Συνέχεια από: Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025
ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Του Enrico Berti.
5. Η κλασική μεταφυσική στη νεο-νεοπαρμενίδεια διατύπωσή τηςΩστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι μετά τη διατύπωση της μεταφυσικής του Αριστοτέλη ακολούθησαν είκοσι τρεις αιώνες φιλοσοφικής σκέψης. Για να κατανοήσουμε ποια μπορεί να είναι η θεωρητική αξία αυτής της μεταφυσικής πέρα από τους ιστορικούς περιορισμούς στους οποίους, όπως κάθε άλλη θέση, ήταν αναπόφευκτα υποκείμενη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις αναδιατυπώσεις της που προτάθηκαν στη συνέχεια, υποθέτοντας ότι αυτές έχουν ταυτόχρονα λάβει υπόψη όσα έχουν ειπωθεί από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως σήμερα.
Αυτές οι αναδιατυπώσεις πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθούν όχι στον λεγόμενο νεοθωμισμό, ο οποίος δεν αναφέρεται στον Αριστοτέλη αλλά στον Θωμά Ακινάτη, δηλαδή σε έναν αριστοτελικό που επηρεάστηκε σαφώς από τον χριστιανισμό (και τον νεοπλατωνισμό), αλλά στις θέσεις που αναφέρονται στη λεγόμενη «κλασική μεταφυσική», εννοώντας με αυτή την έκφραση ακριβώς τη μεταφυσική του Αριστοτέλη (καθώς αυτή λαμβάνει σαφώς υπόψη και τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη και τους ίδιους τους προσωκρατικούς, ειδικά τον πιο «μεταφυσικό» από αυτούς, δηλαδή τον Παρμενίδη), αλλά αναδιατυπωμένη έτσι ώστε να είναι ακόμα έγκυρη σήμερα. Λοιπόν, πιστεύω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αυτές οι θέσεις, τουλάχιστον στην Ιταλία – αλλά πιθανώς σε όλο τον κόσμο –, είναι κυρίως δύο: η λεγόμενη «σχολή του Μιλάνου» με επικεφαλής τον Gustavo Bontadini (Γκουστάβο Μπονταντίνι) και η «σχολή της Πάδοβας» με επικεφαλής τον Marino Gentile (Μαρίνο Τζεντίλε).
Σύμφωνα με τον Bontadini, η λογικότητα της μεταφυσικής συνίσταται ουσιαστικά σε εκείνο το είδος αδιαμφισβήτητης αλήθειας στην οποία καταλήγει μέσω της άρσης της αντίφασης. Υπό το φως της αρχής της μη αντίφασης, την οποία ο Bontadini αποδέχεται χωρίς επιφυλάξεις – και σε αυτό συνίσταται ένα πρώτο θεμελιώδες στοιχείο της αριστοτελικής σκέψης του –, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η πραγματικότητα της αντίφασης. Μια θέση που είναι εγγενώς αντιφατική είναι επομένως αβάσιμη.
Από την άλλη πλευρά, πάντα υπό το πρίσμα της αριστοτελικής αρχής της μη αντίφασης, όταν έχουμε δύο προτάσεις που αντιτίθενται μεταξύ τους με βάση μια αντίθεση αντιφατικότητας, πρέπει αναγκαστικά να παραδεχτούμε ότι η μία είναι ψευδής και η άλλη αληθής. Επομένως, μόλις αναγνωριστεί η ψευδής φύση μιας θέσης λόγω της εγγενούς αντιφατικότητάς της, αποδεικνύεται με βεβαιότητα η αλήθεια της αντίθετης θέσης βάσει της σχέσης αντιφατικότητας. Ο Bontadini μπορεί έτσι να πει ότι «η θεμελίωση μιας θέσης συνίσταται στην καταστροφή της άρνησής της». Εδώ λοιπόν συνίσταται η ορθολογικότητα της μεταφυσικής, σε μια κίνηση της σκέψης, που επιβάλλεται από την ίδια την αρχή τής μη αντίφασης, την οποία ο Bontadini δεν διστάζει να ονομάσει «διαλεκτική»*.
[*Δες G. Bontadini, Για μια θεωρία του θεμελίου (Per una teoria del fondamento), στο ίδιο, Μεταφυσική και αποελληνισμός (Metafisica e deellenizzazione), Μιλάνο, Vita e pensiero, 1975, σ. 33. Στο δοκίμιο αυτό θα αναφερθώ κατά την παρουσίαση και κριτική της θέσης του Μπονταντίνι. Το εν λόγω κείμενο αποτελεί, πράγματι, την πιο πρόσφατη και ταυτόχρονα πληρέστερη διατύπωση της νέας εκδοχής της σκέψης του, όπως αυτή είχε ήδη παρουσιαστεί από την ανακοίνωση “Για τη διαλεκτική διάσταση της απόδειξης της ύπαρξης του Θεού"(Sull'aspetto dialettico della dimostrazione dell'esistenza di Dio), στο De Deo in philosophia S. Thomae et in hodierna philosophia (Πρακτικά του VI Διεθνούς Θωμιστικού Συνεδρίου), Ρώμη, 1965, τόμ. I, σσ. 175-182 (ανατυπώθηκε στο ίδιο, Συνομιλίες μεταφυσικής, Μιλάνο, Vita e pensiero, 1971, τόμ. II, σσ. 189-194)].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου