Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

H IΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (24)

Συνέχεια από Δευτέρα, 8 Αυγούστου 2022

                                                   HANS – GEORG GADAMER
                    (DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
                     Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
                                     V. Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ «ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ»
                                                                   ( 2η συνέχεια )


Η ίδια η πρακτική φιλοσοφία δεν μπορεί να υποσχεθή τη γνώση, ώστε να επιτυγχάνη κανείς το σωστό. Αυτό παραμένει έργο τής πράξης και της αρετής τής πρακτικής σύνεσης, που δεν είναι μια απλή βέβαια εφευρετικότητα. Κάτι που έχει και τις επιστημονικο-θεωρητικές του συνέπειες. Η σύγκριση με τον τοξότη (( βλ. προηγούμενη ανάρτηση )) συναντάται στην εισαγωγή ολόκληρου του κύκλου μαθημάτων περί φιλοσοφίας, δηλ. πολιτικής, η οποία και είναι η ανώτατη επιστήμη, δηλ. τέχνη («κυριωτάτη καί μάλιστα αρχιτεκτονική» - 1094a26). Αυτή η επιστημονικο-θεωρητική σκέψη μοιάζει ωστόσο να μη συμφωνή εκ πρώτης όψεως με τη μεταγενέστερη ανάλυση περί «φρονήσεως», ούτε όμως με όσα λέγονται για την «πολιτική» ιδίως «φρόνηση». Και «υπεύθυνη» γι’ αυτό θεωρήθηκε, απ’ την εποχή τού Burnet, μια προσαρμογή τού Αριστοτέλη στον τρόπο χρήσεως της γλώσσας εκ μέρους τού Πλάτωνα, το οποίο και είναι ασφαλώς, από καθαρά εξωτερικής πλευράς, ακριβές. Δεν μπορούσε όμως καν να μιλήση διαφορετικά ο Αριστοτέλης! Κι εμείς είδαμε εδώ εξάλλου, πως και η πρακτική φιλοσοφία δεν είναι παρά, με τη μέγιστη ακρίβεια, φιλοσοφία, που σημαίνει ακριβώς θεωρία. Το αντικείμενο της πρακτικής φιλοσοφίας, κι αυτό άρα που τελικά την προσδιορίζει, είναι αναμφίβολα η «πράξη», το οποίο δεν σημαίνει ωστόσο παρά το ότι η πρακτική φιλοσοφία είναι «υποχρεωμένη» να υποτάξη τη μέθοδό της στον νόμο τού αντικειμένου της, κάτι που συνεπάγεται ότι και το αίτημά της για γνώση προσδιορίζεται και περιορίζεται αντίστοιχα από εκεί. Η ανθρώπινη «πράξη» θεμελιούται σ’ αυτό που ονομάζει ο Αριστοτέλης «ήθος»· κι όποιος δεν μπορεί να κυριαρχήση στα πάθη του, δεν είναι καν σε θέση να αφουγκραστή τον «λόγο». Ο Αριστοτέλης το τονίζει αυτό άλλη μια φορά, στο τέλος ιδίως ολόκληρης της «παρουσίασής» του, όπου και βλέπουμε πως είχε πλήρη συνείδηση της επιστημονικο-θεωρητικής συνέπειας απ’ αυτήν την ιδιαίτερη δομή τής «πράξης». Το ότι ο μαθητευόμενος στην πρακτική φιλοσοφία δεν περιπίπτει στην «τεχνική παρανόηση», ότι θα μπορούσε να αφαιρή από κάποιον τη δική του πρακτική υπευθυνότητα μια τέτοια διδασκαλία, αυτό αποτελεί και μιαν ιδιαίτερη προφανώς προϋπόθεση της αποδοχής αυτής τής διδασκαλίας. Κάτι που δεν το βρίσκουμε πουθενά μεν ξεκάθαρα διατυπωμένο, γίνεται όμως εμμέσως αντιληπτό, ως η επιστημονικο-θεωρητική συνέπεια στην οποία και βασίζεται η έννοια της πρακτικής φιλοσοφίας, όταν ο Αριστοτέλης προετοιμάζει, τελειώνοντας την «παρουσίασή» του, τη μετάβαση στην πολιτική. Όπου και απορρίπτονται κατηγορηματικά όλοι οι θεωρητικοί τής πολιτικής που επιζητούν να τους αναγνωρισθή, ως σοφιστές, αυθεντία σε όσα αναφέρονται στο πολίτευμα και τους νόμους, χωρίς να συμμετέχουν οι ίδιοι στην πολιτική ζωή! Στο οποίο και «αντιστοιχεί» βέβαια απ’ την άλλη πλευρά το αίτημα της ίδιας της αριστοτελικής πρακτικής φιλοσοφίας, καθώς και η επιμονή τού Αριστοτέλη στο ότι ο μαθητευόμενος σ’ αυτήν τη φιλοσοφία πρέπει να συνεισφέρη τη σωστή εκ μέρους του προετοιμασία!

Θα χρειαζόταν μια ιδιαίτερη ασφαλώς έρευνα, για να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τον επιστημονικο-θεωρητικό «τόπο» τής αριστοτελικής «πολιτικής». Δεν βρίσκουμε κανέναν ειδικό βέβαια και μεθοδικό στοχασμό στην ομώνυμη πραγματεία, το οποίο ωστόσο οφείλεται στο γεγονός ότι η αρχή τών «Ηθικών Νικομαχείων» έχει, με κάθε προφάνεια, τεθή ως η γενική μεθοδική εισαγωγή στο σύνολο της «πολιτικής». Ενώ και στο τέλος τών «Ηθικών Νικομαχείων», με τη μετάθεση στην «πολιτική», αναλαμβάνεται άλλη μια φορά αυτό το θέμα. Το σύγγραμμα περί «Πολιτικής» δεν προσαρτάται βέβαια απολύτως σε μια τέτοια «μετάθεση». Γι’ αυτό και μπορούμε πράγματι να αναρωτηθούμε, πόσο πολύ ακολουθεί άραγες απ’ την πλευρά του αυτό το σύγγραμμα περί Πόλεως τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις τού ίδιου του του αντικειμένου, που δεν είναι και οι γενικές προϋποθέσεις τής καθεαυτής πρακτικής φιλοσοφίας. Καθώς είναι σαφές, ότι το πολιτικό αυτό σύγγραμμα αναφέρεται (κατ’ εξοχήν) στη νομοθεσία, η «τέχνη» τής οποίας είναι στην πραγματικότητα πολύ διαφορετική από όλα όσα αντιμετωπίζει, σε εντελώς συγκεκριμένες περιπτώσεις, μια πολιτική ή δικαστική απόφαση. Στα «Ηθ.Νικ» - 1141b, η νομοθεσία διακρίνεται πράγματι σαφώς απ’ όλες τις υπόλοιπες «εφαρμογές» τού πολιτικού «λόγου». Και μια «μεθοδική» παρατήρηση που προκύπτει απ’ αυτό είναι το ότι δεν επιτρέπεται να αλλάζη π.χ. κανείς τούς ήδη υφιστάμενους προς χάριν καλύτερων νόμων, χωρίς να συνυπολογίζει το «πρόβλημα» που δημιουργεί κάθε αλλαγή τών νόμων, εφ’ όσον έρχεται να αποδυναμώση αναγκαστικά τη γενική «αυθεντία» τού νόμου (Πολ. 1269a12 κ.ε.).

Δεν είναι τώρα εδώ η ώρα να υπεισέλθουμε στην επιστημονικο-θεωρητική σημασία τής αριστοτελικής σκέψης για τη μέθοδο της πρακτικής φιλοσοφίας, εν σχέσει προς την παρούσα, σύγχρονη κατάσταση «προβληματισμού». Ο αριστοτελικός διαχωρισμός τής «πρακτικής» απ’ τη «θεωρητική φιλοσοφία» έχει αποδείξει την «παραδοσιακή» του ισχύ – ακόμα και στους νεώτερους αιώνες, όπου αντιπαρατέθηκε με την «ιδέα» τών σύγχρονων, εμπειρικών επιστημών. Ο διαχωρισμός αυτός δεν μπόρεσε βέβαια να διαφυλάξη μια πραγματική πλέον θέση στη μεθοδική συνείδηση της σύγχρονης επιστήμης, εξαιρουμένης ασφαλώς τής ασθενούς αίγλης μιας ρητορικής παράδοσης, που υποστήριξε π.χ., για άλλη μια φορά, ο Βίκο. Η πραγματική ωστόσο εξάπλωση των φιλολογικο-ιστορικών επιστημών εντός τού σύνολου «κόσμου» τών σύγχρονων επιστημών έχει αποδείξει, ότι αυτή η παράδοση δεν είναι (τελικά) νεκρή. Η σημασία μάλιστα τών επονομαζομένων «πνευματικών» επιστημών για τις ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές ζωτικές σχέσεις τών ανθρώπων γίνεται εντυπωσιακή, αν σκεφτούμε το πόσο συμμετέχουν σ’ αυτές το κοσμοθεωρητικό και ιδεολογικό στοιχείο, αλλά και οι ανθρώπινες αξιολογικές έννοιες που εξακολουθούν και σήμερα να ισχύουν. Θυμίζω εδώ τη συμβολή και μόνο τών ιστορικών επιστημών στην εύρεση ταυτότητας του σύγχρονου εθνικού κράτους, χθες αλλά και μέχρι σήμερα – καθώς και στην παράδοση της ίδιας της πρακτικής φιλοσοφίας. Είναι δηλ. αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι η φιλοσοφική ηθική δεν παραιτήθηκε σχεδόν ποτέ απ’ την απαίτηση να εμπλακή κανονιστικά στην πραγματική μας ζωή. Ο Αριστοτέλης εξακολουθεί λοιπόν, κατ’ αυτήν την έννοια, να ζη. Μια τελική σύγχυση του θεωρητικού και του πρακτικού τρόπου σκέψης τής ανθρώπινης λογικής μοιάζει να είναι ωστόσο αναπόφευκτη. Μόνον αν επιδιώκουμε να διακρίνουμε, μαζί με τον Αριστοτέλη, την «ιδέα» τής θεωρητικής κατασκευής και της επιστημονικής μεθόδου από το πρακτικό πεδίο, και μόνον αν αναγνωρίσουμε ότι η σχέση τής θεωρητικής γνώσης προς την πρακτική της χρήση δεν είναι παντού τόσο απλή όπως στα τεχνικά πεδία, θα μπορέσουμε να σταθούμε σωστά απέναντι σ’ αυτήν τη συνάφεια.

Η πιο σαφής περιγραφή αυτού τού θέματος, που πρώτος ανέπτυξε ο Αριστοτέλης, μου φαίνεται πως βρίσκεται στη θεμελίωση της ηθικής φιλοσοφίας εκ μέρους τού Καντ. Όταν πραγματεύεται ο Καντ, στο τέλος τού πρώτου μέρους τής ονομαζόμενης «Θεμελίωσης», τη μετάβαση απ’ την κοινή ηθική λογική γνώση στη φιλοσοφική, ξεκινά απ’ την «πειστική» διαπίστωση, ότι στην ίδια την ανθρώπινη φύση ενεργεί μια τάση να «διαφύγουμε», μέσω ενός είδους διαλεκτικής, απ’ την ηθική προφάνεια, που μας «μιλά» στη συνείδηση π.χ. του χρέους. Ο δε Καντ το αποκαλεί αυτό μια ροπή προς το «έλλογο», που καθιστά αναγκαία τη μετάβαση προς μια φιλοσοφία τού ήθους, την οποία μάλιστα ήδη και κατά βάσιν η «ροπή» αυτή πάντοτε πραγματώνει. Και είναι προφανές ότι ο Καντ ακολουθεί στη δική του ηθική φιλοσοφία, «ξεχωρίζοντας» τήν πρακτική και ηθική «προσταγή» απ’ τις τεχνικές «προσταγές τής ευφυίας», τη θεμελιακή άποψη της πλατωνικο-αριστοτελικής φιλοσοφίας. Η δε παρουσίαση εκ μέρους του της μετάβασης απ’ την κοινή στη φιλοσοφική γνώση έχει, όπως μου φαίνεται, μια καθολική ισχύ, πέρα κι απ’ αυτό,. Η φιλοσοφία δεν είναι δηλ. ποτέ πραγματικά υποχρεωμένη να αποδείξη πως είναι υπαρξιακά δικαιωμένη, εφ’ όσον κι αυτός που την αμφισβητεί στοχάζεται μ’ έναν τρόπο, που ονομάζεται επίσης φιλοσοφία.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: