Συνέχεια από: Σάββατο 21 Ιουνίου 2025
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ Α. ΤΟΜΑΖΟΥ
Ο μεγάλης Βουλής Άγγελος και η ελευθερία του Τριαδικού Θεού στον αΐδιο τρόπο ύπαρξής Του
Επιβλέπων Καθηγητής: κ. Νικόλαος Ρ. Ξιώνης
Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή: 1) καθ. Νικόλαος Ρ. Ξιώνης, 2) καθ. Μαρίνα Κολοβοπούλου, 3) καθ. Σταύρος Γιαγκάζογλου
ΑΘΗΝΑ 2020
Οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί, λοιπόν, υποστηρίζουν ακράδαντα πως τα υποστατικά ιδιώματα δηλώνουν τη διαφορετική ουσία των υποστάσεων ή των προσώπων της Αγίας Τριάδος, πράγμα που σημαίνει ότι το αγέννητον δηλώνει την αγένητη, δηλαδή την άκτιστη, ουσία του Πατρός, το γεννητόν τη γενητή, δηλαδή την κτιστή, ουσία του Υιού και το εκπορευτόν την εκπορευτή, δηλαδή την κτιστή, ουσία του Αγίου Πνεύματος26. Εάν όμως το αγέννητον χαρακτηρίζει και αποκαλύπτει την ίδια τη θεία ουσία του Πατρός, όπως υποστηρίζει ο αιρεσιάρχης Ευνόμιος, τότε ή θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι το αγέννητον ανήκει και στον Υιό, ώστε να μη διασπαστεί το ομοούσιο, πράγμα το οποίο δεν υφίσταται λόγω του γεγονότος ότι το αγέννητον είναι αμεταβίβαστο και ακοινώνητο προσωπικό ιδίωμα της υποστάσεως του Πατρός και όχι ιδίωμα της θείας ουσίας, ή θα πρέπει να γίνει αποδεκτό το γεγονός ότι το γεννητόν δηλώνει και φανερώνει την ίδια την ουσία του Υιού, η οποία διαφοροποιείται σαφώς από την αγέννητη ουσία του Πατρός. Και τούτο διότι εάν το γεννητόν ήταν και αυτό ουσία, δεν θα μπορούσε να ήταν ίδιο με την ουσία του αγεννήτου, αλλιώς θα έπρεπε αναγκαστικά να ταυτιστεί με το αγέννητο και τοιουτοτρόπως θα γινόταν αποδεκτή η άποψη της συνθέσεως των αντιθέτων εντός της ακτίστου θείας πραγματικότητας. Το γεννητόν, το οποίο δηλώνει την κτιστή ουσία του Υιού, σύμφωνα με τον αιρεσιάρχη Ευνόμιο, είναι κατώτερο του αγεννήτου, διότι είναι αιτιατό και μη άναρχο27. Μόνο το αγέννητον είναι το αναίτιο αιτιώδες αίτιο των κατωτέρων ουσιών του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αιρετικές προϋποθέσεις, εξάγεται το συμπέρασμα πως ο Υιός είναι όν κατώτερης και υποδεέστερης ουσίας, εντελώς ανόμοιας και ετερούσιας από αυτήν του Πατρός, δηλαδή κτιστής φύσεως. Προκειμένου δε να μετριάσουν τις αντιδράσεις των ορθοδόξων, οι υποστηρικτές της ανωτέρας κακοδοξίας αποδέχονταν ότι η προσηγορία «Θεός» μπορούσε να αποδοθεί και στον Υιό, με τη διαφορά ότι θα έπρεπε να αποδοθεί καταχρηστικά και όχι κυριολεκτικά. Με άλλα λόγια, οι ανόμοιοι χαρακτηρίζουν και αποκαλούν τον Υιό «Θεό» μόνο κατ’ όνομα και κατά την προσφώνηση και όχι Θεό κατ’ ουσίαν28. Εν ολίγοις, ο Υιός, σύμφωνα με τον αιρεσιάρχη Ευνόμιο, δεν είναι «φύσει» Θεός, αλλά «θέσει» θεός, καθώς μόνον ο αγέννητος Πατήρ είναι κατά φύσιν Θεός. Εφόσον, λοιπόν, ο Υιός δεν είναι φύσει Θεός, θα πρέπει, σύμφωνα με τον αιρεσιάρχη Ευνόμιο, να τιμάται πολύ λιγότερο από την πρώτη ουσία, δηλαδή αυτή του αγεννήτου-αγενήτου, όπως επίσης και η τρίτη ουσία, αυτή του Αγίου Πνεύματος, θα πρέπει να τιμάται πολύ λιγότερο από την πρώτη και τη δεύτερη ουσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ευνόμιος θεωρεί τον Υιό ως αποτέλεσμα της κτιστής ενέργειας της ανωτάτης και κυριωτάτης ουσίας του Πατρός29, όπως επίσης θεωρεί και το Άγιο Πνεύμα ως κτίσμα της κτιστής ενέργειας του Υιού. Τέλος, το Άγιο Πνεύμα, σύμφωνα με την ανωτέρω παρατεθείσα συλλογιστική, διά μέσου των μυριάδων κτιστών ενεργειών του κτίζει τον κόσμο και τα υπόλοιπα κτίσματα30. Για τον Ευνόμιο, ο Υιός δεν είναι ένα απλό ενέργημα ή κτίσμα της βουλήσεως του Πατρός, αλλά είναι έργο της ενέργειας που ακολουθεί την πρώτη ουσία31. Έτσι, προχωρεί ακόμη πιο πέρα στην κακοδοξία από τους λοιπούς μοναρχιανιστές, καθώς ο Παύλος ο Σαμοσατεύς θεωρούσε τουλάχιστον το Λόγο του Θεού ως την ανυπόστατη άκτιστη λογική δύναμη και ενέργεια του Θεού Πατρός, η οποία διαφοροποιείται κατά την ουσία από τον κτιστό υιό, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της βουλήσεως του ανυπόστατου ακτίστου Λόγου του Θεού32. Σε αντίθεση με τους λοιπούς τροπικούς και δυναμικούς μοναρχιανιστές, ο Ευνόμιος θεωρούσε τον Υιό ως έργο της κτιστής ενέργειας, η οποία έπεται (ακολουθεί) της ουσίας του Πατρός33. Με τις ίδιες ερμηνευτικές προϋποθέσεις αντιλαμβάνεται ο Ευνόμιος το Άγιο Πνεύμα ως κατώτερο του Υιού, διότι Αυτό θεωρείται ως έργο της κτιστής βουλητικής ενέργειας του κτιστού έργου της πρώτης και κυριωτάτης ουσίας του Πατρός, δηλαδή θεωρείται ως ενέργημα της κτιστής ενέργειας του Υιού. Σύμφωνα με τον αιρεσιάρχη Ευνόμιο, το Άγιο Πνεύμα υποτάσσεται στις δύο ανώτερες από αυτό ουσίες, σε αυτές, δηλαδή, τουΥιούκαι του Πατρός34, διότι δεν διαφέρει σε τίποτε κατ’ουσίαν από την λοιπή, αισθητή και νοερή, κτιστή πραγματικότητα.
Η ανωτέρα εκτενής εξήγηση της ευνομιανής διδασκαλίας έλαβε χώρα με σκοπό να καταδείξει το γεγονός ότι από τη στιγμή που η ουσία διασπάται, με την έννοια ότι αποξενώνονται από αυτήν οΥιός και το Άγιο Πνεύμα, διασπάται και διαχωρίζεται και η βούληση από την ενέργεια35. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τον αιρεσιάρχη Ευνόμιο, δεν ταυτίζονται κατά το άκτιστον η βούληση, η δύναμη και η ενέργεια36. Η ενέργεια, η οποία ακολουθεί την πρώτη ουσία είναι κτιστή, δηλαδή αποτέλεσμα της κινήσεως της δυνάμεως του Θεού. Η βούληση, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ευνομιανής αιρέσεως, είναι άκτιστη (αδέσμευτη βούληση), δίχως, όμως, να ανήκει φυσικώς στον Υιό, καθώς η υπόσταση του Λόγου είναι αποτέλεσμα της κτιστής βουλητικής ενέργειας του αγεννήτου και συνάμα αγενήτου Θεού Πατρός. Εφόσον οι αιτιατές θείες υποστάσεις είναι ετερούσια όντα,τα οποία παράγονται εκ του αναιτίου «αγεννήτου», σημαίνει πως αυτές έχουν ως αιτία της υπάρξεώς τους την κτιστή βουλητική ενέργεια του Θεού Πατρός37. Έτσι, οδηγούμαστε στην αποδοχή της υποταγής των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, καθώς αυτές υποτάσσουν το θέλημά τους στον αγέννητο Πατέρα, λόγω του ότι ο Πατήρ υπερέχει των αιτιατών υποστάσεων φυσικώς και βουλητικώς.
Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης, αναιρώντας την ευνομιανή διδασκαλία και κακοδοξία, παρατηρεί το γεγονός ότι ο Ευνόμιος αρνείται να αναφερθεί στα ονόματα «Πατήρ», «Υιός» και «Άγιο Πνεύμα» όταν κάνει λόγο για τον άκτιστο Τριαδικό Θεό, διότι γνωρίζει ότι, εάν το πράξει, θα παραστήσει σαφώς τη συγγένεια της φύσεως των τριών θείων υποστάσεων, όπως επίσης θα παραστήσει και την ταυτότητα της βουλήσεως, δηλαδή το ομόβουλον, των υποστάσεων της Αγίας Τριάδας, που υπάρχει στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα38. Το όνομα «Πατήρ» συνεπινοεί το όνομα«Υιός», καθώς και το όνομα «Υιός» και
«Λόγος» συνεπινοεί το όνομα «Πνεύμα»39. Ενδεχόμενη αναφορά του Ευνομίου στα ονόματα «Πατήρ», «Υιός» και «Άγιο Πνεύμα» θα φανέρωνε με σαφήνεια την ομοουσιότητα των τριών θείων υποστάσεων, όπως επίσης και την κοινή βούληση του Τριαδικού Θεού, πράγμα που θα απέκλειε την εκ της βουλήσεως του Πατρός γέννηση και εκπόρευση του Υιού και του Αγίου Πνεύματος αντίστοιχα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον προαναφερθέντα λόγο, ο Ευνόμιος αναφέρεται σε πρώτη, δεύτερη και τρίτη ουσία και όχι σε Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, προκειμένου να απορρίψει την ομοουσιότητα και την ταυτότητα της βούλησης των τριών θείων υποστάσεων. Στη συνέχεια, ο άγ. Γρηγόριος χρησιμοποιώντας και αντιστρέφοντας το ίδιο το επιχείρημα του Ευνομίου, ο οποίος υποστήριζε ότι η παραλλαγή των υποστατικών ονομάτων και προσηγοριών, δηλαδή του «αγεννήτου» του «γεννητού» και του «εκπορευτού», δεικνύει και δηλώνει την παραλλαγή των ουσιών, δηλαδή την ετερουσιότητα των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος, παρατηρεί πως η κοινότητα των ονομάτων που έχουν οι τρεις θείες υποστάσεις, ονόματα όπως το «άκτιστος», «δίκαιος» και «άφθαρτος», τα οποία είναι ονόματα των φυσικών ιδιωμάτων, δείχνουν με σαφήνεια το κοινό, το ενιαίο και το απαράλλακτο της θείας ουσίας40. Τοιουτοτρόπως, ο ιερός πατήρ της Εκκλησίας μας αποδεικνύει ότι και οι τρείς υποστάσεις είναι ο ένας Θεός και όχι μόνο το πρόσωπο του Πατρός, καθώς ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσματα, τα οποία προέρχονται εκ της θείας βουλήσεως, αλλά προέρχονται ακτίστως και θεοπρεπώς, δηλαδή, ο Υιός με γεννητό και το Άγιο Πνεύμα με εκπορευτό τρόπο, εκ της θείας ουσίας κατά την πατρική υπόσταση και όχι εκ της βουλήσεως του Πατρός.
26. Ν. Ξεξάκης, Ὀρθόδοξη Δογματική Θεολογία, τόμος Α’, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2012, σελ. 152 – 155.
27. Ο Ευνόμιος προκειμένου να αποφύγει τη σύνθεση στο Θεό κατατάσσει τον Υιό μαζί με τα κτίσματα, δίχως να αντιλαμβάνεται ότι με αυτόν τον τρόπο καταλύει το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Βλ. Ν. Ξιώνης, Οὐσία καὶ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1999, σελ. 128 – 146.
28.ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος ΚΘ’, PG 36, 92ΑΒ: «οἱ δέ, ὥσπερ δεδοικότες μὴ πάντα κινεῖν κατὰ τῆς ἀληθείας, θεὸν μὲν εἶναι τὸν υἱὸν ὁμολογοῦσιν, ὅταν βιασθῶσι τω λόγῳ καὶ ταῖς μαρτυρίαις, ὁμώνυμον δὲ καὶ μόνης κοινωνοῦντα τῆς κλήσεως».
29. π. Ιωάν. Ρωμανίδης, Πατερική Θεολογία, εκδόσεις Παρακαταθήκη, Αθήνα 2004,σελ.
127-132.
30. Του Ιδίου, Δογματική καὶ Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Α’, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 253 – 289.
31. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Εὐνομίου Α’, PG 45, 352CD.
32. Α. Θεοδώρου, Ἱστορία Δογμάτων, τόμος Α’, Ἡ ἱστορία τοῦ Δόγματος ἀπό τῶν ἀποστολικῶν χρόνων μέχρι της Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέρος Β’. Ἡ ἱστορία τοῦ Δόγματος ἀπό τῆς ἐποχῆς τῶν απολογητῶν μέχρι τοῦ 318 μ.Χ., εκδόσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1978, σελ. 416 – 419.
33. π.Ιωάν.Ρωμανίδης, Πατερική Θεολογία, εκδόσεις Παρακαταθήκη, Αθήνα 2004, σελ.
274–275.
34. Για τους Ευνομιανούς, το ένα πρόσωπο παράγει το άλλο. Επίσης, οι υποστηρικτές της προαναφερθείσης αιρέσεως εισάγουν διάστημα, χρόνο και ιεραρχία στην Αγία Τριάδα.
35. Η ουσία δεν διασπάται για τον Ευνόμιο, καθώς η ενότητα της θείας πραγματικότητας βασίζεται στην ίδια την ουσία, η οποία ταυτίζεται με το αγέννητον. Για τον Ευνόμιο η αποδοχή της ομουσιότητας των υποστάσεων του Πατρός,του Υιού και του Αγίου Πνεύματος διασπά την απλότητα της θείας ουσίας. Η πατερική, όμως, παράδοση δεν θεωρεί διάσπαση τις ακοινώνητες διακρίσεις, δηλαδή τις υποστάσεις, καθώς τις θεωρεί ως τους ιδιαίτερους τρόπους υπάρξεως της μίας ουσίας και όχι μόνον ουσία.
36. Ν. Ξιώνης, Οὐσία καὶ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1999, σελ. 134.
37. Ο Ευνόμιος αρνείται να χαρακτηρίσει την ενέργεια του Θεού άκτιστη, διότι σε περίπτωση που η θεία ενέργεια ήταν άκτιστη, τότε θα μετέδιδε τα ιδιώματα της στις δύο κτιστές αιτιατές υποστάσεις και κατ’ επέκταση σε όλη την λοιπή, αισθητή και νοερή, κτιστή πραγματικότητα.Βλ. Όπ.π., σελ. 128 – 146.
38. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Εὐνομίου Α’, PG 45, 308 BC.
39. Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Περί Διονυσίου τοῡ ἐπισκόπου Ἀλεξανρείας, PG25, 504CD–505A:
«Τῶν ὑπ' ἐμοῦ λεχθέντων ὀνομάτων ἕκαστον ἀχώριστόν ἐστι καὶ ἀδιαίρετον τοῦ πλησίον. πατέρα εἶπον, καὶ πρὶν ἐπαγάγω τὸν υἱόν, ἐσήμανα καὶ τοῦτον ἐν τῷ πατρί· υἱὸν ἐπήγαγον, εἰ καὶ μὴ προειρήκειν τὸν πατέρα, πάντως ἂν ἐν τῷ υἱῷ προείληπτο. ἅγιον πνεῦμα προσέθηκα, ἀλλ'ἅμα καὶ πόθεν καὶ διὰ τίνος ἧκεν ἐφήρμοσα. οἱδὲ οὐκἴσασιν, ὅτι μήτε ἀπηλλοτρίωται πατὴρ υἱοῦ ᾗ πατήρ, προκαταρκτικὸν γάρ ἐστι τῆς συναφείας τὸ ὄνομα,οὔτε ὁ υἱὸς ἀπῴκισται τοῦ πατρός. ἡ γὰρ πατὴρ προσηγορία δηλοῖ τὴν κοινωνίαν, ἔν τε ταῖς χερσὶν αὐτῶν ἐστι τὸ πνεῦμα μήτε τοῦ πέμποντος μήτε τοῦ φέροντος δυνάμενον στέρεσθαι. πῶς οὖν ὁ τούτοις χρώμενος τοῖς ὀνόμασι μεμερίσθαι ταῦτα καὶ ἀφωρίσθαι παντελῶς ἀλλήλων οἴομαι; καὶ μετ' ὀλίγα ἐπάγει λέγων· οὕτω μὲν ἡμεῖς εἴς τε τὴν τριάδα τὴν μονάδα πλατύνομεν ἀδιαίρετον, καὶ τὴν τριάδα πάλιν ἀμείωτον εἰς τὴν μονάδα συγκεφαλαιούμεθα». (Η έντονη υπογράμμιση του συγγραφέως). [Απόδοση στα νέα ελληνικά (ChatGPT): «Καθεμία από τις ονομασίες που είπα εγώ είναι αχώριστη και αδιαίρετη από την αντίστοιχή της. Είπα "Πατέρα", ακόμη και πριν αναφέρω τον Υιό, υπαινίχθηκα και αυτόν μέσα στον Πατέρα· και όταν ανέφερα τον Υιό, ακόμη κι αν δεν είχα πει προηγουμένως τον Πατέρα, σίγουρα θα είχε νοηθεί και αυτός μέσα στον Υιό. Πρόσθεσα το Άγιο Πνεύμα, αλλά ταυτόχρονα έδειξα/υπαινίχθηκα και από πού και μέσω τίνος ήρθε. Εκείνοι όμως δεν γνωρίζουν ότι ούτε ο Πατέρας έχει αποκοπεί από τον Υιό, κατά το ότι είναι Πατέρας — γιατί η ονομασία είναι προϋπόθεση της σχέσης (γιατί η ονομασία δηλώνει τη μεταξύ τους σχέση)· ούτε ο Υιός έχει απομακρυνθεί από τον Πατέρα· διότι η προσφώνηση "Πατέρας" δηλώνει την κοινωνία· και το Πνεύμα είναι στα χέρια τους, χωρίς να μπορεί να αποστερηθεί ούτε από εκείνον που το αποστέλλει ούτε από εκείνον που το φέρει (και δεν μπορεί να αποχωριστεί από κανέναν). Πώς λοιπόν αυτός που χρησιμοποιεί αυτά τα ονόματα μπορεί να νομίζει ότι αυτά έχουν διαιρεθεί και έχουν τελείως χωριστεί το ένα από το άλλο;
Και λίγο παρακάτω προσθέτει λέγοντας: Έτσι εμείς και προς την Τριάδα πλατύνουμε την Μονάδα αδιαίρετη, και την Τριάδα πάλι αμείωτη στην Μονάδα συγκεφαλαιώνουμε.» ]
40. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Εὐνομίου Γ’, PG45, 756C:«ἀλλὰ ταῦτα μόνον οὐκ εἶδεν ὁ ὀξὺς καὶ διορατικὸς τὴν διάνοιαν, ὅτι ἐνταῦθα ὅ τε πατὴρ θεὸς καὶ ὁ υἱὸς θεὸς δίκαιός τε καὶ ἄφθαρτος καὶ πάντα τὰ τῆς θεολογίας ὀνόματα κατὰ τὸ ἴσον ἐπί τε τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ λέγεται, ὥστε εἰ τὸ παρηλλαγμένον τῶν προσηγοριῶν τὴν διαφορὰν σημαίνει τῶν φύσεων, ἡ κοινότης τῶν ὀνομάτων τὸ κοινὸν τῆς οὐσίας πάντως ἐνδείξεται. καὶ εἰ χρὴ συνθέσθαι τὴν θείαν οὐσίαν δι' ὀνομάτων μηνύεσθαι, πρέπον ἅν εἴη τὰς ὑψηλὰς ταύτας καὶ θεοπρεπεῖς φωνὰς ἐφαρμόζειν τῇ φύσει μᾶλλον ἥ τὴν τοῦ γεννητοῦ καὶ ἀγεννήτου ἐπωνυμίαν, ὅτι τὸ μὲν ἀγαθόν τε καὶ ἄφθαρτον, δίκαιόν τε καὶ σοφὸν καὶ ὅσα τοιαῦτα μόνῃ προσφυῶς τῇ ὑπερεχούσῃ πάντα νοῦν ἐφαρμόζεται φύσει, τὸ δὲ γεννητὸν καὶ πρὸς τὰ εὐτελῆ τῆς κάτω κτίσεως τὴν ὁμωνυμίαν ἔχει». [Απόδοση στα νέα ελληνικά (ChatGPT): «Αλλά αυτά μόνον δεν είδε ο οξυδερκής και διεισδυτικός στη διάνοια, ότι εδώ και ο Πατέρας είναι Θεός και ο Υιός είναι Θεός, και δίκαιος και άφθαρτος, και όλα τα ονόματα της θεολογίας λέγονται εξίσου και για τον Πατέρα και για τον Υιό· ώστε, αν η διαφορά των προσφωνήσεων (ονομάτων) δηλώνει τη διαφορά των φύσεων, η κοινότητα των ονομάτων ασφαλώς θα δείξει την κοινότητα της ουσίας.
Και αν πρέπει να δηλώνεται η θεία ουσία μέσω ονομάτων, θα ήταν πρέπον να αποδίδονται στη φύση μάλλον αυτά τα υψηλά και θεοπρεπή ονόματα παρά η προσωνυμία του γεννητού και του αγεννήτου· διότι το “αγαθό” και “άφθαρτο”, το “δίκαιο” και “σοφό” και όσα άλλα τέτοια, εφαρμόζονται ταιριαστά μόνο στη φύση που υπερβαίνει κάθε νου· ενώ το “γεννητό” έχει την ονομασία κοινή (και) με τα ευτελή πράγματα της κατώτερης κτίσης.»]
Ας δούμε σε ποιο πλαίσιο εντάσσεται το παραπάνω απόσπασμα από τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, και ποια θεολογική αντιπαράθεση αναδεικνύει με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης.
🔹 Ιστορικό-θεολογικό πλαίσιο: Αντιπαράθεση με τον Ευνόμιο
Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει το έργο Κατά Εὐνομίου για να αντικρούσει τις αιρετικές απόψεις του Ευνομίου, αρχηγού των Ανομιών (μιας ριζοσπαστικής μορφής αρειανισμού). Ο Ευνόμιος ισχυριζόταν:
Ότι ο Θεός είναι κατά φύσιν "ἀγέννητος", και
Ότι αυτή η ιδιότητα ("ἀγεννησία") αποτελεί την ουσία του Θεού,
Άρα ο Υιός, επειδή είναι "γεννητός", δεν μπορεί να είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα.
Ο Ευνόμιος υποστήριζε δηλαδή πως το διαφορετικό όνομα δηλώνει και διαφορετική ουσία (π.χ. "Πατέρας" ≠ "Υιός" σημαίνει και διαφορετική θεότητα).
🔹 Τι λέει ο Γρηγόριος Νύσσης στο απόσπασμα
Ο Άγιος Γρηγόριος αντιστρέφει αυτή τη λογική. Το επιχείρημά του έχει δύο βασικά σκέλη:
1. Αν η διαφορά των ονομάτων σήμαινε διαφορά ουσίας, τότε:
η ταυτότητα των άλλων θεοπρεπών ονομάτων (“Θεός”, “Δίκαιος”, “Άφθαρτος”, “Σοφός”) θα σήμαινε ταυτότητα ουσίας.
Δηλαδή, εφόσον και ο Πατέρας και ο Υιός αποκαλούνται με τα ίδια "οντολογικά" ονόματα, είναι της ίδιας ουσίας.
2. Ποια ονόματα δηλώνουν καλύτερα τη θεότητα;
Ο Γρηγόριος λέει ότι τα ονόματα όπως “αγαθός”, “δίκαιος”, “σοφός”, “άφθαρτος” είναι ουσιαστικότερα και πιο αρμόζοντα στη θεία φύση από τις λέξεις “γεννητός” και “αγέννητος”.
Διότι οι τελευταίες (γεννητός/αγέννητος) είναι σχετικές και με τα κτιστά όντα· ενώ τα πρώτα εκφράζουν την ουσία καθαυτή, ανεξάρτητα από σχέση.
➤ Άρα, δεν μπορείς να ορίσεις την ουσία του Θεού μέσω της "ἀγεννησίας", διότι αυτό δεν είναι καθαρά θεολογικό όνομα, αλλά αρνητικό και συγκριτικό.
🔹 Θεολογική σημασία
Αυτό το απόσπασμα είναι κρίσιμο για την πατερική θεολογία διότι:
Απορρίπτει την "οντολογικοποίηση" των σχέσεων Πατήρ – Υιός (π.χ. το ότι "είμαι Υιός" δεν σημαίνει "είμαι κατώτερος").
Δείχνει ότι τα οντολογικά-θεολογικά ονόματα (όπως "Θεός", "Αγαθός", "Άφθαρτος") δηλώνονται εξίσου και από τον Πατέρα και από τον Υιό (και το Πνεύμα), άρα είναι ομοούσιοι.
Τονίζει ότι δεν πρέπει να βασίζεται κανείς σε ανθρώπινα, σχεσιακά ή χρονικά ονόματα (όπως "γέννηση", "πρωτογενές", "δευτερεύον") για να περιγράψει την υπερούσια θεία φύση.
🔹 Παράλληλα με Καππαδόκες και ὁμοουσιότητα
Αυτό το επιχείρημα στηρίζει την τριαδική ορθοδοξία των Καππαδοκών (Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου και Γρηγορίου Νύσσης), οι οποίοι:
Διέκριναν τη φύση (οὐσία) από τα πρόσωπα (ὑποστάσεις)
Θεμελίωσαν τη μία θεία ουσία στην κοινότητα των θεοπρεπών ιδιοτήτων,
Και τόνισαν ότι οι υποστατικές ιδιότητες ("πατρότητα", "υιότητα", "ἐκπόρευσις") δεν αλλοιώνουν την ενότητα της θεότητας.
Συνεχίζουμε με συστηματική αντιπαραβολή των βασικών θέσεων του Εὐνομίου και των Καππαδοκών Πατέρων, ιδίως του Γρηγορίου Νύσσης, με έμφαση στο θέμα των ονόματων, ουσίας και υποστάσεων στη θεολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου