Του Friedrich Kittler
Εκδόσεις Wilhelm Fink, 2012
Εκδόσεις Wilhelm Fink, 2012
Περιεχόμενα
Εισαγωγικά. Από τον Hans Ulrich Gumbrecht
Προετοιμάζοντας τον ερχομό των θεών
Η αναπνοή του κόσμου. Περί της τεχνολογίας των μέσων κατά τον Wagner
Ο θεός των αυτιών
Διόνυσος Revisited. Περί του πατριαρχικού ουρανού των ιδεών και του βασιλείου του γήινου έρωτα.
Friedrich Kittler (1943-2011): ήταν Γερμανός καθηγητής λογοτεχνίας και θεωρητικός των μέσων (επικοινωνίας). Ασχολήθηκε με συστήματα καταγραφής, τεχνικές κουλτούρας (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), με τη σημασία του ελληνικού αλφαβήτου στην ομηρική ποίηση, την πυθαγόρεια μουσική και τα μαθηματικά.
Ο Hans Ulrich "Sepp" Gumbrecht (γεννημένος στις 15 Ιουνίου 1948)[1] είναι ένας γερμανικής καταγωγής Αμερικανός θεωρητικός της λογοτεχνίας του οποίου το έργο καλύπτει τη φιλολογία, τη φιλοσοφία, τη σημειωτική, τη λογοτεχνική και πολιτιστική ιστορία και τις γνωσιοθεωρίες της καθημερινότητας. Από τις 14 Ιουνίου 2018, είναι ομότιμος καθηγητής Λογοτεχνίας Albert Guérard στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Από το 1989, κατείχε την Έδρα Albert Guérard ως καθηγητής στα Τμήματα Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Γαλλικών και Ιταλικών στο Τμήμα Λογοτεχνιών, Γλωσσών και Πολιτισμών του Στάνφορντ.
Εισαγωγικά.
Ο Friedrich Kittler, ομότιμος καθηγητής Αισθητικής του Πανεπιστημίου Humboldt στο Βερολίνο, ανήκει στους διανοητικούς θρύλους του παρόντος, ακόμα και εδώ (στη Γερμανία). Ενώ όμως τα βιβλία του στη Γερμανία κρίνονται βάσει των μέτρων μιας στενής επιστημοσύνης των επιστημών του πνεύματος, για τους αναγνώστες των, σε πολλές γλώσσες μεταφρασμένων βιβλίων του, είναι μάλλον ένας συγγραφέας που επινόησε ένα νέο είδος διανοητικής ευαισθησίας, την οποία και εξέλιξε δια μέσου των δεκαετιών, με μια τεράστια δύναμη φαντασίας. Στο εξωτερικό-κυρίως στο αγγλοαμερικάνικο, όπου απολαμβάνει την φήμη ενός αδιαμφισβήτητου κλασσικού-το διευρυνόμενο συνολικό έργο του Kittler θεωρείται ως πλαίσιο και προσδοκούμενος ορίζοντας κάθε νέου έργου, που φέρει το όνομα του. Εκεί (στο εξωτερικό) έχουν εδώ και καιρό καταλάβει και αποδεχθεί, ότι ο πρώιμος, ακαδημαϊκά προκλητικός Kittler, έχει γίνει ένας συγγραφέας ιδιαίτερου, δικού του είδους, η καλύτερη πρόζα του οποίου θα μπορούσε να θυμίζει τον από αυτόν θαυμαζόμενο Thomas Pynchon-και ο οποίος βρίσκεται στη διαδικασία, να εργάζεται πάνω στην απαίτηση την οποία ο ίδιος έθεσε με μέγιστη σκληρότητα στον εαυτό του, να είναι ένας μυθογράφος των αρχών του 21ου αιώνα. Το ότι πριν από αυτόν δεν μίλησε κανένας με την σημερινή πια οικεία αφοσίωση και συγκίνηση για δεδομένα της ιστορίας των μέσων (medien), ανήκει στην συμπτωματολογική επιφάνεια του φαινομένου που λέγεται Kittler. Στο κείμενα του σχηματίστηκε από πολύ νωρίς ένας φιλοσοφικά υπέρ πολύπλοκος αστερισμός με στοιχεία προερχόμενα από τους Freud, Foucault και Derrida, από τους Αριστοτέλη, Lacan και Heidegger, μέσα στον οποίο (αστερισμό), ιδίως μετά το κλασσικό πια (που μπήκε στον κανόνα της βιβλιογραφίας) δοκίμιο των αρχών της δεκαετίας του ’90, με τον τίτλο There is no Software-κυριάρχησε η παράδοση της οντολογικής ιστορίας του Είναι, δηλαδή οι Αριστοτέλης, Lacan και Heidegger. Τώρα, μια δεκαετία μετά, ο Kittler γράφει ένα έργο, που θα αποτελείται από τέσσερα μέρη, και το οποίο σκοπό έχει να διηγηθεί την πηγή αυτής της σκέψης μέσα στην ελληνική αρχαιότητα, μέσα από τις φάσεις της καταπίεσης και της άνθισης της, και αν το προκαταλαμβάνω σωστά, μέχρι τον θρίαμβο της στο ηλεκτρονικό μας παρόν. Και διηγείται, το βλέπουμε πολύ καθαρά στον μόλις εκδοθέντα δεύτερο τόμο, με τον τρόπο ενός μυθογράφου, με τρόπο πιο αποφασιστικό, πιο ριζοσπαστικό, πιο ιδιοσυγκρασιακό απ’ ότι στα αποσπάσματα της κριτικής στην μεταφυσική του Heidegger, που είναι για τον Kittler έμπνευση, πρότυπο και ίσως ο πραγματικός του ανταγωνιστής.
Δεν είναι λίγοι αυτοί από τους οπαδούς της πρώιμης περιόδου του Kittler, που τους κακοφάνηκε που ο Kittler εγκατέλειψε τα μοντέρνα μέσα ως κύριο θέμα του, τις (κυρίως γαλλικές) θεωρίες περί αναπόφευκτης διαμεσολάβησης και μετάδοσης ως φιλοσοφικής προϋπόθεσης και τόσο τις επιστήμες του πνεύματος, όσο και τον τόνο της μοντέρνας διανοουμενίστικης-λογοτεχνίας ως γενικών συζητήσεων. Αλλά μια τέτοια απώλεια δημοφιλίας δεν τον συγχύζει κατά την έκθεση του μυθογραφικού του οράματος. Ο Kittler δεν αφιερώνει χρόνο για τέτοιες-απαραίτητες-διδακτικές βοηθητικές κατασκευές. Αφού ο πρώτος τόμος, που εκδόθηκε το 2006, γιόρτασε την ανάδυση του φωνητικού αλφαβήτου ως προϋπόθεση για τα έπη του Ομήρου, και τα έπη ως ποιήματα του Είναι, δηλαδή: σωματοποίηση της ενότητας της οντολογίας, μουσικής και έρωτα, συνεχίζει με τη συγγραφή του μύθου του, με τον όχι και τόσο επεξηγηματικό τίτλο «Μουσική και Μαθηματικά-Τόμος Ι: Ελλάς-Τόμος 2: Έρως, όπου περιγράφει το κίνημα παρακμής στην Αθήνα, με το οποίο η μάθηση (Mathesis) έπρεπε να χωριστεί από την μουσική. Ακόμα και αν ο Kittler δεν είχε σκοπό να γράψει κάτι παρόμοιο με την «Γένεση της Τραγωδίας» του Nietzsche ή με τα κείμενα του Heidegger που αναφέρονται στον Nietzsche, μια τέτοια αντιπαραβολή είναι γόνιμη, καθώς δείχνει, πως η σαφής, αλλά όχι ακόμα ως αντιπαραβολή ευρισκόμενη ασυμμετρία του διονυσιακού και του απολλώνιου στον Nietzsche, όπως και η πολύπλοκη, «αποδομητική» (πριν ακόμα δημιουργηθεί η έννοια) κριτική του Heidegger στην απώλεια του οντικού και στην γένεση της μεταφυσικής, εντείνεται και καταλήγει σε μια δυσφορική εικόνα της κλασσικής Αθήνας, ως τόπου διαχωρισμού μεταξύ μαθητικών και μουσικής, και ως χρόνου κατά τον οποίο ο έρωτας μεταπίπτει σε εγκράτεια. Με αυτήν ακριβώς την σκιαγράφηση της προς την σοφία πολωμένης πολιούχου-θεάς Αθηνάς, που δεν μπορεί να κάνει να ξεχαστεί η μέσα από τους αφρούς γεννημένη Αφροδίτη, όπως (και με τη σκιαγράφηση) του άσχημου «άνεργου γλύπτη» Σωκράτη, που ξυπνά την επιθυμία του όμορφου Αλκιβιάδη, μόνο και μόνο να τον σύρει σε ένα φιλοσοφικό διάλογο, και τέλος του αναιμικού «πρώιμου Χριστιανού» Ευριπίδη, στον οποίο η τελετουργική έκσταση καταντούν δράματα που παρουσιάζουν κάποιες τοποθετήσεις (Thesen-Dramen), ο Kittler γράφει τις καλύτερες του σελίδες, γιατί είναι μυθογραφικά οι δυνατότερες. Αυτό ισχύει-κατά τη γνώμη μου χωρίς περικοπές-το αναπάντεχα θετικά αμφίσημο πορτραίτο του Πλάτωνος, όπως και το αναπάντεχο, με αντίστροφο τονισμό, πορτραίτο του Αριστοτέλη. Μέσα στην ίδια συνάφεια, ο Kittler συνεχίζει με μια φυλετική προοπτική, που είναι απροϋπόθετα θηλυκή, που παλιότερα του επέφερε μεγάλη αναγνώριση από τις φεμινίστριες, που τώρα όμως, μέσα στη δίνη της δυσφορίας κατά της Αθήνας, καταλήγει σε διαλογικές ζώνες, όπου οι πολιτικά ορθοί αναγνώστες τον κατηγορούν ως ομοφοβικό και πως έχει παραδοσιακές φαντασιώσεις που έχουν οι άνδρες. Είτε είναι πολιτικά ορθό, είτε όχι, πολλοί από τους διανοητικά στο έπακρο απαιτητικούς ερευνητές των αρχαίων, υπό το φως των νεότερων ερευνητικών αποτελεσμάτων, θα προστεθούν στον χορό των κριτικών του Kittler. Οι ενστάσεις τους αποκρούονται ανέκαθεν μέσω της περίεργης σύγκλισης της επιμονής στα δεδομένα (Faktizitäts-Insistenz) και μιας επιστημολογικά υπερκείμενης απαίτησης της ιστορίας του Είναι, όπως την εκπροσωπούσε ανέκαθεν ο Kittler. Με αυτήν ακριβώς την έννοια παίρνει την μουσική και τα μαθηματικά ως εκ της ιστορίας του Είναι και ως οντολογικά θεμέλια, και τα θέτει απέναντι από κάθε κριτική και κάθε πρόοδο, όταν προς το τέλος του βιβλίου συνδέει την ελληνική με την ρωμαϊκή κουλτούρα της αρχαιότητας: «Η μουσική και τα μαθηματικά ξεφεύγουν από το διανοητικό σχήμα που λέγεται πρόοδος. Τίποτα το ελληνικό δε θα είναι εσφαλμένο, όταν αποκαλυφθεί κάτι νέο, απλώς καθίσταται πιο αβυσσαλέο και γενικό». Και παρακάτω, ως πρόγραμμα για τους τόμους που θα ακολουθήσουν: «Για το νέο αυτό είδος γραφής της ιστορίας, υπάρχει μόνο ένας τρόπος, ένα όνομα: Αναδρομή (Rekursion). Προσέχουμε την επιστροφή του ιδίου-και μάλιστα στον ίδιο βαθμό που μεταμορφώνεται μέσα στην ιστορία του Είναι.» Όπως έχει ήδη υπονοηθεί, ο Kittler αποδέχεται τις συμβατικές διακρίσεις επιστήμης, ιστορίας του Είναι και μυθογραφίας. Με αυτή την έννοια, προβάλλει την απαίτηση-εξαιρετικά συμπαθητική, καθώς είναι εξαιρετικά μη μετριόφρον- πως είναι ο συνεχιστής του Ηρόδοτου. Από την άλλη, ένας με το έργο του εξοικειωμένος αναγνώστης, δεν μπορεί να παραβλέψει, πως η μυθογραφική αυτοπροβολή κερδίζει πολύ γρήγορα το πάνω χέρι. Το νέο του βιβλίο, αντί να αρχίζει με «Εισαγωγικές παρατηρήσεις», αρχίζει με «Όρκο», με το πάθος της κλασσικής λατρείας των Γερμανών για του Έλληνες: «Αυτό θέλουμε να διατηρήσουμε στην καρδιά μας, σε πείσμα της Αθήνας και του Σωκράτη. Να γιορτάσουμε τον Όμηρο ως την πυράκτωση όλων των αισθήσεων, που μόνο στο ελληνικό αλφάβητο λάμπουν, ακριβώς επειδή- για πρώτη φορά στην ιστορία της γραφής-δεν έχει κάποιο νόημα ως εικόνα. Εμείς οι θνητοί γίναμε τυφλοί, όταν ο ήλιος με το όνομα είδος (Eidos)-νόημα, έννοια, σημασία, στα γερμανικά, όπως θέλετε πέστε το-έριξε τις ακτίνες του στους αμφιβληστροειδείς, από την Αθήνα μέχρι το Ναγκασάκι.» Κανένας εκτός τον Friedrich Kittler, στο διανοητικό μας παρόν, δεν έχει τη δύναμη για τέτοιες προτάσεις-αλλά και την αν-αίδεια, να τις απευθύνει μέσα στο βιβλίο σε μια ανώνυμη γυναίκα, την οποία αγαπά. Θα ήθελε κανείς να κάνει θυσία-στην Αφροδίτη;-ώστε η δύναμη και το πάθος του να διατηρηθούν μέχρι να ολοκληρώσει την τετραλογία.
Τέλος Εισαγωγής
Εισαγωγικά. Από τον Hans Ulrich Gumbrecht
Προετοιμάζοντας τον ερχομό των θεών
Η αναπνοή του κόσμου. Περί της τεχνολογίας των μέσων κατά τον Wagner
Ο θεός των αυτιών
Διόνυσος Revisited. Περί του πατριαρχικού ουρανού των ιδεών και του βασιλείου του γήινου έρωτα.
Friedrich Kittler (1943-2011): ήταν Γερμανός καθηγητής λογοτεχνίας και θεωρητικός των μέσων (επικοινωνίας). Ασχολήθηκε με συστήματα καταγραφής, τεχνικές κουλτούρας (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), με τη σημασία του ελληνικού αλφαβήτου στην ομηρική ποίηση, την πυθαγόρεια μουσική και τα μαθηματικά.
Ο Hans Ulrich "Sepp" Gumbrecht (γεννημένος στις 15 Ιουνίου 1948)[1] είναι ένας γερμανικής καταγωγής Αμερικανός θεωρητικός της λογοτεχνίας του οποίου το έργο καλύπτει τη φιλολογία, τη φιλοσοφία, τη σημειωτική, τη λογοτεχνική και πολιτιστική ιστορία και τις γνωσιοθεωρίες της καθημερινότητας. Από τις 14 Ιουνίου 2018, είναι ομότιμος καθηγητής Λογοτεχνίας Albert Guérard στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Από το 1989, κατείχε την Έδρα Albert Guérard ως καθηγητής στα Τμήματα Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Γαλλικών και Ιταλικών στο Τμήμα Λογοτεχνιών, Γλωσσών και Πολιτισμών του Στάνφορντ.
Εισαγωγικά.
Ο Friedrich Kittler, ομότιμος καθηγητής Αισθητικής του Πανεπιστημίου Humboldt στο Βερολίνο, ανήκει στους διανοητικούς θρύλους του παρόντος, ακόμα και εδώ (στη Γερμανία). Ενώ όμως τα βιβλία του στη Γερμανία κρίνονται βάσει των μέτρων μιας στενής επιστημοσύνης των επιστημών του πνεύματος, για τους αναγνώστες των, σε πολλές γλώσσες μεταφρασμένων βιβλίων του, είναι μάλλον ένας συγγραφέας που επινόησε ένα νέο είδος διανοητικής ευαισθησίας, την οποία και εξέλιξε δια μέσου των δεκαετιών, με μια τεράστια δύναμη φαντασίας. Στο εξωτερικό-κυρίως στο αγγλοαμερικάνικο, όπου απολαμβάνει την φήμη ενός αδιαμφισβήτητου κλασσικού-το διευρυνόμενο συνολικό έργο του Kittler θεωρείται ως πλαίσιο και προσδοκούμενος ορίζοντας κάθε νέου έργου, που φέρει το όνομα του. Εκεί (στο εξωτερικό) έχουν εδώ και καιρό καταλάβει και αποδεχθεί, ότι ο πρώιμος, ακαδημαϊκά προκλητικός Kittler, έχει γίνει ένας συγγραφέας ιδιαίτερου, δικού του είδους, η καλύτερη πρόζα του οποίου θα μπορούσε να θυμίζει τον από αυτόν θαυμαζόμενο Thomas Pynchon-και ο οποίος βρίσκεται στη διαδικασία, να εργάζεται πάνω στην απαίτηση την οποία ο ίδιος έθεσε με μέγιστη σκληρότητα στον εαυτό του, να είναι ένας μυθογράφος των αρχών του 21ου αιώνα. Το ότι πριν από αυτόν δεν μίλησε κανένας με την σημερινή πια οικεία αφοσίωση και συγκίνηση για δεδομένα της ιστορίας των μέσων (medien), ανήκει στην συμπτωματολογική επιφάνεια του φαινομένου που λέγεται Kittler. Στο κείμενα του σχηματίστηκε από πολύ νωρίς ένας φιλοσοφικά υπέρ πολύπλοκος αστερισμός με στοιχεία προερχόμενα από τους Freud, Foucault και Derrida, από τους Αριστοτέλη, Lacan και Heidegger, μέσα στον οποίο (αστερισμό), ιδίως μετά το κλασσικό πια (που μπήκε στον κανόνα της βιβλιογραφίας) δοκίμιο των αρχών της δεκαετίας του ’90, με τον τίτλο There is no Software-κυριάρχησε η παράδοση της οντολογικής ιστορίας του Είναι, δηλαδή οι Αριστοτέλης, Lacan και Heidegger. Τώρα, μια δεκαετία μετά, ο Kittler γράφει ένα έργο, που θα αποτελείται από τέσσερα μέρη, και το οποίο σκοπό έχει να διηγηθεί την πηγή αυτής της σκέψης μέσα στην ελληνική αρχαιότητα, μέσα από τις φάσεις της καταπίεσης και της άνθισης της, και αν το προκαταλαμβάνω σωστά, μέχρι τον θρίαμβο της στο ηλεκτρονικό μας παρόν. Και διηγείται, το βλέπουμε πολύ καθαρά στον μόλις εκδοθέντα δεύτερο τόμο, με τον τρόπο ενός μυθογράφου, με τρόπο πιο αποφασιστικό, πιο ριζοσπαστικό, πιο ιδιοσυγκρασιακό απ’ ότι στα αποσπάσματα της κριτικής στην μεταφυσική του Heidegger, που είναι για τον Kittler έμπνευση, πρότυπο και ίσως ο πραγματικός του ανταγωνιστής.
Δεν είναι λίγοι αυτοί από τους οπαδούς της πρώιμης περιόδου του Kittler, που τους κακοφάνηκε που ο Kittler εγκατέλειψε τα μοντέρνα μέσα ως κύριο θέμα του, τις (κυρίως γαλλικές) θεωρίες περί αναπόφευκτης διαμεσολάβησης και μετάδοσης ως φιλοσοφικής προϋπόθεσης και τόσο τις επιστήμες του πνεύματος, όσο και τον τόνο της μοντέρνας διανοουμενίστικης-λογοτεχνίας ως γενικών συζητήσεων. Αλλά μια τέτοια απώλεια δημοφιλίας δεν τον συγχύζει κατά την έκθεση του μυθογραφικού του οράματος. Ο Kittler δεν αφιερώνει χρόνο για τέτοιες-απαραίτητες-διδακτικές βοηθητικές κατασκευές. Αφού ο πρώτος τόμος, που εκδόθηκε το 2006, γιόρτασε την ανάδυση του φωνητικού αλφαβήτου ως προϋπόθεση για τα έπη του Ομήρου, και τα έπη ως ποιήματα του Είναι, δηλαδή: σωματοποίηση της ενότητας της οντολογίας, μουσικής και έρωτα, συνεχίζει με τη συγγραφή του μύθου του, με τον όχι και τόσο επεξηγηματικό τίτλο «Μουσική και Μαθηματικά-Τόμος Ι: Ελλάς-Τόμος 2: Έρως, όπου περιγράφει το κίνημα παρακμής στην Αθήνα, με το οποίο η μάθηση (Mathesis) έπρεπε να χωριστεί από την μουσική. Ακόμα και αν ο Kittler δεν είχε σκοπό να γράψει κάτι παρόμοιο με την «Γένεση της Τραγωδίας» του Nietzsche ή με τα κείμενα του Heidegger που αναφέρονται στον Nietzsche, μια τέτοια αντιπαραβολή είναι γόνιμη, καθώς δείχνει, πως η σαφής, αλλά όχι ακόμα ως αντιπαραβολή ευρισκόμενη ασυμμετρία του διονυσιακού και του απολλώνιου στον Nietzsche, όπως και η πολύπλοκη, «αποδομητική» (πριν ακόμα δημιουργηθεί η έννοια) κριτική του Heidegger στην απώλεια του οντικού και στην γένεση της μεταφυσικής, εντείνεται και καταλήγει σε μια δυσφορική εικόνα της κλασσικής Αθήνας, ως τόπου διαχωρισμού μεταξύ μαθητικών και μουσικής, και ως χρόνου κατά τον οποίο ο έρωτας μεταπίπτει σε εγκράτεια. Με αυτήν ακριβώς την σκιαγράφηση της προς την σοφία πολωμένης πολιούχου-θεάς Αθηνάς, που δεν μπορεί να κάνει να ξεχαστεί η μέσα από τους αφρούς γεννημένη Αφροδίτη, όπως (και με τη σκιαγράφηση) του άσχημου «άνεργου γλύπτη» Σωκράτη, που ξυπνά την επιθυμία του όμορφου Αλκιβιάδη, μόνο και μόνο να τον σύρει σε ένα φιλοσοφικό διάλογο, και τέλος του αναιμικού «πρώιμου Χριστιανού» Ευριπίδη, στον οποίο η τελετουργική έκσταση καταντούν δράματα που παρουσιάζουν κάποιες τοποθετήσεις (Thesen-Dramen), ο Kittler γράφει τις καλύτερες του σελίδες, γιατί είναι μυθογραφικά οι δυνατότερες. Αυτό ισχύει-κατά τη γνώμη μου χωρίς περικοπές-το αναπάντεχα θετικά αμφίσημο πορτραίτο του Πλάτωνος, όπως και το αναπάντεχο, με αντίστροφο τονισμό, πορτραίτο του Αριστοτέλη. Μέσα στην ίδια συνάφεια, ο Kittler συνεχίζει με μια φυλετική προοπτική, που είναι απροϋπόθετα θηλυκή, που παλιότερα του επέφερε μεγάλη αναγνώριση από τις φεμινίστριες, που τώρα όμως, μέσα στη δίνη της δυσφορίας κατά της Αθήνας, καταλήγει σε διαλογικές ζώνες, όπου οι πολιτικά ορθοί αναγνώστες τον κατηγορούν ως ομοφοβικό και πως έχει παραδοσιακές φαντασιώσεις που έχουν οι άνδρες. Είτε είναι πολιτικά ορθό, είτε όχι, πολλοί από τους διανοητικά στο έπακρο απαιτητικούς ερευνητές των αρχαίων, υπό το φως των νεότερων ερευνητικών αποτελεσμάτων, θα προστεθούν στον χορό των κριτικών του Kittler. Οι ενστάσεις τους αποκρούονται ανέκαθεν μέσω της περίεργης σύγκλισης της επιμονής στα δεδομένα (Faktizitäts-Insistenz) και μιας επιστημολογικά υπερκείμενης απαίτησης της ιστορίας του Είναι, όπως την εκπροσωπούσε ανέκαθεν ο Kittler. Με αυτήν ακριβώς την έννοια παίρνει την μουσική και τα μαθηματικά ως εκ της ιστορίας του Είναι και ως οντολογικά θεμέλια, και τα θέτει απέναντι από κάθε κριτική και κάθε πρόοδο, όταν προς το τέλος του βιβλίου συνδέει την ελληνική με την ρωμαϊκή κουλτούρα της αρχαιότητας: «Η μουσική και τα μαθηματικά ξεφεύγουν από το διανοητικό σχήμα που λέγεται πρόοδος. Τίποτα το ελληνικό δε θα είναι εσφαλμένο, όταν αποκαλυφθεί κάτι νέο, απλώς καθίσταται πιο αβυσσαλέο και γενικό». Και παρακάτω, ως πρόγραμμα για τους τόμους που θα ακολουθήσουν: «Για το νέο αυτό είδος γραφής της ιστορίας, υπάρχει μόνο ένας τρόπος, ένα όνομα: Αναδρομή (Rekursion). Προσέχουμε την επιστροφή του ιδίου-και μάλιστα στον ίδιο βαθμό που μεταμορφώνεται μέσα στην ιστορία του Είναι.» Όπως έχει ήδη υπονοηθεί, ο Kittler αποδέχεται τις συμβατικές διακρίσεις επιστήμης, ιστορίας του Είναι και μυθογραφίας. Με αυτή την έννοια, προβάλλει την απαίτηση-εξαιρετικά συμπαθητική, καθώς είναι εξαιρετικά μη μετριόφρον- πως είναι ο συνεχιστής του Ηρόδοτου. Από την άλλη, ένας με το έργο του εξοικειωμένος αναγνώστης, δεν μπορεί να παραβλέψει, πως η μυθογραφική αυτοπροβολή κερδίζει πολύ γρήγορα το πάνω χέρι. Το νέο του βιβλίο, αντί να αρχίζει με «Εισαγωγικές παρατηρήσεις», αρχίζει με «Όρκο», με το πάθος της κλασσικής λατρείας των Γερμανών για του Έλληνες: «Αυτό θέλουμε να διατηρήσουμε στην καρδιά μας, σε πείσμα της Αθήνας και του Σωκράτη. Να γιορτάσουμε τον Όμηρο ως την πυράκτωση όλων των αισθήσεων, που μόνο στο ελληνικό αλφάβητο λάμπουν, ακριβώς επειδή- για πρώτη φορά στην ιστορία της γραφής-δεν έχει κάποιο νόημα ως εικόνα. Εμείς οι θνητοί γίναμε τυφλοί, όταν ο ήλιος με το όνομα είδος (Eidos)-νόημα, έννοια, σημασία, στα γερμανικά, όπως θέλετε πέστε το-έριξε τις ακτίνες του στους αμφιβληστροειδείς, από την Αθήνα μέχρι το Ναγκασάκι.» Κανένας εκτός τον Friedrich Kittler, στο διανοητικό μας παρόν, δεν έχει τη δύναμη για τέτοιες προτάσεις-αλλά και την αν-αίδεια, να τις απευθύνει μέσα στο βιβλίο σε μια ανώνυμη γυναίκα, την οποία αγαπά. Θα ήθελε κανείς να κάνει θυσία-στην Αφροδίτη;-ώστε η δύναμη και το πάθος του να διατηρηθούν μέχρι να ολοκληρώσει την τετραλογία.
Τέλος Εισαγωγής
ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ.ΔΕΘΕΙΤΕ ΑΠΟΓΕΙΩΝΟΜΑΣΤΕ. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ. ΕΙΔΟΜΕΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου