΑΜΕ;]«Γενοῦ ὡς βασιλεὺς ἐν τῇ σῇ καρδίᾳ, ὑψηλὸς ἐν ταπεινώσει καθήμενος, καὶ κελεύων τῷ γέλωτι˙ πορεύου, καὶ πορεύεται· καὶ τῷ κλαυθμῷ τῷ γλυκεῖ ἔρχου, καὶ ἔρχεται· καὶ τῷ δούλῳ ἡμῶν καὶ τυράννῳ σώματι ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ». 29
Ἡ «καρδία» εἶναι τὸ κέντρο τῆς καθολικῆς ἑνότητος ψυχῆς καὶ σώματος, δηλαδὴ ὁ χῶρος τῆς φύσεως στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀναδειχθῆ βασιλέας, κυρίαρχος τόσο τῶν πνευματικῶν παρορμήσεων ὅσο καὶ τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ διάκριση ποὺ γίνεται στὴν Κλίμακα δὲν εἶναι ἀνάμεσα στὸ νοῦ καὶ στὸ σῶμα, στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ὕλη, ἀλλὰ ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο, ὡς ὑπεύθυνη προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ἐλευθερία, καὶ στὴ φύση τῆς ὁποίας ὡρίστηκε βασιλέας καὶ ἐξουσιαστής. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λογικὴ καὶ ἡ σκέψη, οἱ πνευματικές του λειτουργίες, εἶναι ἐπίσης δεδομένα τῆς φύσεως ποὺ γίνονται συχνὰ φορεῖς τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος πολύ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα.[Ο ΝΟΥΣ ΕΠΕΣΕ] Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι
«μόχθος ὄντως, μόχθος,
καὶ πολλή, καὶ ἀφόρητος ἡ πικρία, καὶ μάλιστα τοῖς ἀμελῶς διακειμένοις, ἄχρις οὗ τὸν φιλομάκελλον ἡμῶν κύνα νοῦν καὶ φιλόβρωμον,
φιλεπίσκοπόν τινα καὶ φίλαγνον
δι᾽ ἁπλότητος καὶ ἀοργησίας βαθείας καὶ ἐπιμελείας ποιήσωμεν».30
Ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία ἀποδίδει στὸ νοῦ πάθη σαρκικά – ἐπιθυμία βρωμάτων, ἐπιθυμία σαρκὸς – καὶ ὡς ὁδὸ καθάρσεως δὲν ορίζει μιὰ διαλεκτικὴ πειθὼ ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴ συλλογιστική δυνατότητα τοῦ νοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐπιδίωξη ἀρετῶν ἄλλης τάξεως - ἁπλότητα καὶ ἀοργησία καὶ ἐπιμέλεια – ποὺ ἀναφέρονται καθολικὰ στὸ ἀνθρώπινο ἦθος. Μιὰ τέτοια καταπολέμηση τῶν παθῶν μὲ τὴν καλλιέργεια ἀρετῶν ποὺ φαίνονται καταρχὴν ἄσχετες μὲ τὸ πολεμούμενο πάθος, συνιστᾶται συχνὰ στὴν Κλίμακα: [ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΝΟΥ]
«Ὅσοι ἐν αἰσθήσει καρδίας πένθος ἐκτήσαντο... τὸ ἑαυτῶν σῶμα ὡς ἐχθρὸν ἀπεστράφησαν».31
Ὅπως τονίστηκε παραπάνω, ἡ ἄσκηση δὲν ἀποβλέπει καθεαυτὴν σὲ ἀποτέλεσμα ἄμεσο, γι' αὐτὸ καὶ μόνο ὡς ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ὁριστῆ, ὑπακοὴ ποὺ θὰ ἐκφραστῆ καταρχὴν μὲ πένθος αἰσθητὸ γιὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἄσκηση, ὁπωσδήποτε, γεγονὸς παράδοξο, ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀντικειμενικῆς σχέσεως ἀνθρώπινης προσπάθειας καὶ ἠθικοῦ ἐπιτεύγματος32. Στὴν ἄσκηση μετέχει τὸ σῶμα, μετέχει τὸ πνεῦμα, μετέχουν οἱ δαίμονες, μετέχει καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ· καὶ αὐτὴ ἡ μετοχὴ τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας, τῆς ἔχθρας τῶν δαιμόνων καὶ τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται σὲ ἕνα κοινὸ καὶ καθολικό, ἀλλὰ σκεπτικὰ ἀπροσδιόριστο χώρο, στὸν χῶρο τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἔτσι, τὸ γεγονὸς τῆς ἀσκήσεως παίρνει, μὲ τὰ κριτήρια τῆς Κλίμακος, τὶς διαστάσεις τοῦ «θαύματος»:
«Οὐ θαῦμα τῷ ἀΰλῳ τὸν ἄϋλον μάχεσθαι·
θαῦμα δὲ ὄντως, θαῦμα,
τὸν ἔνυλον μετὰ τῆς ἐχθρᾶς ταύτης καὶ ἐπιβούλου μαχόμενον ὕλης,
τοὺς ἀΰλους ἐχθροὺς τροπώσασθαι».33
«Ἔνυλος» εἶναι ἐδῶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ «ἐν ὕλῃ» πνεῦμα, ποὺ νικάει καὶ φυγαδεύει τοὺς ἄϋλους ἐχθροὺς πολεμώντας τὴν ἐπίβουλη ὑλική σάρκα. Ἡ παράδοξη αὐτὴ νίκη τῆς ἔνυλης ψυχῆς πάνω στοὺς ἄϋλους ἐχθροὺς μέσῳ τῆς ὑλικῆς σαρκός, εἶναι τὸ «θαῦμα» τῆς ἀσκήσεως, τὸ γεγονὸς τῆς δοκιμασίας τοῦ προσώπου πέρα ἀπὸ κάθε ἀναγκαστικό προσδιορισμό, στὸν πρωταρχικὸ ὑπαρκτικὸ χῶρο τῆς καθολικῆς ἑνότητος τῶν στοιχείων τοῦ ἀνθρώπινου συνθέτου.
Πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴ διαπίστωση αὐτὴ τῆς Κλίμακος: ἡ ἄσκηση ἀναφέρεται σὲ ἕνα χῶρο ὅπου δὲν ἰσχύουν ἀντικειμενικὲς ἀναγκαιότητες. Ὑπάρχουν, βέβαια, καθωρισμένοι ὁδοὶ ἀσκήσεως, μέθοδοι καὶ τρόποι κοινοὶ γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ἡ βίωσή τους καὶ τὸ ἀποτέλεσμά τους – τὸ «θαῦμα» τοῦ βιασμοῦ τῆς φύσεως – παραμένει ἕνα γεγονὸς μὲ διαστάσεις μοναδικές, ἀσύγκριτες καὶ ἀνόμοιες, δηλαδή προσωπικές. Στὸ πέμπτο κεφάλαιο - βαθμίδα τῆς Κλίμακος προβάλλεται ὡς πρότυπο μετανοίας τὸ παράδειγμα τῶν μοναχῶν «ἰδιαζούσης» μονῆς, «τῆς καλουμένης φυλακῆς». Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἐφήρμοζαν κανόνα πένθους ξεχωριστό, «τὸν Θεὸν δυνάμενον βιάσασθαι».
«Ἐν ἐκεῖνοις ἑωρᾶτο
γόνατα ἀπεσκληκότα τῷ πλήθει τῶν μετανοιῶν·
ὀφθαλμοὶ ἐκτακέντες καὶ ἔσω που εἰς βάθος δεδωκότες·
τριχῶν ἀπεστερημένοι,
καὶ παρειὰς πεπληγμένας καὶ περιπεφλεγμένας κεκτημένοι
τῇ ζέσει τῶν θερμῶν δακρύων·
πρόσωπα καταμεμαραμένα καὶ ὠχρά,
μηδὲν ἐν συγκρίσει νεκρῶν διαφέροντα·
στήθη ταῖς πληγαῖς ἀλγοῦντα
καὶ αἱμάτων πτύελοι ἐκ τῶν ἐν τῷ στήθει πυγμῶν ἐκπεμπόμενοι»34.
Χωρὶς νὰ προβάλη ὡς καθολικό κανόνα τὴν ἰδιάζουσα αὐτὴ ὁδὸ πένθους καὶ μετανοίας, θαυμάζει, ὡστόσο, καὶ μακαρίζει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
«τοὺς πεπτωκότας καὶ πενθοῦντας ἑαυτούς,
ὑπὲρ τοὺς μὴ πεπτωκότας καὶ ἑαυτοὺς μὴ πενθοῦντας·
ὅτι διὰ πτώσεως
ἀνέστησαν ἀνάστασιν ἀκίνδυνον».35
Ἂς ὑπογραμμίσουμε καὶ ἐδῶ παρενθετικὰ τὴν παράδοξη «Ηθική» ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὁ χριστιανὸς ἀσκητής, τὴν προτίμηση καὶ τὸν θαυμασμό του γιὰ τοὺς πεπτωκότας, τὴν κατάφασή του στὴν πτώση, τὴν πτώση ποὺ γίνεται αἰτία πένθους ζωηφόρου καὶ ἀκινδύνου ἀναστάσεως. Στὶς σελίδες τῆς Κλίμακος ἡ χριστιανική ζωή διατηρεῖ τὸν αὐθεντικὸ ὁριακὸ χαρακτήρα της - εἶναι μιὰ διακινδύνευση στὰ ἀκραῖα ὅρια τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀναστάσεως, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς, ὁλότελα ἄσχετη μὲ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς θρησκευτικότητος ποὺ ἔχει ταυτιστῆ μὲ τὶς ἀντικειμενικὲς κοινωνικὲς ἀπαιτήσεις καὶ δὲν ἀποβλέπει παρὰ μόνο σὲ συμβατικὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα. Μόνο ἡ ἀκραία αὐτὴ διακινδύνευση ἀνάμεσα στὴν πτώση καὶ στὴν ἀνάσταση, στὸν θάνατο καὶ στὴ ζωή, μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύση μορφὲς πένθους καὶ μετάνοιας ὅπως αὐτὲς τῶν μοναχῶν τῆς «ἰδιαζούσης» μονῆς. Δὲν ἦταν φιλοσοφικὲς οἱ προϋποθέσεις – πλατωνικές, νεοπλατωνικὲς ἢ στωϊκὲς – τῶν μοναχῶν τῆς «καλουμένης φυλακῆς», δὲν ἦταν θεωρητικά βεβαιωμένοι γιὰ τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀπαξία τῆς ὕλης καὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἦταν χριστιανοὶ ἔμπειροι τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς – μὲ προηγούμενη τὴ γεύση τοῦ θανάτου ποὺ κάνει ἀναγκαία, μὲ κάθε θυσία καὶ ὑπερβολή, τὴν ἀπόκτηση τῆς ζωῆς.
Ὁ ἴδιος κανόνας πένθους καὶ μετανοίας ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθῆ ἀπὸ ἄλλους μοναχούς χωρὶς τὶς ἴδιες ἐμπειρίες, χωρὶς τὴν ἴδια ἄμεση προσωπικὴ γεύση τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς, ὁπωσδήποτε δὲν θὰ ἦταν «ἀκίνδυνος» οὔτε θὰ ὡδηγοῦσε στὴν ἄπτωτη ἀνάσταση. Γιατὶ ἡ ἄσκηση δὲν εἶναι ἕνας ἀντικειμενικός κανόνας ἀλλὰ ἕνα προσωπικό γεγονός. Ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου, βιβλίο ἀφιερωμένο ἀποκλειστικὰ στὴν ἄσκηση, δὲν εἶναι μιὰ συλλογὴ ἀντικειμενικῶν κανόνων καὶ «πρακτικῶν» ὁδηγιῶν γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τῆς ἀσκήσεως – ὅπως πολλὰ ἀπὸ τὰ μεταγενέστερα ἀσκητικὰ ἐγχειρίδια. Ὑπάρχουν πάντοτε γενικὲς «ἀρχὲς» τῆς ἀσκήσεως, ποὺ θὰ τὶς δοῦμε ἀμέσως στὴ συνέχεια, ἀλλὰ αὐτὲς δὲν ὁρίζουν ποτὲ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ προσωπικοῦ γεγονότος. [ΤΑ ΔΥΟ α'priori ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΙ; ΑΠΟ ΤΑ a' posteriori; ΣΩΘΗΚΑΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣΤΑΤΑ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ.]
Σημειώσεις
29. Ζ΄ μ΄ 66.
30. Α΄ ιζ΄ 16:
31. Ζ΄ λα΄ 65.
32. Βλ. καὶ πάλι : ΚΣΤβ΄ ιδ΄ 139.
33. ΙΕ΄ οα΄ 914.
34. Ε΄ ε΄ 54.
35. Ε΄ ε΄ 56.
ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΣΙΓΟΥΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ ΣΤΗΝ ΙΔΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ, ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου