![]() |
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος - Η ουσία μένει (in.gr) |
*J. N. THEODORACOPOULOS, Critique de l' Ontologie de Heidegger.
ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΤΗΣ 23ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1972
ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΓΡΗΓ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ ΜΕΛΟΥΣ
Εις τον αιώνα μας εκείνος ο οποίος έθεσεν εκ νέου και ριζικώς το κύριον πρόβλημα της Μεταφυσικής, δηλαδή το πρόβλημα του Είναι, είναι ο Martin Heidegger εις το βασικόν έργον του «Είναι και Χρόνος» («Sein und Zeits). Ο Heidegger εχώρισε την έννοιαν του Είναι από την έννοιαν του όντος, δηλαδή την έννοιαν του ενός όντος από την έννοιαν των πολλών όντων. Την διάκρισιν αυτήν θεωρεί ο ίδιος βασικήν και την θέτει ήδη εις την αρχήν του έργου του. Κατά τον Heidegger η έννοια του Είναι είναι η περισσότερον γενική και συγχρόνως η περισσότερον σκοτεινή. Όμως ο Heidegger δεν εξηγεί διατί θεωρεί την έννοιαν αυτήν ως την περισσότερον σκοτεινήν. Λέγει μόνον ότι η έννοια του Είναι δεν είναι δυνατόν να ορισθή, διότι, εφ' όσον είναι η περισσότερον γενική, δεν υπάρχει genus proximum, όπου ν' αναχθή. Τούτο βεβαίως σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να ορισθή με την αριστοτελικήν Λογικήν. Τούτο συμπεραίνεται κατά τον Ηeidegger από την γενικότητα του Είναι, συνάμα δε και επειδή το Είναι κατ' αυτόν δεν είναι δυνατόν να νοηθή ως ον. Το λογικόν - οντολογικόν αυτό συμπέρασμα, ότι το Είναι δεν είναι δυνατόν να ορισθή, λέγει ο Heidegger, δεν έχει να κάμη τίποτε με την διαφοράν του Είναι και του όντος, διότι και αν ακόμη το Είναι θεωρηθή ως το ύψιστον abstractum του όντος, παραμένει σύμφωνα με την λογικήν ως κάτι το οποίον δεν είναι δυνατόν να ορισθή, δηλαδή να αναχθή εις κάτι άλλο, διότι αυτό το κάτι άλλο δεν υπάρχει.
Το συμπέρασμα όμως τούτο του Heidegger, ότι, επειδή το Είναι δεν είναι δυνατόν να ορισθή, το Είναι δεν είναι κάτι όπως το ον, παραμένει απλώς μία αξίωσις. Κατά τον Heidegger θα έπρεπε να υπάρχη ένας ορισμός του Είναι με μίαν αντίστοιχον ειδοποιόν διαφοράν. Όμως η αριστοτελική ακριβώς παράδοσις δεν γνωρίζει παρόμοιον ορισμόν του Είναι, δηλαδή την αναγωγήν του εις άλλο ανώτερον είδος. Ο Heidegger προσθέτει και μίαν άλλην παρατήρησιν, ότι παρά ταύτα το Είναι θεωρείται ως μία αυτονόητος έννοια. Όπως αποδεικνύει κάθε πρότασις, η λέξις «εἶναι», «ἐστί», υπάρχει μέσα εις κάθε λογικήν συμπεριφοράν του ανθρώπου και είναι αυτονόητος. Ο Heidegger προσθέτει ότι αυτό ακριβώς το οποίον θεωρείται αυτονόητον είναι κατά βάθος πράγματι ακατανόητον. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα εις κάθε «εἶναι», εις κάθε «ἐστί», που χρησιμοποιούμεν όταν κρίνωμεν και ομιλούμεν, δηλαδή όταν σχηματίζωμεν προτάσεις, υπάρχουν λογικά και οντολογικά προβλήματα. Όμως από αυτό δεν μπορούμεν να καταλήξωμεν εις το σημείον, όπου καταλήγει ο Heidegger, να είπωμεν δηλαδή ότι το «ἐστὶ» τούτο των προτάσεων είναι ακατανόητον. Ο Heidegger διά να ενισχύση την γνώμην του η μάλλον τον ισχυρισμόν του αυτόν αναφέρεται εις τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Το χωρίον του «Σοφιστού» (246 α) του Πλάτωνος, όπου ο Πλάτων ομιλεί περί της γιγαντομαχίας περί της ουσίας, είναι το κύριον στήριγμα του Heidegger. Όμως ο Πλάτων, όταν ομιλή περί γιγαντομαχίας, δεν θέλει να τονίση, ότι το «ἐστὶ» των προτάσεων είναι ακατανόητον, αλλά ακριβώς ότι εχρειάσθηκε πολύς μόχθος διά να κατανοηθή το Είναι. Πέραν αυτού όμως ο Πλάτων με τον χαρακτηρισμόν αυτόν θέλει να εκφράση την διαμάχην μεταξύ εκείνων που εννοούν το Είναι υλιστικώς και εκείνων που το εννοούν ιδεαλιστικώς. Οι υλισταί πιστεύουν ότι υπάρχει μόνον ό,τι είναι απτόν, και έτσι ταυτίζουν σώμα και ουσίαν, ύλην και ουσίαν, ενώ οι ιδεοκράται θεωρούν το Είναι νοητόν. Το χωρίον του Αριστοτέλους εξ άλλου, όπου στηρίζεται ο Heidegger διά να υποστηρίξη την ακατανοησίαν του Είναι, είναι εις το βιβλίον Γ΄ των «Μετά τα φυσικά», κεφάλαιον 3 και 4, όπου ο Αριστοτέλης ομιλεί περί του όντος και του ενός. Εδώ ο Αριστοτέλης δεν χωρίζει το Είναι από το ον, αλλά θεωρεί το ον ως την ανωτάτην έννοιαν. Επίσης το αυτό ισχύει κατά τον Αριστοτέλη και διά την έννοιαν του ενός.
Το γεγονός εξ άλλου ότι ο Πλάτων («Σοφιστής» 242 C) χαρακτηρίζει τας αντιλήψεις των Προσωκρατικών περί του Είναι ως μύθους, σημαίνει ότι κατ' αυτόν ότι οι πρόδρομοί του αυτοί είπαν περί του Είναι διαφόρους ιστορίας, δηλαδή έδωκαν περί του Είναι διαφόρους εικονικάς παραστάσεις. Αι αφηγήσεις και παραστάσεις αυταί λέγουν τι συμβαίνει με το Είναι, ποίας ιδιότητας έχει και ποία είναι η ουσία του. Έτσι άλλοι λέγουν ότι το Είναι είναι υγρόν και ξηρόν, άλλοι θερμόν και ξηρόν, και ούτω καθεξής, δηλαδή προσδίδουν εις το Είναι χαρακτηρισμούς από τον αισθητόν κόσμον. Απέναντι όλων αυτών των μύθων ο Πλάτων θέτει εις τον διάλογον «Σοφιστής» το πρόβλημα του Είναι ριζικώς, δηλαδή ερωτά : τι σημαίνει το «ἐστὶ» των κρίσεων που σχηματίζουν οι Προσωκρατικοί περί του Είναι, όταν λέγουν ότι είναι θερμόν και ψυχρόν κλπ. Το «ἐστὶ» είναι κάτι άλλο από το θερμόν και το ψυχρόν. Ο Πλάτων τοποθετεί λοιπόν τώρα το πρόβλημα του Είναι μέσα εις το «εστί των κρίσεων, των προτάσεων. Αλλά εδώ ακριβώς, δηλαδή εις τον «Σοφιστήν» (242 C - 244 α) πρέπει να προσέξωμεν πως θα εννοήσωμεν το Είναι. Θα το εννοήσωμεν ως κάτι διαφορετικόν από το ον ή ως ταυτόσημον με το ον; Το ον όμως έχει μέσα του το Είναι. Συνεπώς πρέπει να δεχθώμεν, ότι το ον και το Είναι κατά Πλάτωνα είναι ταυτόσημα.
Εις την αντικειμενικήν διάκρισιν μεταξύ όντος και Είναι, την οποίαν εισάγει ο Heidegger, αντιστοιχεί εις την σφαίραν της νοήσεως η διάκρισις μεταξύ οντικού και οντολογικού. Ο Heidegger λέγει ότι αι θετικαί επιστήμαι ζητούν το ον, ενώ η Φιλοσοφία ζητεί το Είναι. Δηλαδή το ον είναι πάντοτε ειδικόν, το ον είναι μία περιοχή του Είναι, ενώ το Είναι είναι γενικόν. Κατά τούτο αι θετικαί επιστήμαι είναι κατά τον Heidegger οντικαί, ενώ η Φιλοσοφία είναι οντολογική. Κατά τον Heidegger η Οντολογία προηγείται των Θετικών Επιστημών και τας θεμελιώνει. Το ερώτημα δηλαδή περί του Είναι προηγείται του ερωτήματος περί του όντος. Αν όμως θεωρήσωμεν την ριζικήν διάκρισιν του Heidegger μεταξύ όντος και Είναι ως αμφίβολον, τότε και η διάκρισις μεταξύ οντικού και οντολογικού είναι προβληματική. Η διάκρισις άλλωστε αυτή είναι άγνωστος εις την αρχαιότητα και κατάγεται από την φαινομενολογικήν σχολήν, η οποία διακρίνει μεταξύ τυπικής, μορφολογικής και ουσιαστικής, υλικής όντολογίας.
Η παρουσία, δηλαδή το είδος του Είναι που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και το οποίον ο Heidegger ονομάζει εις την τεχνικήν του γλώσσαν Dasein, είναι ένα ον το οποίον όχι μόνον αναφέρεται και εις τα άλλα είδη του όντος, αλλά έχει το πρόσθετον γνώρισμα, ότι το ον τούτο, δηλαδή ο άνθρωπος, ως παρουσία εννοεί το Είναι του, ανακαλύπτει με την γνώσιν το Είναι του. Κατανόησις του Είναι ή μάλλον αυτοκατανόησις της παρουσίας είναι και ένας ορισμός του Είναι. Η παρουσία, «das Dasein», χαρακτηρίζεται δηλαδή οντικώς κατά τούτο, ότι είναι συνάμα και οντολογική. Τούτο το χαρακτηρίζει ο Heidegger και με άλλον τρόπον, λέγει δηλαδή ότι η παρουσία, δηλαδή το είδος αυτό του όντος μεριμνά διά το Είναι της. Είναι όμως τούτο δυνατόν; Η διατύπωσις του Heidegger, ότι εδώ πρόκειται διά το Είναι ή το Μη είναι, σημαίνει ότι πρόκειται διά την πραγματικήν μου ύπαρξιν. Το Είναι λοιπόν που εννοεί εδώ ο Heidegger δεν είναι η γενική έννοια της Oντολογίας περί του Είναι και δεν είναι δυνατόν να είπωμεν ότι η γενική αυτή έννοια μεριμνά διά την ύπαρξίν της. Το πρωταρχικόν είναι διά τον Heidegger η μέριμνα περί του Είναι, και αυτή προηγείται από την κατανόησιν. Αλλά τούτο ακριβώς δεν είναι δυνατόν να γίνη δεκτόν, διότι η κατανόησις του Είναι, είναι η προϋπόθεσις διά την μέριμναν περί του Είναι. Με άλλα λόγια μόνον τότε είναι δυνατόν να μεριμνήσω διά το Είναι, εφ' όσον ήδη έχω την κατανόησιν του Είναι. Τι σημαίνει όμως η κατανόησις του Είναι από την σκοπιάν της υπάρξεως; Σημαίνει ότι η ύπαρξις κατανοεί το Είναι γενικώς ή ότι κατανοεί το εκάστοτε Είναι της; Ο Heidegger εννοεί το δεύτερον και λέγει ότι εις την παρουσίαν και την ύπαρξιν αποκαλύπτεται το Είναι της. Απ' αυτό όμως δεν προκύπτει ότι η ύπαρξις είναι οντολογική. Ώστε είναι φανερόν ότι διά την μέριμναν του Είναι και διά την κατανόησιν προϋποτίθεται το συνειδέναι και το αυτοσυνειδέναι. Αυτά όμως είναι διά τον Heidegger δευτερεύοντα παράγωγα της υπάρξεως.
(Συνεχίζεται)
Η Αναγέννηση τού Αριστοτέλη στον Μεσαίωνα, έγινε κατ’αρχάς κοντά στους Άραβες και κατόπιν με τους στοχαστές της Λατινικής Δύσης, με αποκορύφωμα τον Ακινάτη, που επέβαλλε το αριστοτελικό μεταφυσικό παράδειγμα, (παρότι μεταρρυθμισμένο τρόπον τινά), σαν σημείο αναφοράς οριστικό και αποφασιστικό.
Και στην συνέχεια η ιστορία του Θωμισμού και τα παράγωγα τής μοντέρνας οντολογίας συνέβαλλαν στην σταθεροποίηση αυτού του παραδείγματος, ώστε να θεωρείται το κατεξοχήν παράδειγμα της Μεταφυσικής.
Τόσο πολύ μάλιστα ώστε κατέληξε η οντολογία να θεωρείται σαν η μοναδική μορφή Μεταφυσικής. Ο ίδιος ο Χάϊντεγκερ, για παράδειγμα, μπόρεσε να κρίνει όλη την Δυτική μεταφυσική μπλεγμένη στην «λήθη του Είναι», διότι ήταν πεπεισμένος πώς ακριβώς το οντολογικό παράδειγμα αριστοτελικής κατασκευής ήταν το μοναδικό μεταφυσικό παράδειγμα που υπήρχε στην Ιστορία της φιλοσοφίας.
Ιστορικά αυτή η γνώμη δέν είναι αληθινή και γι’αυτό, για να ολοκληρώσουμε με ακρίβεια την πνευματική ιστορία της Δύσεως, πρέπει να επαναπροσλάβουμε το Ενολογικό παράδειγμα. Ακριβώς δέ αυτή η ερμηνευτική επαναπρόσληψη της Ενολογίας, μας αποκαλύπτει επίσης και την πρωτοτυπία και την θεωρητική αξία του νεωτερισμού του Αριστοτέλη, είτε τον αποδεχόμαστε, είτε όχι.
Η Μεταφυσική του Αριστοτέλη λοιπόν επιβάλλεται σαν ένας σταθμός στην Ιστορία της Δυτικής σκέψης, που κάτω απο ορισμένη γωνία δέν έχει το όμοιό της, όχι όμως μέσα στο πλαίσιο της Ελληνικής σκέψης. Για να κατανοήσουμε δέ τον λόγο για τον οποίο δέν είχε αντίκτυπο μέσα στα πλαίσια της Ελληνικής σκέψης, πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο το ανασκεύασε ο Πλωτίνος και το απώθησε, τοποθετώντας τό πρόβλημα με τον ίδιο αλλά αντίθετο τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης προσπάθησε να εξαφανίσει και να αφομοιώσει το Ενολογικό μεταφυσικό παράδειγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου