Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας (10)

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 1: Η νομιναλιστική επανάσταση και η καταγωγή της νεωτερικότητας β

Συνέχεια από 29. Αυγούστου 2022

Η θεολογική κρίση της ύστερης μεσαιωνικής σκέψης

Επειδή κάθε ατομική ύπαρξη εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του Θεού, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει γνώση περί των δημιουργημένων όντων που να προηγείται της έρευνας. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν την φύση χωρίς την έρευνα των φαινομένων. Και έτσι η υπόθεση αντικαθιστά τον συλλογισμό ως θεμέλιο της επιστήμης. Επιπλέον, η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να μετακινηθεί πέραν της υπόθεσης, καθώς ο Θεός είναι ελεύθερος με την πληρέστερη σημασία της λέξεως, που σημαίνει ελεύθερος και από τις προηγούμενες αποφάσεις Του. Μπορεί λοιπόν να ανατρέψει οτιδήποτε έχει εγκαθιδρύσει, να διακόψει οποιαδήποτε αλυσίδα αιτίων, να δημιουργήσει αν θέλει τον κόσμο από την αρχή. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά απόλυτη αναγκαιότητα πέραν της βούλησης του Θεού. Ο Θεός, σύμφωνα με τον Ockham, δεν ήταν αναγκασμένος να στείλει το Υιό Του με την μορφή ανθρώπου. Ο σωτήρας θα μπορούσε να είναι ένας γάιδαρος ή μια πέτρα.

Υπερασπιζόμενος μια τέτοια ριζική αντίληψη περί παντοδυναμίας, ο Ockham και οι ακόλουθοι του έφτασαν πολύ κοντά στο να αρνηθούν την αλήθεια της αποκαλύψεως. Προσπάθησαν να αποφύγουν αυτό το αιρετικό συμπέρασμα διακρίνοντας μεταξύ της potentia absoluta (βούλεται και το αδύνατο) και potentia ordinata (βούλεται μόνο το δυνατό) του Θεού, μεταξύ της απόλυτης και βουλητικής δύναμης, μεταξύ αυτού που ο Θεός μπορούσε να κάνει και αυτού που όρισε πως θα κάνει. Η διάκριση αυτή όμως ήταν δύσκολο να διατηρηθεί, καθώς ο Θεός δεν είχε καμιά υποχρέωση να κρατήσει τις υποσχέσεις του ή να ενεργήσει με συνέπεια. Ο Θεός είναι για τον νομιναλισμό, για να χρησιμοποιήσουμε τον τεχνικό όρο, «αδιάφορος», που σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει φυσικές ή λογικές σταθερές περί καλού και κακού, οι οποίες καθοδηγούν ή περιορίζουν τη βούληση Του. Αυτό που είναι καλό, δεν είναι καθ’ εαυτώ καλό, αλλά μόνο επειδή το θέλει Εκείνος. Και έτσι, ενώ ο Θεός σήμερα σώζει τουq αγίους και καταδικάζει τους αμαρτωλούς, αύριο μπορεί να κάνει το αντίθετο, δημιουργώντας τον κόσμο εκ νέου αν είναι απαραίτητο. Για να είμαστε δίκαιοι, ούτε ο Ockham, ούτε οι περισσότεροι από τους οπαδούς του, πίστευαν πως ήταν πιθανό ο Θεός να κάνει κάτι τέτοιο. Πίστευαν πως θα μπορούσαν κατά πάσα πιθανότητα να Τον εμπιστευθούν πως θα τηρούσε τις υποσχέσεις Του (ήταν δηλαδή probabilists). Δεν πίστευαν πραγματικά ότι ο Θεός θα καταδίκαζε τους αγίους και θα έσωζε τους αμαρτωλούς, αλλά επέμεναν, πως αυτή η δυνατότητα δεν μπορεί να απορριφθεί, χωρίς να απορριφθεί η θεότητα του Θεού.

Οι περισσότεροι νομιναλιστές ήταν πεπεισμένοι πως τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να γνωρίζουν λίγα για το Θεό και τις προθέσεις του, πέραν αυτών που ο Ίδιος τους είχε αποκαλύψει στις Γραφές. Η φυσική θεολογία για παράδειγμα μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, την υπεροχή Του, και πως είναι άπειρος, αλλά σύμφωνα με τον Ockham, δεν μπορεί να δείξει πως υπάρχει μόνο ένας Θεός. Μια τέτοια ριζική απόρριψη της σχολαστικής θεολογίας προήλθε σαφώς από τη βαθιά δυσπιστία, όχι μόνο προς τον Αριστοτέλη και τους ισλαμικούς ερμηνευτές του, αλλά τον ίδιο τον φιλοσοφικό στοχασμό. Με αυτή την έννοια, η σκέψη του Ockham ενίσχυσε το ρόλο της αποκάλυψης στην χριστιανική ζωή.

Ο Ockham απέρριψε επίσης την σχολαστική αντίληψη περί φύσεως. Ο σχολαστικισμός φανταζόταν πως η φύση ήταν τελεολογική, μια πραγματικότητα στην οποία οι θείοι σκοποί πραγματοποιούνταν κατ’ επανάληψη. Οι συγκεκριμένες οντότητες γίνονταν αυτό που ήδη ήταν εν δυνάμει, επιτυγχάνοντας τον ιδιαίτερο τους σκοπό. Θεωρούσαν λοιπόν πως η κίνηση κατευθύνεται προς το αγαθό. Η απόρριψη των καθόλου από τους νομιναλιστές, ήταν μια απόρριψη τόσο του είδους, όσο και του τελικού αιτίου. Αν δεν υπάρχουν τα καθόλου, δεν μπορούν να υπάρχουν καθολικοί σκοποί για να πραγματοποιηθούν. Η φύση επομένως δεν οδηγεί τον άνθρωπο προς το αγαθό. Ή για να το τοποθετήσουμε πιο θετικά: ο νομιναλισμός παρέχει τη δυνατότητα να κατανοηθεί με ριζικά νέο τρόπο η ελευθερία του ανθρώπου.

Το γεγονός πως τα ανθρώπινα όντα δεν έχουν καθορισμένους φυσικούς σκοπούς, δεν σημαίνει πως δεν έχουν ηθικές υποχρεώσεις. Ο ηθικός νόμος συνεχίζει να βάζει όρια στην ανθρώπινη δράση. Οι νομιναλιστές βέβαια πιστεύουν, πως ο νόμος αυτός γνωρίζεται μόνο δια της αποκαλύψεως. Επιπλέον, δεν υπάρχει φυσικό ή σωτηριολογικό κίνητρο για να υπακούσει κανείς στον ηθικό νόμο. Ο Θεός δεν είναι χρεώστης σε κανένα άνθρωπο και δεν ανταποκρίνεται στον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτό, ούτε σώζει, ούτε καταδικάζει κάποιον σύμφωνα με αυτό που κάνει ή δεν κάνει. Δεν υπάρχει κάποιο ωφελιμιστικό κίνητρο για να ενεργήσει κανείς ηθικά. Ο μόνος λόγος για μια ηθική πράξη είναι η ευγνωμοσύνη. Σύμφωνα με τον νομιναλισμό, τα ανθρώπινα όντα χρωστούν την ύπαρξη τους απλώς και μόνο στο Θεό. Τους έχει ήδη δώσει το δώρο της ζωής, και οι άνθρωποι πρέπει να είναι ευγνώμονες γι’ αυτό. Σε μερικούς λίγους θα δώσε ένα δεύτερο αγαθό, την αιώνια ζωή, αλλά στην επιλογή Του αυτή δεν είναι ούτε δίκαιος, ούτε άδικος, καθώς το δώρο Του είναι μια πράξη χάριτος. Θα ήταν παράλογο να παραπονεθεί κανείς για τη μοίρα του, καθώς κανείς δεν αξίζει ούτε την ύπαρξη, πόσω μάλλον την αιώνια ύπαρξη.

Το σύντομο αυτό σκιαγράφημα καθιστά σαφές, πως ο Θεός τον οποίο αποκάλυψε ο νομιναλισμός δεν ήταν πια ο καλοσυνάτος και λογικά προβλέψιμος Θεός του σχολαστικισμού. Το χάσμα μεταξύ ανθρώπου και Θεού είχε αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο Θεός δεν μπορούσε  πια να γίνει κατανοητός ή να επηρεασθεί από τα ανθρώπινα όντα-δρούσε απλά όντας ελεύθερος και ήταν αδιάφορος για τις συνέπειες των πράξεων Του. Έθεσε νόμους για την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά μπορούσε να τους αλλάξει κάθε στιγμή. Κάποιοι ήταν σωσμένοι και κάποιοι καταδικασμένοι, η συσχέτιση όμως μεταξύ σωτηρίας και αγιότητας ήταν τυχαία, όπως και της καταδίκης και αμαρτίας. Δεν είναι καν ξεκάθαρο αν ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο. Ο κόσμος τον οποίο αυτός ο Θεός δημιούργησε ήταν ένα χάος εντελώς διαφορετικών πραγμάτων, στα οποία ο άνθρωπος δεν μπορούσε να βρει σημείο βεβαιότητας ή ασφάλειας.

Πως θα μπορούσε κάποιος να αγαπά και να λατρεύει ένα τέτοιο ταραγμένο Θεό; Αυτή δεν ήταν μια νέα ερώτηση. Ο συγγραφέας του Ιώβ την είχε θέσει πολλούς αιώνες νωρίτερα, αντιμετωπίζοντας την ίδια δυνατότητα, και ο Καλβίνος ήταν τόσο ενοχλημένος από την αδικία ενός τέτοιου Θεού, ώστε μπορούσε να τον φανταστεί μόνο ως μεταμφιεσμένο διάβολο. Δεν είναι ίσως τυχαίο πως η θεώρηση αυτή περί Θεού προήλθε από τις τάξεις των Φραγκισκανών, οι οποίοι βρίσκονταν στο άλλο άκρο του θεολογικού φάσματος των αριστοτελικών. Κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο, ήταν η επικρατούσα φωνή, που καλούσε για περισσότερο αυθεντικό ή «πρωτόγονο» Χριστιανισμό, στηρίγματα του οποίου δεν ήταν οι φιλοσοφικές ιδέες των Ελλήνων και οι διεφθαρμένες πολιτικές δομές του ρωμαϊκού κράτους, αλλά το παράδειγμα του Χριστού. Η χριστιανική ζωή, υποστήριζαν, πως δεν βρίσκεται στα παλάτια του πάπα και στην ισχύ της κουρίας, αλλά στην φτώχεια και τον ασκητισμό. Οι πιο ριζοσπαστικοί Φραγκισκανοί πίστευαν πως ακόμα και η αποκάλυψη είναι ανεπαρκής, και πως για να ζήσει την χριστιανική ζωή πρέπει να μιμηθεί τη ζωή του Χριστού και των μαθητών Του. Δεν ήταν μόνοι τους στην προσπάθεια πραγματοποίησης αυτής της εναλλακτικής. Στην πραγματικότητα ήταν οι πιο διάσημοι του «πρωτόγονου» κινήματος εντός της Εκκλησίας, που περιλάμβανε παλαιότερα του Καθαρούς, Waldensians και Humiliati. Ο Φραγκίσκος μιλούσε εξ ονόματος όλων αυτών των ριζοσπαστικών, όταν έλεγε πως για να είσαι Χριστιανός πρέπει να περπατήσεις μαζί με τον Χριστό, περπατώντας πάλι στην via dolorosa. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εκτιμήσει κανείς τη σημασία της Ενσάρκωσης και της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Φραγκίσκος ενσάρκωνε αυτή την αφιέρωση στον πόνο στον δικό του ασκητισμό (και τα στίγματα), και τη διαφύλαξε στον διάσημο Κανόνα του, που επέβαλλε εγκράτεια και φτώχεια στους ακολούθους του.

Μετά το θάνατο του Φραγκίσκου το 1226, το τάγμα διαιρέθηκε μεταξύ ζηλωτών, που απαιτούσαν την αυστηρή υπακοή στον Κανόνα, και μετριοπαθών που ζητούσαν από τον πάπα απαλλαγή από τις ακραίες δομές. Δεδομένης της μεγάλης απήχησης του κινήματος μεταξύ των κοινών ανθρώπων, και κατά συνέπεια της μεγάλης απειλής που αποτελούσε για την ευκατάστατη ιεραρχία των κληρικών, ο πάπας Ιωάννης ο 22ος (1249-1334), δεν παραχώρησε απλά αυτή την απαλλαγή, αλλά καταδίκασε και κυνήγησε τους ζηλωτές Φραγκισκανούς, τους λεγόμενους Fraticelli. Ενώ αυτό ευχαρίστησε τους πιο πραγματιστές του τάγματος, ο Ιωάννης δεν σταμάτησε εκεί. Όντας σε σύγκρουση με το τάγμα των Φραγκισκανών και τον γενικό τους προϊστάμενο Μιχαήλ της Cesena για το θέμα της πενίας (η λεγόμενη Διαμάχη για την πενία), καταδίκασε το 1326 τελειωτικά την πίστη των Φραγκισκανών στην ηθική υπεροχή της ασκητικής ζωής, ισχυριζόμενος πως η γνώμη αυτή αντιτίθεται στις Γραφές.

Ο Ιωάννης διαπίστωσε πως η διδασκαλία περί πενίας όχι μόνο απειλούσε την ισχύ του εντός της Εκκλησίας, αλλά απειλούσε να μεταμορφώσει τον Χριστιανισμό στην ολότητα του. Η μεσαιωνική Εκκλησία κατανοούσε τον εαυτό της ως ενσάρκωση του Αγίου Πνεύματος, και επομένως πως εφάρμοζε την κυριαρχία ή τη βασίλεια του Θεού πάνω στη γη. Οι άνδρες της Εκκλησίας φαντάζονταν πως έπρεπε να ζουν με ένα τρόπο που ταίριαζε στην κατάσταση τους. Η διδασκαλία των Φραγκισκανών περί πενίας αμφισβητούσε την άποψη αυτή. Ο άνθρωπος όπως τον αντιλαμβανόταν ο Φραγκίσκος, δεν ήταν εκ φύσεως ένα επηρμένο ον. Η χαρά του δεν προέρχεται από τη θέση ή την περιουσία του μέσα στον κόσμο, αλλά από την εγγύτητα του προς τον Θεό. Η Βασιλεία του Θεού λοιπόν, δεν είναι ένα κυριολεκτικό βασίλειο εδώ στη γη, που αντιπροσωπεύεται από την Εκκλησία, αλλά ένα πνευματικό βασίλειο, όπου τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους μόνο μέσα και δια του Θεού. Τραβηγμένη στα άκρα, η διδασκαλία αυτή δεν ήταν απλώς μια επίθεση στον πλούτο και την εξουσία του κλήρου, αλλά και στην ιεραρχία των κληρικών, και την ίδια την Εκκλησία.

Ένας από τους ηγετικούς εκπροσώπους της πλευράς των Φραγκισκανών ήταν ο William του Ockham, ο οποίος βρισκόταν στην Avignon για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στις κατηγορίες περί αίρεσης που εξέφρασαν οι Θωμιστές αντίπαλοι του. Ο πάπας στήριξε την επιχειρηματολογία του κατά της υπεροχής της πενίας, πάνω στην φυσική ανάγκη της κατοχής περιουσίας για την διατήρηση της ανθρώπινης ζωής, διαβεβαιώνοντας πως περιουσία υπήρχε και πριν την πτώση. [ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΟΤΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΥΠΗΡΞΕ ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ.] Οι Φραγκισκανοί αντιθέτως στήριζαν την υπόθεση τους στην αποκάλυψη, λέγοντας πως η περιουσία δεν υπάρχει εκ φύσεως, αλλά ως αποτέλεσμα της αμαρτίας, και επομένως μόνο μετά την πτώση. Έλεγαν επίσης πως δια της απόλυτης δυνάμεως του Θεού, ο Χριστός και οι μαθητές του μπόρεσαν να επιστρέψουν στην προπτωτική κατάσταση, ζώντας ευσεβώς χωρίς περιουσία. Ο Φραγκίσκος είχε ανοίξει τη δυνατότητα για εκ νέου αποκατάσταση, και με τον τρόπο αυτό έθεσε τις βάσεις για μια αυθεντική χριστιανική πρακτική. Όταν ο Ιωάννης απέρριψε αυτή την άποψη  στηριζόμενος στον αμετάβλητο χαρακτήρα της φυσικής τάξεως, ο Ockham και οι Φραγκισκανοί τρομοκρατήθηκαν. Ήταν πεπεισμένοι πως ο Θεός δεν μπορούσε να δεθεί με «νόμους» της φύσεως, τους οποίους είχε προηγουμένως ο ίδιος κατασκευάσει. Η ζωή του Χριστού ήταν μια επίδειξη αυτού του γεγονότος. Η δήλωση του πάπα λοιπόν, ήταν γι’ αυτούς μια αναβίωση αιρετικής θέσης του Αβελάρδου, πως ο Θεός δεσμεύεται να σώσει κάποιους, μέσα από ολόκληρη την αιωνιότητα, δια της προηγούμενης βουλήσεως Του. Ο Θεός, όπως ισχυρίστηκαν, δεν δεσμεύεται από τέτοιους νόμους, και υπόκειται μόνο στην αρχή της μη αντιφάσεως. Κατά τα άλλα είναι ελεύθερος και κυρίαρχος. Το να αρνείται κανείς το δεδομένο αυτό σημαίνει να αρνείται τον Θεό. Κατά συνέπεια διακήρυξαν τον πάπα ως αιρετικό και δραπέτευσαν από την Avignon, ζητώντας την προστασία του αυτοκράτορα. Ο Ockham έγινε μέλος της αυτοκρατορικής αυλής και μαζί με τον Marsilius της Padova (1270-1342), ήταν βασικός παράγοντας στη διατύπωση της πνευματικής άμυνας του αυτοκράτορα στη διαμάχη του με τον παπισμό.

Ο νομιναλισμός ήταν με αυτή την έννοια μια φραγκισκανική θεολογία. Κατέστρεψε την τάξη του κόσμου, όπως την είχε φανταστεί ο σχολαστικισμός, η οποία μεσολαβεί μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και την αντικατέστησε με το χάος των θεμελιωδών ατομικών όντων. Ένωσε βέβαια κάθε ένα από τα όντα αυτά κατευθείαν με τον Θεό. Από την οπτική γωνία των Φραγκισκανών, η ζωή μέσα σε ένα θεμελιωδώς εξατομικευμένο κόσμο φαινόταν χαοτική μόνο σε εκείνους που δεν έβλεπαν την ενότητα της δημιουργίας μέσα στον Θεό. Για εκείνους, που όπως ο Φραγκίσκος μοιράζονταν αυτή την μυστική ενότητα, όλα τα όντα ήταν αδελφοί και αδελφές τους, καθώς όλα τα έμψυχα και άψυχα όντα ήταν εξίσου πλάσματα και δημιουργήματα  του Θεού.


Συνεχίζεται

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δύσκολο να παρακολουθήσης αυτήν την "εξέλιξη" στα πράγματα της Δύσεως, αλλά και να διακρίνης τις θεμελιώδεις "διαφορές" απ' την "καθ' ημάς Ανατολή" και την αληθινή Εκκλησία του Κυρίου και των αγίων μας... Αυτό το κείμενο είναι ωστόσο εξαιρετικό στη σαφήνεια των διατυπώσεών του και γι' αυτό εξαιρετικά βοηθητικό, με κάποια επιπλέον "σκέψη"... Ο Χριστός είναι ο ίδιος μέσα στους αιώνες, όπως μας βεβαιώνουν οι άγιοί μας, κι εδώ στη Δύση φαίνεται πώς από το ένα "λάθος" ή "πλάνη" ακολουθεί αναπόφευκτα ένα επόμενο, ως αντίδραση, αν δεν υπάρξη πραγματική "επιστροφή"... Ο αγώνας του κάθε χριστιανού είναι ταυτόχρονα απλός και "τρομακτικός", όπως το διηγείται ο άγιος Ιγνάτιος Μπρατσιανίνωφ στην επόμενη ανάρτηση, και η πρώτη και μεγάλη μας αμαρτία είναι πάντοτε η άγνοια της αλήθειας, όπως το δηλώνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής... Αν τώρα έχουμε καταντήσει κι εμείς εδώ "Δύση", τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο "περίπλοκα"...