Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (2)

Συνέχεια από Τετάρτη, 27 Μαΐου 2020

2. Αφού λοιπόν πεις αυτά σ’ αυτούς που προσέχουν εκείνους σ’ όλη τη ζωή τους και επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν γνώση από την έξω παιδεία και εγκωμιάζουν αυτήν τόσο πολύ, νομίζω ότι κατά τρόπο κατάλληλο και πρέποντα να πεις επίσης σ’ αυτούς· «δεν εξασφαλίζετε στον εαυτό σας από εκείνους, αγαπητοί, γνώση, αλλά μάλλον αγνωσία». Γιατί, όπως εκείνοι που ποθούν την εκ μέρους των ανθρώπων δόξα και κάνουν γιά χάρη της τα πάντα πετυχαίνουν αδοξία μάλλον, παρά δόξα, καθόσον σ’ άλλους αρέσουν αλλά, κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνοι που επιδιώκουν τη γνώση από τους έξω σοφούς του κόσμου αποκτούν σύμφωνα με τη δική τους γνώμη μάλλον αγνωσία, παρά γνώση· γιατί οι δοξασίες διαφέρουν μεταξύ τους και διαφωνούν η μία πρός την άλλη και εκείνοι που αντιτάσσονται σε κάθε δοξασία είναι περισσότεροι από αυτούς που αποδέχονται αυτήν. Το να πιστεύει όμως κανείς ότι μπόρεσε να βρει τους λόγους στον δημιουργικό νού, ίσως να είναι και πολύ πλημμελές· γιατί λέγει ο απόστολος· «ποιος γνώρισε τον νού του Κυρίου;». Και αν δεν μπορεί να βρει τους λόγους αυτούς, δεν είναι δυνατόν ούτε τις εντός της ψυχής εικόνες αυτών να κατανοήσει με την έξω σοφία. Επομένως το ν’ αναζητά θεία γνώση το κατ' εικόνα από αυτή την έξω σοφία είναι ψευδογνωσία. Η ψυχή που έχει αυτή τη γνώση (από τους έξω σοφούς) δεν καθοδηγείται δι’ αυτής κατά κανένα τρόπο προς την αυτοαλήθεια, αλλ’ ούτε είναι δυνατόν να καθοδηγηθεί από αυτήν προς την αλήθεια. Για το λόγο αυτόν λοιπόν είναι μάταια και η καύχηση εκείνων που καυχώνται γι’ αυτήν. Ας ακούσουν τον Παύλο ο οποίος καλεί «σαρκική σοφία» την εξωτερική και «νού σαρκός» λέγει «τη γνώση που φέρει αλαζονεία». Επομένως η σοφία της σάρκας πώς θα προσφέρει το κατ’ εικόνα στην ψυχή; «Βλέπετε», λέγει, «την κλήση μας· δεν είναι πολλοί σοφοί κατά σάρκα, δεν είναι πολλοί δυνατοί, δεν είναι πολλοί ευγενείς». Όπως λοιπόν η ευγένεια και η δύναμη του σώματος δεν θα μπορούσαν να ενδυναμώσουν ούτε να εξευγενίσουν την ψυχή, έτσι ούτε η σοφία της σάρκας θα καταστήσει σοφή την διάνοια. Και πράγματι αρχή της σοφίας είναι η γνώση της Σοφίας, ώστε να διακρίνει και να προτιμήσει αντί την χαμερπή και γήινη και ανωφελή, τη μεγαλωφελή και ουράνια και πνευματική, που παρέχεται από τον Θεό και κατευθύνεται προς τον θεό και καθιστά σύμμορφους προς τον Θεό εκείνους που την αποκτούν.

3. Αλλ’ όμως, επειδή, όπως λέγουν και εκείνοι, οι εικόνες των λόγων που υπάρχουν μέσα στον δημιουργικό νού βρίσκονται μέσα μας, ποιο είναι εκείνο που αχρείωσε στην αρχή τις εικόνες αυτές; Δεν είναι η αμαρτία και η άγνοια ή η περιφρόνηση του πρακτέου (εκείνου που οφείλει να πράττει κανείς); Γιατί δεν τις αντιλαμβανόμαστε χωρίς διδασκαλία, αφού είναι εντυπωμένες μέσα μας; Δεν συμβαίνει αυτό, επειδή το παθητικό μέρος της ψυχής, αφού επαναστάτησε κακώς, και αυτές διέστρεψε, και το διορατικό αυτής γέμισε με σύγχυση και το απομάκρυνε από την αρχέτυπη καλλονή; Επομένως εκείνος που θέλει να έχει το κατ’ εικόνα σώο και την αληθογνωσία, περισσότερο από κάθετι άλλο πρέπει να φροντίζει αυτό (το διορατικό), και να απέχει από την αμαρτία, και τον νόμο των εντολών να μελετά δια πράξεως, και ν’ αποκτήσει κάθε αρετή, και να επιστρέψει προς τον Θεό με προσευχή και αληθινή θεωρία. Γιατί χωρίς καθαρότητα, ακόμη και αν μάθεις τη φυσική φιλοσοφία από τον Αδάμ μέχρι τη συντέλεια, θα είσαι όχι λιγότερο μωρός, αν μη και περισσότερο, παρά σοφός· ενώ χωρίς εκείνη, αφού καθαρθείς και απαλλάξεις την ψυχή από τα πονηρά ήθη και δόγματα, θ’ αποκτήσεις τη σοφία του Θεού, η οποία νικά τον κόσμο, και θα ζήσεις αιώνια μαζί με «τον μόνον σοφό, τον Θεό» γεμάτος αγαλλίαση. Λέγοντας δόγματα, δεν εννοώ τα σχετικά με το μέγεθος και την κίνηση του ουρανού και των σωμάτων του ουρανού και τα όσα συμβαίνουν εξαιτίας αυτών, ούτε τα σχετικά με τη γη και τα γύρω από τη γη και τα θησαυρισμένα μέσα της μέταλλα και τους πολύτιμους λίθους, ούτε τα όσα συμβαίνουν στον αέρα από τη διπλή αναθυμίαση. Γιατί το να αφιερώνουμε όλον τον ζήλο και όλη την αναζήτηση αποβλέποντας στην μάθηση (επιστήμη) αυτών των πραγμάτων είναι προτίμηση (αίρεσις) ελληνική· καθόσον οί Στωϊκοί στο σύνολό τους σκοπό της θεωρίας ορίζουν την επιστήμην (επιστημονική μάθηση).

4. Τώρα λοιπόν, όπως ισχυρίζεσαι σύ, μερικοί, έχοντας περιφρονήσει ως ανάξιο λόγου τον προκείμενο στους Χριστιανούς σκοπό, δηλαδή τα ανέκφραστα αγαθά που μας έχει υποσχεθεί ο Θεός για τον μελλοντικό αιώνα, και έχοντας μετατρέψει την επιστήμη σε γνώση, την εισάγουν στην Εκκλησία εκείνων που φιλοσοφούν κατά Χριστόν. Γιατί χαρακτηρίζουν ως μη αγνούς και ατελείς εκείνους που αγνοούν τις μαθηματικές επιστήμες· και γι’ αυτό είναι ανάγκη όλοι να επιδίδονται με αφοσίωση στα ελληνικά μαθήματα, ενώ τα ευαγγελικά διδάγματα να τα περιφρονούν (καθόσον δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να εξασφαλισθεί με αυτά απαλλαγή από την άγνοια των σύμφωνα μ’ αυτούς επιστημών), και εκείνον που λέγει, «γίνεσθε τέλειοι», και «ο καθένας που ακολουθεί τον Χριστό είναι τέλειος», και «εμείς ομιλούμε στους τέλειους» να τον αποφεύγουν περιπαικτικά, ως εντελώς άπειρον μιας τέτοιας επιστήμης. Εγώ λοιπόν, μη εννοώντας την απαλλαγή αυτής της άγνοιας, την ονόμασα καθαρότητα σωτήρια (γιατί γνωρίζω και άγνοια απαλλαγμένη από κατηγορία και γνώση άξια κατηγορίας)· αν απαλλαγείς λοιπόν όχι από αυτήν, αλλά από την άγνοια σχετικά με τον Θεό και τα θεία δόγματα, για την οποία άγνοια μίλησαν οι δικοί μας θεολόγοι, και βελτιώσεις όλο το ήθος σου σύμφωνα με τις συμβουλές αυτών, θα γεμίσεις από σοφία Θεού, και θα γίνεις πραγματικά εικόνα και ομοίωμα του Θεού, καθιστάμενος τέλειος με μόνη την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Αυτό και ο υποφήτης (ερμηνευτής) της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας Διονύσιος διεκήρυξε με σαφήνεια σ’ αυτήν, γιατί λέγει· «η προς τον Θεό αφομοίωση και ένωση, όπως διδάσκουν τα θεία λόγια, τελείται μόνο με την αγάπη και ιερουργία των σεβασμιωτάτων εντολών». Αν δεν είναι αληθινός αυτός ο λόγος, αλλ’ είναι δυνατόν να βρει και να δει ο άνθρωπος το «κατ’ εικόνα» από την έξω παιδεία, σαν αυτή να καθιστά καλύτερους τους χαρακτήρες και να απομακρύνει από την ψυχή το σκότος της άγνοιας, οι κατά τα ελληνικά πρότυπα σοφοί θα ήταν θεοειδέστεροι και θεοπτικώτεροι από τους πατέρες που έζησαν πριν από τον μωσαϊκό νόμο και τους προφήτες κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο νόμος, από τους οποίους οι περισσότεροι κλήθηκαν στο αξίωμα από τον αγροικικό βίο. Ο Ιωάννης, η τελευταία κορωνίδα των προφητών, δεν ζούσε από τη νεαρή ηλικία του στην έρημο; Δεν αποβλέπει λοιπόν προς αυτόν σαν προς αρχέτυπο και όσο μπορεί ο καθένας από αυτούς που απαρνούνται τον κόσμο; Είναι φανερό στον καθένα. Που λοιπόν υπάρχουν στην έρημο σχολεία τής μάταιας, όπως λένε αυτοί, σωτήριας φιλοσοφίας; Που υπάρχουν πολύπτυχα βιβλία και αυτοί που καταγίνονται μ’ αυτά σ’ όλη τη ζωή τους και πείθουν τους άλλους να κάμνουν το ίδιο; Σε ποιά μέρη των βιβλίων αυτών υπάρχουν προτροπές για τέτοιους τρόπους ζωής ερημικής και παρθενικής, και αναγράφεται αγώνας που προκαλεί τους αναγνώστες προς μίμηση;

5. Και για ν’ αφήσω αυτόν, τον υψηλότερο μεταξύ εκείνων που γεννήθηκαν από γυναίκες, o οποίος, ενώ ανέβηκε σε τόσο μεγάλο ύψος, δεν ενδιαφέρθηκε, όπως αυτοί λένε, καθόλου για την παιδεία που οδηγεί στον Θεό (αφού αυτός δεν διάβασε ούτε καν ιερά βιβλία)· για ν’ αφήσουμε λοιπόν αυτόν, πώς δεν πρόσφερε αυτήν, την μέσω των εξωτερικών μαθημάτων άνοδο, εκείνος που υπάρχει πριν από τους αιώνες και φανερώθηκε μετά από αυτόν, εκείνος που ήρθε στον κόσμο γι’ αυτό, να δώσει μαρτυρία υπέρ της αλήθειας, να ανακαινίσει το κατ’ εικόνα και να το επαναγάγει προς το αρχέτυπο; Και πως δεν είπε, “αν θέλεις να είσαι τέλειος, ασχολήσου με την έξω παιδεία, πήγαινε να παρακολουθήσεις τα μαθήματα, απόκτησε την επιστήμη των όντων”, αλλ’ είπε, «πούλησε τα κτήματά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς, σήκωσε τον σταυρό, και ακολούθησέ με μέ προθυμία»; Πώς δεν δίδαξε αναλογίες, σχηματισμούς, ποσότητες, τις πολυπλανείς αποστάσεις και συζυγίες των πλανητών, και δεν έλυσε τις απορίες των φυσικών προβλημάτων, για να απομακρύνει τάχα το σκότος της άγνοιας από την ψυχή μας; Και γιατί προσκάλεσε ως μαθητές του αλιείς, αγράμματους και αγροίκους, αλλ’ όχι σοφούς, όπως λέγει ο Παύλος; Πώς λοιπόν θα καταντροπιάσει, όπως λένε αυτοί, αυτούς που οδηγούν προς αυτόν; Και γιατί τη σοφία αυτών εμώρανε; Για ποιο λόγο επίσης θέλησε να σώσει εκείνους που πιστεύουν με τη μωρία του κηρύγματος; Όχι επειδή δεν γνώρισε ο κόσμος με τη σοφία τον Θεό; Και τί γίνεται με εκείνους που έμαθαν τους λόγους τους οποίους λέγεις εσύ; Ενώ ήρθε στον κόσμο σωματικά ο Λόγος του Θεού, ο οποίος έγινε για εμάς σοφία εκ μέρους του Θεού, και ανέτειλε το φώς το όποιο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, και γλυκοχάραξε η ημέρα και ανέτειλε ο αυγερινός μέσα στις καρδιές μας, δηλαδή των πιστών, σύμφωνα με τον κορυφαίο απόστολο, αυτοί χρειάζονται τεχνητό φυτίλι, τη γνώση από τους έξω φιλοσόφους που οδηγεί στή θεογνωσία, και τούς άλλους συμβουλεύουν, εγκαταλείποντας το έργο της καθάρσεως του εαυτού τους στην ησυχία με την επιστασία των λογισμών τους και την αφοσίωση στον Θεό με αδιάκοπη προσευχή, να καταγηράζουν μάταια καθισμένοι δίπλα στο λυχνάρι που κρυφοκαίει.

(συνεχίζεται)

Αρχαίο κείμενο
2. Πρός οὖν τούς ἐκείνοις προσέχοντας διά βίου καί θηρωμένους γνῶσιν ἐκ τῆς ἔξω παιδείας καί ταύτην ἐπί τοσοῦτον ἐγκωμιάζοντας ταῦτ᾿ εἰπών, ἀποχρώντως τε καί πρεπόντως, ἐμοί γε δοκεῖν, ἐρεῖς, ὡς «οὐ μᾶλλον γνῶσιν ἤ ἀγνωσίαν ἐκ τούτων ὑμῖν αὐτοῖς περιποιεῖσθε, ὦ βέλτιστοι». Καθάπερ γάρ οἱ τῆς παρ᾿ άνθρώπων ἐφιέμενοι δόξης και πάνθ᾿ ὑπέρ αὐτῆς πράττοντες ἀδοξίας μᾶλλον ἤ δόξης ἐπιτυγχάνουσιν, ἐπείπερ ἄλλοις ἄλλα ἀρέσκει, τόν αὐτόν τρόπον καί οἱ παρά τῶν ἔξω σοφῶν τήν γνῶσιν θηρώμενοι μᾶλλον ἀγνωσίαν κατ᾿ αὐτούς ἐκείνους ἤ γνῶσιν καρποῦνται˙ διαφέρουσι γάρ ἀλλήλων αἱ δόξαι καί διαφέρονται πρός ἀλλήλας καί οἱ ἀντικείμενοι πλείους τῶν ὁμολογούντων ἑκάστῃ. Το δέ πιστεύειν εἰρηκέναι τινά τούτων δυνηθῆναι τούς ἐν τῷ δημιουργικῷ νῷ λόγους, μή καί λίαν πλημμελές ᾖ˙ «τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» φησίν ὁ ἀπόστολος˙ εἰ δέ μή τούτους, οὐδέ τάς ἐν τῇ ψυχῇ τούτων εἰκόνας ἐκ τῆς ἔξω σοφίας συνιδεῖν ἐστι. Ψευδογνωσία τοίνυν ἐστίν ἡ ἐκ ταύτης τῆς σοφίας τό κατ᾿ εἰκόνα θείαν θηρωμένη γνῶσις. Οὔκουν, οὐκ ἔσται δι᾿ αὐτήν τῇ αὐτοαληθείᾳ ἐμφερής ἡ ταύτην ἔχουσα ψυχή, ἀλλ᾿ οὐδέ ποδηγοῖτο ἄν πρός τήν ἀλήθειαν ἐκ ταύτης˙ καί ἡ καύχησις λοιπόν ματαία τῶν ἐπ᾿ αὐτῇ τούτου γε ἕνεκα σεμνυνομένων. Ἀκουέτωσαν Παύλου σαρκικήν σοφίαν καλοῦντος τήν θύραθεν, ὅς καί «νοῦν σαρκός» λέγει τήν «φυσιοῦσαν γνῶσιν». Ἡ τοίνυν τῆς σαρκός σοφία πῶς τῇ ψυχῇ τό κατ᾿ εἰκόνα παρέξεται; «Βλέπετε», φησί, «τήν κλῆσιν ἡμῶν˙ οὐ πολλοί σοφοί κατά σάρκα, οὐ πολλοί δυνατοί, οὐ πολλοί εὐγενεῖς». Ὡς οὖν ἡ τῆς σαρκός εὐγένειά τε καί δύναμις τήν ψυχήν οὐκ ἐνδυναμώσειεν ἄν οὐδ᾿ ἐξευγενίσειεν, οὕτως οὐδ᾿ ἡ τῆς σαρκός σοφία σοφήν ἀπεργάσεται τήν διάνοιαν. Καί ὄντως ἀρχή σοφίας γνῶναι σοφίαν, ὥστε διελέσθαι καί προελέσθαι τῆς χαμερποῦς καί γηΐνης καί ἀνονήτου την μεγαλωφελῆ καί οὐρανίαν καί πνευματικήν καί παρά Θεοῦ καί πρός Θεόν ἐρχομένην καί Θεῷ τούς κτησαμένους συμμόρφους ἀποδεικνῦσαν.

3. Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἐπεί, καθάπερ κἀκεῖνοι λέγουσι, τῶν ἐν τῇ δημιουργικῷ νῷ λόγων αἱ εἰκόνες ἐν ἡμῖν εἰσι, τί τό ταύτας τήν ἀρχήν ἀχρειῶσαν τάς εἰκόνας; Οὐχ ἡ ἁμαρτία καί ἡ τοῦ πρακτέου εἴτε ἄγνοια εἴτε περιφρόνησις; Διατί μή ἀδιδάκτως ἐνορῶμεν ταύτας, ἐν ἡμῖν αὐτοῖς οὔσας ἐντετυπωμένας; Οὐχ ὅτι τό παθητικόν μέρος τῆς ψυχῆς κακῶς ἐπαναστάν αὐτάς τε διέστρεψε καί τό διορατικόν αὐτῆς συνέχεε καί μακράν ἐποίησε τῆς ἀρχετύπου καλλονῆς; Οὐκοῦν τούτου παντός μᾶλλον ἐπιμελητέον και τῆς ἁμαρτίας ἀφεκτέον καί τόν νόμον τῶν ἐντολῶν διά πράξεως ἀναγνωστέον καί ἀρετῆς πάσης ἀνθεκτέον καί δι᾿ εὐχῆς καί θεωρίας ἀληθοῦς ἐπανιτέον πρός Θεόν, τόν βουλόμενον τό τε κατ᾿ εἰκόνα σῶν και τήν ἀληθογνωσίαν σχεῖν. Καθαρότητος γάρ ἄνευ, κἄν μάθῃς τήν ἀπό Ἀδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός οὐδέν ἧττον, ὅτι μη καί μᾶλλον, ἔσῃ ἤ σοφός˙ ἐκείνης δέ ἄνευ, καθαρθείς καί τῶν πονηρῶν ἠθῶν καί δογμάτων ἀπαλλάξας τήν ψυχήν, τήν νικῶσαν τόν κόσμον τοῦ Θεοῦ σοφίαν κτήσῃ καί «τῷ μόνῳ σοφῷ Θεῷ» συνδιαιωνίσεις ἀγαλλόμενος. Δογμάτων δέ λέγω, οὐ τῶν περί μεγέθους κινήσεως οὐρανοῦ καί τῶν κατ᾿ οὐρανόν σωμάτων καί ὅσα διά ταῦτα γίνεται, οὐδέ γῆς καί τῶν περί γῆν καί τῶν ἐντεθησαυρισμένων ταύτῃ μετάλλων και λίθων διαυγῶν, οὐδέ τῶν ἐκ τῆς διπλῆς ἀναθυμίασεως κατά τον ἀέρα συμβαινόντων. Πρός γάρ ἐπιστήμην τῶν τοιούτων βλέποντες πᾶσαν ἀπαυθύνειν σπουδήν τε καί ζήτησιν αἵρεσίς ἐστιν ἑλληνική˙ οἱ γάρ Στωϊκοί πάντες τέλος τῆς θεωρίας τήν ἐπιστήμην ὁρίζονται.

4. Νῦν δή τινες, ὡς σύ φῄς, τοῦ τοῖς χριστιανοῖς προκειμένου τέλους, τῶν ἐπηγγελμένων ἡμῖν ἐπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀρρήτων ἀγαθῶν, ὡς ἐλαχίστου περιφρονήσαντες καί τήν ἐπιστήμην εἰς γνῶσιν μεταλαβόντες, τῇ τῶν κατά Χριστόν φιλοσοφούντων ἐπεισάγουσιν ἐκκλησίᾳ. Τούς γάρ οὐκ εἰδότας τάς μαθηματικάς ἐπιστήμας ἀνάγνους ἀποφαίνονται και ἀτελεῖς˙ ἐντεῦθεν δ᾿ ἀνάγκη πάντας τῶν μέν ἑλληνικῶν ἀπρίξ ἀντέχεσθαι μαθημάτων, τῶν δ᾿ εὐαγγελικῶν κατολιγωρεῖν διδαγμάτων (παρ᾿ αὐτῶν γάρ οὐδέποτε γένοιτ᾿ ἄν τῆς τῶν κατ᾿ αὐτούς ἐπιστημῶν ἀγνοίας ἀπαλλαγή) καί τοῦ λέγοντος «γίνεσθι τέλειοι» καί «εἴ τις ἐν Χριστῷ τέλειος» καί «ἡμεῖς δέ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις» καταμωκωμένους ἀναχωρεῖν, ὡς ἀπείρου πεντάπασιν ἐπιστήμης τοιαύτης. Οὐ ταύτης οὖν ἐγώ τῆς ἀγνοίας ἀπαλλαγήν ὑποτιθέμενος, καθαρότητα σωτήριον ἐκάλεσα ταύτην (οἶδα γάρ καί ἀνέγκλητον ἄγνοιαν καί γνῶσιν ἐγκεκλημένην) ˙ οὔκουν ταύτης, ἀλλά τῆς περί Θεοῦ καί τῶν θείων δογμάτων ἀγνοίας ἀπαλλαγείς, ὅσην οἱ καθ᾿ ἡμᾶς ἀπηγόρευσαν θεολόγοι, καί πᾶν ἦθος κατά τάς αὐτῶν βελτιώσας ὑποθήκας, γενήσῃ Θεοῦ σοφίας ἀνάπλεως, εἰκών ὄντως καί ὁμοίωμα Θεοῦ, διά μόνης τῆς τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν τηρήσεως τετελεσμένος. Ὅ καί ὁ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ὑποφήτης Διονύσιος κατ᾿ αὐτήν ἀπεφήνατο σαφῶς˙ «ἡ γάρ πρός τόν Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις, ὡς τά θεῖα», φησί, «διδάσκει λόγια, ταῖς τῶν σεβασμιωτάτων ἐντολῶν ἀγαπήσεσι και ἱερουργίαις μόνως τελεῖται». Εἰ δ᾿ οὐκ ἀληθής ὁ λόγος οὗτος, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς ἔξω παιδείας τό κατ᾿ εἰκόνα τόν ἄνθρωπον εὑρεῖν καί ἰδεῖν ἐστιν, ὡς τούς χαρακτῆρας ἐπί τό κρεῖττον μεταρρυθμιζούσης καί το σκότος τῆς ἀγνοίας ἐξαιρούσης τῆς ψυχῆς, οἱ καθ᾿ Ἕλληνας σοφοί θεοειδέστεροι ἄν εἶεν καί θεοπτικώτεροι τῶν πρό νόμου πατέρων καί τῶν ἐν τῷ νόμῳ προφητευσάντων, ὧν οἱ πλείους ἐξ ἀγροικικοῦ βίου προς ταύτην τήν ἀξίαν ἐκλήθησαν. Ἰωάννης δέ, ἡ τῶν προφητῶν ὑστάτη κορωνίς, οὐκ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐπ᾿ ἐρημίας διετέλει τόν βίον ἀνύων; Οὐ τοίνυν πρός αὐτόν ὡς πρός ἀρχέτυπον ἀφορῶσιν ἕκαστος ὅπως ἔχει δυνάμεως τῶν ἀποταττομένων τῷ κόσμῳ; Παντί που δῆλον. Ποῦ τοίνυν ἐν ἐρημίᾳ διδασκαλεῖα τῆς ματαίας ὡς δ᾿ αὐτοί λέγουσι, σωτηρίαν φιλοσοφίας; Ποῦ πολύπτυχοι βίβλοι καί οἱ ταύταις διά βίου προστετηκότες καί τούς ἄλλους πείθοντες; Ποῦ δέ τῶν βιβλίων τούτων ὑπουῆκαι βίων τοιούτων ἐρημικῶν τε καί παρθενικῶν καί ἀγών ἀνάγραπτος, πρός μίμησιν ἐπαίρων τούς ἐντυγχάνοντας;

5. Καί ἵνα τοῦτον ἀφῶ τόν ἐν γεννητοῖς γυναικῶν ὑψηλότερον, ᾧ προς τοσοῦτον ὕψος ἀναβεβηκότι τῆς, ὡς αὐτοί φασιν, ὁδηγούσης πρός Θεόν παιδείας οὐδέν ἐμέλησε (καί γάρ οὐδ᾿ ἱεραῖς οὗτος ἐντετύχηκε βίβλοις)˙ ἵνα τοίνυν τοῦτον ἀφῶμεν, ὁ πρό τῶν αἰώνων ὤν καί μετ᾿ αὐτῶν φανείς καί διά τοῦτο ἐλθών εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ και ἀνακαινίσῃ τό κατ᾿ εἰκόνα καί πρός τό ἀρχέτυπον ἐπαναγάγῃ, πῶς οὐ παρέσχε ταύτην τήν διά τῶν ἔξω μεθόδων ἄνοδον; Πῶς δ᾿ οὐκ εἶπεν, “εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, τῆς ἔξω παιδείας ἐπιλαβοῦ, σπεῦσον πρός τήν τῶν μαθημάτων ἀνάληψην, περιποιήσαι σεαυτῷ τήν ἐπιστήμην τῶν ὄντων”, ἀλλά «τά ὑπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοῖς, τόν σταυρόν ἄρον, ἀκολουθεῖν ἐμοί προθυμήθητι»; Πῶς δ᾿ οὐκ ἐδίδαξεν και σχηματισμούς καί ποσότητας καί τάς πολυπλανεῖς τῶν πλανητῶν ἀποστάσεις τε καί συνόδους, καί τῶν φυσικῶν προβλημάτων τάς ἀπορίας διέλυσεν, ὡς ἄν ἀπό τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τό τῆς ἀγνοίας σκότος ἐξέληται; Τί δέ καί μαθητάς ἁλιεῖς, ἀγραμμάτους, ἀγροίκους, ἀλλά μή σοφούς, συνεκάλει, καί ταῦθ᾿ ἵνα καταισχύνῃ τούς ἔξω σοφούς, ὡς ὁ Παῦλός φησι; Πῶς οὖν καταισχύνει τούς πρός αὐτόν, ὡς οὗτοι λέγουσιν, ὁδηγοῦντας; Διατί δέ καί τήν σοφίαν αὐτῶν ἐμώρανε; Τίνος δέ χάριν καί διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος εὐδόκησε σῶσαι τούς πιστεύοντας; Οὐκ ἐπειδή διά τῆς σοφίας ὁ κόσμος οὐκ ἔγνω τόν Θεόν; Τί δέ καί μαθόντες οὕς φῄς; Λόγου Θεοῦ σωματικῶς ἐνδημήσαντος, ὅς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπό Θεοῦ, καί τοῦ φωτός ἀνασχόντος, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τον κόσμον, ἡμέρας τε διαυγασάσης καί φωσφόρου ἀνατείλαντος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τῶν πιστῶν, κατά τό τῶν ἀποστόλων κορυφαῖον, αὐτοί τε δέονται θρυαλλίδος ἐπισκευαστῆς, τῆς ἀπό τῶν ἔξω φιλοσόφων γνώσεως πρός θεογνωσίαν ὁδηγούσης, καί τούς ἄλλους παραινοῦσιν, ἀφεμένοις τοῦ καθ᾿ ἡσυχίαν διά τῆς τῶν λογισμῶν ἐπιστασίας καθαίρειν ἑαυτούς καί δι᾿ ἀδιαλείπτου προσευχῆς προσανέχειν τῷ Θεῷ, καταγηρᾶν μάτην, λύχνῳ τυφομένῳ παρακαθημένους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: