Συνέχεια από: Τρίτη 23 Αυγούστου 2022
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΑΠΘ
Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης
Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΚΕΦΆΛΑΙΟ Β΄:ΧΡΙΣΤΌΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΊΑ.
Γ) ΣΎΝΘΕΤΟΣ ΥΠΌΣΤΑΣΙΣ
Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί, ότι αρκετοί πατέρες και ιδιαίτερα ο Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός που ενώ χρησιμοποιούν τον όρο «σύνθετος υπόστασις», αναφερόμενοι στην υπόσταση του Χριστού, δεν εννοούν αλλοίωση του Θεϊκού Προσώπου, αλλά την ένωση των δύο φύσεων που επιτελέστηκε από Αυτό200. Δεν υπέστη αλλοίωση ή σύγχυση το πρόσωπον Του, όταν γεννήθηκε ως άνθρωπος «οι γάρ ενταύθα χωρίζοντες της θείας σαρκώσεως θείον νοούσι, σμικρύνουσιν άρα ακούοντες αυτόν σάρκα γεγενήσθε, και τα των Ελλήνων φρονούσιν, ώσπερ ούν και φρονούσι, τροπήν του Λόγου την σάρκωσιν την θείον υπολαμβάνοντες»201. Δηλαδή είναι ειδωλολάτρες όσοι πιστεύουν ότι ο Θείος Λόγος αλλοιώθηκε με την σάρκωσίν Του. Και αυτό διότι η μεταβολή είναι γνώρισμα της κτίσεως και όχι του Αναλλοιώτου Θεού, «Αρειανών μέν το φρόνημα, έπειτα άτοπον μεταβάλλεσθαι τον Θεόν, σωματικόν γάρ, ει δε ώσπερ επί της κτίσεως ύστερον ποιητής, ιστέον, ότι των γινομένων ύστερόν εστίν η μεταβολή, ουχί του Θεού.»202
β. Η μεταβολή χαρακτηριστικό των κτισμάτων
Εάν η υπόσταση του Θεού Λόγου είχε μεταβληθεί με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως, τότε και το χαρακτηριστικόν της Θείας Του Υποστάσεως το υποστατικό Του ιδίωμα το «γεννητόν» κατά λογική συνέπεια θα μεταβαλλόταν. Το υποστατικό ιδίωμα και στις τρείς Θείες Υποστάσεις είναι το «ίδιον» των Υποστάσεων. Γιατί όπως η υπόσταση του Λόγου, έτσι και το ιδίωμά της είναι αμετάβλητα με την σάρκωση «ου γαρ αφειλάμην τι των της Θεότητος ιδιωμάτων, ή εμείωσα τω γενέσθαι με ατρέπτως και αληθώς επί της γής κατά σάρκαν Υιόν ανθρώπου»203. Εάν όμως, ήταν τρεπτή η υπόσταση του Λόγου και πάθαινε αλλοίωση κατά την ενανθρώπηση, θα ήταν δυνάμει τρεπτές και οι υποστάσεις του Πατρός και του Αγ. Πνεύματος, δηλαδή θα ήταν τρεπτή η Αγία Τριάδα. Το οποίο φυσικά σημαίνει ότι θα ήταν κτίσμα και ότι δεν θα ήταν Θεός. «Πάντα υπερφυή λόγον έχουσι τα εν τη Εκκλησία τελούμενα. Επειδή δε κατ’ εξαίρετον τα σύμβολα ταύτα της Θείας ουσίας εισίν μυστήρια και απεικονίσματα, έστι δε αύτη ασύνθετος-πάσα δε κτίσις σύνθετος εστίν, μόνη δε, ως είρηται, η Αγ. Τριάς απλή και ασύνθετος- δια τούτο ουν άνισα προτίθησιν, η Εκκλησία τους άρτους και τα ποτήρια, το Θείον εν τούτοις χαρακτηρίζουσα».204
Άλλωστε το «άτρεπτον», είναι ένα από τα δεδομένα γνωρίσματα που έχει ο Θεός για να αναγνωρισθεί ως Θεός από τους ανθρώπους. «Άκτιστος ούν ών ο δημιουργός πάντως και άτρεπτός εστί. Τούτο δε τι αν άλλο είη ή Θεός;»205 Δηλαδή τι άλλο θα μπορούσε να είναι, παρά μόνον Θεός, Αυτός που είναι Άκτιστος και Άτρεπτος. Ουσιώδες δηλαδή γνωρίσματα του Θεού, το να είναι Άκτιστος και Άτρεπτος.
γ. Σύνθετος υπόστασις, σύνθεση φύσεων, σύνθετος φύσις, σύγχυση φύσεων, κατά τον Δαμασκηνό.
Εδώ, θα γίνει μια προσπάθεια να αναλυθεί διεξοδικότερα, ο όρος «σύνθετος υπόστασις» του Αγ. Δαμασκηνού, όπως και η από μέρους του μεγαλύτερου ίσως συστηματικού δογματολόγου της Εκκλησίας, ανάλυση του μυστηρίου της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ Φύσεων. «Πάσα υπόστασις σύνθετος εκ διαφόρων φύσεων συντεθειμένη…..διό ου τρείς θεοί, αλλ΄ είς Θεός, αι τρείς υποστάσεις, εις Θεός μετά των εαυτού δυνάμεων, αλλ’ ου σύνθετος….Πάσα υπόστασις σύνθετος, εκ διαφόρων φύσεων συντεθειμένη, τα φυσικά ιδιώματα των δύο φύσεων έχει κατ’ ανάγκην, κάν σύγχυσις θεωρήται εν τη ενώσει. Το γάρ πύρ και το ύδωρ εναντία εστί παντελώς, το μεν γάρ πύρ θερμόν και ξηρόν, το δε ύδωρ ψυχρόν και υγρόν. Αλλ’ ηνίκα συντεθή σώμα εκ των τεσσάρων στοιχείων, τας τέσσαρας έχει ποιότητας, θερμότητα και ψυχρότητα, υγρότητα και ξηρότητα. Ει ουν ένθα σύγχυσις θεωρείται, ανάγκη θεωρείσθαι τα φυσικά ιδιώματα των συντεθέντων, πόσω δε μάλλον επί της ασυγχύτου ενώσεως»206.
Όσο για την θεολογία της Υποστατικής ενώσεως μας διδάσκει «Ημείς δε ουχ ούτω φρονούμεν, ουδ’ αυτή μερίς του Ιακώβ, αλλ’ , εν τοις όροις της ευσεβείας ιστάμενοι, φαμέν εκ θεότητος και ανθρωπότητος μίαν υπόστασιν σύνθετον. Άυτη γαρ ή Προαιώνιος του Θεού Λόγου Υπόστασις, σκηνώσασα εν τη γαστρί της Αγίας αειπαρθένου, εν αυτή υπεστήσατο σάρκα ένψυχον λογικήν, αύτη χρηματίσασσα τη εμψύχω και λογική σαρκί υπόστασις, και γέγονεν εκ τελείας Θεότητος και τελείας ανθρωπότητος εις Χριστός, είς Υιός, ο αυτός, θεού τε και ανθρώπου, είς Κύριος ο αυτός, Θεός τέλειος, και άνθρωπος τέλειος. Όλος Θεός και όλος άνθρωπος, ασυγχύτως ενωθεισών των φύσεων αλλήλαις, και ατρέπτως, και αδιαιρέτως. Ασυγχύτως μέν, φυλλάτει γάρ εκάστη φύσις την εαυτής διαφοράν, το άκτιστον η θεότης, το κτιστόν η ανθρωπότης, το απαθές η θεότης, το παθητόν η ανθρωπότης, και τα τοιαύτα. Ατρέπτως δε, ότι μεμένηκεν εκάστη φύσις αναλλοίωτος, ου τραπείσα εις ετέρα, ουδέμία σύνθετος χρηματίσασα φύσις, αλλά δύο υπάρχουσαι και διαιωνίζουσαι. Αδιαιρέτως δε, ότι ήνωνται αλλήλαις καθ’ υπόστασιν, μίαν έχουσαι υπόστασιν,την προαιώνιον μεν, ασώματον και απλήν, επ’ εσχάτων δε των χρόνων εκ της Αγίας Αειπαρθένου σωματωθείσαν αμεταβλήτως, υπάρχει γαρ τούτω κακείνο, ασώματος μεν, τη ανάρχω θεότητι, ενσώματος δε, τη ηργμένη, ητοι τη προσληφθείση σαρκί. Αύτη δε εστίν ο προαιώνιος υιός και λόγος του Θεού, ός επ’ εσχάτων γενόμενος άνθρωπος. Ήνονται τοίνυν αι φύσεις καθ’ υπόστασιν μίαν και περιχωρούσιν».207
Τα χωρία αυτά είναι ένα ελαχιστότατο δείγμα των χωρίων του αγίου που αποσαφηνίζουν ότι με αυτόν τον όρο εννοεί την Θεϊκή Υπόσταση του Χριστού η οποία ένωσε, «συνέθεσε» τις δύο φύσεις. Βέβαια υπάρχει και το ενδεχόμενο της εκτροπής στην «σύνθετη φύση», στο οποίο είχε ήδη κατά το παρελθόν εκπέσει ο Απολλινάριος Λαοδικείας, όσο και ο Σεβήρος Αντιοχείας. Αυτήν την εκτροπή θέλει να αποφύγει ο άγιος και για να το πετύχει αυτό χρησιμοποιεί τον όρο «σύνθετος υπόστασις». Σύμφωνα με τον άγιο, αυτός ο όρος αποδίδει κατά τον καλύτερο τρόπο την θεολογία της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού στο Θείο Του πρόσωπο. Ο όρος αυτός εξασφαλίσει αλλά είναι και βασική προϋπόθεση της παραμονής των δύο οντολογικά διακριτών φύσεων και ενεργειών και θελημάτων στο ένα Θείο πρόσωπο του Χριστού. Ο άγιος δεν αρκείται μόνον στον όρο «ενυπόστατος φύσις», τον οποίο κατά κόρον χρησιμοποιεί, αλλά εισάγει στην θεολογία του και τον όρο «σύνθετος υπόστασις» για να εκφράσει με τον καλύτερο κατ’ αυτόν τρόπο την θεολογία της υποστατικής ενώσεως, την θεολογία της «καθ’ υπόστασιν» ενώσεως : « διό δή και εκ δύο φύσεων τελείων, θείας τε και ανθρωπίνης, φαμέν γεγενήσθαι την ένωσιν, ού κατά φυρμόν ή σύγχυσιν ή ανάκρασιν, ως ο θεήλατος έφη Διόσκορος, Ευτυχής τε και Σευήρος και η τούτων εναγής συμμορία…. Αλλά κατά σύνθεσιν, ήτοι καθ’ υπόστασιν ατρέπτως και ασυγχύτως και αναλλοιώτως και αδιαιρέτως και αδιασπάστως και εν δυσί φύσεσι τελείως εχούσαις μίαν υπόστασιν ομολογούμεν του Υιού του Θεού και σεσαρκωμένου, την αυτήν υπόστασιν λέγοντες της θεότητος και της ανθρωπότητος αυτού και τας δύο φύσεις ομολογούντες σώζεσθαι εν αυτώ μετά την ένωσιν, ουκ ιδία και αναμέρος τιθέντες εκάστην αλλ’ ηνωμένας αλλήλαις εν τη μια συνθέτω υποστάσει».208
Είναι προφανές ότι η εκτροπή πλέον δεν υφίσταται μόνο σε σωτηριολογικό επίπεδο, αλλά κατά φυσικήν συνέπεια και σε Τριαδολογικό και Χριστολογικό. Αν η φύση του Λόγου μετά την σάρκωση χαρακτηριστεί «σύνθετος», τότε παύει να υπάρχει κάθε συνάφεια ανάμεσα στον φύση απλό Θεό, και στον «σύνθετο» κατά τις φύσεις Χριστό. «ει μιάς συνθέτου φύσεως ο Χριστός εστίν ,ουκ έστιν ομοούσιος τω Πατρί, απλής γαρ φύσεως ο Πατήρ, το δε απλούν και σύνθετον ουχ ομοούσιο»209. Φυσικά και μια σύνθεση στις δύο φύσεις του Χριστού, θα δημιουργούσε μία τρίτη φύση ετερούσια προς τις δύο του Χριστού φύσεων «μία γάρ φύσις σύνθετος εκ διαφόρων συνίσταται φύσεων, όταν ενουμένων φύσεων, έτερον τι παρά τα ενωθέντα, το αποτελούμενον γίνηται, και μήτε τούτω κυρίως, μήτε εκείνο, αλλ’ έτερον νοήται και λέγητε»210.
Αυτή την εκτροπή, όπως τονίσαμε ήδη, θέλει να προλάβει ο άγιος χρησιμοποιώντας τον όρο «σύνθετος υπόστασις», δηλαδή την «κατά σύνθεσιν» ένωση των φύσεων211. Με αυτό τον όρο διασφαλίζει αφενός την μοναδικότητα και ενότητα του Θεϊκού προσώπου,της Θείας του Χριστού υποστάσεως, όπως επίσης και την διπλή ομοουσιότητα και πληρότητα των φύσεων και αφετέρου εξασφαλίζει το γεγονός της αντίδοσης των ιδιωμάτων, η οποία οδηγεί στην μία και μόνη προσκύνηση του Χριστού. «Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στα πλαίσια της συνθέτου Υποστάσεως του Λόγου, ο ιερός συγγραφέας χρησιμοποιεί το παράδειγμα της πυρακτωμένης μάχαιρας212 στην προσπάθειά του να περιγράψει την αναφορικότητα στην μία υπόσταση του Λόγου των δύο φύσεων και ενεργειών, θείας και ανθρωπίνης χωρίς να επιφέρουν σύγχυση στις ουσιώδης διαφορές τους. Έτσι με το πιο πάνω παράδειγμα, δηλαδή της διπλής ενέργειας, καύσης και κόψης του πυρακτωμένου ξίφους, η οποία ασκείται από τον ίδιο φορέα ο Δαμασκηνός δέχεται την έννοια της συνθέτου υποστάσεως με την καππαδοκική της προέλευση του όρου, η οποία ταυτίζεται με το πρόσωπο και όχι με την αλεξανδρινή η οποία συσχετίζεται με την φύση και την ουσία.213»214.[ΜΙΑ ΕΠΙΤΗΔΕΙΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙ Η ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΗΚΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ.]
δ. Ο νεστοριανισμός του όρου ως σύνθεση αλλοίωσης
Είναι αδιανόητο να πιστεύει κανείς ότι οι δύο φύσεις του Χριστού μετά την σάρκωση δεν υπέστησαν καμία αλλοίωση, όπως διδάσκει η δ΄ οικουμενική σύνοδος, εφόσον «Ατρέπτως, Ασυγχύτως, Αχωρίστως και Αδιαιρέτως» έγινε η ένωση τους και ταυτόχρονα να πιστεύει ότι αλλοιώθηκε η Θεαρχική Υπόσταση του Υιού και Λόγου του Θεού κατά την σάρκωση. Βέβαια αν τολμήσουμε να θεωρήσουμε ότι ο όρος «σύνθετος» προέρχεται μέσα από σύνθεση δύο υποστάσεων, τότε αυτομάτως όλους τους πατέρες που χρησιμοποιούν τον συγκεκριμένο όρο, τους κατατάσσουμε στους οπαδούς του Νεστορίου.
Εδώ αξίζει να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τον όρο «πρόσωπο», στη θεολογική σκέψη του δασκάλου του Νεστορίου, Θεόδωρου Μοψουεστίας. Δέχεται όντως ο Θεόδωρος τον όρο «πρόσωπο», όπως τον είχαν αποσαφηνίσει οι Καππαδόκες πατέρες και ιδιαίτερα ο Μ. Βασίλειος ο οποίος πρώτος ανέλυσε και ξεκαθάρισε την διαφορά ανάμεσα στην φύση και το πρόσωπο; Μπορούσε να αντιληφθεί ότι το πρόσωπο του Λόγου και μετά την ένωση με την σάρκα ήταν ένα και «όχι ένα συνθετικό πρόσωπο τιμής, που δηλώνει εξωτερική σχέση και ένωση; Η έρευνα από παλαιά έως και σήμερα, εξέφρασε και τις δύο απόψεις215. Συνεπέστερη, οπωσδήποτε, φαίνεται η δεύτερη, που παρότι δέχτηκε έντονες κριτικές μετά την ανεύρεση των Κατηχήσεων, δεν έχασε την αξιοπιστία των επιχειρημάτων και των αποδείξεών της. Έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Θεόδωρος, παρά την λεκτική του άρνηση216, δέχεται πρίν και μετά την ένωση, την ύπαρξη δύο προσώπων και δύο υποστάσεων (φύσεων), με τη διαφορά ότι μετά την ένωση τα δύο πρόσωπα αποτελούν συνθετικά μέρη του ενός ηθικού, βουλητικού και εξάπαντος όχι μοναδικού προσώπου του Χριστού. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο, η Παναγία Μαρία είναι ταυτόχρονα «ανθρωποτόκος» και «Θεοτόκος». Το πρώτο όνομα δηλώνει τη φύση του πράγματος, ενώ το δεύτερο την αναφορά. Η Παρθένος συνέλαβε τον άνθρωπο, με τον οποίο ενώθηκε αργότερα ο Θεός Λόγος «κατά την σχέσιν της γνώμης»217».218[ΣΤΗΝ ΒΑΠΤΙΣΗ]
Ο δ΄ αναθεματισμός του «όρου πίστεως», της εν Κωνσταντινούπολη Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, μας δείχνει ότι οι πατέρες της Εκκλησίας ήταν «αναγκασμένοι» κάθε φορά να τονίζουν όχι μόνο τα αιρετικά σημεία, αλλά και την ιστορική προέλευση των αιρετικών: «δ. Εί τις λέγει… ή κατά ομωνυμίαν, καθ’ ήν οι Νεστοριανοί τον Θεόν Λόγον Ιησούν και Χριστόν καλούντες, και τον άνθρωπον κεχωρισμένως Χριστόν και Υιόν ονομάζοντες, και δύο πρόσωπα προφανώς λέγοντες, κατά μόνην την προσηγορίαν και τιμήν και αξίαν και προσκύνησιν, και έν πρόσωπον και ένα Χριστόν υποκρίνονται λέγειν, αλλ’ ούχ ομολογεί την ένωσιν του Θεού Λόγου προς σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική και νοερά κατά σύνθεσιν ήγουν καθ’ υπόστασιν γεγενήσθαι, καθώς οι άγιοι Πατέρες εδίδαξαν, και δια τούτο μίαν αυτού την υπόστασιν, ό εστίν ο Κύριος Ιησούς Χριστός, είς της Αγίας Τριάδος, ο τοιούτος ανάθεμα έστω….. Η μέντοι αγία του Θεού Εκκλησία, εκατέρας αιρέσεως την ασέβειαν αποβαλλομένη, την ένωσιν του Θεού Λόγου προς την σάρκα κατά σύνθεσιν ομολογεί, όπερ εστί καθ’ υπόστασιν. Η γάρ κατά σύνθεσιν ένωσις, επί του κατά Χριστόν μυστηρίου, ού μόνον ασύγχυτα τα συνελθόντα διαφυλάττει, αλλ’ ουδέ διαίρεσιν επιδέχεται.»219
Ως γνωστόν λοιπόν, ο Νεστόριος προσπαθώντας να αντικρούσει τους μονοφυσίτες της εποχής του, κήρυξε στον Χριστό την ύπαρξη δύο υποστάσεων220. Μία θεϊκή για την θεία του φύση και μία ανθρώπινη για την ανθρώπινη φύση του. Έτσι όμως το «άλλο και άλλο» των πατέρων, έγινε «άλλος και άλλος» των αιρετικών221. Δηλαδή άλλος ο υιός του θεού και άλλος ο υιός της Μαρίας: «..άλλον τον Χριστόν και άλλον δε τον Ιησούν, άλλον δε την θύραν και τα λοιπά, προασφαλίζεταί σε η πίστις, λέγουσα καλώς “εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν”, εί γαρ και πολλαί αι προσηγορίαι, αλλ’ έν το υποκείμενον.»222 Και γι’ αυτό το θέμα η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος, ως επισφράγισμα των επί πέντε σχεδόν αιώνων Χριστολογικών αγώνων, θέλοντας να αποφύγει την εκτροπή αναθεματίζει: «γ΄. Εί τις λέγει, άλλον είναι του Θεού Λόγου τον θαυματουργήσαντα και άλλον τον Χριστόν τον παθόντα, ή τον Θεόν Λόγον συνείναι λέγει τω Χριστώ γεννωμένω εκ γυναικός, ή εν αυτώ είναι ως άλλον εν άλλω, αλλ’ ούχ ένα και τον αυτόν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον του Θεού Λόγον… ανάθεμα έστω».223
ε. Ενυπόστατος φύσις
Ο Λεόντιος Βυζάντιος, ο θεολόγος της «ενυποστάτου φύσεως» τον 6ο αιώνα, διδάσκει χαρακτηριστικά ξεκαθαρίζοντας πλήρως το τοπίο: «Ο Λόγος ο θείος, Άτρεπτος εστί την Υπόστασιν ως και την φύσιν, ή ουχί, ει μεν ουν ουχί, ουδέ πάντη απλούς, ουδέ άφθαρτος φασί, αλλ’ ουδέ Θεός. Έτι μην και ο Πατήρ και το Πνεύμα το άγιον, ει μη άρα ετέρως υφεστήκασιν, τοις αυτοίς υπενεχθήσονται. Ει δε γε δια το εναργές της ασεβείας, πας τις ομολογεί άτρεπτον και καθ’ υπόστασιν τον Λόγον, πως εξ’ απλής σύνθετον έξει την υπόστασιν;…..Ει δε ουδέν, ανάγκη άρα, ώσπερ την ασύνθετον φύσιν εν τω μη συν ετέρα φύσει ηνώσθαι νοούμεν, ούτως και την ασύνθετον υπόστασιν, εν τω μη συν εταίρα υποστάσει ηνώσθε, ορθώς δοξάζειν….. Ού γαρ κατά σύγχυσιν συνετέθησαν, ούτε υπόστασις σύνθετος, ότι ουκ εξ υποστάσεων, αλλ’ ασυνθετώτερον ιδίωμα της του Λόγου γέγονεν υποστάσεως, πλειώνων επισωρευθέντων εν αυτή των απλών ιδιωμάτων μετά την σάρκωσιν, όπερ ουδέ σύνθετον, ουδέ τρεπτήν δείκνυσιν ούτε την φύσιν ούτε την υπόστασιν αυτού.»224
Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι ο Λεόντιος Βυζάντιος, μαζί με τον Ιωάννη Γραμματικό, εισάγει την έννοια του «ενυποστάτου» προσπαθώντας να προσεγγίσει όλους αυτούς που δεν δέχονταν το όρο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, κυρίως τους μονοφυσίτες Σεβήρο και Διόσκουρο, αλλά και αυτούς, που ακολουθώντας τον Νεστόριο, απέκλιναν της ίδιας συνόδου της Χαλκηδόνας και της χριστολογίας της. Με αυτόν τον όρο τονίζει ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα του Λόγου υπάρχει ενωμένη υποστατικώς στο πρόσωπο του Λόγου, χωρίς να την τεμαχίζει κατά τα πρότυπα του Νεστορίου, ή να την παρουσιάζει άλογον, κατά τα πρότυπα Απολλιναρίου, «όλον ούν άνθρωπον, τον εκ σώματος λέγων και ψυχής λογικής τε και νοεράς συγκειμένον, ουσιωδώς προσλάβων, όλου ανθρώπου την σωτηρίαν ειργάσατω..».225 Με απλά λόγια ενυπόστατος είναι η φύσις η οποία δεν έχει υπόσταση δική της, αλλά υποστασιάζεται σε μία άλλη υπόσταση, στην υπόσταση του Θεού Λόγου, όσον αφορά την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
στ. Θεός, μόνον ο «φύσει» Θεός
Κλείνοντας το κεφάλαιο «σύνθετος υπόστασις», πρέπει να τονίσουμε και μία τελευταία παράμετρο του θέματος. Όλα όσα έχει ο Θεός, τα έχει εκ φύσεως και όχι επίκτητα: «πάντα γάρ όσα έχει ο Θεός, φησίν ο θείος Μάξιμος, φύσει έχει και ούκ επίκτητα»226. Άρα λοιπόν, δεχόμενοι ότι η υπόσταση του Λόγου έχει πάρει με την Θεία ενσάρκωση κάτι που δεν το είχε πριν, δεχόμαστε ότι αυτό δεν είναι «φύσει», αλλά είναι επίκτητο. Εάν η υπόσταση του Λόγου ήταν άλλο πρίν την σάρκωση και μεταβλήθηκε σε κάτι άλλο μετά, αυτό το άλλο δεν είναι «φύσει»[ΑΛΛΑ ΧΑΡΙΤΙ], αλλά είναι επίκτητο.
Όμως, όπως διδάσκουν οι άγιοι, αυτό το άλλο, το μετά την «Θείαν πρόσληψιν», φυσικά δεν ανήκει στον Θεό. Αυτού του είδους η «σύνθετος υπόστασις», δεν είναι Θεός. Το μόνο που πήρε επάνω του ο Υιός και Λόγος του Θεού, είναι πλήρης ανθρώπινη φύση, την οποία όμως ένωσε υποστατικά στο Θείο του πρόσωπο, κάνοντας την άμα τη προσλήψει, ομόθεον και λατρευτήν ως Αυτόν227. Το συνοδικό της Ορθοδοξίας αναθεματίζει αυτούς που εκλαμβάνουν το «σύνθετος υπόστασις» ως σύνθεση μεταβολής και όχι συνθέσεως : «έτι, τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι, σύνθετον τινά όλως δια ταύτα γίνεσθαι επί Θεού, μη πειθομένοις δε τη των Αγίων διδασκαλία μηδεμίαν σύνθεσιν από των φυσικών,……. Μη ομολογούσι δε, κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας, και το της εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, μετά της θεοπρεπούς ταύτης διαφοράς, και την θείαν απλότητα πάνυ καλώς διασώζεσθαι, ανάθεμα γ΄».228
ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΛΙΓΜΟ ΠΟΥ ΠΑΙΖΕΤΑΙ, ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΕΠΙΚΤΗΤΟ, ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
200. Χ.ΣΤΑΜΟΎΛΗ.: Φύση και Αγάπη και άλλα μελετήματα, β΄ εκδ.: το Παλίμψηστον Θεσ/νίκη 2007, σ.σ.72-73. «Επίσης ο όρος “σύνθεσις” δεν έχει εδώ τη σημασία της παράθεσης, όπως αυτή εμφανίζεται στο Νεστόριο, ούτε κατανοείται αριστοτελικά ή στωικά ως σύγχυση και μίξη, πράγμα που ο Κύριλλος αρνείται άμεσα και επίμονα. Εμφατικά τονίζει ότι η χρήση των όρων “κράσις” και “σύγκρασις” από ορισμένους Πατέρες δε δηλώνει ένα είδος ανάχυσης, στο πρότυπο των συγκεκραμένων υγρών αλλά φανερώνει την πλήρη και πραγματική “καθ’ υπόστασιν” ένωση της ανθρωπίνης με τη θεία φύση. Σε τελική ανάλυση η “σύνθεσις” θεωρείται ως ένωση επικράτησης, της οποίας αποτέλεσμα είναι το θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο η ανθρώπινη φύση δεν είναι εξαφανισμένη ή κατεστραμμένη αλλά ακολουθεί τη θεία φύση “τω ιδίω θελήματι”.»
201.Μ. ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ, Κατά Αρειανών δ΄, Ε. Π. Ε. Τομ.3 σ. 25 σ. 46.
202. Αυτόθι P.G. 26, 489A.
203. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΊΑΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, P.G. 72, 393A.
204. J. DECLERCK, Maximus Confessor, Quaestiones et Dubia, Corpus Christianorum, Gr. 10, Turnhout 1982, σ. 6. (Ε.Π.Ε. Τομ. 14α σ.26.)
205. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 1,3 P.G. 94, 796C.
206. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, «Περί των δύο θελημάτων και ενεργειών στο Χριστό και περί των φυσικών ιδιωμάτων. Επίσης εν συντομία και για τις δύο φύσεις και για τη μία υπόσταση.», P.G. 95, 129, 156, 168 αντίστοιχα.
207. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, «Περί της συνθέτου φύσεως, κατά ακεφάλων», P.G. 95, 124C-125A.
208. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, P.G. 94, 993ABC. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η διεξοδικότατη ανάλυση της θεολογίας του «ενυποστάτου», της «συνθέτου φύσεως» και της «συνθέτου υποστάσεως» στον άγιο από την μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία του ΧΡ. ΗΣΑΪΑ : Η έννοια του «ενυποστάτου» στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, Α.Π.Θ. Θεσ/νίκη 2011.
209. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ: Περί συνθέτου φύσεως, κατά ακεφάλων, P.G.95, 116B.
210. ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ, Προς τον επίσκοπον δαραίας τον ιακωβίτην, P.G. 94, 1449A.
211. ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ, Κατά της αιρέσεως των Νεστοριανών, P.G. 95, 189C. : «..ού φύσις σύνθετος αλλά υπόστασις σύνθετος εκ της προϋπαρχούσης εν αυτή θεότητος, και εκ της ύστερον προσληφθείσης αυτής σαρκός εμψυχωμένης ψυχή λογική τε και νοερά.»
212. ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ, Κατά της αιρέσεως των Νεστοριανών, P.G. 95,189 B. Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, P.G. 94, 1053CD. Κατά Ιακωβιτών, P.G. 1501BC.
213. Βλ. Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, τομ γ΄ σ. 161 και γενικά σ.σ. 155-170, όπου αναπτύσσετε όλη η σκέψη του Δαμασκηνού για το θέμα, ιδιαίτερα στις σελίδες 162-3, ο κ. καθηγητής επισημαίνει: «Εξάλλου δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος στο Χριστό ούτε και για μια σύνθετη φύση αποτελούμενη “εκ θεότητος και ανθρωπότητος”. Ο Δαμασκηνός θεωρεί άκρως επικίνδυνη και απαράδεκτη τη σεβηριανή φράση “σύνθετη φύση”(έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 55 P.G. 94, 988B-992A, Kotter II, 125.) και υιοθετεί αντ’ αυτής την καθιερωμένη ήδη στην προγενέστερη ορθόδοξη παράδοση φράση «σύνθετη υπόσταση»(Βλ. λ.χ. Λεοντίου Βυζαντίου, κατά Νεστοριανών 2, 24, P.G. 86, 1535ABCD….) με την καππαδοκική ασφαλώς έννοια του όρου «υπόσταση» που σημαίνει “πρόσωπο” και όχι με την αλεξανδρινή που σημαίνει “ουσία” ή “φύση”(οπ. Παρ. P.G. 94, 993BC…..). Η διάκριση των όρων “φύσις” και “υπόστασις” είναι γι’ αυτόν καθοριστική για την κατανόηση και διατύπωση της ορθόδοξης Χριστολογίας. Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί εύστοχα, αιτία της πλάνης των αιρετικών, και συγκεκριμένα των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών, είναι η ταύτιση που κάνουν στους όρους “φύση” και “υπόσταση”(οπ. Παρ. 47, P.G.94, 992A…). Και ο Σεβήρος λ.χ. κάνει λόγο για “σύνθετη υπόσταση”, επειδή όμως ταυτίζει τη “φύση” με την “υπόσταση”, “σύνθετη υπόσταση” σημαίνει γι’ αυτόν “σύνθετη φύση”(Βλ. το απόσπασμα Εκ της προς Ιωάννην τον ηγούμενον γ’ επιστολής του Σεβήρου, στο Fr. Diekamp, Doctrina Patrum De Incarnatione Verbi. Ein griechisches Florilegium aus der Wende des 7. Und 8 Jahrhunderts, Aschendorff Munster 1981, σ. 309 εξ. Καθώς και στο P.G. 94, 1077CD. Βλ. και Ιω. Θ. Νικολόπουλου, Η Χριστολογία του Σεβήρου Αντιοχείας και ο όρος της Χαλκηδόνας (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 2002, σ. 185 εξ.».
214. Χ. ΗΣΑΪΑ, Η έννοια του «ενυποστάτου» στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία στο τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Θεσ/νίκη 2011, σ. 86.
215. Βλ. Χ. ΣΤΑΜΟΎΛΗ, Η Θεοτόκος κατά τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1989, σ. 102, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
216. Βλ. Εκ του κατά ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Λόγος 7, P.G. 66, 985BC. Βλ. επίσης Επιστολή προς Δόμνον, P.G. 66, 1012C-1013A, όπου ο Θεόδωρος με έμφαση υποστηρίζει το ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα της «κατ’ ευδοκίαν» ένωσης. Μάλιστα αποποιείται τη διαίρεση σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγείται σ’ έναν ιδιότυπο Μονοθελητισμό και μονοενεργητισμό: «Η κατ’ ευδοκίαν των φύσεων ένωσις μίαν αμφοτέρων τω της ομωνυμίας λόγω εργάζεται την προσηγορίαν, την θέλησιν, την ενέργειαν, την αυθεντίαν, την δυναστείαν, την δεσποτείαν, την αξίαν, την εξουσίαν, μηδενί τρόπω διαιρουμένην, ενός αμφοτέρων κατ’ αυτήν προσώπου και γενομένου και λεγομένου… ο δε της κατ’ ευδοκίαν ενώσεως τρόπος, ασυγχύτους φυλάττων τας φύσεις και αφιαιρέτους, έν αμφοτέρων το πρόσωπον δείκνυσι…».
217. Βλ. Εκ του κατά ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Λόγος 7, P.G. 66,992Β.
218. Χ. ΣΤΑΜΟΎΛΗ, Άσκηση αυτοσυνειδησίας», εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσ/νίκη 2004, σ.σ. 213-214.
219. Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ : Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, σ.σ. 193-194.
220. Το πρόβλημα που οδήγησε στις δύο αυτές αιρέσεις και οδηγεί και τώρα σε αίρεση αν δεχτούμε την «σύνθετο υπόσταση», ως όρο μεταβολής μας το εξηγεί ο καθηγητής Ιωαν. Καρμίρης στο Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ : Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, σ.σ.159-160.: « εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι ο Ευτυχής περιέπεσεν εις το αντίστοιχον του Νεστορίου σφάλμα, οφειλόμενον εις το ότι αμφότεροι, ακολουθούντες τας τάσεις των εξ ών προήρχοντο Θεολογικών Σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, δεν διέκρινον μεταξύ “φύσεως” και “προσώπου”. Αμφότεροι εταύτιζον τας δύο ταύτας εννοίας, φρονούντες ότι φύσις και πρόσωπον είναι αχώριστα, ούτως ώστε όπου το έν, εκεί και το άλλο. Οι Αλεξανδρινοί, και κατ’ αυτούς και ο Ευτυχής, ενδιαφέροντο να αποδείξωσιν, ότι εν τω Χριστώ είναι έν πρόσωπον, άρα είναι και μία φύσις. Εάν αντιθέτως εδέχετο ο Ευτυχής δύο φύσεις μετά την ένωσιν, ενόμιζεν ότι ήτο υποχρεωμένος να δεχθή και δύο πρόσωπα εν τω Χριστώ, συμφώνως προς την άρχουσαν τότε αντίληψιν περί σχέσεως φύσεως και προσώπου. Δια να αποφύγει λοιπόν τούτο, εδέχετο ότι μετά την ενανθρώπησιν εγένετο συγχώνευσις ή “σύγχυσις” ή “κράσις” ή “φυρμός” ή “τροπή” των δύο φύσεων εις μίαν, της ανθρωπίνης φύσεως τραπείσης και αναλυθείσης, ούτως ειπείν, εν τη θεία, ούτως ώστε εναπελείφθη μόνον “μία φύσις του Θεού Λόγου”,--(παραλειπομένης της λέξεως του Κυρίλλου “σεσαρκωμένη”, δι’ ής ούτος ετόνιζε το πραγματικόν της ανθρωπίνης φύσεως εν τω Χριστώ, ιδίως μετά τας “διαλλαγάς” του 433),--ήτις ήτο η θεία φύσις, και έν μόνον πρόσωπον, όπερ ήτο το του Θεού Λόγου. Αντιθέτως οι Αντιοχείς, και κατ’ αυτούς και ο Νεστόριος, ετόνιζον ότι εν τω Χριστώ είναι “δύο φύσεις” ασύγχυτοι και άτρεπτοι. Αλλά, κατά την κρατούσαν τότε προειρημένην αρχήν, η παραδοχή δύο φύσεων απαιτεί και την κατ’ ανάγκην παραδοχή και δύο προσώπων εν τω Χριστώ. Εις τούτο πράγματι κατήντησεν ο Νεστόριος μετά του διδασκάλου του Θεοδώρου Μοψουεστίας,(ο Μοψουεστίας Θεόδωρος έλεγε: “τελείαν την φύσιν του Θεού Λόγου φαμέν και τέλειον το πρόσωπον, τελείαν δε και την του ανθρώπου φύσιν και το πρόσωπον ομοίως”) εί και προσεπάθουν να το αποκρύψωσιν. Τούτο δε εκ του φόβου μήπως δεχόμενοι έν πρόσωπον αναγκασθώσι, κατά την τεθείσαν αρχήν, να δεχτώσι και μίαν φύσιν, ως οι Μονοφυσίται. Σημειωτέον ότι η ειρημένη εσφαλμένη αρχή της αχωρίστου σχέσεως της φύσεως και του προσώπου ανετράπη υπό των δύο Γρηγορίων Ναζιανζηνού και Νύσσης, του Αμφιλοχίου Ικονίου, του Λέοντος Α΄ και άλλων αντικατασταθείσα δια της ορθής: “δύο φύσεις, έν πρόσωπον”, δι’ ής επετεύχθη η ορθόδοξος διατύπωσις υπό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου δόγματος περί της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων εν τω ενί προσώπω του Θεού Λόγου, ιδίως εν τη προτάσει του όρου αυτής: “εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως, και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν Υιόν…”. Ούτως έπαυσεν εφεξής να ταυτίζεται η έννοια του όρου «φύσις» προς την έννοιαν των όρων “πρόσωπον” ή “υπόστασις”.»
221. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΌΓΟΥ, Επιστολή 101 Προς Κληδόνιον P.G. 37,180A-B.: «άλλο μέν και άλλο…. ούκ άλλος δε και άλλος.»
222. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΎΜΩΝ, Κατήχησις φωτιζομένων Ι΄, P.G. 33, 665A. Στο σημείο αυτό ο άγιος Κύριλλος κάνει έναν σαφή υπαινιγμό στις πλάνες των συγχρόνων του αιρετικών, που ισχυρίζονταν ότι άλλος είναι ο Χριστός και άλλος ο Ιησούς, όπως οι οπαδοί του γνωστικού Κηρίνθου, οι Οφίται, και οι Ουαλεντιανοί. Γνωστικές ομάδες όλοι αυτοί, το οποίο υποδηλώνει ότι από αρχαιοτάτων χρόνων δυσκολευόταν όλοι οι αιρετικοί να αποδεχτούν ότι όλα τα ονόματα του Χριστού είναι ονόματα της Θείας Του Υποστάσεως. Για το ίδιο θέμα : ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, Περί των εν Χριστώ δύο θελημάτων, P.G. 95, 140B, « Ότι δε και μία υπόστασις του Χριστού, και ού δύο, εντευθεν γνωσόμεθα, εις Υιός ο Χριστός ή δύο; Είς πάντως. Και πως δύο υποστάσεις ο είς Υιός; Εί δύο υποστάσεις, άλλος και άλλος, και έσονται δύο Χριστοί, ή άλλος ο Χριστός ή άλλος ο Θεός Λόγος, και ουκέτι είς Υιός».
223. Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ : Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, σ. 193.
224. ΛΕΌΝΤΙΟΥ ΒΥΖΆΝΤΙΟΥ, Κατά Νεστοριανών β΄, P.G. 86A΄ 1485B.
225 ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ,: Της κατά την θεότητα του Κυρίου και ανθρωπότητα εναντίας δοκήσεως Νεστορίου και Ευτυχούς, έλεγχος και ανατροπή, P.G. 86, 1325A. Όπως επίσης και ΧΡ. ΗΣΑΪΑ οπ. Αν. σ.σ. 21-23.
226 ΜΑΞΊΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΎ, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, P.G. 90, 884BC, Aπό : ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ ΣΥΓΓΡΆΜΜΑΤΑ, Περί θείων ενεργειών, Επιμέλεια Π. ΧΡΉΣΤΟΥ, Τομ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσ/νίκη 1994, σ. 103. Αυτό είναι το πιστεύω των πατέρων, γι αυτό το λόγο ο Παλαμάς το συγκεκριμένο χωρίο στο έργο του «Διάλεξις ορθοδόξου μετά βαρλααμίτου», το αποδίδει στον Μ. Αθανάσιο, ενώ άλλο χωρίο συγγενές προς αυτό, στον Κύριλλο Αλεξανδρείας.
227. ΤΡΙΏΔΙΟΝ, Συνοδικόν της ορθοδοξίας, εκδ. Φώς, Αθήνα 1992, σ. 160, «Των λεγόντων, ότι η σάρξ του Κυρίου, εξ αυτής ενώσεως υπερυψωθείσα και ανωτάτω πάσης τιμής υπερκειμένην, ως εξ άκρας ενώσεως ομόθεος γεννομένην, αμεταβλήτως, αναλλοιώτως, ασυγχύτως, και ατρέπτως, δια την καθ’ υπόστασιν ένωσιν,…. Ισοκλεώς αυτοτιμάται, και προσκυνείται μια προσκυνήσει….. αιωνία η μνήμη γ΄.» και στην σελίδα 161: «ως μη ανεχομένων την ομόθεον και ομότιμον του Χριστού Σάρκα, δια των τοιούτων φωνών καθυβρίζεσθε… ανάθεμα γ΄.»
228. ΤΡΙΏΔΙΟΝ, Συνοδικόν της ορθοδοξίας, εκδ. Φώς, Αθήνα 1992, σ. 162.
201.Μ. ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ, Κατά Αρειανών δ΄, Ε. Π. Ε. Τομ.3 σ. 25 σ. 46.
202. Αυτόθι P.G. 26, 489A.
203. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΊΑΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, P.G. 72, 393A.
204. J. DECLERCK, Maximus Confessor, Quaestiones et Dubia, Corpus Christianorum, Gr. 10, Turnhout 1982, σ. 6. (Ε.Π.Ε. Τομ. 14α σ.26.)
205. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 1,3 P.G. 94, 796C.
206. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, «Περί των δύο θελημάτων και ενεργειών στο Χριστό και περί των φυσικών ιδιωμάτων. Επίσης εν συντομία και για τις δύο φύσεις και για τη μία υπόσταση.», P.G. 95, 129, 156, 168 αντίστοιχα.
207. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, «Περί της συνθέτου φύσεως, κατά ακεφάλων», P.G. 95, 124C-125A.
208. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, P.G. 94, 993ABC. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η διεξοδικότατη ανάλυση της θεολογίας του «ενυποστάτου», της «συνθέτου φύσεως» και της «συνθέτου υποστάσεως» στον άγιο από την μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία του ΧΡ. ΗΣΑΪΑ : Η έννοια του «ενυποστάτου» στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, Α.Π.Θ. Θεσ/νίκη 2011.
209. ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ: Περί συνθέτου φύσεως, κατά ακεφάλων, P.G.95, 116B.
210. ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ, Προς τον επίσκοπον δαραίας τον ιακωβίτην, P.G. 94, 1449A.
211. ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ, Κατά της αιρέσεως των Νεστοριανών, P.G. 95, 189C. : «..ού φύσις σύνθετος αλλά υπόστασις σύνθετος εκ της προϋπαρχούσης εν αυτή θεότητος, και εκ της ύστερον προσληφθείσης αυτής σαρκός εμψυχωμένης ψυχή λογική τε και νοερά.»
212. ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ, Κατά της αιρέσεως των Νεστοριανών, P.G. 95,189 B. Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, P.G. 94, 1053CD. Κατά Ιακωβιτών, P.G. 1501BC.
213. Βλ. Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, τομ γ΄ σ. 161 και γενικά σ.σ. 155-170, όπου αναπτύσσετε όλη η σκέψη του Δαμασκηνού για το θέμα, ιδιαίτερα στις σελίδες 162-3, ο κ. καθηγητής επισημαίνει: «Εξάλλου δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος στο Χριστό ούτε και για μια σύνθετη φύση αποτελούμενη “εκ θεότητος και ανθρωπότητος”. Ο Δαμασκηνός θεωρεί άκρως επικίνδυνη και απαράδεκτη τη σεβηριανή φράση “σύνθετη φύση”(έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 55 P.G. 94, 988B-992A, Kotter II, 125.) και υιοθετεί αντ’ αυτής την καθιερωμένη ήδη στην προγενέστερη ορθόδοξη παράδοση φράση «σύνθετη υπόσταση»(Βλ. λ.χ. Λεοντίου Βυζαντίου, κατά Νεστοριανών 2, 24, P.G. 86, 1535ABCD….) με την καππαδοκική ασφαλώς έννοια του όρου «υπόσταση» που σημαίνει “πρόσωπο” και όχι με την αλεξανδρινή που σημαίνει “ουσία” ή “φύση”(οπ. Παρ. P.G. 94, 993BC…..). Η διάκριση των όρων “φύσις” και “υπόστασις” είναι γι’ αυτόν καθοριστική για την κατανόηση και διατύπωση της ορθόδοξης Χριστολογίας. Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί εύστοχα, αιτία της πλάνης των αιρετικών, και συγκεκριμένα των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών, είναι η ταύτιση που κάνουν στους όρους “φύση” και “υπόσταση”(οπ. Παρ. 47, P.G.94, 992A…). Και ο Σεβήρος λ.χ. κάνει λόγο για “σύνθετη υπόσταση”, επειδή όμως ταυτίζει τη “φύση” με την “υπόσταση”, “σύνθετη υπόσταση” σημαίνει γι’ αυτόν “σύνθετη φύση”(Βλ. το απόσπασμα Εκ της προς Ιωάννην τον ηγούμενον γ’ επιστολής του Σεβήρου, στο Fr. Diekamp, Doctrina Patrum De Incarnatione Verbi. Ein griechisches Florilegium aus der Wende des 7. Und 8 Jahrhunderts, Aschendorff Munster 1981, σ. 309 εξ. Καθώς και στο P.G. 94, 1077CD. Βλ. και Ιω. Θ. Νικολόπουλου, Η Χριστολογία του Σεβήρου Αντιοχείας και ο όρος της Χαλκηδόνας (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 2002, σ. 185 εξ.».
214. Χ. ΗΣΑΪΑ, Η έννοια του «ενυποστάτου» στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία στο τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Θεσ/νίκη 2011, σ. 86.
215. Βλ. Χ. ΣΤΑΜΟΎΛΗ, Η Θεοτόκος κατά τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1989, σ. 102, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
216. Βλ. Εκ του κατά ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Λόγος 7, P.G. 66, 985BC. Βλ. επίσης Επιστολή προς Δόμνον, P.G. 66, 1012C-1013A, όπου ο Θεόδωρος με έμφαση υποστηρίζει το ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα της «κατ’ ευδοκίαν» ένωσης. Μάλιστα αποποιείται τη διαίρεση σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγείται σ’ έναν ιδιότυπο Μονοθελητισμό και μονοενεργητισμό: «Η κατ’ ευδοκίαν των φύσεων ένωσις μίαν αμφοτέρων τω της ομωνυμίας λόγω εργάζεται την προσηγορίαν, την θέλησιν, την ενέργειαν, την αυθεντίαν, την δυναστείαν, την δεσποτείαν, την αξίαν, την εξουσίαν, μηδενί τρόπω διαιρουμένην, ενός αμφοτέρων κατ’ αυτήν προσώπου και γενομένου και λεγομένου… ο δε της κατ’ ευδοκίαν ενώσεως τρόπος, ασυγχύτους φυλάττων τας φύσεις και αφιαιρέτους, έν αμφοτέρων το πρόσωπον δείκνυσι…».
217. Βλ. Εκ του κατά ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Λόγος 7, P.G. 66,992Β.
218. Χ. ΣΤΑΜΟΎΛΗ, Άσκηση αυτοσυνειδησίας», εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσ/νίκη 2004, σ.σ. 213-214.
219. Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ : Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, σ.σ. 193-194.
220. Το πρόβλημα που οδήγησε στις δύο αυτές αιρέσεις και οδηγεί και τώρα σε αίρεση αν δεχτούμε την «σύνθετο υπόσταση», ως όρο μεταβολής μας το εξηγεί ο καθηγητής Ιωαν. Καρμίρης στο Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ : Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, σ.σ.159-160.: « εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι ο Ευτυχής περιέπεσεν εις το αντίστοιχον του Νεστορίου σφάλμα, οφειλόμενον εις το ότι αμφότεροι, ακολουθούντες τας τάσεις των εξ ών προήρχοντο Θεολογικών Σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, δεν διέκρινον μεταξύ “φύσεως” και “προσώπου”. Αμφότεροι εταύτιζον τας δύο ταύτας εννοίας, φρονούντες ότι φύσις και πρόσωπον είναι αχώριστα, ούτως ώστε όπου το έν, εκεί και το άλλο. Οι Αλεξανδρινοί, και κατ’ αυτούς και ο Ευτυχής, ενδιαφέροντο να αποδείξωσιν, ότι εν τω Χριστώ είναι έν πρόσωπον, άρα είναι και μία φύσις. Εάν αντιθέτως εδέχετο ο Ευτυχής δύο φύσεις μετά την ένωσιν, ενόμιζεν ότι ήτο υποχρεωμένος να δεχθή και δύο πρόσωπα εν τω Χριστώ, συμφώνως προς την άρχουσαν τότε αντίληψιν περί σχέσεως φύσεως και προσώπου. Δια να αποφύγει λοιπόν τούτο, εδέχετο ότι μετά την ενανθρώπησιν εγένετο συγχώνευσις ή “σύγχυσις” ή “κράσις” ή “φυρμός” ή “τροπή” των δύο φύσεων εις μίαν, της ανθρωπίνης φύσεως τραπείσης και αναλυθείσης, ούτως ειπείν, εν τη θεία, ούτως ώστε εναπελείφθη μόνον “μία φύσις του Θεού Λόγου”,--(παραλειπομένης της λέξεως του Κυρίλλου “σεσαρκωμένη”, δι’ ής ούτος ετόνιζε το πραγματικόν της ανθρωπίνης φύσεως εν τω Χριστώ, ιδίως μετά τας “διαλλαγάς” του 433),--ήτις ήτο η θεία φύσις, και έν μόνον πρόσωπον, όπερ ήτο το του Θεού Λόγου. Αντιθέτως οι Αντιοχείς, και κατ’ αυτούς και ο Νεστόριος, ετόνιζον ότι εν τω Χριστώ είναι “δύο φύσεις” ασύγχυτοι και άτρεπτοι. Αλλά, κατά την κρατούσαν τότε προειρημένην αρχήν, η παραδοχή δύο φύσεων απαιτεί και την κατ’ ανάγκην παραδοχή και δύο προσώπων εν τω Χριστώ. Εις τούτο πράγματι κατήντησεν ο Νεστόριος μετά του διδασκάλου του Θεοδώρου Μοψουεστίας,(ο Μοψουεστίας Θεόδωρος έλεγε: “τελείαν την φύσιν του Θεού Λόγου φαμέν και τέλειον το πρόσωπον, τελείαν δε και την του ανθρώπου φύσιν και το πρόσωπον ομοίως”) εί και προσεπάθουν να το αποκρύψωσιν. Τούτο δε εκ του φόβου μήπως δεχόμενοι έν πρόσωπον αναγκασθώσι, κατά την τεθείσαν αρχήν, να δεχτώσι και μίαν φύσιν, ως οι Μονοφυσίται. Σημειωτέον ότι η ειρημένη εσφαλμένη αρχή της αχωρίστου σχέσεως της φύσεως και του προσώπου ανετράπη υπό των δύο Γρηγορίων Ναζιανζηνού και Νύσσης, του Αμφιλοχίου Ικονίου, του Λέοντος Α΄ και άλλων αντικατασταθείσα δια της ορθής: “δύο φύσεις, έν πρόσωπον”, δι’ ής επετεύχθη η ορθόδοξος διατύπωσις υπό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου δόγματος περί της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων εν τω ενί προσώπω του Θεού Λόγου, ιδίως εν τη προτάσει του όρου αυτής: “εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως, και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν Υιόν…”. Ούτως έπαυσεν εφεξής να ταυτίζεται η έννοια του όρου «φύσις» προς την έννοιαν των όρων “πρόσωπον” ή “υπόστασις”.»
221. ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΌΓΟΥ, Επιστολή 101 Προς Κληδόνιον P.G. 37,180A-B.: «άλλο μέν και άλλο…. ούκ άλλος δε και άλλος.»
222. ΚΥΡΊΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΎΜΩΝ, Κατήχησις φωτιζομένων Ι΄, P.G. 33, 665A. Στο σημείο αυτό ο άγιος Κύριλλος κάνει έναν σαφή υπαινιγμό στις πλάνες των συγχρόνων του αιρετικών, που ισχυρίζονταν ότι άλλος είναι ο Χριστός και άλλος ο Ιησούς, όπως οι οπαδοί του γνωστικού Κηρίνθου, οι Οφίται, και οι Ουαλεντιανοί. Γνωστικές ομάδες όλοι αυτοί, το οποίο υποδηλώνει ότι από αρχαιοτάτων χρόνων δυσκολευόταν όλοι οι αιρετικοί να αποδεχτούν ότι όλα τα ονόματα του Χριστού είναι ονόματα της Θείας Του Υποστάσεως. Για το ίδιο θέμα : ΙΩΆΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, Περί των εν Χριστώ δύο θελημάτων, P.G. 95, 140B, « Ότι δε και μία υπόστασις του Χριστού, και ού δύο, εντευθεν γνωσόμεθα, εις Υιός ο Χριστός ή δύο; Είς πάντως. Και πως δύο υποστάσεις ο είς Υιός; Εί δύο υποστάσεις, άλλος και άλλος, και έσονται δύο Χριστοί, ή άλλος ο Χριστός ή άλλος ο Θεός Λόγος, και ουκέτι είς Υιός».
223. Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ : Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, σ. 193.
224. ΛΕΌΝΤΙΟΥ ΒΥΖΆΝΤΙΟΥ, Κατά Νεστοριανών β΄, P.G. 86A΄ 1485B.
225 ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ,: Της κατά την θεότητα του Κυρίου και ανθρωπότητα εναντίας δοκήσεως Νεστορίου και Ευτυχούς, έλεγχος και ανατροπή, P.G. 86, 1325A. Όπως επίσης και ΧΡ. ΗΣΑΪΑ οπ. Αν. σ.σ. 21-23.
226 ΜΑΞΊΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΎ, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, P.G. 90, 884BC, Aπό : ΓΡΗΓΟΡΊΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ ΣΥΓΓΡΆΜΜΑΤΑ, Περί θείων ενεργειών, Επιμέλεια Π. ΧΡΉΣΤΟΥ, Τομ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσ/νίκη 1994, σ. 103. Αυτό είναι το πιστεύω των πατέρων, γι αυτό το λόγο ο Παλαμάς το συγκεκριμένο χωρίο στο έργο του «Διάλεξις ορθοδόξου μετά βαρλααμίτου», το αποδίδει στον Μ. Αθανάσιο, ενώ άλλο χωρίο συγγενές προς αυτό, στον Κύριλλο Αλεξανδρείας.
227. ΤΡΙΏΔΙΟΝ, Συνοδικόν της ορθοδοξίας, εκδ. Φώς, Αθήνα 1992, σ. 160, «Των λεγόντων, ότι η σάρξ του Κυρίου, εξ αυτής ενώσεως υπερυψωθείσα και ανωτάτω πάσης τιμής υπερκειμένην, ως εξ άκρας ενώσεως ομόθεος γεννομένην, αμεταβλήτως, αναλλοιώτως, ασυγχύτως, και ατρέπτως, δια την καθ’ υπόστασιν ένωσιν,…. Ισοκλεώς αυτοτιμάται, και προσκυνείται μια προσκυνήσει….. αιωνία η μνήμη γ΄.» και στην σελίδα 161: «ως μη ανεχομένων την ομόθεον και ομότιμον του Χριστού Σάρκα, δια των τοιούτων φωνών καθυβρίζεσθε… ανάθεμα γ΄.»
228. ΤΡΙΏΔΙΟΝ, Συνοδικόν της ορθοδοξίας, εκδ. Φώς, Αθήνα 1992, σ. 162.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου