Η φιλοσοφία της λατρείας γ
Του Pawel Florenski
Συνέχεια από 20. Αυγούστου 2022
Αν θεωρούμε τον Goethe ποιητή, τότε η γνώση μας περί αυτού, μάς παρέχει μια άμεση απόδειξη πως έγραψε την αλήθεια. Στήνοντας ένα μνημείο στον Goethe, η ανθρωπότητα γκρέμισε την αφηρημένη κοσμοθεωρία από το βάθρο της. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε, πως ο έπαινος στον Tjutschew δεν είναι κενός λόγος, αλλά εννοημένος με ειλικρίνεια, και έχει απρόβλεπτες συνέπειες για ολόκληρο τον κόσμο. Στις περισσότερες περιπτώσεις έρχεται από την καρδιά, και έτσι επιβεβαιώνει ο καθένας στην καρδιά του το κενό και το ψέμα των συνηθισμένων ιστοριών και θεωριών της λογοτεχνίας, στις οποίες η προσωποποίηση κατανοείται ως μια παραμόρφωση της αληθινής τάξεως του Είναι, μια ονειροπαρμένη, φιλάρεσκη αντικατάσταση της πραγματικότητας με φαντασιοκοπήματα.Η εκκλησιαστική γραμματεία είναι γεμάτη «προσωποποιήσεις» της φύσεως. Το να μιλήσουμε εδώ για ποιητική προσωποποίηση, ή κατευθείαν για ρητορική και επομένως για κάτι αναληθές, θα σήμαινε πως παρεξηγούμε εκ βάθρων την πιστή ψυχή. Που αλλού, αν όχι στη θρησκεία, αναζητά ο άνθρωπος την τελειωτική, στερεωμένη στην πέτρα, χωρίς διακοσμήσεις αλήθεια. Ψάχνει ένα σταθερό σημείο για τον εαυτό του, ιδιαιτέρως για τον εαυτό του, και κάθε τι που διακοσμεί το πράγμα, που δεν είναι το ίδιο το πράγμα, είναι στο σημείο αυτό όχι απλά απαράδεκτο, αλλά ανυπόφορο. Εδώ μπορεί να υπάρχει μόνο ένα «ναι, ναι-ου, ου», ένα οντολογικό «ναι» και «ου», και ότι βγαίνει από αυτά τα όρια είναι από το κακό. Όταν η ψυχή επιθυμεί την αλήθεια, και διψά όπως το ελάφι για την πηγή, τότε επέρχεται η θρησκευτική δημιουργικότητα. Αν εδώ δημιουργηθεί κάτι, τότε αυτό, όσο λιγότερο εμπνευσμένο είναι, τόσο πιο φοβισμένα θα προσανατολισθεί στις φόρμες και διατυπώσεις μιας άλλης έμπνευσης, και εν τέλει (τόσο πιο φοβισμένα) θα εξισωθεί εξωτερικά με αυτήν. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να υπάρχει ένας μη ειλικρινής λόγος. Στην Εκκλησία μπορούν να υπάρχουν πολλά μυστηριώδη, ακατανόητα, αινιγματικά και πράγματι υπάρχουν, μόνο κενό δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει, κανένα κενό πάρεργο, καμιά απλή διακόσμηση, τίποτα στο οποίο να μην αντιστοιχεί κάποια πραγματικότητα.
Επιστρέφουμε τώρα στο προκείμενο και την εικονογραφία των Θεοφανίων. Και στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί οι λεπτομέρειες της μορφής του Ιορδάνου και της θάλασσας ή των αγγέλων του νερού, να είναι δημιουργίες του αγιογράφου, αντιστοιχούν όμως σε κάτι αυθεντικό, το οποίο αναπαριστούν με συγκεκριμένο τρόπο, και η ύπαρξη του αναπαριστώμενου δεν έχει με κανένα τρόπο επινοηθεί από τον εκκλησιαστικό ποιητή και αγιογράφο. Η σύνθεση και η σειρά των λόγων της μιας ή της άλλης στοιχειακής δύναμης, μπορεί να ποιητικές επινοήσεις, εάν υποθέσουμε, πως το ένα ή το άλλο λογοτεχνικό έργο γράφτηκε βάσει ενός προτύπου, και δεν παριστάνει μια εμπνευσμένη διείσδυση στο υμνούμενο πράγμα. Η ουσία του πράγματος όμως δεν μπορεί να επινοηθεί, η ιδέα περί της ζωής των στοιχείων, της συμμετοχής τους στην ιστορία, της αντίδρασης τους στα γεγονότα του πνευματικού κόσμου. Πριν από την σημαντικότερη πράξη του μεγάλου Αγιασμού, ο ιεράς προσεύχεται: «Υπέρ της δόξας του παναγίου ονόματος Σου, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, δια των στοιχείων, και ανθρώπων και των αγγέλων, και μέσω ορατών και αοράτων». Πως λοιπόν: εάν ο δοξασμός του παναγίου ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού δια των στοιχείων ερμηνευθεί ως ποιητική μεταφορά, πάνω σε τι θεμελιώνεται η ερμηνεία αυτής της πράξης, δηλαδή του δοξασμού του Ονόματος από τους ανθρώπους και τους αγγέλους; Βρίσκονται στην ίδια γραμμή με τα στοιχεία. Αν απορρίψουμε το δοξασμό του ονόματος, που βρίσκεται το νόημα του αγιασμού του ύδατος, που συνίσταται σε ένα «ναι», στο ότι δηλαδή το πανάγιο Όνομα δοξάζεται τόσο από τα στοιχεία, όσο και από τους ανθρώπους και τους αγγέλους. Φαινομενικά μια μικρή ελευθερία στην άρνηση. Αν όμως επιτρέψουμε να πέσει αυτή μικρή θηλιά, διαλύουμε ολόκληρο τον ιστό. Είναι αυτονόητο, πως και εδώ, όπως σε μια πληθώρα άλλων προσευχών, πρόκειται περί ενός κυριολεκτικού δοξασμού του ονόματος του Θεού από τα στοιχεία. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζεται και επιβεβαιώνεται ύπαρξη συνείδησης και ψυχής στα στοιχεία. Αναγνωρίζεται και επιβεβαιώνεται η συμμετοχή των στοιχείων στη ζωή ολόκληρης της Εκκλησίας, ή αλλιώς, τα όρια της Εκκλησίας δε τοποθετούνται εκεί όπου τείνει να τα βλέπει η ακαδημαϊκή θεολογία. Η απόρριψη αυτού του δεδομένου μπορεί να αρέσει μόνο σε εκείνον που μέσα στην καρδιά του διεξάγει μυστικά ένα αγώνα κατά της λατρείας, ένα αγώνα που δεν τολμά να επιδειχθεί ανοιχτά. Στα κρυφά δεν αναγνωρίζεται το γεγονός πως μέσα στο φυσικό μπορεί να υπάρχει το πνευματικό, πως το φυσικό δεν είναι εκτός του πνευματικού, αλλά μέσα του, ένα υποτελές στο πνευματικό, ένα εργαλείο του, το περιβάλλον της εκδήλωσης του, και επομένως μια εκδήλωση του πνευματικού.
Θέλαμε να υπενθυμίσουμε, πως το νερό από μόνο του, κάτι δημιουργημένο από το Θεό, που λαμβάνει μέρος στη ζωή του πολιτισμού, συμμετέχει, έστω και απόμακρα, στην λατρεία. Το νερό είναι από μόνο του άγιο, αλλά αυτό δεν κατανοείται από εκκλησιαστικής πλευράς ως νατουραλισμός, ως μια φυσική, αυτόνομη, εκτός και ανεξάρτητα από τις θεϊκές ενέργειες της χάριτος υπάρχουσα αγιότητα. Όχι, το νερό είναι άγιο, διότι μαζί με όλα τα άλλα, που «δι’ Αυτού εγένοντο» , δηλαδή διά του Χριστού, συμμετέχει στο μυστήριο του έργου του Θεού, που προσανατολισμός του είναι η σωτηρία του κόσμου. Ολόκληρο το κοσμικό νερό, δεν θεωρείται πως υπάρχει καθ’ εαυτώ, αλλά σύμφωνα με την εκκλησιαστική αντίληψη ανήκει στον πρώτο κύκλο της λατρείας, στην θεία οικονομία. Στην χριστιανική καθημερινότητα, αυτή η «φυσική» αγιότητα του, που δεν έχει κηλιδωθεί από μας, υψώνεται δια του σημείου του σταυρού, πάνω από την σκάφη, πάνω από το πόσιμο νερό, πάνω από το βρασμένο νερό, πάνω από το περιεχόμενο των ιερών δοχείων, πάνω από την πόση από ένα ιερό δοχείο, κτλ. Στο χριστιανικό πηγάδι δεν υπάρχει απλά νερό: ήδη το «σκάψιμο του πηγαδιού» αγιάζεται με μια τελετουργία. «Δώσε μας νερό στον τόπο αυτό, γλυκό και εύγευστο, σε αρκετή ποσότητα και αβλαβές κατά την πόση του», προσεύχεται ο ιερέας, και τότε αρχίζει ο πρώτος να σκάβει το πηγάδι. Πάνω από το έτοιμο πηγάδι λέγεται επίσης μια ιδιαίτερη προσευχή: «Δημιουργέ του νερού και πλάστη όλων των πραγμάτων, αγίασε Εσύ ο ίδιος αυτό το νερό: κατάπεμψε την αγία δύναμη Σου εναντίο κάθε εχθρικής δύναμης, ώστε όλοι όσοι το αντλούν από αυτό, για να πιούν ή να πλυθούν, να το έχουν εις υγείαν σώματος και ψυχής, και προς υπέρβαση κάθε πάθους και ασθένειας: ώστε σε όλους όσους το αγγίζουν και παίρνουν από αυτό, να δοθεί αγιασμός και ειρήνη…» Νερό αγιασμού και ειρήνης. Πόσο λίγο μοιάζει αυτό με τη διανοητική χρησιμοθηρική χρήση του νερού, και με πόση σαφήνεια υποδεικνύει πως το «απλό» νερό του πηγαδιού ανήκει στην περιοχή της λατρείας. Ακόμα ένα τέτοιο φαινομενικά κοσμικό πράγμα, όπως το συνηθισμένο νερό του πηγαδιού, ας το επαναλάβουμε, είναι αντικείμενο της λατρείας, και μάλιστα θαυματουργό.
Για να επιστρέψουμε στη διαπραγμάτευση αυτής της μιας ερώτησης, δηλαδή του νερού των Θεοφανίων, αυτό σύμφωνα με παρατήρηση πολλών πιστών, ιδιαιτέρως αμέσως μετά τον αγιασμό, έχει μια χαρακτηριστική γεύση-εντελώς δική του, ασύγκριτα φρέσκια, κάτι ευχάριστα δυνατό και ξινό.
Και εγώ προσωπικά το παρατήρησα πολλές φορές, και αν πρέπει οπωσδήποτε να κάνω μια σύγκριση, τότε η γεύση αυτή πλησιάζει περισσότερο το νερό που είναι εμπλουτισμένο με όζον ή με οξυγόνο. Το αγιασμένο νερό, κυρίως μετά τον μεγάλο αγιασμό, γίνεται αισθητό από τα χείλη, τον ουρανίσκο, τη γλώσσα, από όλο το σώμα, ως ζωντανό νερό, πραγματικά αισθητό ως πλήρες ζωτικής δύναμης, ως πάροχος ζωής, σύμφωνα με τον λόγο της Λειτουργίας , ως «ύδως αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Ενώ το συνηθισμένο νερό, έστω και αν είναι το ίδιο, και παρέχει την ύλη για τον αγιασμό, γίνεται αντιληπτό ως στάσιμο, νεκρό και ακάθαρτο. Η συνομιλία του Λυτρωτή με τη γυναίκα από την Σαμάρεια για το ύδωρ ζων-πόσο άμεση, κυριολεκτική σημασία αποκτά, τι πυκνότητα στην πρώτη σημασιολογική στρώση, πάνω στην οποία οικοδομούνται οι επόμενες σημασίες! Αυτή την ιδιαίτερη πνευματική-σωματική αίσθηση κατά τον μεγάλο αγιασμό, τη γνωρίζουν πολλοί, στηρίζεται στην εμπειρία.
Έτσι και το νερό του Βαπτίσματος είναι πλήρες μυστικής δυνάμεως-δυνάμεως και συνεπώς νοήματος. Είναι ο τάφος του παλαιού ανθρώπου, ο τόπος της παράβασης του και ο τόπος της πρόσληψης και οικοδόμησης του νέου πνευματικού οργανισμού. «Τα βαφτίζουμε» (τα νήπια), μαρτυρεί ο πατριάρχης Γρηγόριος Μάμμας, που διοικούσε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως από το 1445 έως το 1450, «στην κολυμβήθρα, τι απαραίτητο και ύψιστα θαυμαστό πράγμα, γιατί η κολυμβήθρα αναπαριστά τον κόλπο της μητέρας και σημαίνει επομένως την νέα γέννηση». Οι διάσημοι υπερασπιστές της πίστεως, και δάσκαλοι της Προσευχής του Ιησού, οι μοναχοί Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι, από τον 14ο αιώνα, και πολλοί μαζί με αυτούς, ονομάζουν την κολυμβήθρα «κόλπο του Θεού».
Η λατρεία (Kult), και μαζί με αυτή και ο πολιτισμός (Kultur), μπορεί να κατανοηθεί μόνο με ένα τρόπο-με το να συνειδητοποιήσει κανείς πως οι εκφράσεις αυτές, και συγγενείς προς αυτές, είναι κυριολεκτικές, και με το να τις συλλάβει σε όλη τη βαρύτητα τους. Ο δρόμος προς τα εκεί οδηγεί δια μέσου της συγκέντρωσης και πυκνότητας των παλιών γλωσσών, που είναι ξένες προς την μοντέρνα μας φλυαρία, όπου δεν υπήρχε απλή εκφορά ομιλίας, όπου κάθε λέξη, κάθε ήχος, εξετάζονταν διεξοδικά, δια της «συνείδησης των αυτιών», όπως το λέει ο Nietzsche. Αυτήν την ασυνειδησία των αυτιών μπορεί να την αντιμετωπίσει κανείς ίσως μόνο με την ποσότητα. Για να ακουστούμε, με αυτά που είπαμε για το νερό του βαπτίσματος, πρέπει να αυξηθεί η μάζα των ανάλογων μαρτυριών. Το ότι το νερό του βαπτίσματος δεν είναι απλό νερό, το δίδαξαν πολλοί Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Έτσι ο Κλήμης Αλεξανδρείας μιλά για το βάπτισμα στο λόγο-λογικόν βάπτισμα, λογικόν ύδωρ. Ο Τερτυλλιανός λέει, πως το νερό εκλέχτηκε για εργαλείο του Πνεύματος, γιατί κατά τη δημιουργία είχε το προνόμιο, να είναι ακόλουθος των πράξεων της Δημιουργίας, και πως δια των προσευχών ανανεώνεται η παλιά του αγιότητα, και πλήρες Αγίου Πνεύματος, αποκτά τη δύναμη να καθαρίζει τις ψυχές. Στην κολυμβήθρα του βαπτίσματος, όπως και στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, φυλάει ένας άγγελος. Ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζινός διδάσκει, πως υπάρχει μια μυστική σύνδεση μεταξύ νερού και Αγίου Πνεύματος, παρόμοια με αυτήν των δυο φύσεων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, όπου το νερό έχει την υπερφυσική δύναμη να καθαρίζει την ψυχή και να κλείνει το δρόμο στους δαίμονες. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης αρνήθηκε κατηγορηματικά, πως το νερό μετά τον αγιασμό παραμένει απλό νερό, και τόνισε πως με αυτό συμβαίνει κάτι παρόμοιο όπως με τον άρτο και το νερό στην Ευχαριστία. Στο νερό αυτό ενώνονται, με μυστικό τρόπο ο ιερός λόγος με την ύλη, δίδασκε ο άγιος Αυγουστίνος: «Αφαίρεσε τον Λόγο, και τι άλλο είναι το νερό του βαπτίσματος, παρά νερό; Έρχεται ο Λόγος στο στοιχείο, και με τον τρόπο αυτό προκύπτει το μυστήριο…» (Tract. LXXX, 3 στο κατά Ιωάννη, σελ. 192)
Τέλος
Από μια συνομιλία του Αγίου Πορφυρίου με κάποιο πνευματικοπαίδι του: "Πόσα χρόνια θες για να γίνεις αρχιτέκτονας;", "5 με 6". "Πόσα για να γίνεις γιατρός;", "Πάνω από δέκα"."Και Χριστιανός γίνεσαι κατευθείαν, χωρίς κόπο;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου