Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque
ΙΙΙ. Η Ευτυχία. Πρακτική και θεωρητική ζωή
Ένα αποφασιστικό βήμα λοιπόν πραγματοποιείται την στιγμή που ο Αριστοτέλης επιτέλους ονομάζει «το υψηλότερο από όλα τα πραγματοποιήσιμα αγαθά». Για το όνομά του είναι σύμφωνοι όλοι οι άνθρωποι: είναι η Ευτυχία (η Ευδαιμονία) (Ηθ. Νικομ. 1095 a 15-18). Η Ευτυχία σχεδιάζει λοιπόν την ενότητα των ανθρώπινων σκοπών που ψάχνουμε. Η Ευτυχία είναι το τέλος, ο σκοπός τής πολιτικής. (1095 a 16). Κάτι που σημαίνει πως είναι η αρχιτεκτονική επιστήμη, η οποία όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ολοκληρώνει την ηθική. Η ηθική και η πολιτική συστήνουν την επιστήμη της Ευτυχίας, αντιστοίχως στην ιδιωτική ζωή και στην κοινωνική και των μέσων επίσης που επιτρέπουν στον άνθρωπο να την εξασφαλίσει. Αλλά όπως έχουμε ήδη ξεκαθαρίσει επίσης, οι πρακτικές επιστήμες, η ηθική και η πολιτική, δεν μπορούν να είναι απλές τεχνικές οι οποίες ενδιαφέρονται μόνον για την αποτελεσματικότητα τών μέσων: δεν μπορούν να αδιαφορήσουν για την ποιότητα του τέλους, του σκοπού. Έτσι λοιπόν τίθεται το ερώτημα, τι πράγμα μας σιγουρεύει πως η ευτυχία είναι ένας σκοπός ο οποίος αξίζει να επιτευχθεί; Η απάντηση του Αριστοτέλη θα φανεί παράξενη στον μοντέρνο άνθρωπο, ο οποίος έχει πλασθεί ασυνείδητα από δύο αιώνες Καντιανισμού ! Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι νόμιμη, διότι είναι κοινή σε όλους του ανθρώπους. Οι άνθρωποι επομένως πρέπει να κάνουν ότι είναι αναγκαίο για να κατακτήσουν την ευτυχία.
Αλλά, θα ακούσουμε την σημερινή αντίρρηση, πώς θα αντλήσουμε, πώς δια της αναγωγής, θα βρούμε έναν κανόνα;; Από ένα γεγονός, πώς θα περάσουμε από ένα «είναι έτσι» σε ένα «δέον»; Αυτή η δυσκολία η οποία εκφράσθηκε για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα από τον Χιούμ, απολυτοποιήθηκε σχεδόν από τον Καντ, ο οποίος συμπεραίνει πως το δέον, το καθήκον, δεν μπορεί να απορρεύσει από μια γνώση και επομένως πρέπει να διαθέτει καθ’ εαυτό, δηλαδή στην ίδια την φόρμα της κατηγορικής επιταγής που το ανακοινώνει, το θεμέλιό του. Αυτή η ένταση είναι ξένη στον Αριστοτέλη, όπως επίσης και η Καντιανή υποψία, ότι μια πράξη που δεν πραγματοποιείται για τον εαυτό της, (αυτόνομα), αλλά για την ευτυχία, δεν θα είχε άλλη αφορμή παρά τον εγωισμό.
Φύση, απροσδιοριστία και Ελευθερία!
Στην πραγματικότητα, η ηθική του Αριστοτέλη λαμβάνει την σύστασή της αδιαχώριστα, με προτάσεις περιγραφικές και κανονιστικές, οι οποίες διακλαδώνονται όπως θα δούμε στην συνέχεια, στον τύπο του λόγου του πρακτικού συλλογισμού. Ο δεσμός (σχέση) ανάμεσα στην επιβεβαίωση μιας πραγματικότητος και την εντολή που συμπεραίνεται από αυτή, δίδεται από την ιδέα της Φύσεως! Η πρόταση σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι ψάχνουν το αγαθό, δηλαδή την ευτυχία, δεν είναι μια εμπειρική πρόταση. Είναι μια πρόταση καθολική η οποία εκφράζει μια ιδιότητα που ανήκει στην ουσία του άνθρωπου. Έτσι λοιπόν, όπως ο άνθρωπος αποτελεί μέρος των φυσικών όντων, δηλαδή του τύπου των όντων που φέρουν έμφυτη την αρχή της κινήσεώς τους (σε αντίθεση με τα τεχνικά δημιουργήματα, τα οποία κινούνται χάρη σε μια εξωτερική ως προς αυτά αιτία), η ουσία του ανθρώπου άλλο δεν είναι παρά η Φύσις του, (ο όρος Φύσις μοιάζει να σημαίνει το ουσιώδες του πράγματος καθότι στηρίζει μια σχέση με την πράξη του. Ακινάτης, De ente es essentia, κεφ. 1) δηλαδή την εσωτερική αρχή, το τέλος: την τελική αιτία η οποία κινεί τις δυνάμεις, τις αρετές και τις ικανότητες που υπάρχουν μέσα του!
Ο κανονιστικός χαρακτήρας της φύσεως προέρχεται από δύο αρχές: Η πρώτη είναι γενική: το μοντέλο της πράξης προέρχεται από το Είναι του Φορέως. Είναι επομένως διαφορετικό στην περίπτωση των άψυχων όντων, των φυτών, των ζώων, του ανθρώπου ή του Θεού. Αλλά ένας άλλος υπολογισμός καθιστά την ανθρώπινη φύση εξαιρετικώς, το θεμέλιο μιας απαιτήσεως η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί μόνον σε κανονιστικές προτάσεις: διαφορετικά από τις φύσεις των φυτών και των ζώων, που αναπτύσσουν ενστικτώδεις συμπεριφορές, και εξ ίσου διαφορετικά και από την θεία Φύση – η οποία είναι καθαρή ενέργεια, στην οποία το Είναι και το δυνάμει-Είναι ταυτίζονται, συμπίπτουν – η ανθρώπινη Φύσις χαρακτηρίζεται από κάποια απροσδιοριστία και από το ανεκπλήρωτο!
Αυτή η απροσδιοριστία οφείλεται στην ελευθέρα βούλησή του. Η ανθρώπινη πράξη υπόκειται σ’ εκείνη την αρχή που ονομάστηκε «αρχή της εκλογής, της επιλογής», την καλύτερη διατύπωση της οποίας μπορούμε να την συναντήσουμε στην διαβεβαίωση του Αριστοτέλη σχετικά με την ελευθερία επιλογής! «Στις περιπτώσεις στις οποίες εξαρτάται από εμάς η πράξη, εξαρτάται από εμάς και η μη-πράξη και σ’ εκείνες στις οποίες εξαρτάται από εμάς η μη-πράξη, εξαρτάται από εμάς και η πράξη. Έτσι ώστε, εάν η πράξη, όταν η πράξη είναι ωραία, εξαρτάται από εμάς, και η μη-πράξη επίσης εξαρτάται από εμάς, όταν η πράξη είναι άσχημη! Άμορφη. Εάν εξαρτάται από εμάς η πραγματοποίηση πράξεων ωραίων και άσχημων και αναλόγως και η μη-πραγματοποίησή τους, και είναι αυτό, όπως λέγαμε, να είμαστε καλοί ή κακοί, τότε εξαρτάται από εμάς να είμαστε ενάρετοι ή εμπαθείς» (Ηθ. Νικομ. 1113 b 7-14). Η αρετή και το πάθος, αναλόγως, δεν υπάρχουν σε μας λοιπόν κατά φύσιν, αλλά είναι καρποί μιας επιλογής. Εξάλλου καμμία ανθρώπινη απόφαση δεν μπορεί να πάει ενάντια στην Φύση γενικώς – για παράδειγμα, δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε μια πέτρα η οποία κατευθύνεται «φυσικώς» προς τα κάτω, να κινηθεί προς τα πάνω, εκτός και αν την βιάσουμε. (1103 a 22). Παρομοίως και μια ανθρώπινη απόφαση δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ, ενάντια στην ανθρώπινη Φύση. Όπως δε δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε την τέχνη του ξυλουργού να υπεισέλθει σε ένα φλάουτο, καθότι αυτή η τέχνη δεν έλκεται καθόλου από την φύση του φλάουτου, έτσι δεν μπορούμε να επιβάλουμε με την βία στην Φύση ενός ανθρώπινου πλάσματος ή ατόμου, μια διάθεση, habitus, την οποία αυτή η Φύση δεν είναι ικανή να προσλάβει. Τελικώς λοιπόν η αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως, ούτε ενάντια στην Φύση (1103 a 24). Το ίδιο ισχύει και για το πάθος. Η ανθρώπινη Φύση είναι ικανή να δεχθεί την αρετή, αλλά αυτό σημαίνει πως είναι ικανή και να μην την δεχθεί, δηλαδή να δεχθεί την απουσία της, που είναι το πάθος.
Αλλά από την «επιλογή» δεν πρέπει να συμπεράνουμε πως η Φύση του ανθρώπου είναι αδιάφορη στο περιεχόμενο της επιλογής. Υπάρχουν επιλογές σύμμορφες της Φύσεως, παρότι δεν προέρχονται αναγκαίως από αυτή και υπάρχουν επιλογές αντίθετες στην Φύση, παρότι αυτή δεν τις απορρίπτει αναγκαίως. Μένει λοιπόν στον άνθρωπο, αρχή της επιλογής, όχι μόνον να «ακολουθήσει την Φύση» - μια αρχή καθολικώς αποδεκτή στην Ελλάδα – αλλά και να την βοηθήσει να πραγματοποιηθεί μέσω ημών. Αυτή η τελευταία Αρχή ανήκει στον Αριστοτέλη. (βοηθείν τη Φύσει). (προτρεπτικός απ. 11, Ross, πολιτικά 1337 a 1).
Αυτή η κατανόηση της σχέσεως ανάμεσα στην ηθική και την Φύση προϋποθέτει μία εννοιολόγηση της Φύσεως πολύ διαφορετικής από εκείνη που μπορούμε να έχουμε εμείς οι μοντέρνοι. Για τον Αριστοτέλη η Φύσις δεν είναι ένα σύνολο δυνάμεων που παράγουν μηχανικά συγκεκριμένα αποτελέσματα. Είναι ένα τέλος, ένας σκοπός, που τείνει να πραγματοποιηθεί αλλά μπορεί και να αποτύχει στην πρόοδο της αυτοπραγματώσεως. Η Φύση κάνει ότι μπορεί, αλλά δεν μπορεί όλο αυτό που θέλει. (Πολιτικά 1255 b3, Ηθ. Νικ. 1099 b 22, Φυσικά 260 b 22). Και πράγματι η Φύση φέρει μέσα της μια αρχή απροσδιοριστίας, την ύλη, η οποία παρότι είναι ο υποχρεωτικός τόπος κάθε πραγματοποιήσεως, καθιστά αμφίβολη την ταιριαστή πραγματοποίηση τού τέλους. Γι’ αυτόν τον λόγο η ζωντανή Φύση, παρότι στοχεύει στην αναπαραγωγή της, μπορεί να γεννήσει ενάντια στον σκοπό της – άτομα τα οποία παρεκκλίνουν από τον κανόνα του είδους, με άλλα λόγια «τέρατα». Στην περίπτωση της Φύσεως του ανθρώπου αυτή η απροσδιοριστία είναι ταυτοχρόνως βεβαρημένη από την ελεύθερη βούληση και προσφέρεται επίσης να διορθωθεί από την καλή χρήση αυτής της ελευθερίας. Έτσι λοιπόν, αυτή η καλή χρήση είναι τέτοια επειδή συμμορφώνεται με την Φύση, οπωσδήποτε όχι με την πραγματική Φύση, την ελλιπή και ασυνεχή, αλλά με το τέλος της Φύσεως που αναγνωρίζεται στις πιο σταθερές τις τάσεις, στα πιο πετυχημένα της σχέδια και με την αρνητική σημασία, ακόμη και στις αποτυχίες της.
Επειδή όμως ο Αριστοτέλης δεν διστάζει να παρομοιάσει την ηθική πράξη με την παραγωγή ενός έργου, μπορεί να μας βοηθήσει να ξεκαθαρίσουμε αυτή την ηθική πράξη,μέ αυτό που λέει ο Αριστοτέλης για την σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την Φύση: «η τέχνη μιμείται την Φύση και την ολοκληρώνει» (Φυσικά ΙΙ, 8, 199a 15). Αυτή η φράση της οποίας είναι γνωστό το πρώτο μέρος παρά το δεύτερο, περιέχει ένα προφανές παράδοξο: πώς και γιατί να μιμηθούμε το ατελές; και από πού έρχεται η ανάγκη να πραγματοποιήσουμε αυτό που ήδη αξίζει να μιμηθούμε; Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχει ένα αδιέξοδο σ’ αυτή την σκέψη, αλλά αυτός ο τυφλός κύκλος, εάν οδηγηθεί προς το ύψος, γίνεται μια αξιολογική σπείρα: η τέχνη, οδηγώντας στην ολοκλήρωση την Φύση, συνεισφέρει στην μετάβαση της Φύσεως, καθιστά την Φύση, πιο άξια μιμήσεως: Αλλά το κατορθώνει τελειοποιώντας και μόνον αυτό που ενεργεί ήδη σ’ αυτή, σαν εμμενές της τέλος, σαν ενυπάρχων σκοπός. Η σύγκριση ανάμεσα στην τέχνη και την ηθική πράξη δικαιώνεται εδώ σε τέτοιο βαθμό που ο Θεόφραστος, ο πρώτος μαθητής του Αριστοτέλη, θα την επαναφέρει καθιστώντας την δική του: ο άνθρωπος λέει, είναι σαν την άμπελο, η οποία φυσικά είναι ένα φυτό της φύσεως, αλλά ένα φυτό το οποίο παράγει τους πιο σύμμορφους καρπούς στην Φύση του! Δηλαδή τους πιο ολοκληρωμένους, αλλά μόνον εφ’ όσον καλλιεργηθεί. Η Φύση δεν φθάνει στην τελειότητα που της είναι σύμφυτη παρά μόνον μέσω της καλλιέργειας.
Σ’ αυτή την σύλληψη, η τέχνη δεν αντιτίθεται στην Φύση, δεν την προκαλεί, όπως συμβαίνει στην μοντέρνα σύλληψη της τεχνικής. Εγκαθίσταται, υπεισέρχεται αντιθέτως στην Φύση, για να την βοηθήσει να γίνει εκείνο που αυτή είναι. Ο Κικέρων σαν καλός ερμηνευτής της περιπατητικής ηθικής που ήταν, λίγο αργότερα, θα αντλήσει με μεγάλη ευγλωττία το μάθημα σχετικά με την σοφία που προέρχεται από αυτή την κατάσταση των πραγμάτων: «η σοφία δεν γέννησε αυτή η ίδια τον άνθρωπο, αλλά τον παρέλαβε ατελή από την Φύση». Ο άνθρωπος είναι όπως ένα ευαίσθητο φυτό, το οποίο έχει ανάγκη επαγρύπνησης και φροντίδος από την ανθρώπινη σοφία για να παράγει τις αρετές οι οποίες πιο οικεία της ανήκουν. Ο άνθρωπος, προσθέτει ακόμη ο Κικέρων, είναι σαν ένα αμπέλι που πρέπει να καλλιεργηθεί από μόνος του. (De finibus, ΙV, 3).
Συνεχίζεται
Ας προσέξουμε. Αλλο Φύση, άλλο ανθρώπινη Φύση, αλλά όχι άλλη, έτερη. Άλλο Συνείδηση, άλλο Αυτοσυνειδησία. Έτερον. Αφύσικον.
Ένα αποφασιστικό βήμα λοιπόν πραγματοποιείται την στιγμή που ο Αριστοτέλης επιτέλους ονομάζει «το υψηλότερο από όλα τα πραγματοποιήσιμα αγαθά». Για το όνομά του είναι σύμφωνοι όλοι οι άνθρωποι: είναι η Ευτυχία (η Ευδαιμονία) (Ηθ. Νικομ. 1095 a 15-18). Η Ευτυχία σχεδιάζει λοιπόν την ενότητα των ανθρώπινων σκοπών που ψάχνουμε. Η Ευτυχία είναι το τέλος, ο σκοπός τής πολιτικής. (1095 a 16). Κάτι που σημαίνει πως είναι η αρχιτεκτονική επιστήμη, η οποία όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ολοκληρώνει την ηθική. Η ηθική και η πολιτική συστήνουν την επιστήμη της Ευτυχίας, αντιστοίχως στην ιδιωτική ζωή και στην κοινωνική και των μέσων επίσης που επιτρέπουν στον άνθρωπο να την εξασφαλίσει. Αλλά όπως έχουμε ήδη ξεκαθαρίσει επίσης, οι πρακτικές επιστήμες, η ηθική και η πολιτική, δεν μπορούν να είναι απλές τεχνικές οι οποίες ενδιαφέρονται μόνον για την αποτελεσματικότητα τών μέσων: δεν μπορούν να αδιαφορήσουν για την ποιότητα του τέλους, του σκοπού. Έτσι λοιπόν τίθεται το ερώτημα, τι πράγμα μας σιγουρεύει πως η ευτυχία είναι ένας σκοπός ο οποίος αξίζει να επιτευχθεί; Η απάντηση του Αριστοτέλη θα φανεί παράξενη στον μοντέρνο άνθρωπο, ο οποίος έχει πλασθεί ασυνείδητα από δύο αιώνες Καντιανισμού ! Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι νόμιμη, διότι είναι κοινή σε όλους του ανθρώπους. Οι άνθρωποι επομένως πρέπει να κάνουν ότι είναι αναγκαίο για να κατακτήσουν την ευτυχία.
Αλλά, θα ακούσουμε την σημερινή αντίρρηση, πώς θα αντλήσουμε, πώς δια της αναγωγής, θα βρούμε έναν κανόνα;; Από ένα γεγονός, πώς θα περάσουμε από ένα «είναι έτσι» σε ένα «δέον»; Αυτή η δυσκολία η οποία εκφράσθηκε για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα από τον Χιούμ, απολυτοποιήθηκε σχεδόν από τον Καντ, ο οποίος συμπεραίνει πως το δέον, το καθήκον, δεν μπορεί να απορρεύσει από μια γνώση και επομένως πρέπει να διαθέτει καθ’ εαυτό, δηλαδή στην ίδια την φόρμα της κατηγορικής επιταγής που το ανακοινώνει, το θεμέλιό του. Αυτή η ένταση είναι ξένη στον Αριστοτέλη, όπως επίσης και η Καντιανή υποψία, ότι μια πράξη που δεν πραγματοποιείται για τον εαυτό της, (αυτόνομα), αλλά για την ευτυχία, δεν θα είχε άλλη αφορμή παρά τον εγωισμό.
Φύση, απροσδιοριστία και Ελευθερία!
Στην πραγματικότητα, η ηθική του Αριστοτέλη λαμβάνει την σύστασή της αδιαχώριστα, με προτάσεις περιγραφικές και κανονιστικές, οι οποίες διακλαδώνονται όπως θα δούμε στην συνέχεια, στον τύπο του λόγου του πρακτικού συλλογισμού. Ο δεσμός (σχέση) ανάμεσα στην επιβεβαίωση μιας πραγματικότητος και την εντολή που συμπεραίνεται από αυτή, δίδεται από την ιδέα της Φύσεως! Η πρόταση σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι ψάχνουν το αγαθό, δηλαδή την ευτυχία, δεν είναι μια εμπειρική πρόταση. Είναι μια πρόταση καθολική η οποία εκφράζει μια ιδιότητα που ανήκει στην ουσία του άνθρωπου. Έτσι λοιπόν, όπως ο άνθρωπος αποτελεί μέρος των φυσικών όντων, δηλαδή του τύπου των όντων που φέρουν έμφυτη την αρχή της κινήσεώς τους (σε αντίθεση με τα τεχνικά δημιουργήματα, τα οποία κινούνται χάρη σε μια εξωτερική ως προς αυτά αιτία), η ουσία του ανθρώπου άλλο δεν είναι παρά η Φύσις του, (ο όρος Φύσις μοιάζει να σημαίνει το ουσιώδες του πράγματος καθότι στηρίζει μια σχέση με την πράξη του. Ακινάτης, De ente es essentia, κεφ. 1) δηλαδή την εσωτερική αρχή, το τέλος: την τελική αιτία η οποία κινεί τις δυνάμεις, τις αρετές και τις ικανότητες που υπάρχουν μέσα του!
Ο κανονιστικός χαρακτήρας της φύσεως προέρχεται από δύο αρχές: Η πρώτη είναι γενική: το μοντέλο της πράξης προέρχεται από το Είναι του Φορέως. Είναι επομένως διαφορετικό στην περίπτωση των άψυχων όντων, των φυτών, των ζώων, του ανθρώπου ή του Θεού. Αλλά ένας άλλος υπολογισμός καθιστά την ανθρώπινη φύση εξαιρετικώς, το θεμέλιο μιας απαιτήσεως η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί μόνον σε κανονιστικές προτάσεις: διαφορετικά από τις φύσεις των φυτών και των ζώων, που αναπτύσσουν ενστικτώδεις συμπεριφορές, και εξ ίσου διαφορετικά και από την θεία Φύση – η οποία είναι καθαρή ενέργεια, στην οποία το Είναι και το δυνάμει-Είναι ταυτίζονται, συμπίπτουν – η ανθρώπινη Φύσις χαρακτηρίζεται από κάποια απροσδιοριστία και από το ανεκπλήρωτο!
Αυτή η απροσδιοριστία οφείλεται στην ελευθέρα βούλησή του. Η ανθρώπινη πράξη υπόκειται σ’ εκείνη την αρχή που ονομάστηκε «αρχή της εκλογής, της επιλογής», την καλύτερη διατύπωση της οποίας μπορούμε να την συναντήσουμε στην διαβεβαίωση του Αριστοτέλη σχετικά με την ελευθερία επιλογής! «Στις περιπτώσεις στις οποίες εξαρτάται από εμάς η πράξη, εξαρτάται από εμάς και η μη-πράξη και σ’ εκείνες στις οποίες εξαρτάται από εμάς η μη-πράξη, εξαρτάται από εμάς και η πράξη. Έτσι ώστε, εάν η πράξη, όταν η πράξη είναι ωραία, εξαρτάται από εμάς, και η μη-πράξη επίσης εξαρτάται από εμάς, όταν η πράξη είναι άσχημη! Άμορφη. Εάν εξαρτάται από εμάς η πραγματοποίηση πράξεων ωραίων και άσχημων και αναλόγως και η μη-πραγματοποίησή τους, και είναι αυτό, όπως λέγαμε, να είμαστε καλοί ή κακοί, τότε εξαρτάται από εμάς να είμαστε ενάρετοι ή εμπαθείς» (Ηθ. Νικομ. 1113 b 7-14). Η αρετή και το πάθος, αναλόγως, δεν υπάρχουν σε μας λοιπόν κατά φύσιν, αλλά είναι καρποί μιας επιλογής. Εξάλλου καμμία ανθρώπινη απόφαση δεν μπορεί να πάει ενάντια στην Φύση γενικώς – για παράδειγμα, δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε μια πέτρα η οποία κατευθύνεται «φυσικώς» προς τα κάτω, να κινηθεί προς τα πάνω, εκτός και αν την βιάσουμε. (1103 a 22). Παρομοίως και μια ανθρώπινη απόφαση δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ, ενάντια στην ανθρώπινη Φύση. Όπως δε δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε την τέχνη του ξυλουργού να υπεισέλθει σε ένα φλάουτο, καθότι αυτή η τέχνη δεν έλκεται καθόλου από την φύση του φλάουτου, έτσι δεν μπορούμε να επιβάλουμε με την βία στην Φύση ενός ανθρώπινου πλάσματος ή ατόμου, μια διάθεση, habitus, την οποία αυτή η Φύση δεν είναι ικανή να προσλάβει. Τελικώς λοιπόν η αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως, ούτε ενάντια στην Φύση (1103 a 24). Το ίδιο ισχύει και για το πάθος. Η ανθρώπινη Φύση είναι ικανή να δεχθεί την αρετή, αλλά αυτό σημαίνει πως είναι ικανή και να μην την δεχθεί, δηλαδή να δεχθεί την απουσία της, που είναι το πάθος.
Αλλά από την «επιλογή» δεν πρέπει να συμπεράνουμε πως η Φύση του ανθρώπου είναι αδιάφορη στο περιεχόμενο της επιλογής. Υπάρχουν επιλογές σύμμορφες της Φύσεως, παρότι δεν προέρχονται αναγκαίως από αυτή και υπάρχουν επιλογές αντίθετες στην Φύση, παρότι αυτή δεν τις απορρίπτει αναγκαίως. Μένει λοιπόν στον άνθρωπο, αρχή της επιλογής, όχι μόνον να «ακολουθήσει την Φύση» - μια αρχή καθολικώς αποδεκτή στην Ελλάδα – αλλά και να την βοηθήσει να πραγματοποιηθεί μέσω ημών. Αυτή η τελευταία Αρχή ανήκει στον Αριστοτέλη. (βοηθείν τη Φύσει). (προτρεπτικός απ. 11, Ross, πολιτικά 1337 a 1).
Αυτή η κατανόηση της σχέσεως ανάμεσα στην ηθική και την Φύση προϋποθέτει μία εννοιολόγηση της Φύσεως πολύ διαφορετικής από εκείνη που μπορούμε να έχουμε εμείς οι μοντέρνοι. Για τον Αριστοτέλη η Φύσις δεν είναι ένα σύνολο δυνάμεων που παράγουν μηχανικά συγκεκριμένα αποτελέσματα. Είναι ένα τέλος, ένας σκοπός, που τείνει να πραγματοποιηθεί αλλά μπορεί και να αποτύχει στην πρόοδο της αυτοπραγματώσεως. Η Φύση κάνει ότι μπορεί, αλλά δεν μπορεί όλο αυτό που θέλει. (Πολιτικά 1255 b3, Ηθ. Νικ. 1099 b 22, Φυσικά 260 b 22). Και πράγματι η Φύση φέρει μέσα της μια αρχή απροσδιοριστίας, την ύλη, η οποία παρότι είναι ο υποχρεωτικός τόπος κάθε πραγματοποιήσεως, καθιστά αμφίβολη την ταιριαστή πραγματοποίηση τού τέλους. Γι’ αυτόν τον λόγο η ζωντανή Φύση, παρότι στοχεύει στην αναπαραγωγή της, μπορεί να γεννήσει ενάντια στον σκοπό της – άτομα τα οποία παρεκκλίνουν από τον κανόνα του είδους, με άλλα λόγια «τέρατα». Στην περίπτωση της Φύσεως του ανθρώπου αυτή η απροσδιοριστία είναι ταυτοχρόνως βεβαρημένη από την ελεύθερη βούληση και προσφέρεται επίσης να διορθωθεί από την καλή χρήση αυτής της ελευθερίας. Έτσι λοιπόν, αυτή η καλή χρήση είναι τέτοια επειδή συμμορφώνεται με την Φύση, οπωσδήποτε όχι με την πραγματική Φύση, την ελλιπή και ασυνεχή, αλλά με το τέλος της Φύσεως που αναγνωρίζεται στις πιο σταθερές τις τάσεις, στα πιο πετυχημένα της σχέδια και με την αρνητική σημασία, ακόμη και στις αποτυχίες της.
Επειδή όμως ο Αριστοτέλης δεν διστάζει να παρομοιάσει την ηθική πράξη με την παραγωγή ενός έργου, μπορεί να μας βοηθήσει να ξεκαθαρίσουμε αυτή την ηθική πράξη,μέ αυτό που λέει ο Αριστοτέλης για την σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την Φύση: «η τέχνη μιμείται την Φύση και την ολοκληρώνει» (Φυσικά ΙΙ, 8, 199a 15). Αυτή η φράση της οποίας είναι γνωστό το πρώτο μέρος παρά το δεύτερο, περιέχει ένα προφανές παράδοξο: πώς και γιατί να μιμηθούμε το ατελές; και από πού έρχεται η ανάγκη να πραγματοποιήσουμε αυτό που ήδη αξίζει να μιμηθούμε; Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχει ένα αδιέξοδο σ’ αυτή την σκέψη, αλλά αυτός ο τυφλός κύκλος, εάν οδηγηθεί προς το ύψος, γίνεται μια αξιολογική σπείρα: η τέχνη, οδηγώντας στην ολοκλήρωση την Φύση, συνεισφέρει στην μετάβαση της Φύσεως, καθιστά την Φύση, πιο άξια μιμήσεως: Αλλά το κατορθώνει τελειοποιώντας και μόνον αυτό που ενεργεί ήδη σ’ αυτή, σαν εμμενές της τέλος, σαν ενυπάρχων σκοπός. Η σύγκριση ανάμεσα στην τέχνη και την ηθική πράξη δικαιώνεται εδώ σε τέτοιο βαθμό που ο Θεόφραστος, ο πρώτος μαθητής του Αριστοτέλη, θα την επαναφέρει καθιστώντας την δική του: ο άνθρωπος λέει, είναι σαν την άμπελο, η οποία φυσικά είναι ένα φυτό της φύσεως, αλλά ένα φυτό το οποίο παράγει τους πιο σύμμορφους καρπούς στην Φύση του! Δηλαδή τους πιο ολοκληρωμένους, αλλά μόνον εφ’ όσον καλλιεργηθεί. Η Φύση δεν φθάνει στην τελειότητα που της είναι σύμφυτη παρά μόνον μέσω της καλλιέργειας.
Σ’ αυτή την σύλληψη, η τέχνη δεν αντιτίθεται στην Φύση, δεν την προκαλεί, όπως συμβαίνει στην μοντέρνα σύλληψη της τεχνικής. Εγκαθίσταται, υπεισέρχεται αντιθέτως στην Φύση, για να την βοηθήσει να γίνει εκείνο που αυτή είναι. Ο Κικέρων σαν καλός ερμηνευτής της περιπατητικής ηθικής που ήταν, λίγο αργότερα, θα αντλήσει με μεγάλη ευγλωττία το μάθημα σχετικά με την σοφία που προέρχεται από αυτή την κατάσταση των πραγμάτων: «η σοφία δεν γέννησε αυτή η ίδια τον άνθρωπο, αλλά τον παρέλαβε ατελή από την Φύση». Ο άνθρωπος είναι όπως ένα ευαίσθητο φυτό, το οποίο έχει ανάγκη επαγρύπνησης και φροντίδος από την ανθρώπινη σοφία για να παράγει τις αρετές οι οποίες πιο οικεία της ανήκουν. Ο άνθρωπος, προσθέτει ακόμη ο Κικέρων, είναι σαν ένα αμπέλι που πρέπει να καλλιεργηθεί από μόνος του. (De finibus, ΙV, 3).
Συνεχίζεται
Ας προσέξουμε. Αλλο Φύση, άλλο ανθρώπινη Φύση, αλλά όχι άλλη, έτερη. Άλλο Συνείδηση, άλλο Αυτοσυνειδησία. Έτερον. Αφύσικον.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου