Συνέχεια από: Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ: ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ Α. ΤΟΜΑΖΟΥ
Ο μεγάλης Βουλής Άγγελος και η ελευθερία του Τριαδικού Θεού στον αΐδιο τρόπο ύπαρξής Του
Επιβλέπων Καθηγητής: κ. Νικόλαος Ρ. Ξιώνης
Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή: 1) καθ. Νικόλαος Ρ. Ξιώνης, 2) καθ. Μαρίνα Κολοβοπούλου, 3) καθ. Σταύρος Γιαγκάζογλου
ΑΘΗΝΑ 2020
Εκ των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η θεία ουσία είναι και παραμένει παντελώς άγνωστη και απρόσιτη για τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Ωστόσο, αυτοί δεν οδηγούνται στην αποδοχή κάποιου είδους αγνωστικισμού, διότι η ύπαρξη της ουσίας γίνεται γνωστή μέσω των υποστάσεων, και τούτο διότι αυτές αποτελούν την έκφανση και τη φανέρωση της ουσίας.Ενώ λοιπόν οι υποστάσεις ταυτίζονταν, κυρίως στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, με την ουσία, γρήγορα διακρίθηκαν από αυτήν κατά την περίοδο των πρώτων τριαδολογικών αιρέσεων. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο όρος «υπόσταση» σήμαινε πότε το ιδιάζον, δηλαδή το συγκεκριμένο όν (ἰδικόν– μερικόν) και πότε την ουσία, δηλαδή το κοινό που αποδίδεται σε ομογενή – ομοειδή άτομα. Έπειτα από τη διεκπεραίωση των πρώτων οικουμενικών συνόδων, οι όροι «υπόσταση» και «ουσία» διακρίθηκαν, και πλέον έπαψαν να ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους στη θεολογική σκέψη. Οι υποστάσεις, λοιπόν, φανερώνουν τον τρόπο ύπαρξης του ενός κατά την ουσία Θεού και αποκαλύπτουν το γεγονός της αΐδιας κίνησης του ζώντος Θεού.[ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ;] Γι’ αυτό και τα ονόματα «Πατήρ», «Υιός» και «Άγιο Πνεύμα», δεν δηλώνουν κάποια ενεργειακή σχέση, η οποία υφίσταται μεταξύ των τριών υποστάσεων ή προσώπων της Αγίας Τριάδος, αλλά δηλώνουν τον αναίτιο-αιτιώδη και αιτιατό τρόπο υπάρξεως της μίας θείας ουσίας, δηλαδή των τριών υποστάσεων, τρόπος ο οποίος φανερώνει, πέραν από την υποστατική διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδος, και το ομοούσιο των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος, καθώς η ύπαρξη του αιτίου, δηλαδή του Πατρός, εντός της θεότητας, συνεπινοεί και την ύπαρξη του αιτιατού, δηλαδή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ενώ το «αγέννητον», το «γεννητόν» και το «εκπορευτόν» δηλώνουν τα ακοινώνητα και αμεταβίβαστα υποστατικά ιδιώματα, τα οποία χαρακτηρίζουν τις υποστάσεις αυτές καθαυτές, δηλαδή τον αγέννητο, γεννητό και εκπορευτό τρόπο ύπαρξης της μίας θείας ουσίας. Οι υποστάσεις, στην περίπτωση του άκτιστου Τριαδικού Θεού, είναι ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης της μίας θείας ουσίας, δίχως αυτές να είναι μέρη ή τμήματα της μίας θεότητας, αλλά είναι όλη και η αυτή θεία ουσία, η οποία υπάρχει με τρεις διακεκριμένους τρόπους20. Συνεπώς, ο Πατήρ είναι όλη η θεία ουσία, η οποία υπάρχει με αγέννητο τρόπο, ο Υιός είναι όλη η θεία ουσία, η οποία υπάρχει με γεννητό τρόπο και το Άγιο Πνεύμα είναι όλη η θεία ουσία, η οποία υπάρχει με τον τρόπο της εκπόρευσης21. Η φανέρωση όλης της θείας ουσίας από το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά δεν σημαίνει το γεγονός ότι η κάθε υπόσταση είναι φορέας;; [ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΟΥΣΙΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΟΥΣΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ] διαφορετικής ουσίας ή φύσεως, πράγμα το οποίο πρέσβευαν οι υποστηρικτές της αρειανικής κακοδοξίας, διότι τότε θα επέρχετο ταύτιση μεταξύ της ουσίας και της υπόστασης, πράγμα το οποίο πρέσβευαν ακράδαντα οι υποστηρικτές της κακοδοξίας του Σαβελλιανισμού, οι οποίοι κατέληγαν στη μία υπόσταση και ουσία του Πατρός, θεώρηση που οδηγεί στην άποψη ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι «προσωπεία» και ανυπόστατες φανερώσεις της μίας θείας υπόστασης, η οποία ταυτίζεται απόλυτα με την ουσία του Πατρός.[ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ]
[Ας δούμε όμως και μία θεολογική ερμηνεία της κινήσεως(τής υπάρξεως καί φανερώσεως) της Αγίας Τριάδος, την οποία ερμηνεύει Ιεραρχικά ο μεγαλύτερος Θεολόγος, Άγιος Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται το γραφέν υπό Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που είναι άξιος να την κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στην Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από την Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία. Μετά όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρητης Θεογονίας αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερούσιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυτών, ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννήσεως.»]
[ Άγιος Γρηγόριος: «Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στην Αγία Τριάδα Μοναρχία και Πατρότης;!» Και απαντά, “Λόγος ΚΘ, 2, 8”: «Ημείς όμως τιμώμεν την μοναρχίαν, και μάλιστα την μοναρχίαν η οποία δεν περιορίζεται εις ένα πρόσωπον, αλλά μοναρχίαν την οποίαν πραγματοποιεί η ισοτιμία της φύσεως, η σύμπνοια της γνώμης, η ταυτότης της κινήσεως και η συμφωνία με το ένα πρόσωπον, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται εις την κτιστήν φύσιν, δια τούτο μονάς απ’ αρχής, εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη».
“Λόγος ΚΘ, 16, 9”: «Η ονομασία Πατήρ δεν είναι χαρακτηρισμός ούτε της ουσίας, ούτε της ενεργείας, αλλά σημαίνει την σχέσιν του Πατρός προς τον Υιόν ή του Υιού προς τον Πατέρα. Όπως δηλ. εις ημάς τους ανθρώπους αι ονομασίαι αύται φανερώνουν την γνησιότητα και την ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος και γεννηθέντος».
Βλέπουμε ξεκάθαρα και εδώ πως είναι αδύνατο να βρεθούν όροι και καταστάσεις στη ζωή μας που να μπορούν να περιγράψουν την Αγία Τριάδα. Ακόμη και η Σχέση, το πώς έχει, σημαίνει ομοφυίαν, ισοτιμίαν.Το πρόσωπον δεν σημαίνει πώς είναι, αλλά πώς έχει το ένα προς το άλλο!]
“Λόγος ΚΘ, 16, 9”: «Η ονομασία Πατήρ δεν είναι χαρακτηρισμός ούτε της ουσίας, ούτε της ενεργείας, αλλά σημαίνει την σχέσιν του Πατρός προς τον Υιόν ή του Υιού προς τον Πατέρα. Όπως δηλ. εις ημάς τους ανθρώπους αι ονομασίαι αύται φανερώνουν την γνησιότητα και την ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος και γεννηθέντος».
Βλέπουμε ξεκάθαρα και εδώ πως είναι αδύνατο να βρεθούν όροι και καταστάσεις στη ζωή μας που να μπορούν να περιγράψουν την Αγία Τριάδα. Ακόμη και η Σχέση, το πώς έχει, σημαίνει ομοφυίαν, ισοτιμίαν.Το πρόσωπον δεν σημαίνει πώς είναι, αλλά πώς έχει το ένα προς το άλλο!]
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημανθούν ορισμένες επιπλέον αιρετικές αποκλίσεις από την Τριαδολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τη θεώρηση της θείας ουσίας, καθώς αυτές διαταράσσουν και διαρρηγνύουν την έννοια του ομοουσίου της Αγίας Τριάδος. Πρόκειται για τις προϋποθέσεις των αιρέσεων που αποξενώνουν τις αιτιατές υποστάσεις, αυτές δηλαδή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, από τη θεία ουσία, αιρέσεις όπως του Αρείου, του Ευνομίου και του Μακεδόνιου. Αρμόζει να σημειωθεί το γεγονός ότι οι αιρετικοί, συνήθως αρειανικής καταγωγής και φιλοσοφικών ή ιουδαϊκών προϋποθέσεων, υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός αγενήτου, δηλαδή ενός άκτιστου, το οποίο ταυτίζεται εννοιολογικά με το αγέννητο. Επίσης, οι υποστηρικτές της αρειανικής κακοδοξίας ταυτίζουν το γενητό με το γεννητό, πράγμα που σημαίνει ότι ο Υιός, λόγω του γεννητού και άρα γενητού τρόπου της υπάρξεως του, καθίσταται ένα απλό κτιστό όν, το οποίο προηγείται των λοιπών κτισμάτων μόνο κατά το χρόνο και όχι κατά την ουσία.[ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ] Οι Αρειανοί, σε αντίθεση με το Σαβέλλιο, ο οποίος ταύτιζε τις τρεις υποστάσεις μεταξύ τους θεωρώντας τις ως προσωπεία ή «μάσκες» του ενός Θεού και ως σχέσεις της μίας θείας πραγματικότητας με τον κτιστό κόσμο, διακρίνουν σαφώς τις τρείς υποστάσεις μεταξύ τους, δίχως, όμως, να δέχονται την ομοουσιότητα των αιτιατών υποστάσεων με την αναίτια αιτιώδη υπόσταση, πράγμα που σημαίνει ότι δεν δέχονται την ομοουσιότητα των υποστάσεων του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος22. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αρειανικής κακοδοξίας, ο γεννητός και συνάμα γενητός Υιός είναι το πρωτότοκο δημιούργημα πάσης της κτίσεως, είναι δηλαδή ένας εκ των πολλών γενητών, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ενέργημα της βουλήσεως του Θεού Πατρός, όπως όλα τα λοιπά, έλλογα και άλογα, κτίσματα23. Το μόνο αγένητο, δηλαδή άκτιστο, είναι το αγέννητο, το οποίο συσχετίζεται με τα γενητά-γεννητά, δηλαδή με τα κτιστά, διά μέσου κτιστών ενεργειών και κτιστών σχέσεων24. Ο γεννητός και συνάμα γενητός Υιός, σύμφωνα με τον Άρειο, είναι κτίσμα, το οποίο προέρχεται από τη βούληση του Θεού Πατρός και όχι κατά φύσιν γέννημα, το οποίο προέρχεται εκ της ουσίας ή φύσεως του Πατρός. Για τους υποστηρικτές του Αρειανισμού το αγένητο δεν είναι ουσιώδες ιδίωμα της Αγίας Τριάδος, παρά μόνον υποστατικό ιδίωμα του Πατρός. Συνεπώς, μόνον ο Πατήρ είναι αγέννητος, αγένητος και άκτιστος, καθώς αυτές οι προαναφερθείσες προσηγορίες ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους. Για τους Έλληνες Πατέρες, όμως, το αγέννητο δεν σημαίνει και ούτε ταυτίζεται με το αγένητο – άκτιστο, αλλά σημαίνει τον αγέννητο, δηλαδή μη γεννητό, τρόπο υπάρξεως της υπόστασης του Πατρός, δηλαδή τον αναίτιο τρόπο ύπαρξής του. Επίσης, το γεννητό δεν ταυτίζεται εννοιολογικά και σημασιολογικά με το γενητό, δηλαδή με το κτίσμα, διότι δηλώνει τον αιτιατό τρόπο ύπαρξης της υποστάσεως του Υιού, ενώ παράλληλα δηλώνει και την ομοουσιότητα αυτού που έχει γεννηθεί με τον γεννήτορά του. Η ταυτουσιότητα των υποστάσεων του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δεικνύει το γεγονός ότι οι δύο αιτιατές υποστάσεις είναι υπεράνω της βουλήσεως, καθώς αυτές, σύμφωνα με τον άγ. Ιωάννη Δαμασκηνό, είναι «έργα» της φύσεως του Πατρός και όχι έργα της θελήσεως25. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι η συμβατική φράση «έργο της φύσεως», την οποία χρησιμοποιεί ο άγ. Ιωάννης για να δηλώσει τη θεοπρεπή και άκτιστη προέλευση των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος από την ουσία του Πατρός, δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με το κτιστό αποτέλεσμα της κινήσεως της βουλήσεως, δηλαδή με το ενέργημα, ούτε βεβαίως σημαίνει την άκτιστη ουσιώδη ενέργεια του Θεού, ή οποία υφίσταται αποκαλυπτικά προς την έλλογη, αισθητή και νοερή, κτιστή πραγματικότητα. Ο όρος «έργο της φύσεως» δηλώνει τη θεοπρεπή προέλευση των αιτιατών υποστάσεων, δηλαδή αυτών του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, από την ουσία του Πατρός και όχι από τη θεία βούληση.
Σημειώσεις
20. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Ἀντιρρητικός πρὀς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, PG 45, 489Β.
21. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Πώς τρία πρόσωπα λέγοντες ἐν τῇ θεότητι οὐ φαμέν τρεῖς θεούς πρός τούς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινών εννοιών, PG 45, 176C – 177A. Βλ. επίσης Ν. Ξιώνης, Οὐσία καὶ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1999, σελ. 26.
22. Κ. Σκουτέρης, Ἱστορία Δογμάτων, Ἡ Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία καί οἱ νοθεύσεις της ἀπο τίς ἀρχές τοῦ τέταρτου αἰῶνα μέχρι καί τήν Τρίτη Οἰκουμενική Σύνοδο, τόμος Β’, Αθήνα 2004, σελ. 114 – 120.
23. Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Αρειανών Λόγος Γ’, PG26, 356A. Bλ.επίσης Δ.Λιάλιου,
Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν καὶ Συμβολικῶν Κειμένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Α.' Ἑρμηνεία τῶν Οἱκουμενικῶν Συμβόλων καὶ τῶν συναφῶν Ἱερῶν Κανόνων (Θεολογική ἀνάλυση μὲ ἀναφορὲς στὶς πηγές), {Θεολογία και Οικουμένη – 9}, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, 79 – 86.
24. Ν. Ματσούκας, Θεολογία, Κτισιολογία, Ἐκκλησιολογία κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον.
Σημεῖα πατερικῆς καὶ οἰκουμενικῆς θεολογίας, {φιλοσοφική και θεολογική βιβλιοθήκη – 46}, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 49.
25 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 813AB «ἀλλ' ἡ μὲν γέννησις ἀίδιος φύσεως ἔργον οὖσα καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ προάγουσα, ἵνα τροπὴν ὁ γεννῶν μὴ ὑπομείνῃ καὶ ἵνα μὴ Θεὸς πρῶτος καὶ Θεὸς ὕστερος εἴη καὶ προσθήκην δέξηται. ῾Η δὲ κτίσις ἐπὶ Θεοῦ θελήσεως ἔργον οὖσα οὐ συναΐδιός ἐστι τῷ Θεῷ, ἐπειδὴ οὐ πέφυκε τὸ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγόμενον συναΐδιον εἶναι τῷ ἀνάρχῳ καὶ ἀεὶ ὄντι». (Η έντονη υπογράμμιση του συγγραφέως). Βλ. επίσης Μ. Φαράντος, Ἡ θεολογία τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, συμβολή εἰς τὴν δογματικὴν ἔρευναν τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, Αθήνα 1969, σελ. 121 – 122.
Το θέμα τώρα είναι ποια είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η Ορθόδοξη παράδοσι προσφέρει μέθοδο θεραπείας του νοός του ανθρώπου, δηλαδή της ψυχής του. Η θεραπεία αυτή έχει δύο φάσεις, όπως είπαμε, τον φωτισμό κα την θέωσι. Η θέωσις, δηλαδή η θεοπτία, είναι η εγγύησις της θεραπείας, της πλήρους θεραπείας.
Αυτή η θεραπευτική μέθοδος, η θεραπευτική αγωγή, που προσφέρει η Ορθόδοξος παράδοσις, παραδίδεται (εξ ου και παράδοσις) από γενεά σε γενεά με φορείς ανθρώπους, οι οποίοι έφτασαν στον φωτισμό και στην θέωσι και έγιναν θεραπευτές για τους άλλους. Δεν είναι δηλαδή απλή μεταβίβασις γνώσεων από τα βιβλία, αλλά μεταβίβασις και διαδοχή εμπειρίας, της εμπειρίας του φωτισμού και της εμπειρίας της θεώσεως.
Παρατηρείται όμως στην Παλαιά Διαθήκη ότι κατάστασι φωτισμού και θεώσεως είχαν μόνο οι Πατριάρχες και οι Προφήτες των Ισραηλιτών. Αυτό είναι ιστορικό φαινόμενο. Πριν από τους Προφήτες έχομε τους Πατριάρχες. Προ του Μωϋσέως έχομε τον Αβραάμ. Διαβάζομε όμως στην Παλαιά Διαθήκη ότι μέχρι τον Αβραάμ υπάρχει συνείδησις της καταστάσεως του φωτισμού και της θεώσεως. Ο ίδιος ο Αβραάμ ήταν θεόπτης, δηλαδή έφθασε σε θέωσι. Αυτό φαίνεται σαφώς. Για την εποχή προ του Αβραάμ πάλι έχομε στοιχεία από την Εβραϊκή Παράδοσι ότι φωτισμός και θέωσις υπήρχαν και στους προπάτορες του Αβραάμ, παραδείγματος χάριν στον Νώε. Η παράδοσις αυτή, του φωτισμού δηλαδή και της θεώσεως, μεταβιβάζεται. Δεν εμφανίζεται έτσι εκ του μηδενός. Δεν εμφανίζεται ξαφνικά τον 11ο ή 12ο π.Χ. αιώνα.
Υπάρχει Καινή Διαθήκη, υπάρχει και Παλαιά Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη είναι πιο εύκολος ο έλεγχος, διότι είναι περιωρισμένος ο χρόνος διαρκείας της. Η Παλαιά Διαθήκη όμως περιλαμβάνει 1500 χρόνια ιστορίας. Μέσα τώρα σ’ αυτήν την περίοδο έχομε μία σπονδυλική στήλη. Αυτή η σπονδυλική στήλη, που είναι η παράδοσις του φωτισμού και της θεώσεως που μεταβιβάσθηκε από Προφήτη σε Προφήτη, είναι και η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως: Η μεταβίβασις της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως από γενεά σε γενεά. Αυτή εκτείνεται στην Παλαιά Διαθήκη χρονικά από τον Αβραάμ μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Αυτή είναι η Προφητική παράδοσις, η παράδοσις των Πατριαρχών και των Προφητών.
Αλλά και πριν από αυτήν την περίοδο έχομε την πρώτη περίοδο, που εκτείνεται από τον Αδάμ, μέσω του Νώε, μέχρι τον Αβραάμ. Σήμερα έχει διαπιστωθή αρχαιολογικά η αλήθεια των αναφερομένων ιστορικών γεγονότων στην Παλαιά Διαθήκη τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Μωϋσέως. Και σήμερα δεν υπάρχει κανείς, που να αμφισβητή την Παλαιά Διαθήκη ως κείμενο μεγάλης ιστορικής αξίας. Αλλά και πριν από τον Μωϋσέα μέχρι την εποχή του Αβραάμ έχουν βρη οι αρχαιολόγοι στοιχεία, που επαληθεύουν τα αναφερόμενα στην Παλαιά Διαθήκη γύρω από το πρόσωπο του Αβραάμ.
Βλέπομε λοιπόν ότι η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως δεν είναι το βιβλίο της Αγίας Γραφής, αλλά είναι η μεταβίβασις αυτής της εμπειρίας, του φωτισμού και της θεώσεως διαδοχικά από τον Αδάμ μέχρι των ημερών μας.
ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΔΩ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟ ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ; ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ; Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ ΤΙ ΕΙΝΑΙ; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ Π.Δ.; Ο ΜΩΥΣΗΣ ΕΙΔΕ ΤΑ ΟΠΙΣΘΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΑΣ ΔΙΔΑΧΘΗΚΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ!!! Ο ΘΕΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΑΓΓΕΛΟΣ. Ο ΑΒΡΑΑΜ ΔΙΔΑΧΘΗΚΕ ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου