Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (30)

Συνέχεια από: Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟΥ. 
Ρομαντισμός και μηδενισμός.


«Ρομαντισμός και μηδενισμός: Ο δαιμονιακός ήρωας

Ο νομιναλισμός υπογράμμισε την ανωτερότητα της θεϊκής βούλησης και την τοποθέτησε πάνω από τον Λόγο. Οι πρώτοι μοντέρνοι στοχαστές, αντιθέτως, προσπάθησαν να κατασκευάσουν έναν πολιορκητικό κριό ενάντια στις πιθανές ιδιοτροπίες και στο χάος της θεϊκής βούλησης. Η σύλληψη του Descartes για την απόρθητη αυτοπεποίθηση της συνείδησης, η αντίληψη του εμπειρισμού για την άπειρη φυσική αιτιότητα και ο ισχυρισμός του Kant για την ορθολογικότητα του πρακτικού Λόγου συνέβαλαν από κοινού στο να περιοριστούν η ισχύς και το εύρος της θεϊκής ιδιοτροπίας και ανορθολογικότητας. Το απόλυτο εγώ που δημιούργησε ο Fichte έμοιαζε όμως να τις ενσαρκώνει και να τις ενισχύει. Όπως ο νομιναλιστικός Θεός και η κακόβουλη μεγαλοφυΐα του Descartes, έτσι και οι δημιουργικές ικανότητες του απόλυτου εγώ υπερβαίνουν τον φυσικό Λόγο. Ο παραδοσιακός Θεός του χριστιανισμού υπ' αυτή την έννοια έγινε περιττός. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα αυτή η αντίληψη για το απόλυτο εγώ αντικαταστάθηκε από την ιδέα κάποιας δαιμονιακής δύναμης που εμψυχώνει και καθοδηγεί την ανθρώπινη ιστορία και τον φυσικό κόσμο. Ο ρομαντισμός εν γένει και ο γερμανικός ρομαντισμός ειδικά επέφεραν αυτό τον μετασχηματισμό. Ο όρος «ρομαντισμός» κατασκευάστηκε από τον μαθητή του Fichte Friedrich Schlegel για να διαχωρίσει το νέο εκφραστικό ύφος από το μιμητικό που χαρακτήριζε τον κλασικισμό του δέκατου όγδοου αιώνα. Στην πορεία της εξέλιξής του όμως ο ρομαντισμός κατέληξε να συμπεριλαμβάνει μια τέτοια ποικιλία μορφών και δημιουργών, που είναι αδύνατον να συλληφθεί ως ενιαίο κίνημα. Για τη μακροχρόνια διαμάχη ανάμεσα σε λογίους όπως ο Α.Ο. Lovejoy, ο οποίος υποστήριζε ότι η μοναδική αρχή του ρομαντισμού είναι η άπειρη διαφορετικότητα, και άλλους όπως ο René Wellek και ο Μ.Η. Abrams, οι οποίοι αποδέχονταν τον αρχικό ισχυρισμό του Schlegel, βλ. Marilyn Butler, Romantics, Rebels, and Revolutionaries: English Literature and Its Back ground, 1760-1830 (Οξφόρδη: Oxford University Press, 1981), 2-9. Μολονότι αυτό το κεφάλαιο ερευνά την εξέλιξη του ρομαντικού μηδενισμού, δεν ισχυρίζεται ότι το σύνολο του ρομαντισμού είναι μηδενισμός.

Η ιδέα του δαιμονιακού προέρχεται από τον ελληνικό όρο δαίμων ή δαιμόνιον. Για τους Έλληνες οι δαίμονες ήσαν ενδιάμεσα πνεύματα ανάμεσα στους θεούς και στους ήρωες. Σε ορισμένες περιγραφές καταλαμβάνουν τη σφαίρα ανάμεσα στους θεούς και στα ανθρώπινα όντα, σε άλλες είναι ενύπαρκτα πνεύματα. Ο περίφημος δαίμων του Σωκράτη υπ' αυτή την έννοια είναι ένα ενύπαρκτο πνεύμα ή η μεγαλοφυΐα που είναι τέκνο κάποιας θεότητας. Εκτός αυτού, πίστευαν ότι οι μεγάλοι ήρωες γίνονταν δαίμονες μετά τον θάνατό τους και συχνά λατρεύονταν ως τέτοιοι. Αυτή η αντίληψη για κάποια ενύπαρκτη αλλά επίσης υπεράνθρωπη πνευματική δύναμη είναι καθοριστική για την οψιμότερη έννοια του δαιμονιακού. Ωστόσο, στον μονοθεϊστικό κόσμο του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού τέτοιου είδους πνεύματα αρχικώς ερμηνεύτηκαν ως άγγελοι, αλλά στη συνέχεια αντιμετωπίστηκαν αρνητικά ως κακά πνεύματα ή ως φορείς του διαβόλου. Η ρομαντική αντίληψη για το δαιμονιακό διατηρεί μεγάλο μέρος από τις αρνητικές συνεκδοχές, αλλά έχει, επίσης, περισσότερο θετικό νόημα. Η αναγέννηση μιας ηρωικότερης ή θετικότερης αντίληψης για το δαιμονιακό σχετίζεται με την παρακμή του χριστιανισμού. Όμως η ρομαντική αντίληψη του δαιμονιακού δεν είναι απλώς μια επιστροφή στην αρχαία «ηρωική» έννοια του δαιμονιακού, επειδή επισημαίνει διαρκώς πως όσο σπουδαίες κι αν είναι αυτές οι δυνάμεις κατά βάθος παραμένουν κακές.

Ο πνευματικός πατέρας του ρομαντισμού ήταν ο Rousseau, ο οποίος διατύπωσε μια έννοια της ελευθερίας και της βούλησης που έθεσε τα θεμέλια όχι μόνο για τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και για τη ρομαντική εσωστρέφεια και τον ρομαντικό συναισθηματισμό. Αυτή η έννοια της ελευθερίας, που εκφράστηκε διττά, με την ιδέα της γενικής βούλησης στο Κοινωνικό συμβόλαιο και της εσωτερικής βούλησης στις Εξομολογήσεις και στον Moναχικό περιπατητή, εκπηγάζει από την καρτεσιανή και τη χριστιανική βουλησιαρχική παράδοση. Ενώ οι γιακωβίνοι καθοδηγούνταν από την αντίληψη της γενικής βούλησης στην πολιτική τους δραστηριότητα, οι ρομαντικοί στράφηκαν στην αντίληψη της ατομικής βούλησης του φυσικού ανθρώπου, μια και αντιμάχονταν τον πολιτιστικό και πνευματικό εκφυλισμό της αστικής κοινωνίας. Ο νέος άνθρωπος τον οποίο οραματιζόταν ο ρομαντισμός δεν ήταν ο καθένας, αλλά ο άνθρωπος ο οποίος στρέφεται στο εσωτερικό του εαυτού του και ανακαλύπτει στη δική του ψυχή κάποια ηρωική βούληση που πασχίζει να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς της κοινωνικής ζωής και να ανακαλύψει κάποιον τρόπο για να επιστρέψει σε μια φυσικότερη υπαρκτική κατάσταση.

Ο ρομαντισμός θεωρεί πως αυτή η βούληση δεν υπάρχει μόνο στην ανθρώπινη ψυχή αλλά και στον φυσικό κόσμο. Για τους ρομαντικούς η φύση δεν είναι απλώς η κανονική κίνηση της ύλης σύμφωνα με τις κατηγορίες της δημιουργίας, αλλά η έκφραση κάποιας μυστηριώδους και σε μεγάλο βαθμό ακατανόητης βούλησης, βούλησης η οποία δεν παρουσιάζεται στις αισθήσεις, αλλά μπορεί να συλληφθεί από τα συναισθήματα, μια περιπαθής, υποσυνείδητη και υποορθολογική βούληση, που ενεργεί με αινιγματικούς και απρόβλεπτους τρόπους. Ο Μάνφρεντ του Byron, για παράδειγμα, μιλά για το σύνολο των ρομαντικών όταν διακηρύσσει ότι «το Δέντρο της Γνώσης δεν είναι εκείνο της Ζωής».

Αυτή η βούληση σπανίως συνταυτίζεται με τη θεϊκή και συνήθως θεωρείται δαιμονιακή, η βούληση του Σατανά, του στασιαστή κατά του Θεού, ή η βούληση κάποιου άλλου δαιμονιακού πνεύματος. Τον σκοτεινό, υπόγειο κόσμο της βούλησης αποκρύπτει ο φωτεινός ουρανός του χριστιανικού Λόγου. Ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές χαρακτήρισαν αυτό το στοιχείο του ρομαντισμού ως γνωστικισμό. Βλ. Harold Bloom, Poetry and Repression (Νέου Χέιβεν: Yale University Press, 1976)· το δικό του Agon: Toward a Theory of Revisionism (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1982), 3-90· και Cantor, Creature and Creator.
Το ποίημα του Blake είναι ένα από τα πολυάριθμα παραδείγματα αυτής της ρομαντικής αντίληψης, αλλά αναδεικνύει το έντονο πρόβλημα το οποίο προκύπτει για τον ρομαντισμό όταν αντιμετωπίζει αυτή την αρχέγονη βούληση.

Ο ίδιος ο Blake επηρεάστηκε ελάχιστα από τα μεταφύσικά ενδιαφέροντα τα οποία ήσαν τόσο σημαντικά για τον Fichte και άλλους. Η γλώσσα με την οποία σκέπτεται έχει επηρεαστεί έμμεσα από τη φιλοσοφική σκέψη, αλλά αντλεί σε μεγάλο βαθμό από τη θεοσοφιστική του ανάγνωση της Βίβλου και άλλων θρησκευτικών έργων τα οποία προσδίνουν σημαντικό ρόλο στο δαιμονιακό. Αυτό ίσχυε γενικώς, αν και σε μικρότερη έκταση, για πολλούς άλλους Άγγλους ρομαντικούς. Παρ' ότι πολλοί Γερμανοί ρομαντικοί ήσαν εξοικειωμένοι με τη θεοσοφία, γνώριζαν επίσης καλά την ακαδημαϊκή φιλοσοφία. Ο Tieck, ο Novalis και οι Schlegel, για παράδειγμα, μορφώθηκαν με βάση τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής. Μολονότι και αυτοί εκστασιάστηκαν από το δαιμονιακό, δεν το αντιμετώπισαν μόνο με βάση το θεολογικό φως κάποιου θεοσοφιστικού χριστιανισμού ή παγανιστικού πανθεϊσμού, αλλά με το μεταφυσικό ημίφως του ζοφερού φιχτιανού οράματος για το απόλυτο εγώ. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί έκπληξη, αφού ήσαν σχεδόν όλοι μαθητές του Fichte και επηρεάστηκαν έντονα στα πρώτα δημιουργικά τους χρόνια από τη σκέψη του. Εξ άλλου, το φιχτιανό οικοδόμημα τους βοήθησε να αναλύσουν τη δυσνόητη σχέση που επισημάναμε ανάμεσα στον τίγρη του Blake και στον μυστηριώδη δημιουργό του τίγρη. Η βάση γι' αυτή την ανάλυση ήταν η φιχτιανή σύνδεση του απόλυτου εγώ και του εμπειρικού εγώ. Ο δαιμονιακός Θεός, ο οποίος βρίσκεται πίσω από τον τίγρη του Blake, αποκαλύπτεται στο έργο τους ως η κρυμμένη ουσία της ανθρώπινης ψυχής. Ο τρομερός δημιουργός του τίγρη δεν είναι, λοιπόν, κανείς άλλος παρά ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος όμως παύει με αυτό τον τρόπο να είναι άνθρωπος. Το εμπειρικό ενώ γίνεται απόλυτο εγώ, ο άνθρωπος γίνεται υπεράνθρωπος. Ο Μ.Η. Abrams επισημαίνει αυτή τη ρομαντική τάση να γίνει πραγματικότητα το υπερφυσικό και να εξανθρωπιστεί το θεϊκό στο έργο του Natural Supernaturalism: Tradition and Revolution in Romantic Literature (Νεα Υόρκη: Norton, 1971).

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Jacobi χαρακτήρισε τη φιλοσοφία και τον ιδεαλισμό του Fichte εν γένει ως μηδενισμό. Για παρόμοιους λόγους ο Jean Paul, μαθητής και οπαδός του Jacobi, χαρακτήρισε τους Γερμανούς ρομαντικούς ως ποιητικούς μηδενιστές. Ο Jean Paul πίστευε ότι οι ρομαντικοί αποτελούσαν πραγματικό κίνδυνο για την πολιτισμένη ζωή, διότι ο υποκειμενισμός τους ήταν τόσο απόμακρος και απομονωμένος από την πραγματικότητα, ώστε άφηνε τον άνθρωπο να περιβάλλεται από το τίποτα. Όπως και οι πολιτικοί τους εξάδελφοι, οι οπαδοί του Ροβεσπιέρρου, οι ποιητικοί μηδενιστές δεν δέχονταν ως κριτήρια τη φύση και τον Θεό αλλά τον Λόγο και το εγώ. Ο Jean Paul φοβόταν ότι «σε μια εποχή που ο Θεός έχει δύσει όπως ο ήλιος σύντομα και ο κόσμος θα περάσει στο σκοτάδι. Όποιος περιφρονεί το σύμπαν δεν σέβεται τίποτε άλλο παρά τον εαυτό του και τη νύχτα δεν φοβάται παρά μόνο τα δημιουργήματά του».

Στην επίθεσή του ο Jean Paul ίσως είχε κατά νου τον Ουίλλιαμ Λόβελ του Ludwig Tieck, ο οποίος ονομάστηκε «ο πρώτος Ευρωπαίος μηδενιστής». Ο Λόβελ στην πραγματικότητα είναι ο μεγαλύτερος αδελφός ολόκληρης οικογένειας Γερμανών ρομαντικών ηρώων, η οποία συμπεριλαμβάνει τον Υπερίωνα του Hölderlin, τον Γκοντίβι του Brentano και τον Δαντών του Brüchner. Δεν είναι επίσης και τόσο μακρινός συγγενής πασίγνωστων ρομαντικών ηρώων, όπως ο Δον Ζουάν του Byron, ο Προμηθέας του Shelling και ο Ζυλιέν Σορέλ του Stendhal, καθώς και ο Ευγένιος Ονέγκιν του Pushkin και ο Πεχόριν του Lermontov. Ο Λόβελ, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σημαντικός όχι απλώς επειδή είναι ο ριζοσπαστικότερος ρομαντικός ήρωας αλλά επειδή γίνεται στο έπακρο εγωιστής, αφομοιώνεται πλήρως από τις δαιμονιακές δυνατότητες του εγώ. Είναι ένας «γνήσιος φιχτιανός».

Στην αρχή του μυθιστορήματος ο Λόβελ είναι ένας ονειροπόλος νεαρός κύριος που ζει στην ήρεμη αγγλική κοινωνία. Ξεκινά μια μεγάλη περιήγηση στην Ευρώπη, αναζητώντας τον πατέρα του, και εγκαταλείπει την ειδυλλιακή επαρχιακή ζωή της Αγγλίας χάριν της αστεακής και διεφθαρμένης ζωής των Παρισίων, της Φλωρεντίας και τελικά της Ρώμης. Το ταξίδι αυτό συμβολίζει το βαθύτερο εσωτερικό ταξίδι. Σε κάθε σταθμό του ταξιδιού του βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα στον εαυτό του. Το επίχρισμα του πολιτισμού που ίσαμε τότε διαμόρφωσε και περιόριζε την ύπαρξή του βαθμηδόν εξαλείφεται, και εγκαταλείπεται στην εξερεύνηση του δικού του εγώ, ξεσκεπάζοντας έτσι τη δαιμονιακή ουσία του. Υποκειμενικά αυτό βιώνεται ως η απελευθέρωση και η εξύμνηση ενός εαυτού που η κοινωνία αποκρύπτει και περιστέλλει. Αντικειμενικά είναι μια παρακμή μέσα στην ελευθεριότητα και το κακό. Η εξέλιξη του Λόβελ είναι επομένως κράμα θριάμβου και εκφυλισμού, μετέωρη πτήση μιας μεγαλοφυΐας που είναι συνάμα ορμητική πτώση μέσα στην ανηθικότητα και στην παρακμή.

Αυτή η προοπτική αναμφίβολα αντιτίθεται στα ήθη της παραδοσιακής κοινωνίας. Ο Λόβελ απαρνείται τους πιο αγαπημένους του φίλους, αφήνει τον πατέρα του να πεθάνει μόνος, αποπλανεί μια αθώα χωριατοπούλα, δολοφονεί την αρραβωνιαστικιά του, την εγκαταλείπει, επιχειρεί να δηλητηριάσει τον καλύτερο φίλο του, αποπλανεί και απαγάγει την αδελφή αυτού του φίλου και την εγκαταλείπει σε ένα γεμάτο συντριβή θάνατο. Η σταδιοδρομία του είναι τόσο ποταπή όσο εκείνη οποιουδήποτε λογοτεχνικού αχρείου του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα. Ουσιαστικά είναι ακόμη πιο ανυποχώρητα κακός απ' ό,τι το λογοτεχνικό πρότυπό του, ο Λόβλεϊς του Richardson. Ωστόσο, ό,τι είναι εντυπωσιακό και επαναστατικό στον Λόβελ είναι πως δεν είναι αχρείος. Είναι μάλλον ένας ήρωας, ο οποίος δεν παρακινείται από κάποια ολέθρια επιθυμία χάριν της δικής του ευχαρίστησης ή υπεροχής, αλλά από τη δίψα για ελευθερία και τη λαχτάρα να γνωρίσει τον εσωτερικό εαυτό του και τις εσωτερικές δυνάμεις που καθορίζουν όλους τους ανθρώπους. Όμως, η γνώση που επιθυμεί είναι η δαιμονιακή γνώση, στην οποία δεν έχουν πρόσβαση όσοι ζουν με βάση τον ηθικό νόμο.

Η ανηθικότητα και ο αισθησιασμός είναι τα μέσα για την απελευθέρωσή του. Απορρίπτει την ενοχή και την αιδώ για τί είναι φραγμοί στη γνώση του για τον εσωτερικό εαυτό του και για τον εσωτερικό εαυτό του κόσμου. Αυτά τα αισθήματα περιορίζουν τη βούληση. Ελευθερία δεν σημαίνει απλώς την υπέρβαση των εξωτερικών περιορισμών αλλά, πράγμα σπουδαιότερο, την υπέρβαση και των εσωτερικών περιορισμών. Ο αισθησιασμός του Λόβελ δεν είναι σκέτος ηδονισμός αλλά υπεροπτική αυτοεπιβεβαίωση, που με σαδιστικό τρόπο ερευνά βαθύτερες και ανεξιχνίαστες αλήθειες γύρω από τον κόσμο, όπως αντανακλώνται στα αισθήματά του. Η ελευθεριότητα είναι το μέσο για απελευθέρωση.

Ο Λόβελ αναγνωρίζει με φιχτιανό τρόπο ότι ο εξωτερικός κόσμος είναι δευτερογενής· είναι απλώς το ουκ εγώ, το οποίο εκπηγάζει από το καθαυτό εγώ, από το υποσυνείδητο και την άπειρη βούληση του απόλυτου εγώ. Προκειμένου να γνωρίσει και ως εκ τούτου να γίνει ένα με τη μυστηριώδη βούληση, ο Λόβελ πρέπει να ανατρέψει τις συμβάσεις που τον καθορίζουν ως πεπερασμένο ον. Αυτά τα όρια φαίνεται να έχουν τεθεί από τον εξωτερικό κόσμο, αλλά, σύμφωνα με την άποψη του Fichte, ο εξωτερικός κόσμος είναι απλώς έκφραση της βούλησης του απόλυτου εγώ, και εμείς βιώνουμε τη βούληση στο πιο αρχέγονο επίπεδο μέσω των συναισθημάτων μας. Το εμπειρικό εγώ μπορεί, λοιπόν, να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο μόνο μέσω των συναισθημάτων του, πράγμα που δείχνει τα όριά του και άρα τη μορφή του ουκ εγώ, του αντικειμενικού κόσμου. Για να κατανοήσουμε εις βάθος το απόλυτο εγώ, στο οποίο εδράζεται τόσο το εμπειρικό εγώ όσο και το ουκ εγώ, θα πρέπει να ξεπεράσουμε αυτά τα συναισθήματα και όσους περιορισμούς δημιουργούν. Αυτό σημαίνει ότι υπερβαίνουμε το ουκ εγώ και το εμπειρικό εγώ, ότι γινόμαστε ένα με το απόλυτο εγώ, με την υποκείμενη δημιουργική βούληση, που είναι η πηγή όλων των πραγμάτων. Το επαναλαμβανόμενο και συνεχώς βαθύτερο ταξίδι του Λόβελ στον κτηνώδη αισθησιασμό δεν είναι τίποτε άλλο από ένας ηρωικός και σε τελική ανάλυση τραγικός αγώνας να γίνει ένα με την απόλυτη βούληση, ένας αγώνας για το άπειρο, για απόλυτη ελευθερία. Η ζωή του είναι μια προσπάθεια να ξεσκεπαστεί ο φιλισταϊσμός της παραδοσιακής ευρωπαϊκής ζωής και να αποκαλυφθεί σε όλο του το μέγεθος ο δαιμονιακός υποκειμενισμός, η λαγνεία και η ιδιοτροπία που βρίσκονται στην καρδιά του. Το παράδειγμά του αποδεικνύει ότι η αρχέγονη βούληση στην καρδιά του κόσμου δεν είναι η βούληση του αμνού αλλά του τίγρη, ή, εν πάση περιπτώσει, ότι μόνο η βούληση του τίγρη μπορεί να διεισδύσει στην αλήθεια της ύπαρξης και να κατακτήσει την πραγματική ελευθερία.

Η γνώση αυτή δεν ικανοποιεί τον Λόβελ. Ελευθερία δεν σημαίνει ευτυχία. Η προσπάθειά του τον στρέφει ενάντια σε όλα τα όρια, ενάντια σε όλους τους ορίζοντες, και παρά ταύτα όποτε υπερβαίνει κάποιον ορίζοντα τον περιβάλλει κάποιος νεότερος. Από μια φιχτιανή προοπτική, ποτέ δεν θα είναι ευτυχής, επειδή αναζητά την ελευθερία και την αυτονομία, και αυτή η ελευθερία ποτέ δεν υλοποιείται. Ως εκ τούτου διαψεύδεται συνεχώς. Το άπειρο είναι άπιαστο. Όταν ανασηκώνεται κάποιο πέπλο αντικρίζει απλώς κάποιο άλλο πέπλο. Καθώς προσπαθεί να γίνει Θεός γίνεται κτήνος, ή, ακριβέστερα, κτήνος-Θεός.

Ο Tieck αναγνωρίζει αυτή τη σκοτεινή, υπεροπτική πλευρά των ενεργειών του Λόβελ, αλλά δεν την καταδικάζει. Για τον Tieck η όλη προσπάθεια είναι κάτι αξιοθαύμαστο αφ' εαυτού της. Το πεπρωμένο του Λόβελ δεν εξετάζεται ως προειδοποίηση ενάντια στην ύβρη αλλά ως σάλπισμα που καλεί για εφόρμηση ενάντια στα τείχη του ουρανού, έστω κι αν τελικά δεν θα εκπορθηθούν. Έτσι, ακόμη κι αν ο Λόβελ δεν γίνει Θεός, θα γίνει ένα με τον δαιμονιακό αντίπαλο του Θεού, και άρα θα γίνει κάτι υπεράνθρωπο.

Για τον Tieck και άλλους πρώιμους Γερμανούς ρομαντικούς η σταδιοδρομία του Λόβελ ήταν ευγενής και τραγική. Έφερε στο φως τη δαιμονιακή ουσία του ανθρώπου. Τα «εγκλήματά» του δεν είναι ποταποί άθλοι αλλά το τραγικό τίμημα που πρέπει να πληρώσει για την ευγενή ελευθερία την οποία κατακτά. Όσον αφορά τον Jacobi και τον Jean Paul, το δέλεαρ του ιδεαλισμού και του υποκειμενισμού φαινόταν να οδηγεί τον Λόβελ στον μηδενισμό. Ο Jacobi επισημαίνει αυτή τη ζοφερή πιθανότητα: «Γνωρίζω ότι η δεισιδαιμονία καθ' εαυτή φθάνει μέχρι του σημείου που γίνεται η ίδια λατρεία. Δεν πιστεύει σε τίποτα ανώτερο ή κατώτερο· διαθέτει [...] μονάχα τον εαυτό της, βλέπει τον εαυτό της [...] να προσδιορίζεται σαν το εργαλείο του πεπρωμένου δεν έχει βούληση, αλλά ανακαλύπτει η ίδια ότι είναι φορέας της βούλησης που επιθυμεί να έλθουν στην επιφάνεια τα πιο φοβερά πράγματα, πράγματα που κατά το παρελθόν εμφανίζονταν μόνο σε σκοτεινούς θρύλους».

Ο ίδιος ο Tieck αναγνώριζε τους κινδύνους που συνεπαγόταν ο απόλυτος υποκειμενισμός, αλλά ήταν απρόθυμος να τον καταδικάσει, διότι το ενάλλαγμα του φιλισταϊσμού τον απωθούσε. Σύμφωνα με την εξεικόνιση του Tieck, ο μετεπαναστατικός άνθρωπος έχει να επιλέξει ανάμεσα στην πολιτιστική κοινοτοπία και στη δαιμονιακή άβυσσο.

Η σαγήνη του δαιμονιακού εναλλάγματος δεν θα πρέπει να υποτιμάται. Ακόμη και ο Jean Paul, ένας από τους σκληρότερους επικριτές του δαιμονιακού, παρουσιάζει ένα μηδενιστή ήρωα, τον Ροκαιρόλ, στο μυθιστόρημά του Τιτάν. Μολονότι αυτό το έργο είναι μια κριτική του ρομαντικού μηδενισμού, συνάμα καθιστά σαφή τη γοητεία που ασκούσε στον Jean Paul. Αυτό δεν εκπλήσσει. Ο Jean Paul, όπως και ο μέντοράς του Jacobi, πίστευε σε ένα Θεό που ξεπερνά την ικανότητα του ανθρώπου για κατανόηση και έλεγχο. Ο Θεός τους ήταν συναφής με τον νομιναλιστικό Θεό και υπ' αυτή την έννοια δεν διέφερε από τη δαιμονιακή δύναμη που βρισκόταν πίσω από τον τίγρη του Blake. Η φιχτιανή και ρομαντική απόπειρα να εντοπιστεί αυτή η δύναμη στο εγώ ήταν, εν τούτοις, ανάθεμα για τους ίδιους.

Στον Ουίλλιαμ Λόβελ βλέπουμε τη γένεση του μηδενισμού από το πνεύμα εκείνου του ρομαντισμού που καθορίζε ται από τη σκέψη του Fichte. Ο Fichte δεν ήταν ο πνευματικός εμπνευστής του ρομαντισμού εν γένει, ή έστω του γερμανικού ρομαντισμού, αλλά η επήρειά του στους πρώτους Γερμανούς ρομαντικούς υπήρξε καθοριστική για τον μετασχηματισμό του ρομαντισμού σε μηδενισμό, επειδή κατέστησε πιθανή την ιδέα της φύσης ως απλής προβολής του εγώ. Για τον Rousseau η σχέση ελευθερίας και φύσης παραμένει αμφίλογη. Αναπτύσσει μια αντίληψη για την ανθρώπινη βούληση ή ελευθερία εν είδει ικανότητας να ξεπερνά κανείς τη φύση και τους νόμους της, αλλά δεν αναπτύσσει κάποια αντίστοιχη θεωρία για τη φύση ως προβολή της ελευθερίας ή της ανθρώπινης βούλησης. Εξάλλου, ενώ πολλοί ρομαντικοί έτρεφαν ζωηρά πανθεϊστικά συναισθήματα, ελάχιστοι ήσαν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν ότι η φύση ως όλον ήταν η έκφραση της ανθρώπινης ελευθερίας. Το κύριο ρεύμα του ρομαντισμού αναμφίβολα εξυμνεί την εσωτερική συναισθηματική ζωή και απαμβλύνει την ισχύ της ευσυνείδητης σκέψης και του Λόγου, αλλά δεν τολμά, όπως ο Fichte, να αναγάγει την ίδια τη φύση σε έκφραση της βούλησης.

Το πεπρωμένο του Λόβελ είναι μια ένδειξη των συνεπειών του φιχτιανού υποκειμενισμού. Η απόπειρα να βασιστεί η ανθρώπινη ζωή στην απόλυτη αυτονομία του εγώ είναι εξέγερση ενάντια στην παραδοσιακή ηθικότητα και σημαδεύει την απαρχή ενός ριζικού μετασχηματισμού της ευρωπαϊκής πνευματικής ζωής. Καταστρέφει τη βάση για οποιοδήποτε αντικειμενικό κριτήριο και υπονομεύει τον ίδιο τον Λόγο, καθιερώνοντας την ανωτερότητα του υπερορθολογικού, των συναισθημάτων και των συγκινήσεων, και αυξάνει το ενδιαφέρον και την πίστη για το υπερφυσικό, το θαυμαστό και το μαγικό. Ο απόλυτος υποκειμενισμός απορρίπτει την ορθολογική τάξη της φύσης και τη μαθηματική επιστήμη και αποβλέπει, όπως ακριβώς και ο νομιναλισμός, σε κάποια απολύτως αυθαίρετη και δυνητικά ανορθολογική βούληση, που ωστόσο δεν αφορά κάποιο μυστηριώδη Θεό αλλά ένα απόλυτο εγώ. Ιδεαλισμός και ρομαντισμός υπ' αυτή την έννοια σηματοδοτούν τον θάνατο του παραδοσιακού χριστιανικού Θεού, ο οποίος ανάγεται σε μια απλή έννοια, και την έλευση του υπερανθρώπου, ο οποίος καθοδηγείται από τα προσυνειδητά ένστικτά του. 

Στο πλαίσιο του ρομαντισμού, όμως, ο υπεράνθρωπος παραμένει δυσδιάκριτος και είναι κατ' ουσίαν μάλλον υπάνθρωπος παρά υπεράνθρωπος. Ο πιο γνωστός από αυτούς τους θεούς-κτήνη είναι ασφαλώς το τέρας του Φραγκενστάιν, αλλά τέτοιες δαιμονιακές μορφές είναι ευρέως διαδεδομένες στη ρομαντική λογοτεχνία. Τα έργα των Ε.Τ.Α. Hoffman, Edgar Allan Poe και πολλών άλλων ρομαντικών βρίθουν τέτοιων ανησυχητικών μορφών. Το ενδιαφέρον για το υπερφυσικό υπ' αυτή την έννοια είναι ο αρχικός και ίσαμε τότε ανιδιοτελής στοχασμός για τον υπεράνθρωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: